ΔΑΠ-Ε.4305-6
ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ
1
ΔΑΠ-Ε.4305-6
ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ: ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΗ
L-Asparaginase 10000 medac κόνις για ενέσιμο διάλυμα
L-ασπαραγινάση
Διαβάστε προσεκτικά ολόκληρο το φύλλο οδηγιών χρήσης προτού αρχίσετε να
χρησιμοποιείτε αυτό το φάρμακο.
- Φυλάξτε αυτό το φύλλο οδηγιών χρήσης. Ίσως χρειαστεί να το διαβάσετε ξανά.
- Εάν έχετε περαιτέρω απορίες, ρωτήστε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας.
- Η συνταγή για αυτό το φάρμακο χορηγήθηκε για σας. Δεν πρέπει να δώσετε το
φάρμακο σε άλλους. Μπορεί να τους προκαλέσει βλάβη, ακόμα και όταν τα
συμπτώματά τους είναι ίδια με τα δικά σας.
- Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια
ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε
να ενημερώσετε το γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
Το παρόν φύλλο οδηγιών περιέχει:
1. Τι είναι το L-Asparaginase 10000 medac και ποια είναι η χρήση του
2. Τι πρέπει να γνωρίζετε προτού χρησιμοποιήσετε το L-Asparaginase 10000 medac
3. Πώς να χρησιμοποιήσετε το L-Asparaginase 10000 medac
4. Πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες
5. Πώς να φυλάσσεται το L-Asparaginase 10000 medac
6. Λοιπές πληροφορίες
1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ L-ASPARAGINASE 10000 MEDAC ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ
Το L-Asparaginase 10000 medac είναι ένα φάρμακο (κυτταροστατικό), το οποίο ελαττώνει
τα επίπεδα της L-ασπαραγίνης στα καρκινικά κύτταρα, έτσι ώστε να σταματά η
πρωτεϊνοσύνθεση σε αυτά τα κύτταρα.
Το L-Asparaginase 10000 medac χρησιμοποιείται ως συστατικό μίας αντινεοπλαστικής
συνδυαστικής θεραπείας της οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας ΛΛ) σε παιδιά και
ενήλικους καθώς και στις περιπτώσεις των Non-Hodgkin λεμφωμάτων στην παιδική ηλικία.
2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΟ
L-ASPARAGINASE 10000 MEDAC
Μην χρησιμοποιήσετε το L-Asparaginase 10000 medac
- σε περίπτωση αλλεργίας (υπερευαισθησίας) στη L-ασπαραγινάση.
- σε περίπτωση που τη χρονική στιγμή της θεραπείας ή νωρίτερα παρουσιάζετε μία
παγκρεατίτιδα, διότι μετά την εφαρμογή της ασπαραγινάσης έχουν παρατηρηθεί
οξείες αιμορραγικές παγκρεατίτιδες.
Προσέξτε ιδιαίτερα με το L-Asparaginase 10000 medac
Ασθενείς που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία, θα πρέπει να προβούν στη λήψη
αντισυλληπτικών μέτρων ή να τηρήσουν εγκράτεια τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας,
όσο και για ένα χρονικό διάστημα τριών μηνών μετά το πέρας της χημειοθεραπείας.
Χρήση άλλων φαρμάκων
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε ή έχετε
πάρει πρόσφατα άλλα φάρμακα, ακόμα και αυτά που δεν σας έχουν χορηγηθεί με συνταγή.
Περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο άλλα φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν τη δράση της
L-ασπαραγινάσης:
2
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Βινκριστίνη
Η άμεσα προηγούμενη ή η ταυτόχρονη θεραπεία με βινκριστίνη μπορεί να ενισχύσει την
τοξικότητά της με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος της παρουσίας αναφυλακτικών
αντιδράσεων.
Πρεδνιζόνη
Η ταυτόχρονη δόση πρεδνιζόνης και L-ασπαραγινάσης μπορεί να επιφέρει εντονότερες
αλλαγές στους παράγοντες πήξης (π.χ. μείωση των επιπέδων του ινωδογόνου και του
παράγοντα ATIII).
Μεθοτρεξάτη, κυταραβίνη
Η μεθοτρεξάτη και η κυταραβίνη μπορούν να επέμβουν με διάφορους τρόπους: Μία
προηγούμενη εφαρμογή αυτών των ουσιών, μπορεί να αυξήσει συνεργιστικά τη δράση της
ασπαραγινάσης. Μία επακόλουθη εφαρμογή αυτών των ουσιών μπορεί να αποδυναμώσει
ανταγωνιστικά τη δράση της ασπαραγινάσης.
Αντιπηκτικά
Η χρήση του L-Asparaginase medac μπορεί να οδηγήσει σε κυμαινόμενους παράγοντες
πήξης. Αυτό μπορεί να ενισχύσει την τάση για αιμορραγία ή/και θρόμβωση.
