Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της αγωγής με
αμιωδαρόνη ή για μερικούς μήνες μετά τη διακοπή της. Τα ακόλουθα
συμπτώματα, συνήθως ήπια, μπορεί να σημαίνουν την ύπαρξη
υπερθυρεοειδισμού: απώλεια βάρους, εμφάνιση αρρυθμίας, στηθάγχη,
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια θα πρέπει να επιστήσουν την προσοχή του
γιατρού. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται από μία ξεκάθαρη μείωση των επιπέδων
της υπερευαίσθητης TSH (usTSH) στον ορό, και στην περίπτωση αυτή η
αμιωδαρόνη θα πρέπει να διακόπτεται. Η επαναφορά στο φυσιολογικό συνήθως
γίνεται μέσα σε λίγους μήνες από τη διακοπή της αγωγής, με την κλινική
ανάρρωση να προηγείται της ομαλοποίησης των δοκιμασιών ελέγχου της
λειτουργίας του θυρεοειδούς. Σοβαρά περιστατικά, με κλινική εμφάνιση
θυρεοτοξίκωσης, μερικές φορές θανατηφόρα, χρειάζονται επείγουσα
θεραπευτική αντιμετώπιση. Η αγωγή θα πρέπει να προσαρμόζεται σε κάθε
περίπτωση ατομικά: αντι-θυρεοειδικά φάρμακα (που μπορεί να μην είναι πάντα
αποτελεσματικά), αγωγή με κορτικοστεροειδή, β-αναστολείς.
Υποθυρεοειδισμός:
Τα ακόλουθα συμπτώματα, συνήθως ήπια, μπορεί να σημαίνουν την ανάπτυξη
υποθυρεοειδισμού: αύξηση βάρους, μη ανοχή στο ψύχος, μειωμένη
δραστηριότητα, υπερβολική βραδυκαρδία. Η διάγνωση ενισχύεται από την
καθαρή αύξηση στον ορό των επιπέδων της υπερευαίσθητης usTSH. Ο
ευθυροειδισμός συνήθως επιτυγχάνεται εντός 1 έως 3 μηνών μετά τη διακοπή
της θεραπείας. Σε καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή, η θεραπεία με
αμιωδαρόνη μπορεί να συνεχιστεί σε συνδυασμό με L-Thyroxine, η δόση της
οποίας προσαρμόζεται ανάλογα με τα επίπεδα TSH.
Πνευμονικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.8)
Η εμφάνιση δύσπνοιας ή μη-παραγωγικού βήχα μπορεί να συσχετισθεί με
πνευμονική τοξικότητα όπως η διάμεση πνευμονίτιδα. Σε ασθενείς οι οποίοι
παρουσιάζουν δύσπνοια (σε προσπάθεια), θα πρέπει να γίνεται ακτινογραφία
θώρακος είτε μεμονωμενα είτε συσχετιζόμενη με τη γενική επιδείνωση της
κατάστασης υγείας τους (κόπωση, απώλεια βάρους, πυρετός). Η αγωγή με
αμιωδαρόνη θα πρέπει να επαναξιολογείται διότι η διάμεση πνευμονίτιδα είναι
γενικά αναστρέψιμη με την έγκαιρη διακοπή της αμιωδαρόνης (τα κλινικά
συμπτώματα συνήθως υποχωρούν εντός 3-4 εβδομάδων, ακολουθούμενα από
μία βραδεία βελτίωση της ακτινολογικής εικόνας και της πνευμονικής
λειτουργίας εντός μερικών μηνών) και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αγωγή με
κορτικοστεροειδή.
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά σοβαρών αναπνευστικών
επιπλοκών, μερικές φορές θανατηφόρα, που παρατηρούνται συνήθως την
περιόδο αμέσως μετά την επέμβαση (σύνδρομο οξείας αναπνευστικής
ανεπάρκειας ενηλίκων), όπου πιθανόν να ενέχεται η αλληλεπίδραση με υψηλές
συγκεντρώσεις οξυγόνου (βλ. παραγράφους 4.5 και 4.8).
Ηπατικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.8)
Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των εξετάσεων ηπατικής λειτουργίας
(τρανσαμινάσες) αμέσως με την έναρξη της αμιωδαρόνης και τακτικά κατά τη
διάρκεια της θεραπείας.
Οξείες ηπατικές διαταραχές (συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής
ηπατοκυτταρικής δυσλειτουργίας ή ηπατικής ανεπάρκειας, μερικές φορές με
θανατηφόρο έκβαση) και χρόνια ηπατική διαταραχή, μπορεί να εμφανιστούν. Γι’
αυτό η δόση της αμιωδαρονης θα πρέπει να μεωθεί ή να διακοπεί η θεραπεία εάν
η αύξηση των τρανσαμινασών ξεπεράσει κατά τρείς φορές το φυσιολογικό
εύρος.
Οι κλινικές και βιολογικές ενδείξεις χρόνιας ηπατικής διαταραχής οφειλόμενης
στην από του στόματος χορηγούμενη αμιωδαρόνη μπορεί να είναι ελάχιστες