Επίδραση στην ανάπτυξη
: Συνιστάται να παρακολουθείται τακτικά το
ύψος των παιδιών που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή. Εάν η ανάπτυξη επιβραδύνεται, η θεραπεία θα πρέπει
να αξιολογηθεί εκ νέου με στόχο τη μείωση της δόσης του
κορτικοστεροειδούς. Τα οφέλη της θεραπείας με κορτικοστεροειδή και ο
πιθανός κίνδυνος καταστολής της ανάπτυξης πρέπει να σταθμιστούν
προσεκτικά.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξετασθεί η παραπομπή του ασθενή σε ειδικό για
το αναπνευστικό σύστημα παιδίατρο.
Η ανάπτυξη των παιδιών που λαμβάνουν οποιαδήποτε μορφή
κορτικοστεροειδών πρέπει να παρακολουθείται στενά από τον γιατρό.
Δεν συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία σε παιδιά.
Ασθενείς υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία
Τα παιδιά υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία είναι πιο επιρρεπή σε
λοιμώξεις απ' ότι τα υγιή, όπως για παράδειγμα, σε νοσήματα όπως η
ανεμοβλογιά ή η ιλαρά. Στα παιδιά αυτά ή σε ενηλίκους που δεν έχουν
ανοσία σ' αυτά τα νοσήματα, θα πρέπει ν' αποφεύγεται με ιδιαίτερη
προσοχή τυχόν έκθεσή τους. Σε περίπτωση που εκτεθούν σε μόλυνση,
επικοινωνήστε με τον γιατρό σας.
Εάν δεν είστε σίγουροι εάν κάτι από τα παραπάνω ισχύει για σας,
απευθυνθείτε στο γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.
Άλλα φάρμακα και Pulmicort Turbuhaler
Ενημερώστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε, έχετε
πρόσφατα πάρει ή μπορεί να πάρετε άλλα φάρμακα, ακόμα και αυτά που
χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
Αυτό διότι ορισμένα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τη δράση του
Pulmicort Turbuhaler και το Pulmicort Turbuhaler μπορεί να επηρεάσει τη
δράση ορισμένων φαρμάκων.
Ιδιαίτερα, ενημερώστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε
κάποια από τα ακόλουθα φάρμακα:
- στεροειδή φάρμακα. Ο γιατρός σας μπορεί να σας ζητήσει να
λαμβάνετε λιγότερα δισκία κατά την έναρξη της θεραπείας με
Pulmicort Turbuhaler. Αν παρατηρήσετε οποιαδήποτε ασυνήθιστη
επίδραση ως αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, ενημερώστε τον γιατρό
σας.
- φάρμακα για μυκητιασικές λοιμώξεις (όπως κετοκοναζόλη και
ιτρακοναζόλη)
- φάρμακα που είναι ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 (και οι
αναστολείς της HIV πρωτεάσης, η ριτοναβίρη και η νελφιναβίρη)
- οιστρογόνα και αντισυλληπτικά στεροειδή.
Η από του στόματος χορήγηση κετοκοναζόλης και ιτρακοναζόλης ή
άλλων ισχυρών αναστολέων του CYP3A4 μπορεί να προκαλέσει αύξηση
της συστηματικής έκθεσης στη βουδεσονίδη. Γι’ αυτό, πρέπει να
αποφεύγεται ο συνδυασμός τους. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, το χρονικό
διάστημα μεταξύ των θεραπειών πρέπει να είναι όσο το δυνατόν
μεγαλύτερο και πρέπει να εξετασθεί η μείωση της δόσης της
βουδεσονίδης. Αυτό έχει μικρή κλινική σημασία σε βραχυπρόθεσμες
θεραπείες (1-2 εβδομάδων) με κετοκοναζόλη και ιτρακοναζόλη, αλλά
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε μακροχρόνιες θεραπείες.
3