ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ (SPC)
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Somatuline
Autogel
60 / 90 / 120 mg, ενέσιμο διάλυμα σε
προγεμισμένη σύριγγα.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Lanreotide 60 mg, 90 mg, 120 mg (υπό μορφή lanreotide acetate)
Κάθε προγεμισμένη σύριγγα περιέχει ένα υπερκορεσμένο διάλυμα
lanreotide acetate το οποίο αντιστοιχεί σε 0,246 mg βάσης lanreotide
ανά mg διαλύματος, το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση μιας δόσης των
60 mg, 90 mg ή 120 mg lanreotide, αντίστοιχα.
Για πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένη σύριγγα.
Λευκή-υπόλευκη ημιστερεή μορφή.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Somatuline Autogel ενδείκνυται για:
Μακροχρόνια θεραπεία της μεγαλακρίας όταν τα επίπεδα της
αυξητικής ορμόνης (GH) και/ ή του ινσουλινοειδούς αυξητικού
παράγοντα - 1 (IGF-1) στην κυκλοφορία δεν ομαλοποιηθούν μετά
από χειρουργική επέμβαση και/ή ακτινοθεραπεία ή σε ασθενείς
για τους οποίους η χειρουργική επέμβαση και/ή η
ακτινοθεραπεία δεν αποτελούν επιλογή.
Θεραπεία των βαθμού διαφοροποίησης (grade) 1 και υποσυνόλου
των βαθμού διαφοροποίησης 2 (δείκτης πολλαπλασιασμού Ki67
έως 10%) γαστροεντεροπαγκρεατικών νευροενδοκρινών όγκων
(GEP-NETs) του μέσου εντέρου, παγκρεατικής ή αγνώστου
προέλευσης όταν έχουν αποκλειστεί θέσεις προέλευσης του
οπισθίου εντέρου, σε ενήλικους ασθενείς με μη-εγχειρήσιμη
τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο (βλ. παράγραφο 5.1).
Αντιμετώπιση συμπτωμάτων που σχετίζονται με
νευροενδοκρινικούς (ιδίως καρκινοειδείς) όγκους.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Μεγαλακρία:
Η συνιστώμενη δόση έναρξης είναι 60 έως 120 mg χορηγούμενα
ανά 28 ημέρες.
Για παράδειγμα, σε ασθενείς οι οποίοι προηγούμενα ελάμβαναν
το Somatuline 30 mg ανά 14 ημέρες, η αρχική δόση Somatuline
Autogel πρέπει να είναι 60 mg χορηγούμενα ανά 28 ημέρες, σε
ασθενείς οι οποίοι προηγούμενα ελάμβαναν το Somatuline 30 mg
ανά 10 ημέρες, η αρχική δόση Somatuline Autogel πρέπει να είναι
90 mg χορηγούμενα ανά 28 ημέρες.
Στη συνέχεια, η δόση πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με την
ανταπόκριση του ασθενή (αξιολογούμενη με κριτήριο την ύφεση
των κλινικών συμπτωμάτων και/ή τη μείωση των επιπέδων της
GH και/ ή τoυ IGF-1).
Αν δεν επιτευχθεί η επιθυμητή ανταπόκριση, η δόση μπορεί να
αυξηθεί.
Αν επιτευχθεί πλήρης έλεγχος (μείωση των επιπέδων της GH κάτω
από 1 ng/ml, ομαλοποιημένα επίπεδα IGF-1 και/ ή εξάλειψη των
συμπτωμάτων), η δόση μπορεί να μειωθεί.
Οι ασθενείς που ελέγχονται καλά με ανάλογο σωματοστατίνης
μπορούν να λάβουν αγωγή με Somatuline Autogel 120 mg κάθε 42-56
μέρες.
Θα πρέπει να παρακολουθούνται μακροχρόνια τα
συμπτώματα και τα επίπεδα GH και IGF-1 όπως
ενδείκνυται κλινικά.
Θεραπεία των βαθμού διαφοροποίησης 1 και υποσυνόλου των
βαθμού 2 (δείκτης Ki67 έως 10%) γαστροεντεροπαγκρεατικών
νευροενδοκρινών όγκων ( GEP - NETs ) του μέσου εντέρου,
παγκρεατικής ή αγνώστου προέλευσης όταν έχουν αποκλειστεί
θέσεις προέλευσης του οπισθίου εντέρου, σε ενήλικους ασθενείς με
μη-εγχειρήσιμη τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο:
Η συνιστώμενη δόση είναι μία ένεση Somatuline Autogel 120 mg
χορηγούμενη κάθε 28 ημέρες. Η θεραπεία με Somatuline Autogel θα
πρέπει να συνεχίζεται για όσο διάστημα απαιτείται για τον έλεγχο
του όγκου.
Αντιμετώπιση συμπτωμάτων που σχετίζονται με νευροενδοκρινείς
όγκους :
Η συνιστώμενη δόση έναρξης είναι 60 έως 120 mg χορηγούμενα
ανά 28 ημέρες.
Η δόση πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τον επιτυγχανόμενο
βαθμό συμπτωματικής ανακούφισης.
