λαμβάνουν Inderal, τείνουν να εμφανίζουν υψηλότερες συγκεντρώσεις λιδοκαΐνης, σε
σύγκριση με αυτούς που δεν λαμβάνουν προπρανολόλη. Ο συνδυασμός προπρανολόλης και
λιδοκαΐνης πρέπει να αποφεύγεται.
- Oι γλυκοσίδες της δακτυλίτιδας όταν συνδυάζονται με β-αναστολείς, μπορεί να επηρεάσουν
τον χρόνο της κολποκοιλιακής αγωγιμότητας.
- O συνδυασμός β-αναστολέων και αποκλειστών διαύλων ασβεστίου με αρνητική ινότροπη
δράση (π.χ. βεραπαμίλη, διλτιαζέμη), μπορεί να οδηγήσει σε επίταση αυτών των δράσεων,
ιδιαίτερα σε ασθενείς με ελαττωμένη κοιλιακή λειτουργία και/ή διαταραχές της
φλεβοκομβοκολπικής ή κολποκοιλιακής αγωγιμότητας. Aυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή
υπόταση, βραδυκαρδία, κολποκοιλιακό αποκλεισμό και καρδιακή ανεπάρκεια. Πρέπει να
αποκλείεται η ενδοφλέβια χορήγηση εκατέρου των φαρμάκων, εφόσον χρησιμοποιείται το
άλλο. H ενδοφλέβια ένεση β-αναστολέα και αποκλειστών διαύλων ασβεστίου πρέπει να
απέχει 48 ώρες η μια της άλλης.
- Σύγχρονη χορήγηση με αποκλειστές διαύλων ασβεστίου της ομάδας των διυδροπυριδινών
π.χ. νιφεδιπίνη, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπότασης και μπορεί να εκδηλωθεί καρδιακή
ανεπάρκεια σε ασθενείς με λανθάνουσα καρδιακή ανεπάρκεια.
- Σύγχρονη χορήγηση συμπαθομιμητικών παραγόντων π.χ. αδρεναλίνης, μπορεί να
εξουδετερώσει την δράση των β-αναστολέων. Πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την
παρεντερική
χορήγηση σκευασμάτων που περιέχουν αδρεναλίνη σε ασθενείς που βρίσκονται σε θεραπεία
με β-αναστολείς, καθώς σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να προκληθεί αγγειοσυστολή,
υπέρταση και βραδυκαρδία.
- Σύγχρονη χορήγηση σιμετιδίνης ή υδραλαζίνης αυξάνει τα επίπεδα της προπρανολόλης στο
πλάσμα και σύγχρονη χορήγηση αλκοόλ μπορεί να αυξάνει, τα επίπεδα της προπρανολόλης
στο πλάσμα.
- Oι β-αναστολείς μπορεί να επιδεινώσουν την υπέρταση που μπορεί να ακολουθήσει την
διακοπή της κλονιδίνης. Eάν τα δύο φάρμακα χορηγούνται παράλληλα, ο β-αναστολέας
πρέπει να διακοπεί αρκετές ημέρες πριν την διακοπή της κλονιδίνης. Eάν πρόκειται να
αντικατασταθεί η κλονιδίνη από θεραπεία με β-αναστολέα, η διακοπή της κλονιδίνης πρέπει
να γίνει αρκετές ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας με β-αναστολέα.
- Σύγχρονη χορήγηση με πραζοσίνη μπορεί να προκαλέσει κατά την έναρξη της θεραπείας
οξεία ορθοστατική υπόταση.
- Iδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται όταν χορηγούνται ταυτόχρονα εργοταμίνη,
διυδροεργοταμίνη ή συγγενείς ουσίες, καθώς σε ορισμένους ασθενείς έχει αναφερθεί
αγγειοσύσπαση.
- Σύγχρονη χορήγηση με αναστολείς της προσταγλανδινικής συνθετάσης, π.χ. ιβουπροφένη
και ινδομεθακίνη, μπορεί να ελαττώσει την υποτασική δράση του Inderal.
- Σύγχρονη χορήγηση Inderal και χλωροπρομαζίνης, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των
επιπέδων στο πλάσμα και των δύο φαρμάκων. Aυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη
αντιψυχωσική δράση για την χλωροπρομαζίνη και αυξημένη αντιυπερτασική δράση για το
Inderal.
- Προσοχή πρέπει να δίνεται κατά την συγχορήγηση αναισθητικών παραγόντων και Inderal.
O αναισθησιολόγος θα πρέπει να ενημερώνεται και να επιλέγεται αναισθητικός παράγοντας
με όσο το δυνατόν μικρότερη αρνητική ινότροπο δράση. Xρήση β-αναστολέων μαζί με
αναισθητικούς παράγοντες, μπορεί να οδηγήσει σε εξασθένηση της αντανακλαστικής
ταχυκαρδίας και αύξηση του κινδύνου υπότασης. Aναισθητικοί παράγοντες που προκαλούν
καταστολή του μυοκαρδίου, καλύτερα να αποφεύγονται.
- Φαρμακοκινητικές μελέτες έδειξαν ότι οι ακόλουθες ουσίες μπορεί να αλληλεπιδράσουν με
την προπρανολόλη, λόγω επίδρασης στα ενζυμικά συστήματα του ήπατος που μεταβολίζουν
την προπρανολόλη και αυτές τις ουσίες: κινιδίνη, προπαφαινόνη, ριφαμπικίνη, θεοφυλλίνη,
βαρφαρίνη, θειοριδαζίνη και αποκλειστές διαύλων ασβεστίου της ομάδας των
διυδροπυριδινών όπως νιφεδιπίνη, νισολδιπίνη, νικαρδιπίνη, ισραδιπίνη και λασιδιπίνη. Mε
βάση το γεγονός ότι οι συγκεντρώσεις στο αίμα εκάστης ουσίας μπορεί να επηρεαστούν,
μπορεί να απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας ανάλογα με την κρίση του ιατρού (βλέπε