ΔΑΠ-Ε.4305-6
και ο κίνδυνος της θρόμβωσης φαίνεται να αυξάνει όσο μεγαλώνει το χρονικό διάστημα
μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Ωστόσο, εκτός από την L-ασπαραγινάση μπορούν ακόμη και η ταυτόχρονη θεραπεία με
άλλα μυελοκατασταλτικά φάρμακα ή η ίδια η υποκείμενη νόσος να είναι υπεύθυνες για
αυτές τις παρενέργειες.
Περίπου το ήμισυ όλων περιπτώσεων βαρειών αιμορραγιών και θρομβώσεων, επηρεάζουν
τα εγκεφαλικά αγγεία και ενδέχεται, για παράδειγμα, να προκαλέσουν αποπληξία, κρίσεις
ή απώλεια συνείδησης.
Αυξημένος κίνδυνος θρόμβωσης έχει περιγραφεί στη μελέτη ALL-BFM95 που έγινε σε
παιδιά που παρουσίαζαν μεταλλάξεις στον παράγοντα V, αντίσταση στην APC ή μειωμένα
επίπεδα της πρωτεΐνης S στον ορό, αντιθρομβίνης III ή πρωτεΐνης C. Σε αυτούς τους
ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση κεντρικού φλεβικού καθετήρα, κατά το
δυνατόν, καθώς αυτό μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω αύξηση του κινδύνου
θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Στα πλαίσια της επαγωγικής θεραπείας της ΟΛΛ, θα πρέπει
εφόσον είναι δυνατόν να τοποθετηθεί μια κεντρική φλεβική προσπέλαση μόνο μετά την
ολοκλήρωση της θεραπείας με L-ασπαραγινάση.
Εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να δείξουν διαταραχές της πήξης του αίματος, π.χ. ως
μείωση των επιπέδων του ινωδογόνου, του παράγοντα IX, του παράγοντα XI, της
αντιθρομβίνης ΙΙΙ, της πρωτεΐνης C και του πλασμινογόνου καθώς και ως αύξηση του
παράγοντα von Willebrand, του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1, του
τεμαχίου προθρομβίνης 1 και 2 και των προϊόντων αποικοδόμησης του ινωδογώνου (D-
dimers).
Η θρομβοκυτταροπενία ή η σήψη αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Τακτική παρακολούθηση του προφίλ της πήξης του αίματος είναι απαραίτητη. Το
ινωδογόνο μπορεί να καθοριστεί ως παράμετρος του προπηκτικού και του αντιπηκτικού
συστήματος. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην περίπτωση μίας έντονης μείωσης των
επιπέδων του ινωδογόνου ή της ΑΤΙΙΙ, η επιλεκτική υποκατάσταση είναι εφικτή. Η ΑΤΙΙΙ
χορηγείται ως έγχυση, δοσολογία: 100 μείον τρέχουσα τιμή σε % επί kg σωματικού βάρους.
Το ινωδογόνο χορηγείται ως νωπό κατεψυγμένο πλάσμα (ΝΚΠ) με δοσολογία 10 – 15
ml/kg σωματικού βάρους.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Η L-ασπαραγινάση μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του ΚΝΣ με τη μορφή διέγερσης,
κατάθλιψης, ψευδαισθήσεων, σύγχυσης και υπνηλίας (ελαφρώς διαταραγμένη συνείδηση),
συχνά και σπάνια με τη μορφή βαριάς διαταραγμένης συνείδησης έως κώματος.
Αλλαγές μπορεί να παρουσιαστούν στο ΗΕΓ, οι οποίες εμφανίζονται ως μειωμένη
δραστηριότητα των κυμάτων άλφα και αυξημένη δραστηριότητα των κυμάτων θήτα και
δέλτα. Η υπεραμμωνιαιμία θα πρέπει να αποκλειστεί ως πιθανή αιτία αυτής της εμφάνισης.
Σε μία περίπτωση περιγράφηκε ένας λεπτός τρόμος των δακτύλων χειρός.
Το Σύνδρομο Οπίσθιας Αναστρέψιμης Εγκεφαλοπάθειας (PRES) ενδέχεται να αναπτυχθεί
σπάνια. Αυτό χαρακτηρίζεται σε MRT (τομογραφία μαγνητικού συντονισμού) από
αναστρέψιμες (ημέρες έως μήνες) βλάβες/οιδήματα που εντοπίζονται κυρίως στο οπίσθιο
τμήμα του εγκεφάλου. Τα συμπτώματα του PRES είναι κυρίως υπέρταση, κρίσεις,
κεφαλαλγία, μεταβολές της νοητικής κατάστασης και οξεία διαταραγμένη όραση. Έχουν
υπάρξει αναφορές σχετικά με ασθενείς που ανέπτυξαν PRES κατά τη διάρκεια
συνδυασμένης θεραπείας που περιλάμβανε L-ασπαραγινάση. Είναι συχνά δύσκολο να
διακρίνει κανείς εάν το PRES προκλήθηκε από την L-ασπαραγινάση, τα συγχορηγούμενα
φάρμακα ή την υποκείμενη νόσο.
Το PRES πρέπει να αντιμετωπίζεται συμπτωματικά. Η υπέρταση και οι κρίσεις πρέπει να
αντιμετωπίζονται πρωτίστως. Περαιτέρω, πρέπει να συνιστάται μείωση της δόσης ή
διακοπή της ανοσοκατασταλτικής θεραπείας.
I.1.1.1.1.1 Διαταραχές του γαστρεντερικού:
Πολύ συχνά (σε ένα ποσοστό περίπου 50 % των ασθενών)
παρατηρούνται ήπια έως μέτρια γαστρεντερικά συμπτώματα όπως
8