Διαταραγμένη νεφρική / ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας δεν
είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης, λόγω του ευρέος
θεραπευτικού παραθύρου του lanreotide (βλ. παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Σε ηλικιωμένους ασθενείς δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της
δόσης, λόγω του ευρέος θεραπευτικού παραθύρου του lanreotide (βλ.
παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν συνιστάται η χρήση του Somatuline Autogel σε παιδιά και εφήβους
λόγω έλλειψης στοιχείων ασφαλείας και αποτελεσματικότητας.
Τρόπος χορήγησης
Το Somatuline Autogel χορηγείται με βαθιά υποδόρια ένεση στο άνω
έξω τεταρτημόριο του γλουτού.
Σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν αγωγή για μεγαλακρία ή για
συμπτώματα που σχετίζονται με νευροενδοκρινείς όγκους και οι
οποίοι λαμβάνουν σταθερή δόση Somatuline Autogel, το φάρμακο
μπορεί να χορηγηθεί, μετά από κατάλληλη εκπαίδευση, είτε από τον
ίδιο τον ασθενή ή από κάποιο εκπαιδευμένο άτομο.
Σε περίπτωση αυτοχορήγησης η ένεση πρέπει να γίνεται στο άνω
έξω μέρος του μηρού.
Η απόφαση για χορήγηση είτε από τον ίδιο τον ασθενή ή από κάποιο
εκπαιδευμένο άτομο, πρέπει να λαμβάνεται από έναν επαγγελματία
υγείας.
Ανεξάρτητα από το σημείο της ένεσης, το δέρμα δεν πρέπει να
διπλώνεται και η βελόνα πρέπει να εισέρχεται γρήγορα σε όλο το
μήκος της, κάθετα στο δέρμα.
Τα σημεία της ένεσης πρέπει να εναλλάσσονται μεταξύ της
αριστερής και της δεξιάς πλευράς του σώματος.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη σωματοστατίνη ή ανάλογα πεπτίδια ή σε
οποιοδήποτε από τα έκδοχα τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο
6.1.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Το lanreotide μπορεί να μειώσει την κινητικότητα της χοληδόχου
κύστης και να οδηγήσει σε σχηματισμό χολολίθων. Για το λόγο
αυτό οι ασθενείς μπορεί να χρειάζεται να παρακολουθούνται
περιοδικά.
Φαρμακολογικές μελέτες σε ζώα και ανθρώπους δείχνουν ότι το
lanreotide, όπως η σωματοστατίνη και άλλα ανάλογα
σωματοστατίνης αναστέλλει την έκκριση ινσουλίνης και
γλυκαγόνης. Επομένως, ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία
με lanreotide μπορεί να εμφανίσουν υπογλυκαιμία ή
υπεργλυκαιμία. Κατά την έναρξη της θεραπείας με lanreotide ή
όταν αλλάζει η δόση, θα πρέπει να παρακολουθούνται τα
επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα και σε περίπτωση ύπαρξης
αντιδιαβητικής αγωγής να γίνεται ανάλογη προσαρμογή της
δοσολογίας της.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με lanreotide σε μεγαλακρικούς
ασθενείς έχει παρατηρηθεί ελαφρά μείωση στη λειτουργία του
θυρεοειδούς, όμως ο κλινικός υποθυρεοειδισμός είναι σπάνιος
(<1%). Συνιστώνται έλεγχοι της θυρεοειδικής λειτουργίας όταν
ενδείκνυται κλινικά.
Σε ασθενείς χωρίς υποκείμενα καρδιακά προβλήματα, το
lanreotide μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του καρδιακού ρυθμού,
όχι απαραίτητα σε επίπεδα βραδυκαρδίας. Σε ασθενείς με
προϋπάρχουσες καρδιακές διαταραχές, η έναρξη χορήγησης
lanreotide μπορεί να προκαλέσει φλεβοκομβική βραδυκαρδία.
Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την έναρξη της θεραπείας με
lanreotide σε ασθενείς με βραδυκαρδία (βλ.παράγραφο 4.5).
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπιδράσεων
Οι φαρμακολογικές γαστρεντερικές επιδράσεις του lanreotide
μπορεί να οδηγήσουν σε ελάττωση της εντερικής απορρόφησης
συγχορηγούμενων φαρμάκων συμπεριλαμβανομένης της
κυκλοσπορίνης.
Ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης με lanreotide μπορεί να
ελαττώσει τη σχετική βιοδιαθεσιμότητα της κυκλοσπορίνης.
Επομένως μπορεί να χρειαστεί η προσαρμογή της δόσης της
κυκλοσπορίνης ώστε να διατηρηθούν τα θεραπευτικά επίπεδα.
Είναι απίθανο να συμβούν αλληλεπιδράσεις με φάρμακα υψηλής
δέσμευσης στο πλάσμα, λόγω της μέτριας πρόσδεσης του
lanreotide στις πρωτεΐνες του ορού.
Υπάρχουν περιορισμένα δημοσιευμένα στοιχεία τα οποία
δείχνουν ότι η ταυτόχρονη χορήγηση αναλόγων
σωματοστατίνης και βρωμοκρυπτίνης μπορεί να αυξήσει τη
διαθεσιμότητα της βρωμοκρυπτίνης.
Ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν βραδυκαρδία
(π.χ.
β
-αναστολείς) μπορεί να έχουν προσθετική επίδραση στην
ελαφρά μείωση του καρδιακού ρυθμού η οποία συνδέεται με το
lanreotide. Η ρύθμιση των δόσεων τέτοιων συγχορηγούμενων
φαρμάκων μπορεί να είναι αναγκαία.
Περιορισμένα διαθέσιμα δημοσιευμένα δεδομένα δείχνουν ότι
τα ανάλογα σωματοστατίνης μπορεί να μειώσουν τη μεταβολική
κάθαρση ουσιών, για τις οποίες είναι γνωστό ότι
μεταβολίζονται από ένζυμα του κυτοχρώματος P450. Αυτό
μπορεί να οφείλεται στην καταστολή της αυξητικής ορμόνης.
Εφ’ όσον δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το lanreotide μπορεί να
έχει αυτή την επίδραση, άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται
κυρίως από το CYP3A4 και τα οποία έχουν χαμηλό θεραπευτικό
δείκτη (π.χ. quinidine, terfenadine) πρέπει να χορηγούνται με
προσοχή.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Μελέτες σε ζώα κατά τη διάρκεια της οργανογένεσης δεν έδειξαν
τερατογόνες επιδράσεις σχετιζόμενες με το lanreotide.
Στοιχεία από περιορισμένο αριθμό εγκύων γυναικών οι οποίες
εκτέθηκαν σε lanreotide δεν δείχνουν ανεπιθύμητες επιδράσεις του
lanreotide στην κύηση ή στην υγεία του εμβρύου / νεογέννητου. Μέχρι
σήμερα, δεν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα σχετικά επιδημιολογικά
δεδομένα.
Καθώς οι μελέτες σε ζώα δεν είναι πάντα προγνωστικές της
απόκρισης σε ανθρώπους, το lanreotide πρέπει να χορηγείται σε
εγκύους μόνο εφ’ όσον είναι απολύτως απαραίτητο.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν αυτό το φάρμακο απεκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα.
Καθώς πολλά φάρμακα απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα, το
lanreotide πρέπει να χορηγείται με προσοχή κατά τη διάρκεια της
γαλουχίας.
Γονιμότητα
Μειωμένη γονιμότητα παρατηρήθηκε σε θήλεις αρουραίους
οφειλόμενη στην αναστολή της έκκρισης GH με δόσεις οι οποίες
υπερέβαιναν σε αντιστοιχία τις θεραπευτικές δόσεις σε
ανθρώπους.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το Somatuline Autogel έχει μικρή ή μέτρια επίδραση στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Δεν έχουν
διεξαχθεί μελέτες ως προς την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανημάτων.
Ωστόσο, με τη χορήγηση Somatuline Autogel έχει αναφερθεί ζάλη
(βλ. παράγραφο 4.8). Αν κάποιος ασθενής επηρεαστεί, δεν πρέπει να
οδηγήσει ή να χειριστεί μηχανήματα.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες
από ασθενείς με μεγαλακρία και GEP-NETs στους οποίους
χορηγήθηκε θεραπεία με lanreotide, κατατάσσονται στα αντίστοιχα
οργανικά συστήματα με βάση τη συχνότητα ως εξής:
Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), μη συχνές
(≥1/1000 έως <1/100).
Οι συχνότερα αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, επακόλουθες
της θεραπείας με lanreotide είναι γαστρεντερικές διαταραχές
(συχνότερα αναφερόμενες είναι η διάρροια και το κοιλιακό άλγος,
συνήθως ήπιας ή μέτριας έντασης και παροδικές), χολολιθίαση
(συχνά ασυμπτωματική) και τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της
ένεσης (πόνος, οζίδια και σκληρύνσεις).
Το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι παρόμοιο για όλες
τις ενδείξεις.
