Γενικά: Σε φυσιολογικά ενήλικα άτομα, ο μέσος χρόνος ημιζωής στον ορό
υπερβαίνει ελαφρά τις 2 ώρες με μέσο ολικό φαινομενικό όγκο κατανομής 24
λίτρων, περίπου 20% του σωματικού βάρους. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες
του ορού κυμαίνεται από 0 έως 11%.
Η αμικασίνη απεκκρίνεται κυρίως με σπειραματική διήθηση. Ασθενείς με
ανεπαρκή νεφρική λειτουργία ή ελάττωση της σπειραματικής διήθησης
απεκκρίνουν το αντιβιοτικό πολύ βραδύτερα, παρατείνοντας το χρόνο
ημιζωής στον ορό. Επομένως, η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά και η δοσολογία να προσαρμόζεται ανάλογα.
Μετά τη χορήγηση στις συνιστώμενες δόσεις, θεραπευτικές στάθμες
ανευρίσκονται στα ούρα, την καρδιά, την χοληδόχο κύστη και τον πνευμονικό
ιστό μαζί με σημαντικές συγκεντρώσεις στα ούρα, τη χολή, τα πτύελα, τις
βρογχικές εκκρίσεις, το διάμεσο, το πλευριτικό και το αρθρικό υγρό.
Δεδομένα από κλινικές μελέτες πολλαπλών ημερησίων δόσεων
αποδεικνύουν ότι οι στάθμες του εγκεφαλονωτιαίου υγρού στα φυσιολογικά
βρέφη ανέρχονται περίπου στο 10 έως 20% των συγκεντρώσεων στον ορό
και μπορούν να φθάσουν το 50% επί φλεγμονής των μηνίγγων. Η αμικασίνη
αποδείχθηκε ότι διέρχεται τον φραγμό του πλακούντα και παρέχει σημαντικές
συγκεντρώσεις στο αμνιακό υγρό. Η μέγιστη συγκέντρωση στον ορό του
εμβρύου ανέρχεται περίπου στο 16% της μέγιστης συγκέντρωσης στον ορό
της μητέρας.
Ενδείξεις: Ενδείκνυται για τη βραχυχρόνια θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων
που οφείλονται σε ευαίσθητα στελέχη αρνητικών κατά gram βακτηρίων
(συμπεριλαμβανομένων των Pseudomonas species, Escherichia coli, ειδών
Proteus θετικών και αρνητικών στην ινδόλη, Prονidencia species, Klebsiella-
Enterobacter-Serratia species και Acinetobacter (Mima-Herellea) species).
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ενέσιμη αμικασίνη είναι αποτελεσματική σε:
βακτηριακή σηψαιμία (περιλαμβανομένης της νεογνικής σηψαιμίας), σε
σοβαρές λοιμώξεις της αναπνευστικής οδού, οστών και αρθρώσεων,
κεντρικού νευρικού συστήματος (περιλαμβανομένης της μηνιγγίτιδας),
δέρματος και μαλακών μορίων, σε ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
(περιλαμβανομένης της περιτονίτιδας), σε εγκαύματα και μετεγχειρητικές
λοιμώξεις (περιλαμβανομένων των αγγειοχειρουργικών επεμβάσεων).