Επομένως απαιτείται προσοχή όταν αντιπηκτικά όπως κουμαρίνη, ηπαρίνη, διπυριδαμόλη,
ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη χορηγούνται ταυτοχρόνως.
Εμβολιασμός
Εξαιτίας της γενικής κατάστασης και του συνυπολογισμού της ως επί το πλείστον
διενεργούμενης συνδυαστικής χημειοθεραπείας και της βασικής ασθένειας, ένας
ταυτόχρονος εμβολιασμός με εμβόλιο που περιέχει ζωντανούς οργανισμούς, μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο παρουσίας βαρειών λοιμώξεων. Έτσι λοιπόν ένας εμβολιασμός με
εμβόλιο που περιέχει ζωντανούς οργανισμούς θα πρέπει να διενεργείται το νωρίτερο τρεις
μήνες μετά την ολοκλήρωση της συνολικής αντιλευχαιμικής θεραπείας.
Περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο η L-ασπαραγινάση μπορεί να επηρεάσει τη δράση
άλλων φαρμάκων:
Η L-ασπαραγινάση μπορεί να αυξήσει την τοξικότητα άλλων φαρμάκων επηρεάζοντας την
ηπατική λειτουργία.
Χρήση του L-Asparaginase 10000 medac με τροφές και ποτά
Δεν θα πρέπει να γίνεται κατανάλωση οινοπνεύματος κατά τη διάρκεια της θεραπείας με L-
ασπαραγινάση.
Κύηση και θηλασμός
Δεν ενδείκνυται η χρήση του L-Asparaginase 10000 medac κατά τη διάρκεια της κύησης και
του θηλασμού.
Οδήγηση και χειρισμός μηχανών
Μην οδηγείτε και μη χρησιμοποιείτε εργαλεία ή μηχανές διότι αυτό το φάρμακο ακόμη και
όταν χρησιμοποιείται κανονικά όπως προβλέπεται, μπορεί να αλλοιώσει την ετοιμότητα
των αντανακλαστικών. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σε συνάρτηση με την κατανάλωση
οινοπνεύματος.
Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένα συστατικά του L-Asparaginase
10000 medac
Δεν εμπεριέχονται επιπρόσθετα συστατικά.
3
ΔΑΠ-Ε.4305-6
3. ΠΩΣ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΤΟ L-ΑSPARAGINASE 10000 MEDAC
Η θεραπεία με το L-Asparaginase 10000 medac θα πρέπει να διενεργείται υπό την εποπτεία
ενός γιατρού, ο οποίος έχει εμπειρία στον τομέα της καρκινοθεραπείας.
Για να μειωθεί ο κίνδυνος της παρουσίας μίας ενδεχόμενης αντίδρασης υπερευαισθησίας
προκαλούμενης δια της μεσολάβησης του IgE, θα πρέπει πριν από την έναρξη της
θεραπείας και πριν από την επανέναρξη μίας θεραπείας να προελεγχθεί ο ασθενής με το
Prick-test (τοποθέτηση μίας σταγόνας του έτοιμου προς χρήση διαλύματος με ένα εργαλείο
που μοιάζει με καθετήρα στην καμπτική επιφάνεια του αντιβραχίου και διάτρηση στην
επιδερμίδα με μία αποστειρωμένη βελόνα μέσα από τη σταγόνα. Να αποφευχθεί η
αιμορραγία. Μετά την πάροδο τριών λεπτών να γίνει σφούγγισμα της σταγόνας του
παρασκευάσματος. Μετά την πάροδο άλλων 20 λεπτών να γίνει ο έλεγχος της αντίδρασης:
στην περίπτωση κοκκινίσματος και δημιουργίας πομφών να αποφευχθεί η θεραπεία με
ασπαραγινάση) ή με μία ενδοδερμική ένεση (αυξανόμενες συγκεντρώσεις σε ανάλογη
αραίωση).
Επειδή δεν έχουν περιγραφεί μόνο οι αλλεργικές αντιδράσεις προκαλούμενες δια της
μεσολάβησης του IgE και που έχουν καταγραφεί μέσω του δερματικού ελέγχου, αλλά
επίσης και η ευαισθητοποίηση δια της μεσολάβησης του IgG και του IgM, συνιστάται εκτός
αυτού κατά την ενδοφλέβια εφαρμογή η δόση μίας ενδοφλέβιας δόσης ελέγχου (1000
μονάδες ενδοφλέβιας δόσης ως βραχείας έγχυσης μία ώρα πριν από την έναρξη της
θεραπείας).
Η μέση ημερήσια ενδοφλέβια δόση στα παιδιά και στους ενήλικους, ανέρχεται στις
200 μονάδες ανά kg σωματικού βάρους ή 6000 μονάδες ανά m² κατά τη μονοθεραπεία,
εκτός αν έχει συνταγογραφηθεί κάτι διαφορετικό. Ανάλογα με τα ατομικά δεδομένα, αυτή η
δόση μπορεί να αυξηθεί κατά 1000 μονάδες ή και περισσότερο ανά kg σωματικού βάρους.
