• το νιφλουμικό οξύ μπορεί να μειώσει τη φυσική άμυνα του οργανισμού κατά των λοιμώξεων
• το νιφλουμικό οξύ μπορεί να καλύψει τα συνήθη σημεία και συμπτώματα μιας λοίμωξης.
− Σε ορισμένους ασθενείς, η εμφάνιση κρίσεων άσθματος μπορεί να συνδέεται με αλλεργική
αντίδραση στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή σε μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Το φάρμακο
αυτό αντενδείκνυται στις περιπτώσεις αυτές.
− Κατά την έναρξη της αγωγής, ο όγκος των ούρων και η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθούνται στενά σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια, ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά, σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε σημαντική
χειρουργική επέμβαση που οδήγησε σε αυξημένη υποογκαιμία, και ιδιαίτερα, σε ηλικιωμένους
ασθενείς.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Όταν το νιφλουμικό οξύ χορηγείται ταυτόχρονα με τα ακόλουθα φάρμακα, απαιτείται στενή κλινική
και εργαστηριακή παρακολούθηση των ασθενών.
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται:
− Από του στόματος θρομβολυτικά, παρεντερικώς χορηγούμενη ηπαρίνη: υπάρχει αυξημένος
κίνδυνος αιμορραγίας εξαιτίας της αναστολής της λειτουργίας των αιμοπεταλίων και βλάβης του
γαστρο-δωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου, από τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Εάν ο
συνδυασμός αυτός των φαρμάκων δεν μπορεί να αποφευχθεί, απαιτείται στενή κλινική και
εργαστηριακή παρακολούθηση.
− Άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των σαλικυλικών σε
μεγάλες δόσεις: υπάρχει αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής εξελκώσεως λόγω της προσθετικής
συνέργειας.
− Λίθιο (κίνδυνος που αναφέρεται σε αρκετά μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα): τα επίπεδα
λιθίου στο αίμα αυξάνονται και μπορεί να φθάσουν σε τοξικές συγκεντρώσεις, λόγω της
μειωμένης νεφρικής απέκκρισης του λιθίου. Εάν ο συνδυασμός δεν μπορεί να αποφευχθεί, θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα λιθίου στο αίμα, και η δοσολογία του λιθίου
πρέπει να προσαρμόζεται κατά τη διάρκεια της αγωγής με το συνδυασμό των δύο φαρμάκων και
μετά από τη διακοπή του μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου.
− Μεθοτρεξάτη, σε υψηλές δόσεις (15 mg/εβδομάδα ή περισσότερο): παρατηρείται αύξηση της
αιματολογικής τοξικότητας της μεθοτρεξάτης λόγω της μείωσης της νεφρικής κάθαρσης.
− Τικλοπιδίνη: υπάρχει αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής εξέλκωσης και αιμορραγίας λόγω της
προσθετικής συνέργειας. Εάν ο συνδυασμός αυτός του φαρμάκου δεν μπορεί να αποφευχθεί,
απαιτείται στενή κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένης της
παρακολούθησης του χρόνου ροής.
Συνδυασμοί που απαιτούν προφυλάξεις κατά τη χρήση:
− Διουρητικά: υπάρχει κίνδυνος οξείας νεφρικής ανεπάρκειας σε αφυδατωμένους ασθενείς, λόγω
της μείωσης της σπειραματικής διήθησης, η οποία είναι επακόλουθο της μειωμένης σύνθεσης
νεφρικών προσταγλανδινών. Κατά την αρχή της αγωγής, οι ασθενείς θα πρέπει να ενυδατώνονται
και η νεφρική λειτουργία να παρακολουθείται.
− Μεθοτρεξάτη σε χαμηλές δόσεις (κάτω των 15 mg/εβδομάδα): παρατηρείται αύξηση της
αιματολογικής τοξικότητας της μεθοτρεξάτης λόγω της μείωσης της νεφρικής κάθαρσης, που
προκαλείται από τους περισσότερους αντιφλεγμονώδεις παράγοντες.
Το αιμοδιάγραμμα θα πρέπει να παρακολουθείται κάθε εβδομάδα για τις μερικές πρώτες
εβδομάδες της συνδυασμένης θεραπείας.
Απαιτείται περισσότερο στενή παρακολούθηση εάν υπάρχει έστω και ελαφρά επιβάρυνση της
νεφρικής λειτουργίας και σε ηλικιωμένους ασθενείς.
− Πεντοξιφυλλίνη: υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας. Απαιτούνται στενότερη κλινική
παρακολούθηση και συχνότεροι έλεγχοι του χρόνου ροής.
− Ζιδοβουδίνη: υπάρχει κίνδυνος αυξημένης τοξικότητας στην ερυθροειδή σειρά λόγω μιας δράσης
στα δικτυοερυθροκύτταρα, με σοβαρή αναιμία η οποία εμφανίζεται 8 ημέρες μετά από την
έναρξη του μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου. 8-15 ημέρες ύστερα από την έναρξη
της αγωγής με μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο πρέπει να ελέγχονται το αιμοδιάγραμμα,
3