Τάξη
οργανικού
μσυστή ατος
Πολύ
συχνές
(1/10)
Συχνές (1/100
έως <1/10)
Μη συχνές
(1/1.000
έως <1/100)
Εμπειρία
ασφάλειας
μετά την
κυκλοφορία
του
προϊόντος
στην αγορά
(μη
γνωστής
συχνότητας
)
Δ ιαταραχές
μ μεταβολισ ο
ύ και θρέψης
Υ μπογλυκαι ία
, μειωμένη
όρεξη**,
μυπεργλυκαι ί
,α
σακχαρώδης
διαβήτης
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Α *ϋπνία
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Ζάλη,
κεφαλαλγία,
λήθαργος**
Καρδιακές
διαταραχές
Φλεβοκομβικ
ή
βραδυκαρδία
*
Αγγειακές
διαταραχές
Εξάψεις*
Γαστρεντερι
κές
διαταραχές
Διάρροια,
μαλακά
κόπρανα*,
κοιλιακό
άλγος
Ναυτία,
έμετος,
δυσκοιλιότητ
α,
μετεωρισμός,
διάταση
κοιλίας,
κοιλιακή
δυσφορία,
δυσπεψία
στεατόρροια*
*
Α μποχρω α
μ τισ ένα
*κόπρανα
Παγκρεατίτ
ιδα
Διαταραχές
ήπατος-
χοληφόρων
Χολολιθία
ση
Δ ιάταση
χοληφόρων*
Διαταραχές
μυοσκελετικ
ού
συστήματος
και του
συνδετικού
ιστού
Μυοσκελετικ
ός πόνος**,
μυαλγία**
Διαταραχές
του
δέρματος
και
υποδόριου
ιστού
Αλωπεκία,
ελάττωση
τριχοφυΐας*
Γενικές
διαταραχές
και τοπικές
αντιδράσεις
στο σημείο
χορήγησης
Εξασθένηση,
κόπωση,
αντίδραση
στο σημείο
της ένεσης
(πόνος, μάζα,
σκλήρυνση,
οζίδιο,
κνησμός)
Ε
ξετάσεις
ALAT
αυξημένη*,
ASAT μη
ASAT
αυξημένη*
, αλκαλική
φυσιολογική*
, ALAT μη
φυσιολογική*
, χολερυθρίνη
αίματος
αυξημένη*,
γλυκόζη
αίματος
αυξημένη*,
γλυκοζυλιωμ
ένη
αιμοσφαιρίνη
αυξημένη*,
μείωση
βάρους,
μειωμένα
παγκρεατικά
ένζυμα**
φωσφατάσ
η αίματος
αυξημένη*
,
χολερυθρί
νη
αίματος
μη
φυσιολογι
κή*,
νάτριο
αίματος
μειωμένο*
Αντιδράσεις
ανοσοποιητι
κού
συστήματος
Αλλεργικές
αντιδράσει
ς
(περιλαμβά
νονται
αγγειοοίδημ
α,
αναφυλαξία
,
υπερευαισθ
ησία)
* με βάση ένα σύνολο μελετών σε ασθενείς με μεγαλακρία
** με βάση ένα σύνολο μελετών σε ασθενείς με GEP-NETs
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους / κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Οι
επαγγελματίες υγείας καλούνται να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Λ. Μεσογείων 284,
15562, Χολαργός, Τηλ.: +30 2132040000, Ιστότοπος: www.eof.gr
Κύπρος: Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, 1475
Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649, Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs
4.9. Υπερδοσολογία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, ενδείκνυται συμπτωματική
αντιμετώπιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιαυξητικές ορμόνες,
κωδικός ATC: H01C B03.
Το lanreotide είναι ένα οκταπεπτιδικό ανάλογο της φυσικής
σωματοστατίνης.
Όπως η σωματοστατίνη, το lanreotide είναι αναστολέας πολλών
ενδοκρινικών, νευροενδοκρινικών, εξωκρινικών και παρακρινικών
μηχανισμών. Το lanreotide έχει υψηλή συγγένεια για τους
ανθρώπινους υποδοχείς σωματοστατίνης (SSTR) 2 και 5 και
μειωμένη συγγένεια πρόσδεσης ως προς τους υποδοχείς SSTR1, 3
και 4. O βασικός μηχανισμός υπεύθυνος για την αναστολή της GH
στους ανθρώπους θεωρείται ότι είναι η δραστικότητα στους
υποδοχείς SSTR 2 και 5. Το lanreotide, είναι περισσότερο δραστικό
από την φυσική σωματοστατίνη και εμφανίζει μία μακρύτερη
διάρκεια δράσης.
Το lanreotide, όπως η σωματοστατίνη, εμφανίζει μία γενική εξωκρινή
αντι-εκκριτική δράση. Αναστέλλει τη βασική έκκριση μοτιλίνης,
γαστρικού ανασταλτικού πεπτιδίου και παγκρεατικού
πολυπεπτιδίου, όμως δεν έχει σημαντική επίδραση στον περιορισμό
της έκκρισης σεκρετίνης νηστείας ή γαστρίνης. Επιπρόσθετα,
μειώνει τα επίπεδα πλάσματος χρωμογρανίνης Α και 5-ΗΙΑΑ (5-
υδροξυ ινδολοξεικό οξύ) ούρων στους ασθενείς με GEP-NETS και
αυξημένα επίπεδα αυτών των καρκινικών δεικτών.
Το lanreotide αναστέλλει σημαντικά τις μεταγευματικές αυξήσεις της
ροής του αίματος της άνω μεσεντέριας αρτηρίας, καθώς και τη ροή
αίματος της πυλαίας φλέβας. Το lanreotide μειώνει σημαντικά τη
νηστιδική έκκριση ύδατος, νατρίου, καλίου και χλωρίου που
διεγείρεται από την προσταγλανδίνη Ε1.
Το lanreotide μειώνει τα επίπεδα προλακτίνης σε μεγαλακρικούς
ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία.
Σε μια ανοικτή, ελεγχόμενη μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε ασθενείς
με μεγαλακρία που έλαβαν θεραπεία με σταθερή δόση Somatuline
Autogel για τουλάχιστον 4 μήνες, 93% των ασθενών οι οποίοι
έλαβαν ενέσεις Somatuline Autogel μετά από κατάλληλη
εκπαίδευση με αυτοχορήγηση ή από οικοίους θεωρήθηκαν ικανοί για
χορήγηση ενέσεων χωρίς επίβλεψη (διατήρηση επιπέδων GH και IGF-
1).