Υψηλότερες εφάπαξ δόσεις (1500 μονάδες/kg ή 45000 μονάδες/ m² και παραπάνω)
χρησιμοποιούνται ιδίως στην περίπτωση της μη καθημερινής αλλά κυκλικής εφαρμογής
(π.χ. 2 φορές την εβδομάδα). Για αυτές τις δόσεις η ενδοφλέβια εφαρμογή καθίσταται
επιτακτική ανάγκη.
Στα πλαίσια των πρωτοκόλλων της συνδυαστικής χημειοθεραπείας, το L-Asparaginase
10000 medac χρησιμοποιείται κυρίως μαζί με άλλα κυτταροστατικά όπου ισχύουν ειδικές
οδηγίες σε ότι αφορά το είδος της εφαρμογής, το ύψος της εφάπαξ δόσης και τη διάρκεια
της θεραπείας. Η μέση δόση στην περίπτωση της ενδομυϊκής ένεσης ανέρχεται στις 100
έως 400 μονάδες ανά kg την ημέρα ή 3000 – 12000 μονάδες ανά m² την ημέρα, όπου δε θα
πρέπει να χορηγηθούν τοπικά περισσότερες από 5000 μονάδες σε 2 ml στη συγκεκριμένη
περιοχή που γίνεται η ένεση. Στην περίπτωση που απαιτούνται περισσότερες από
5000 μονάδες ανά εφάπαξ δόση, θα πρέπει να γίνει η επιλογή περισσότερων περιοχών για
να διενεργηθεί η ένεση.
Τρόπος χορήγησης
Για τη στάγδην ενδοφλέβια έγχυση διαρκείας ,η υπολογισμένη ποσότητα της L-
ασπαραγινάσης διαλύεται σε 250 – 500 ml φυσιολογικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου,
και εγχύνεται για αρκετές ώρες.
Για τη διάλυση της σκόνης χρησιμοποιούνται 4,0 ml ενέσιμου νερού , το οποίο με μία
βελόνη ένεσης εισάγεται προσεκτικά στο εσωτερικό τοίχωμα του φιαλιδίου και όχι άμεσα
πάνω ή μέσα στη σκόνη. Η διάλυση του περιεχομένου λαμβάνει χώρα με περιστροφή χωρίς
να ανακινηθεί έντονα (για την αποφυγή δημιουργίας αφρού!). Το έτοιμο προς χρήση
διάλυμα επιτρέπεται να παρουσιάζει μία πολύ ελαφριά θολερότητα.
Ανάλογα με το θεραπευτικό σχήμα, το έτοιμο προς χρήση διάλυμα μπορεί επίσης να
χρησιμοποιηθεί χωρίς περαιτέρω αραίωση για ενδομυϊκή ένεση.
4
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Στην διαλυμένη της μορφή (4,0 ml νερό κατάλληλο για ένεση) μπορεί αυτή η ουσία να
διατηρηθεί σε θερμοκρασία δωματίου για 6 ώρες.
I.1.1 Διάρκεια χορήγησης
Το L-Asparaginase 10000 medac θα πρέπει σε μονοθεραπεία ή σε συνδυαστική θεραπεία να
χρησιμοποιείται μέχρι την ολοκλήρωση ενός ολοκληρωμένου θεραπευτικού κύκλου. Στην
περίπτωση που παρουσιαστούν παρενέργειες ή βλάβες σε όργανα, που αποτελούν μία
αντένδειξη σε ότι αφορά τη χρήση του L-Asparaginase 10000 medac, πρέπει να εξεταστεί
το ενδεχόμενο της διακοπής της θεραπείας.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ασπαραγινάση μπορούν να παρουσιαστούν οι
παρακάτω επικίνδυνες για τη ζωή καταστάσεις:
- αναφυλαξίες
- συνθήκες υπεργλυκαιμίας, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με ινσουλίνη καθώς
και
- αλλαγές στην πήξη, στην περίπτωση των οποίων ενδέχεται να απαιτείται μία
αναπλήρωση με φρέσκο πλάσμα για την μείωση της κινδύνου μίας αιμορραγίας.
4. ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και το L-Asparaginase 10000 medac μπορεί να προκαλέσει
ανεπιθύμητες ενέργειες αν και δεν παρουσιάζονται σε όλους τους ανθρώπους.
Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη
ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε να ενημερώσετε το
γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
Κατά την αξιολόγηση των παρενεργειών τέθηκαν ως βάση οι ακόλουθες αναφορές
συχνότητας:
Πολύ συχνές
περισσότεροι από 1 στους 10 ασθενείς
Συχνές
περισσότεροι από 1 στους 100 ασθενείς
Όχι συχνές
περισσότεροι από 1 στους 1.000 ασθενείς
Σπάνιες
περισσότεροι από 1 στους 10.000 ασθενείς
Πολύ σπάνιες
λιγότεροι από 1 στους 10.000 ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών
Σύστημα οργάνων Συχνότητα και σύμπτωμα
Έρευνες
Συχνές
αύξηση στην αμυλάση ορού
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Συχνές
Ήπια έως μέτρια μυελοκαταστολή και των τριών
κυτταρικών γραμμών. Διαταραχές στην πήξη λόγω του
επηρεασμού της πρωτεϊνοσύνθεσης: Αιμορραγίες,
διάσπαρτη ενδοαγγειακή πήξη (DIC) ή θρομβώσεις. Στην
περίπτωση εγκεφαλικής εκδήλωσης αποπληξία, κρίση,
απώλεια αισθήσεων.
