Σε χρόνιες καταστάσεις συνιστώνται 100-200 mg/kg βάρους σώματος
ημερησίως, χορηγούμενα σε 2-4 διαιρεμένες δόσεις, ενώ μπορεί να επαρκούν
και μικρότερες δόσεις. Μέχρι και 400 ml/Kg ημερησίως μπορεί να χρειασθούν
σε οξείες καταστάσεις. Το πόσιμο διάλυμα πριν τη λήψη του αραιώνεται με
νερό ή χυμό φρούτων.
Το ενέσιμο διάλυμα χορηγείται με βραδεία (2-3 λεπτά) ενδοφλέβια ένεση ή με
έγχυση.
• Σε περιπτώσεις οξείας μεταβολικής απορύθμισης χορηγείται
ενδοφλεβίως σε δόση 50-100 mg/Kg βάρους σώματος ημερησίως,
διαιρεμένες σε 3-4 χορηγήσεις. Αν χρειασθεί μπορεί να
χρησιμοποιηθούν και μεγαλύτερες δόσεις με υψηλότερο όμως κίνδυνο
εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών, κυρίως διάρροιας.
• Δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης σε αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς
με τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια
Μια δόση των 10-20 mg/Kg βάρους σώματος ημερησίως χορηγείται
Ενδοφλεβίως στο τέλος της συνεδρίας αιμοκάθαρσης, η οποία εκτελείται με
ρυθμό τριών ανά εβδομάδα. Η διάρκεια της ενδοφλέβιας χορήγησης πρέπει να
είναι μέχρι 3 μήνες, ώστε να αποκατασταθούν τα επίπεδα της L-καρνιτίνης
στους μυς. Η ανάγκη επαναλήψεως της θεραπείας εκτιμάται από την κατάσταση
του ασθενούς και την επαναλαμβανόμενη μέτρηση των επιπέδων της L-καρνιτίνης
του πλάσματος.
Αιμοκάθαρση-δόση συντήρησης
Σε περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα με την
ενδοφλέβια χορήγηση, αυτό μπορεί να διατηρηθεί με την καθημερινή χορήγηση
1 g διαλύματος L-καρνιτίνης από του στόματος. Την ημέρα της αιμοκάθαρσης
η L-καρνιτίνη πρέπει να χορηγείται στο τέλος της διαδικασίας.
Για τον καθορισμό της βέλτιστης δοσολογίας στις παραπάνω καταστάσεις
συνιστάται να παρακολουθείται το αποτέλεσμα της θεραπείας με μέτρηση των
επιπέδων της ελεύθερης και της ακυλικής L-καρνιτίνης στο πλάσμα και τα
ούρα.
2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση
Δεν παρουσιάστηκαν τοξικές επιδράσεις από υπερδοσολογία με L-καρνιτίνη.
Μεγάλες δόσεις L-Carnitine μπορεί να προκαλέσουν διάρροια. Διακόψτε το
φάρμακο και απευθυνθείτε στον γιατρό σας.
Τηλ. Κέντρου Δηλητηριάσεων : 210 7793777
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Μετά τη λήψη από το στόμα αναφέρονται ελαφρές ενοχλήσεις από το
γαστρεντερικό, όπως ναυτία, έμετος, κοιλιακοί πόνοι και διάρροια.
Με μεγάλες δόσεις παρουσιάζεται μια έντονη σωματική οσμή. Με τη μείωση της
δόσης μειώνεται ή εξαλείφεται η σωματική οσμή που σχετίζεται με το φάρμακο ή
υποχωρούν τα γαστρεντερικά ενοχλήματα.
Ελαφρές διαταραχές τύπου μυασθένειας έχουν αναφερθεί σε ουραιμικούς
ασθενείς. Η ανοχή στο φάρμακο πρέπει να ελέγχεται κατά τη διάρκεια της πρώτης
εβδομάδας χορήγησης του και μετά από κάθε αύξηση της δόσης.
Έχουν περιγραφεί περιστατικά σπασμών σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό
σπασμωδικών επεισοδίων που ελάμβαναν L-καρνιτίνη από το στόμα ή
ενδοφλεβίως.