Σε μια ανοικτή μελέτη χορηγήθηκε Somatuline Autogel 120 mg κάθε
28 ημέρες για 48 εβδομάδες σε 90 μεγαλακρικούς ασθενείς οι
οποίοι δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία και είχαν
διαγνωσθεί με μακροαδένωμα της υπόφυσης. Παρατηρήθηκε μείωση
στο μέγεθος του όγκου ≥ 20% στο 63% των ασθενών (95% CI: 52%
-73%).
Την εβδομάδα 48, η μέση ποσοστιαία μείωση του μεγέθους του
όγκου ήταν 26,8%, τα επίπεδα GH ήταν κάτω από 2,5 μg / L στο
77,8% των ασθενών και τα επίπεδα του IGF-1 ομαλοποιήθηκαν στο
50%. Ομαλοποιημένα επίπεδα IGF-1 σε συνδυασμό με επίπεδα GH
κάτω από 2,5 μg / L παρατηρήθηκαν στο 43,5% των ασθενών. Οι
περισσότεροι ασθενείς ανέφεραν σαφή ανακούφιση από τα
συμπτώματα της μεγαλακρίας όπως κόπωση, υπερβολική εφίδρωση,
αρθραλγία και διόγκωση μαλακών ιστών. Παρατηρήθηκε πρώιμη
όσο και παρατεταμένη μείωση του μεγέθους του όγκου, καθώς και
των επιπέδων GH και IGF-1 από την εβδομάδα 12 και μετά. Η
μελέτη απέκλεισε ασθενείς οι οποίοι αναμενόταν να χρειαστούν
χειρουργική επέμβαση υπόφυσης ή ακτινοθεραπεία κατά την
διάρκεια της περιόδου της μελέτης.
Μία φάσης III, καθορισμένης διάρκειας 96-εβδομάδων,
τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, πολυκεντρική, ελεγχόμενη με
εικονικό φάρμακο κλινική δοκιμή του Somatuline Autogel, διεξήχθηκε
σε ασθενείς με γαστροεντεροπαγκρεατικούς νευροενδοκρινείς
όγκουs για να εκτιμηθεί το αντιπολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα του
lanreotide.
Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν 1:1 για να λάβουν Somatuline
Autogel 120 mg κάθε 28 ημέρες (n=101) ή εικονικό φάρμακο
(n=103). Η τυχαιοποίηση ήταν στρωματοποιημένη ως προς την
προγενέστερη θεραπεία κατά την εισαγωγή και την
παρουσία/απουσία εξέλιξης από την χρονική στιγμή έναρξης όπως
εκτιμήθηκε με RECIST 1.0 (Κριτήρια Εκτίμησης Ανταπόκρισης σε
Συμπαγείς Όγκουs) κατά τη διάρκεια μίας περιόδου εξέτασης 3 έως
6 μηνών.
Οι ασθενείς είχαν μεταστατική και /ή τοπικά προχωρημένη μη-
εγχειρήσιμη νόσο με ιστολογικά επιβεβαιωμένους καλά ή μέτρια
καλά διαφοροποιημένους όγκουs πρωτογενώς εντοπισμένους στο
πάγκρεας (44,6% των ασθενών), το μέσο έντερο (35,8%), το οπίσθιο
έντερο (6,9%) ή άλλης/άγνωστης πρωτοπαθούς εντόπισης (12,7%).
Το 69% των ασθενών με GEP-NETs είχαν όγκο βαθμού 1 (G1),
καθορισμένου είτε με δείκτη πολλαπλασιασμού (proliferation index)
Ki67 ≤ 2% (50,5% του συνολικού πληθυσμού ασθενών) ή με
μιτωτικό δείκτη (mitotic index) < 2 μιτώσεις/10 HPF (18,5% του
συνολικού πληθυσμού ασθενών) και το 30% των ασθενών με GEP-
NETs είχαν όγκους στην κατώτερη περιοχή του βαθμού 2 (G2)
(καθορισμένη με δείκτη πολλαπλασιασμού Ki67 > 2% - ≤ 10%). Ο
βαθμός δεν ήταν διαθέσιμος για το 1% των ασθενών. Από τη μελέτη
αποκλείστηκαν ασθενείς με βαθμού 2 GEP-NETs με υψηλότερο
δείκτη πολλαπλασιασμού (Ki 67 >10% - ≤ 20%) και βαθμού 3 GEP
νευροενδοκρινή καρκινώματα (δείκτης Ki 67 > 20%).
Συνολικά, 52,5% των ασθενών είχαν ηπατικό φορτίο όγκου ≤10%,
14,5% είχαν ηπατικό φορτίο όγκου > 10 και ≤25% ενώ 33% είχαν
ηπατικό φορτίο όγκου >25%.