Πολύ σπάνιες
Αιμολυτική αναιμία
5
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Σύστημα οργάνων Συχνότητα και σύμπτωμα
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Συχνές
δυσλειτουργία του ΚΝΣ όπως διέγερση, κατάθλιψη,
ψευδαισθήσεις, σύγχυση και υπνηλία (ελαφρώς διαταραγμένη
συνείδηση), αλλαγές στο ΗΕΓ (μειωμένη δραστηριότητα των
κυμάτων άλφα, αυξημένη δραστηριότητα των κυμάτων θήτα και
δέλτα), ενδεχομένως λόγω της υπεραμμωνιαιμίας
Σπάνιες
Κρίσεις και βαριά διαταραγμένη συνείδηση έως κώμα ενδέχεται
να αναπτυχθούν. Σύνδρομο Οπίσθιας Αναστρέψιμης
Εγκεφαλοπάθειας (PRES)
Πολύ σπάνιες
λεπτός τρόμος των δακτύλων χειρός
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Πολύ συχνές
ήπια έως μέτρια γαστρεντερικά συμπτώματα όπως απώλεια της
όρεξης, ναυτία, έμετος, κοιλιακοί σπασμοί, διάρροια και
απώλεια βάρους
Συχνές
οξεία παγκρεατίτιδα, διαταραχές της εξωκρινούς λειτουργίας
του παγκρέατος με διάρροια.
Σπάνιες
αιμορραγική ή νεκρωτική παγκρεατίτιδα, παρωτίτιδα
Πολύ σπάνιες
παγκρεατική ψευδοκύστη, θανατηφόρες παγκρεατίτιδα,
παγκρεατίτιδα με ταυτόχρονη οξεία παρωτίτιδα
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες
οξεία νεφρική ανεπάρκεια
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Πολύ συχνές
αντιδράσεις υπερευαισθησίας του δέρματος
Πολύ σπάνιες
μία περίπτωση τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (σύνδρομο Lyell)
Διαταραχές του
ενδοκρινικού
συστήματος
Συχνές
Διαταραχές της ενδοκρινικής λειτουργίας του παγκρέατος
με διαβητική κετοξέωση, υπεροσμωτική υπεργλυκαιμία
Πολύ σπάνιες
Παροδικός δευτερεύων υποθυρεοειδισμός, μείωση των
επιπέδων της σφαιρίνης που δεσμεύει την θυροξίνη,
υποπαραθυρεοειδισμός
6
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Σύστημα οργάνων Συχνότητα και σύμπτωμα
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Πολύ συχνές
Αλλαγές στις τιμές των λιπιδίων του αίματος (π.χ. μείωση ή
αύξηση της χοληστερίνης, αύξηση των τριγλυκεριδίων, αύξηση
του κλάσματος VLDL και μείωση της LDL, αυξημένη δράση της
λιποπρωτεϊνικής λιπάσης), τις περισσότερες φορές χωρίς
κλινικά συμπτώματα, αύξηση του αζώτου ουρίας στο αίμα λόγω
προνεφρικής ανισορροπίας του μεταβολισμού
Όχι συχνές
αυξημένες τιμές ουρικού οξέος στο αίμα
(υπερουριχαιμία), υπεραμμωνιαιμία
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Μη γνωστές
λοίμωξη
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πολύ συχνές
άλγος στο σημείο ένεσης, οιδήματα, κόπωση
Συχνές
πυρετός, άλγος (οσφυαλγία, αρθραλγία, κοιλιακό άλγος)
Πολύ σπάνιες
απειλητική για τη ζωή υπερπυρεξία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ συχνές
αλλεργικές αντιδράσεις όπως τοπικό ερύθημα, κνίδωση,
δυσφορία στην αναπνοή
Συχνές
αναφυλακτική καταπληξία, βρογχόσπασμος
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Πολύ συχνές
Αλλαγές των παραμέτρων του ήπατος (όπως αύξηση της
αλκαλικής φωσφατάσης, των τρανσαμινασών του ορού,
της αμμωνίας, του LDH και της χολερυθρίνης του ορού),
λιπώδες ήπαρ, υπολευκωματιναιμία η οποία μπορεί
μεταξύ άλλων να προκαλέσει οιδήματα
Σπάνιες
Χολόσταση, ίκτερος, νεκρώσεις των ηπατικών κυττάρων
και ηπατική ανεπάρκεια με πιθανή θανατηφόρο έκβαση
Εάν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια γίνεται σοβαρή, ή αν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη
ενέργεια που δεν αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών, παρακαλείσθε να ενημερώσετε το
γιατρό ή φαρμακοποιό σας.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Αιμοποιητικές διαταραχές:
Η L-ασπαραγινάση μπορεί να προκαλέσει ήπια έως μέτρια μυελοκαταστολή, η οποία μπορεί
να επιδράσει και στις τρεις κυτταρικές γραμμές. Γενικά αυτό δεν έχει επιπτώσεις για τη
θεραπεία. Έχουν υπάρξει μεμονωμένες περιπτώσεις αιμολυτικής αναιμίας.