Το κύριο καταληκτικό σημείο ήταν επιβίωση χωρίς εξέλιξη της
νόσου (PFS) η οποία μετρήθηκε ως ο χρόνος είτε έως την εξέλιξη της
νόσου με RECIST 1.0 ή τον θάνατο μέσα σε 96 εβδομάδες μετά τη
χορήγηση της πρώτης θεραπείας. Η ανάλυση της PFS χρησιμοποίησε
ανεξάρτητα κεντρικά επιθεωρημένη ακτινολογική εκτίμηση της
εξέλιξης.
Πίνακας 1: Δεδομένα Αποτελεσματικότητας της μελέτης φάσης III
Διάμεση Επιβίωση χωρίς εξέλιξη της
νόσου (PFS)
( μ )εβδο άδες
Σχετικός
κίνδυνος
(Hazard
Ratio) (95%
CI)
Μείωση στο
κίνδυνο
εξέλιξης ή
θανάτου
Τιμή-p
(p-value)
Somatuline Autogel
(n=101 )
μΕικονικό φάρ ακο
(n=103 )
> 96 μεβδο άδες 72.00 μεβδο άδες
(95% CI : 48.57, 96.00)
0.470
(0.304, 0.729)
53% 0.0002
Εικόνα 1: Καμπύλες Kaplan-Meier της Επιβίωσης Χωρίς Εξέλιξη της
νόσου (PFS)
Το ωφέλιμο αποτέλεσμα του lanreotide στη μείωση του κινδύνου
εξέλιξης ή θανάτου ήταν σταθερά αναπαραγόμενο ανεξάρτητα από
τον εντοπισμό του πρωτογενούς όγκου, το ηπατικό φορτίο όγκου,
προγενέστερη χημειοθεραπεία, το Ki67 στην χρονική στιγμή
έναρξης, βαθμό διαφοροποίησης όγκου ή άλλα προεπιλεγμένα
χαρακτηριστικά, όπως φαίνεται στην Εικόνα 2.
Μία κλινικά σχετιζόμενη ωφέλεια της θεραπείας με lanreotide
Autogel παρατηρήθηκε σε ασθενείς με όγκους παγκρεατικής, του
μέσου εντέρου ή άλλης/ μη γνωστής προέλευσης όπως στον
συνολικό πληθυσμό της μελέτης. Ο περιορισμένος αριθμός ασθενών
με όγκους οπίσθιου εντέρου (14/2014) συνετέλεσε στη δυσκολία
ερμηνείας των αποτελεσμάτων σε αυτή την ομάδα. Τα διαθέσιμα
δεδομένα δεν υπέδειξαν όφελος σε αυτούς τους ασθενείς.
Εικόνα 2 – Αποτελέσματα Cox Proportional Hazards Covariates Ανάλυσης
της PFS
Μεταπήδηση ασθενών, στην μελέτη επέκτασης, από το εικονικό
φάρμακο σε ανοιχτής σήμανσης lanreotide Autogel έγινε στο 45,6%
(47/103) των ασθενών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει εξαιρέσει την
υποχρέωση υποβολής αποτελεσμάτων μελετών με Somatuline Autogel
σε όλες τις υποομάδες του παιδιατρικού πληθυσμού στην
μεγαλακρία και τον υποφυσιακό γιγαντισμό (βλέπε παράγραφο 4.2
για πληροφορίες στην παιδιατρική χρήση). Ο Ευρωπαϊκός
Οργανισμός Φαρμάκων έχει κατατάξει τους
γαστροεντεροπαγκρεατικούς νευροενδοκρινείς όγκουs (εξαιρώντας
το νευροβλάστωμα, νευρογαγγλειοβλάστωμα, φαιοχρωμοκύττωμα)
στον κατάλογο των τάξεων προς εξαίρεση.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι εγγενείς φαρμακοκινητικές παράμετροι του lanreotide μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση σε υγιείς εθελοντές έδειξαν περιορισμένη
εξωαγγειακή κατανομή, με σταθερό όγκο κατανομής 16,1 L. Η ολική
κάθαρση ήταν 23,7 L/h, ο τελικός χρόνος ημιζωής ήταν 1,14 h και ο
μέσος χρόνος παραμονής 0,68 h.
Σε μελέτες αξιολόγησης της απέκκρισης, λιγότερο από 5% του
lanreotide απεκκρίθηκε στα ούρα και λιγότερο από 0,5% ανακτήθηκε
αμετάβλητο στα κόπρανα, ενδεικτικό κάποιας χολικής έκκρισης.
Μετά από βαθιά υποδόρια χορήγηση του Somatuline Autogel 60, 90
και 120 mg σε υγιείς εθελοντές, οι συγκεντρώσεις του lanreotide
αυξάνονται ώστε να επιτευχθούν μέγιστες συγκεντρώσεις ορού
4,25, 8,39 και 6,79 ng/mL αντίστοιχα. Αυτές οι τιμές Cmax
επιτυγχάνονται κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας μετά τη
χορήγηση σε 8, 12 και 7 ώρες (διάμεσες τιμές). Μετά την
κορύφωση, τα επίπεδα της συγκέντρωσης του lanreotide στον ορό
μειώνονται αργά ακολουθώντας κινητική πρώτης τάξης, με τελικό
χρόνο ημιζωής στις 23,3, 27,4 και 30,1 μέρες αντίστοιχα. Τέσσερις
εβδομάδες μετά τη χορήγηση τα μέσα επίπεδα του lanreotide στον ορό
ήταν 0,9, 1,11 και 1,69 ng/mL αντίστοιχα. Η απόλυτη
βιοδιαθεσιμότητα ήταν 73,4, 69,0 και 78,4% αντίστοιχα.