Διαταραχές της πήξης:
Λόγω της δυσλειτουργίας της πρωτεϊνοσύνθεσης, συχνά μπορεί να προκληθούν διαταραχές
στην πήξη με μορφή αιμορραγίας και διάσπαρτης ενδοαγγειακής πήξης (DIC) ή θρόμβωσης,
7
ΔΑΠ-Ε.4305-6
και ο κίνδυνος της θρόμβωσης φαίνεται να αυξάνει όσο μεγαλώνει το χρονικό διάστημα
μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Ωστόσο, εκτός από την L-ασπαραγινάση μπορούν ακόμη και η ταυτόχρονη θεραπεία με
άλλα μυελοκατασταλτικά φάρμακα ή η ίδια η υποκείμενη νόσος να είναι υπεύθυνες για
αυτές τις παρενέργειες.
Περίπου το ήμισυ όλων περιπτώσεων βαρειών αιμορραγιών και θρομβώσεων, επηρεάζουν
τα εγκεφαλικά αγγεία και ενδέχεται, για παράδειγμα, να προκαλέσουν αποπληξία, κρίσεις
ή απώλεια συνείδησης.
Αυξημένος κίνδυνος θρόμβωσης έχει περιγραφεί στη μελέτη ALL-BFM95 που έγινε σε
παιδιά που παρουσίαζαν μεταλλάξεις στον παράγοντα V, αντίσταση στην APC ή μειωμένα
επίπεδα της πρωτεΐνης S στον ορό, αντιθρομβίνης III ή πρωτεΐνης C. Σε αυτούς τους
ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση κεντρικού φλεβικού καθετήρα, κατά το
δυνατόν, καθώς αυτό μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αύξηση του κινδύνου
θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Στα πλαίσια της επαγωγικής θεραπείας της ΟΛΛ, θα πρέπει
εφόσον είναι δυνατόν να τοποθετηθεί μια κεντρική φλεβική προσπέλαση μόνο μετά την
ολοκλήρωση της θεραπείας με L-ασπαραγινάση.
Εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να δείξουν διαταραχές της πήξης του αίματος, π.χ. ως
μείωση των επιπέδων του ινωδογόνου, του παράγοντα IX, του παράγοντα XI, της
αντιθρομβίνης ΙΙΙ, της πρωτεΐνης C και του πλασμινογόνου καθώς και ως αύξηση του
παράγοντα von Willebrand, του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1, του
τεμαχίου προθρομβίνης 1 και 2 και των προϊόντων αποικοδόμησης του ινωδογώνου (D-
dimers).
Η θρομβοκυτταροπενία ή η σήψη αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Τακτική παρακολούθηση του προφίλ της πήξης του αίματος είναι απαραίτητη. Το
ινωδογόνο μπορεί να καθοριστεί ως παράμετρος του προπηκτικού και του αντιπηκτικού
συστήματος. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην περίπτωση μίας έντονης μείωσης των
επιπέδων του ινωδογόνου ή της ΑΤΙΙΙ, η επιλεκτική υποκατάσταση είναι εφικτή. Η ΑΤΙΙΙ
χορηγείται ως έγχυση, δοσολογία: 100 μείον τρέχουσα τιμή σε % επί kg σωματικού βάρους.
Το ινωδογόνο χορηγείται ως νωπό κατεψυγμένο πλάσμα (ΝΚΠ) με δοσολογία 10 – 15
ml/kg σωματικού βάρους.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Η L-ασπαραγινάση μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του ΚΝΣ με τη μορφή διέγερσης,
κατάθλιψης, ψευδαισθήσεων, σύγχυσης και υπνηλίας (ελαφρώς διαταραγμένη συνείδηση),
συχνά και σπάνια με τη μορφή βαριάς διαταραγμένης συνείδησης έως κώματος.
Αλλαγές μπορεί να παρουσιαστούν στο ΗΕΓ, οι οποίες εμφανίζονται ως μειωμένη
δραστηριότητα των κυμάτων άλφα και αυξημένη δραστηριότητα των κυμάτων θήτα και
δέλτα. Η υπεραμμωνιαιμία θα πρέπει να αποκλειστεί ως πιθανή αιτία αυτής της εμφάνισης.
Σε μία περίπτωση περιγράφηκε ένας λεπτός τρόμος των δακτύλων χειρός.
Το Σύνδρομο Οπίσθιας Αναστρέψιμης Εγκεφαλοπάθειας (PRES) ενδέχεται να αναπτυχθεί
σπάνια. Αυτό χαρακτηρίζεται σε MRT (τομογραφία μαγνητικού συντονισμού) από
αναστρέψιμες (ημέρες έως μήνες) βλάβες/οιδήματα που εντοπίζονται κυρίως στο οπίσθιο
τμήμα του εγκεφάλου. Τα συμπτώματα του PRES είναι κυρίως υπέρταση, κρίσεις,
κεφαλαλγία, μεταβολές της νοητικής κατάστασης και οξεία διαταραγμένη όραση. Έχουν
υπάρξει αναφορές σχετικά με ασθενείς που ανέπτυξαν PRES κατά τη διάρκεια
συνδυασμένης θεραπείας που περιλάμβανε L-ασπαραγινάση. Είναι συχνά δύσκολο να
διακρίνει κανείς εάν το PRES προκλήθηκε από την L-ασπαραγινάση, τα συγχορηγούμενα
φάρμακα ή την υποκείμενη νόσο.
Το PRES πρέπει να αντιμετωπίζεται συμπτωματικά. Η υπέρταση και οι κρίσεις πρέπει να
αντιμετωπίζονται πρωτίστως. Περαιτέρω, πρέπει να συνιστάται μείωση της δόσης ή
διακοπή της ανοσοκατασταλτικής θεραπείας.
I.1.1.1.1.1 Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Πολύ συχνά (σε ένα ποσοστό περίπου 50 % των ασθενών)
παρατηρούνται ήπια έως μέτρια γαστρεντερικά συμπτώματα όπως
8
ΔΑΠ-Ε.4305-6
απώλεια της όρεξης, ναυτία, έμετος, κοιλιακοί σπασμοί, διάρροια και
απώλεια βάρους.
Οξεία παγκρεατίτιδα μπορεί να εμφανιστεί συχνά (σε <10 % των περιπτώσεων). Έχουν
υπάρξει μεμονωμένες περιπτώσεις δημιουργίας ψευδοκύστεων (με μία καθυστέρηση έως
και τεσσάρων μηνών μετά την τελευταία θεραπευτική αγωγή). Κατά συνέπεια θα πρέπει
να διενεργούνται κατάλληλες εξετάσεις (π.χ. υπέρηχος) για ένα χρονικό διάστημα έως και
τέσσερις μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας με L-ασπαραγινάση. Επειδή δεν είναι
γνωστή η ακριβής παθογένεια, συνιστάται μόνο η διενέργεια υποστηρικτικών μέτρων.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρουσιάζεται αιμορραγική ή νεκρωτική παγκρεατίτιδα, ή
παρωτίτιδα. Μεμονωμένα αναφέρθηκαν περιπτώσεις όπου η πορεία της ασθένειας οδήγησε
στο θάνατο.
Έχει περιγραφεί μία περίπτωση παγκρεατίτιδας με ταυτόχρονη οξεία παρωτίτιδα.
Διαταραχές των νεφρών:
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια έχει αναφερθεί σε σπάνιες περιπτώσεις.
Διαταραχές του δέρματος:
Πολύ συχνά μπορεί να εκδηλωθούν αλλεργικές αντιδράσεις στο δέρμα. Περιγράφηκε μία
περίπτωση τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (σύνδρομο Lyell).
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος:
Συχνά παρατηρούνται αλλαγές της ενδοκρινούς παγκρεατικής
λειτουργίας, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως με τη μορφή μίας διαταραχής
του μεταβολισμού της γλυκόζης. Έχουν περιγραφεί τόσο διαβητικές
κετοξεώσεις όσο και υπεροσμωτικές υπεργλυκαιμίες, οι οποίες γενικά
αντιδρούν θετικά σε μία εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης.
Ως πιθανά αιτία αυτού συζητείται από τη μία πλευρά μία μειωμένη σύνθεση ινσουλίνης
που είναι αποτέλεσμα της αναστολής της πρωτεϊνοσύνθεσης οφειλόμενη στην L-
ασπαραγινάση και από την άλλη μία διαταραχή στην έκκριση της ινσουλίνης ή μείωση του
αριθμού των υποδοχέων ινσουλίνης.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση υπεργλυκαιμίας είναι ηλικία > 10 ετών,
υπερβολικό σωματικό βάρος και σύνδρομο Down.
Κατά συνέπεια ενδείκνυνται οι τακτικοί έλεγχοι των ούρων και του σακχάρου του αίματος
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με L-ασπαραγινάση.
Λόγω διαταραχών της εξωκρινούς παγκρεατικής λειτουργίας, είναι δυνατόν να
παρουσιαστεί διάρροια.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις παρουσιάστηκε παροδικός δευτερεύων υποθυρεοειδισμός και
μείωση των επιπέδων της σφαιρίνης που δεσμεύει την θυροξίνη. Υποπαραθυρεοειδισμός
έχει επίσης περιγραφεί.