Μετά από βαθιά υποδόρια χορήγηση του Somatuline Autogel 60, 90
και 120 mg σε μεγαλακρικούς ασθενείς, οι συγκεντρώσεις του
lanreotide αυξάνονται ώστε να επιτευχθούν μέσες μέγιστες
συγκεντρώσεις ορού 1,6, 3,5 και 3,1 ng/mL αντίστοιχα. Αυτές οι
τιμές Cmax επιτυγχάνονται κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας
μετά τη χορήγηση σε 6, 6 και 24 ώρες αντίστοιχα. Μετά την
κορύφωση, τα επίπεδα της συγκέντρωσης του lanreotide στον ορό
μειώνονται αργά ακολουθώντας κινητική πρώτης τάξης και 4
εβδομάδες μετά τη χορήγηση τα μέσα επίπεδα του lanreotide στον ορό
ήταν 0,7, 1,0 και 1,4 ng/mL αντίστοιχα.
Σταθερά επίπεδα του lanreotide στον ορό επιτεύχθηκαν μετά από 4
ενέσεις κάθε 4 εβδομάδες κατά μέσο όρο. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσεων κάθε 4 εβδομάδες, οι μέσες
τιμές της Cmax σε σταθερά επίπεδα ήταν 3,8, 5,7 και 7,7 ng/mL για
60, 90 και 120 mg αντίστοιχα, ενώ οι μέσες τιμές Cmin που
επιτεύχθηκαν ήταν 1,8, 2,5 και 3,8 ng/mL. Η κορύφωση μέσω του
δείκτη διακύμανσης ήταν μέτρια και κυμαινόταν από 81 σε 108%.
Μετά από βαθιά υποδόρια χορήγηση Somatuline Autogel 60, 90 και
120 mg σε μεγαλακρικούς ασθενείς παρατηρήθηκαν γραμμικά
προφίλ φαρμακοκινητικής απελευθέρωσης.
Τα ελάχιστα επίπεδα του lanreotide στον ορό που επιτεύχθηκαν μετά
από τρεις βαθιές υποδόριες ενέσεις Somatuline Autogel 60, 90 ή 120
mg, οι οποίες χορηγήθηκαν κάθε 28 ημέρες είναι παρόμοια με τα
ελάχιστα επίπεδα του lanreotide στον ορό που επιτεύχθηκαν σε
μεγαλακρικούς ασθενείς, οι οποίοι προηγουμένως είχαν λάβει
ενδομυϊκά Somatuline 30 mg κάθε 14, 10 ή 7 μέρες αντίστοιχα.
Επίπεδα ορού lanreotide του 1ng/mL είναι ικανά να καταστείλουν την
GH σε < 5ng/mL σε περισσότερους από το 60% των ασθενών που
μελετήθηκαν. Επίπεδα ορού lanreotide των 2.5ng/mL είναι ικανά να
καταστείλουν την GH σε < 5ng/mL σε περισσότερους από το 90%
των ασθενών που μελετήθηκαν.
Σε μία φαρμακοκινητική ανάλυση πληθυσμού σε 290 GEP-NET
ασθενείς που λάμβαναν Somatuline Autogel 120 mg, παρατηρήθηκε
ταχεία αρχική απελευθέρωση με μέσες τιμές Cmax 7.49 ± 7.58 ng/mL
οι οποίες επιτεύχθηκαν μέσα στην πρώτη ημέρα μετά από μία
εφάπαξ ένεση. Συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης επιτεύχθηκαν
μετά από 5 ενέσεις Somatuline Autogel 120 mg κάθε 28 ημέρες και
διατηρήθηκαν μέχρι την τελευταία εκτίμηση (μέχρι 96 εβδομάδες
μετά την πρώτη ένεση). Σε σταθερή κατάσταση οι μέσες τιμές Cmax
ήταν 13.9 ± 7.44 ng/mL και τα μέσα ελάχιστα επίπεδα στον ορό
ήταν 6.56 ± 1.99 ng/mL. Η μέση φαινόμενη τελική ημι-ζωή ήταν 49.8
± 28.0 ημέρες.
Έκπτωση της νεφρικής / ηπατικής λειτουργίας:
Ασθενείς με σοβαρή έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας εμφανίζουν
κατά προσέγγιση μείωση κατά 2 φορές της ολικής κάθαρσης του
lanreotide στον ορό, με επακόλουθη αύξηση του χρόνου ημιζωής και
της AUC.
Σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή έκπτωση της ηπατικής
λειτουργίας παρατηρήθηκε μείωση της κάθαρσης κατά 30%. Ο
όγκος κατανομής και ο μέσος χρόνος παραμονής αυξήθηκε σε
ασθενείς με όλους τους βαθμούς έκπτωσης της ηπατικής
λειτουργίας.