Διαταραχές του μεταβολισμού:
Περιστασιακά εμφανίζονται μη δοσοεξαρτώμενες αυξήσεις των τιμών αζώτου ουρίας στο
αίμα και σχεδόν πάντα υποδεικνύουν προνεφρική ανισορροπία του μεταβολισμού.
Περιστασιακά αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό (υπερουριχαιμία) και
υπεραμμωνιαιμία μπορεί να παρουσιαστούν.
Αλλαγή στα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος (π.χ. αύξηση ή μείωση της χοληστερίνης,
αύξηση των τριγλυκεριδίων, αύξηση του κλάσματος VLDL και μείωση της LDL, αυξημένη
δράση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης) έχει παρατηρηθεί, τις περισσότερες φορές χωρίς
κλινικά συμπτώματα και χωρίς την ανάγκη αλλαγής της θεραπείας. Οι αλλαγές μπορεί
επίσης να σχετίζονται με την ταυτόχρονη χορήγηση γλυκοκορτικοειδών.
Παρουσία εξαιρετικά αυξημένων τιμών (π.χ. τριγλυκερίδια > 2000 mg/dl), συνιστάται
στενή παρακολούθηση λόγω του αυξημένου κινδύνου παγκρεατίτιδας.
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις:
9
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Λοιμώξεις μπορεί να παρουσιαστούν λόγω συνδυασμένης χημειοθεραπείας που
περιλαμβάνει L-ασπαραγινάση. Είναι συχνά δύσκολο να γίνει διάκριση από την επίδραση
της υποκείμενης νόσου και την επίδραση της συγχρόνως χορηγούμενης φαρμακευτικής
αγωγής.
Γενικές διαταραχές:
Εμπύρετες αντιδράσεις, στις
περισσότερες περιπτώσεις υποχωρούν αυθόρμητα, μπορεί να
παρουσιαστούν 2 - 5 ώρες μετά την ένεση. Συχνά παρατηρήθηκαν πόνοι
(αρθραλγία, οσφυαλγία και κοιλιακό άλγος) σε συνδυασμό με αλλεργικές
αντιδράσεις και παγκρεατίτιδα. Σε σπάνιες περιπτώσεις παρατηρήθηκε
απειλητικός για τη ζωή υψηλός πυρετός (υπερπυρεξία).
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Πολύ συχνά παράγονται ειδικά αντισώματα κατά της ξένης πρωτεΐνης L-
ασπαραγινάση, τα οποία από τη μία πλευρά μπορούν να προκαλέσουν κλινικές
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, και από την άλλη είναι σε θέση να
απενεργοποιήσουν την L-ασπαραγινάση.
Πολύ συχνά παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας αλλεργικές
αντιδράσεις μετά τη χορήγηση της L-ασπαραγινάσης και εκδηλώνονται ως τοπικό
ερύθημα, κνίδωση καθώς και πόνος στο σημείο που γίνεται η ένεση, πυρετός,
μυαλγία, δύσπνοια, βρογχόσπασμος, ταχυκαρδία, πτώση της αρτηριακής πίεσης,
που φτάνει μέχρι αναφυλακτική καταπληξία (σε ποσοστό έως και 10 % μπορούν να
παρουσιαστούν αναφυλαξία και βρογχόσπασμος).
Η πιθανότητα να εκδηλωθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αυξάνεται με τον
αριθμό των χορηγούμενων δόσεων, όμως σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν να
παρουσιαστούν αλλεργικές αντιδράσεις ακόμη και κατά την πρώτη εφαρμογή της
ασπαραγινάσης.
Σε ένα μέρος των ασθενών μπορούν να εμφανιστούν ουδετεροποιητικά
αντισώματα κατά της L-ασπαραγινάσης, χωρίς να παρατηρηθεί μία κλινική
συμπτωματική υπερευαισθησία. Όμως αυτά τα αντισώματα μπορούν να οδηγήσουν
σε μία λίγο ή πολύ γρήγορη απενεργοποίηση και κατά συνέπεια σε μία επιταχυμένη
εξουδετέρωση της L-ασπαραγινάσης („Silent Inactivation“). Έτσι συνιστάται η
μέτρηση των επιπέδων της ασπαραγινάσης.
Μία προηγούμενη ενδοδερμική δοκιμή δεν μπορεί να αποκλείσει αναφυλακτικές
αντιδράσεις. Εφόσον εμφανιστούν αλλεργικά συμπτώματα η θεραπεία με το
φάρμακο πρέπει αμέσως να διακοπεί. Ανάλογα με το βαθμό της βαρύτητας της
ασθένειας ενδείκνυται ως αντίμετρο η χορήγηση αντιισταμινικών, κορτιζόνης και
ενδεχομένως ουσιών που σταθεροποιούν το κυκλοφορικό.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί μετά από αλλαγή
σε ένα άλλο παρασκεύασμα ασπαραγινάσης.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Αλλαγές των παραμέτρων του ήπατος είναι πολύ συχνές. Έχει παρατηρηθεί μη
δοσοεξαρτώμενη αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης, των τρανσαμινασών του ορού, της
LDH, της αμμωνίας (υπεραμμωνιαιμία) και της χολερυθρίνης ορού. Λιπώδες ήπαρ μπορεί
να παρατηρηθεί πολύ συχνά. Έχουν υπάρξει σπάνιες αναφορές χολόστασης, ίκτερου,
νέκρωσης των ηπατικών κυττάρων και ηπατικής ανεπάρκειας με θανατηφόρο έκβαση.
Η δυσλειτουργία της πρωτεϊνοσύνθεσης μπορεί να οδηγήσει σε πτώση των πρωτεϊνών
ορού. Στην πλειονότητα των ασθενών τα επίπεδα λευκωματίνης ορού υφίστανται μη
δοσοεξαρτώμενη μείωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Τα κλάσματα α
2
και β φαίνεται
να επηρεάζονται περισσότερο, ενώ το κλάσμα α
1
παραμένει αναλλοίωτο. Καθώς το επίπεδο
λευκωματίνης ορού είναι σημαντικό για τη δέσμευση και τη λειτουργία μεταφοράς
10
ΔΑΠ-Ε.4305-6
ορισμένων φαρμακευτικών ουσιών, το επίπεδο λευκωματίνης ορού θα πρέπει να
παρακολουθείται, ιδιαίτερα εάν χρησιμοποιείται συνδυαστική θεραπεία. Οίδημα μπορεί να
παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα υπολευκωματιναιμίας.
Κατά τη διάρκεια ή μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας με L-ασπαραγινάση, το
επίπεδο της αμυλάσης ορού ενδέχεται να αυξηθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν
θα πρέπει να γίνει περαιτέρω χορήγηση L-ασπαραγινάσης.
Αναφορά ανεπιθύμητων ενεργειών
Εάν παρατηρήσετε κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια, ενημερώστε τον γιατρό ή τον
φαρμακοποιό σας. Αυτό ισχύει και για κάθε πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια που δεν
αναφέρεται στο παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης. Μπορείτε επίσης να αναφέρετε
ανεπιθύμητες ενέργειες απευθείας, μέσω (βλ. παρακάτω για λεπτομέρειες). Μέσω
της αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών μπορείτε να βοηθήσετε στη συλλογή
περισσότερων πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια του παρόντος φαρμάκου.
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
5. ΠΩΣ ΝΑ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΤΟ L-ASPARAGINASE 10000 MEDAC
Να φυλάσσεται σε μέρη που δεν το φθάνουν και δεν το βλέπουν τα παιδιά.
Να μη χρησιμοποιείτε το L-Asparaginase 10000 medac μετά την ημερομηνία λήξης που
αναφέρεται στην επισήμανση ή στο εξωτερικό κουτί.
Φυλάσσεται σε ψυγείο (2 °C – 8 °C).
Η φιάλη φυλάσσεται στο εξωτερικό κουτί για να προστατεύεται το
περιεχόμενο από το φως.
Το περίσσευμα να απορρίπτεται μετά το άνοιγμα.
Στην διαλυμένη της μορφή (4,0 ml νερό κατάλληλο για ένεση) μπορεί αυτή η ουσία να
διατηρηθεί σε θερμοκρασία δωματίου για 6 ώρες.
6. ΛΟΙΠΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Τι περιέχει το L-Asparaginase 10000 medac
- Η δραστική ουσία είναι η L-ασπαραγινάση.
- Δεν περιέχονται περαιτέρω συστατικά.
Εμφάνιση του L-Asparaginase 10000 medac και περιεχόμενο της συσκευασίας
Μία φιάλη του L-Asparaginase 10000 medac με 43,2 – 49,0 mg κόνι για την παρασκευή
ενέσιμου διαλύματος, περιέχει 167 µkat L-ασπαραγινάση (E. C. 3.5.1.1) ανάλογο
10000 μονάδων.
(1 μονάδα L-ασπαραγινάσης απελευθερώνει 1 μmol αμμωνία από L-ασπαραγίνη σε 1 λεπτό
και σε θερμοκρασία 37°C ).
11
ΔΑΠ-Ε.4305-6
Το L-Asparaginase 10000 medac διατίθεται σε συσκευασίες με
5 φιαλίδια.
Κάτοχος αδείας κυκλοφορίας και παραγωγός
medac
Gesellschaft für klinische Spezialpräparate mbH
Theaterstr. 6
22880 Wedel
Γερμανία
Τηλ.: +49 41 03 80 06-0
Φαξ: +49 41 03 80 06-100
Το παρόν φύλλο οδηγιών χρήσης εγκρίθηκε για τελευταία φορά τον Οκτώβριο
2016.
Τρόπος διάθεσης
ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ : ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ
ΓΙΑΤΡΟ ΜΕ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ.
12