Δεν παρατηρήθηκε επίδραση στην κάθαρση του lanreotide σε μία PK
ανάλυση πληθυσμού GEP-NET ασθενών που ελάμβαναν θεραπεία με
Somatuline Autogel όπου συμπεριλαμβάνονταν 165 ασθενείς με ήπια
και μέτρια έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας (106 και 59
αντίστοιχα). Δεν μελετήθηκαν GEP-NET ασθενείς με σοβαρή
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Δεν μελετήθηκαν GEP-NET ασθενείς με έκπτωση της ηπατικής
λειτουργίας (βαθμολογία κατά Child-Pugh).
Δεν είναι απαραίτητο να μεταβληθεί η αρχική δόση σε ασθενείς με
έκπτωση της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας, καθώς σε αυτούς
τους ασθενείς, η συγκέντρωση του lanreotide στον ορό αναμένεται να
είναι εντός των ασφαλών ανεκτών ορίων για υγιείς ανθρώπους.
Ηλικωμένοι ασθενείς:
Τα ηλικιωμένα άτομα εμφανίζουν αύξηση στο χρόνο ημιζωής και το
μέσο χρόνο παραμονής της ουσίας, όταν συγκρίνονται με υγιείς
νέους ανθρώπους.
Δεν είναι απαραίτητο να αλλαχθεί η αρχική δόση σε ηλικιωμένους
ασθενείς, καθώς σε αυτούς τους ασθενείς οι συγκεντρώσεις του
lanreotide στον ορό αναμένεται να είναι εντός των ασφαλών ανεκτών
ορίων για υγιείς ανθρώπους.
Σε μία φαρμακοκινητική ανάλυση πληθυσμού που περιελάμβανε 122
GEP-NET ασθενείς ηλικίας 65 έως 85 ετών, δεν παρατηρήθηκε καμία
επίδραση της ηλικίας στην κάθαρση και τον όγκο κατανομής του
lanreotide.
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Σε μελέτες καρκινογένεσης με βιολογικές δοκιμασίες σε
αρουραίους και ποντίκια, δεν παρατηρήθηκαν συστημικές
νεοπλασματικές αλλαγές σε δόσεις σε περίσσεια αυτών που
χορηγούνται σε ανθρώπους ως θεραπευτικές δόσεις.
Παρατηρήθηκε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης υποδόριων όγκων
στα σημεία ένεσης, πιθανώς λόγω της αυξημένης συχνότητας
χορήγησης στα ζώα (καθημερινά), σε σχέση με τη μηνιαία
δοσολογία στους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει
κλινικός συσχετισμός.
Σε in
vitro
και in
vivo
τυπικές δοκιμασίες battery, το lanreotide δεν έδειξε
κανένα δυναμικό γονιδιακής τοξικότητας.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Ύδωρ ενεσίμων
Παγόμορφο οξικό οξύ (για τη ρύθμιση του pH)
6.2. Ασυμβατότητες
Λόγω απουσίας μελετών ασυμβατότητας, αυτό το φαρμακευτικό
προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα.
6.3. Διάρκεια ζωής
2 έτη.
Μετά το άνοιγμα της προστατευτικής θήκης, το προϊόν πρέπει να
χορηγείται αμέσως.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του
προϊόντος
Να διατηρείται εντός ψυγείου (2
ο
C έως 8
ο
C) στην αρχική
συσκευασία.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το Somatuline Autogel διατίθεται σε προγεμισμένη σύριγγα
(διαφανές πολυπροπυλένιο), εφοδιασμένη με αυτόματο σύστημα
ασφαλείας, βελόνα (ανοξείδωτο ατσάλι), πλαστικό κάλυμμα
βελόνας (LDPE) και προστατευτικό κάλυμμα εμβόλου (ελαστικό από
βρωμιούχο βουτύλιο).
Κάθε προγεμισμένη σύριγγα συσκευάζεται σε θήκη από
αντικολλητικά φύλλα (polyethylene terephtalate/ aluminium/ polyethylene
laminate) μέσα σε συσκευασία από χαρτόνι.
Συσκευασία μίας προγεμισμένης σύριγγας 0,5 ml με αυτόματο
σύστημα ασφαλείας και βελόνα (1,2 mm x 20 mm).
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού και απόρριψης
Το ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένη σύριγγα είναι έτοιμο προς
χρήση.
Να χρησιμοποιείται εφάπαξ, αμέσως μετά το άνοιγμα.
Είναι σημαντικό η ένεση του προϊόντος να γίνεται ακριβώς
σύμφωνα με το φύλλο οδηγιών χρήσης που υπάρχει στη
συσκευασία.
Να μην χρησιμοποιείται εάν η συσκευασία έχει υποστεί φθορά ή
έχει ανοιχθεί.
Το μη χρησιμοποιημένο προϊόν ή τα υλικά μετά τη χρήση πρέπει να
απορρίπτονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες.
7. Ονομασία και μόνιμη έδρα του Υπευθύνου
Κυκλοφορίας
IPSEN EΠE, ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 63, ΑΛΙΜΟΣ - ΑΘΗΝΑ.
Τηλ: 210 9843324 – Fax: 210 9887911
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ / ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
05-08-2003 / 06-02-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