ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
Το Leponex µπορεί να προκαλέσει ακοκκιοκυττάρωση. Η χρήση του
πρέπει να περιορίζεται:
στους ασθενείς µε σχιζοφρένεια, οι οποίοι δεν
ανταποκρίνονται ή δεν ανέχονται τη θεραπεία µε
αντιψυχωσικά φάρµακα, ή στους ασθενείς µε ψύχωση σε νόσο
του Parkinson όταν έχουν αποτύχει οι άλλες θεραπευτικές
αγωγές (βλ. παράγραφο 4.1).
στους ασθενείς που αρχικά έχουν φυσιολογικά λευκοκύτταρα
(λευκά αιµοσφαίρια 3500/mm3 (3,5x10
9
/L), και απόλυτο
αριθµό ουδετεροφίλων 2000/mm
3
(2,0x10
9
/L) και
στους ασθενείς στους οποίους είναι δυνατόν να
πραγµατοποιηθούν τακτικές µετρήσεις των λευκών
αιµοσφαιρίων (WBC) και µετρήσεις του απόλυτου αριθµού
ουδετεροφίλων (ANC) σύµφωνα µε τα παρακάτω: κάθε
εβδοµάδα για τις πρώτες 18 εβδοµάδες της θεραπείας, και
τουλάχιστον κάθε τέσσερις εβδοµάδες στη συνέχεια καθ’ όλη
τη διάρκεια της θεραπείας. Ο έλεγχος πρέπει να συνεχίζεται
καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 εβδοµάδες µετά
την οριστική διακοπή του Leponex (βλ. παράγραφο 4.4).
Οι ιατροί που το συνταγογραφούν πρέπει να συµµορφωθούν
πλήρως µε τα απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας. Στον ασθενή που
λαµβάνει Leponex πρέπει να υπενθυµίζεται, σε κάθε επίσκεψη, να
έρθει σε επαφή µε το θεράποντα ιατρό αµέσως µόλις αρχίσει να
εµφανίζεται κάποια λοίµωξη. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να
δίνεται σε παθήσεις µε συµπτώµατα που oµοιάζουν µε γρίπη όπως
πυρετός ή πονόλαιµος και σε άλλα σηµεία λοίµωξης, που µπορεί
να είναι ενδεικτικά ουδετεροπενίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Το Leponex πρέπει να χορηγείται κάτω από αυστηρή ιατρική
παρακολούθηση σύµφωνα µε τις επίσηµες συστάσεις (βλ.
παράγραφο 4.4).
Μυοκαρδίτιδα
Η κλοζαπίνη σχετίζεται µε αυξηµένο κίνδυνο µυοκαρδίτιδας η
οποία, σε σπάνιες περιπτώσεις, ήταν θανατηφόρος. Ο αυξηµένος
κίνδυνος µυοκαρδίτιδας είναι µεγαλύτερος τους πρώτους δύο
µήνες της θεραπείας. Θανατηφόρες περιπτώσεις
καρδιοµυοπάθειας έχουν επίσης αναφερθεί σπάνια (βλ.
παράγραφο 4.4).
Σε ασθενείς που παρουσιάζουν επίµονη ταχυκαρδία στην ηρεµία,
ειδικά τους 2 πρώτους µήνες της θεραπείας και/ή, αίσθηµα
προκάρδιων παλµών, αρρυθµίες, θωρακικό άλγος και άλλα σηµεία
και συµπτώµατα καρδιακής ανεπάρκειας (π.χ. ανεξήγητη
κόπωση, δύσπνοια, ταχύπνοια ) ή συµπτώµατα οµοιάζοντα του
εµφράγµατος του µυοκαρδίου θα πρέπει να γεννάται υποψία
µυοκαρδίτιδας ή καρδιοµυοπάθειας (βλ. παράγραφο 4.4).
Αν υπάρχει υποψία µυοκαρδίτιδας ή καρδιοµυοπάθειας, η
2
θεραπεία µε Leponex πρέπει να σταµατήσει αµέσως και ο ασθενής
να παραπεµφθεί άµεσα σε καρδιολόγο (βλ. παράγραφο 4.4).
Οι ασθενείς που παρουσίασαν µυοκαρδίτιδα ή καρδιοµυοπάθεια
από κλοζαπίνη δεν πρέπει να ξαναλάβουν κλοζαπίνη (βλ.
παράγραφο 4.3 και 4.4).
3
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Leponex 25 mg δισκία
Leponex 100 mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 25 mg, ή 100 mg κλοζαπίνης.
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις: περιέχει επίσης μονοϋδρική λακτόζη
48,0 mg ανά δισκίο 25 mg και
192,0 mg ανά δισκίο 100 mg
, . 6.1.Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ παράγραφο
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκία 25 mg:
Κίτρινο, κυκλικό επίπεδο με λοξοτμημένες άκρες δισκίο, με κωδικό “L/O και
χαραγή υπό μορφή γωνίας στη μία πλευρά και την λέξη SANDOZ γραμμένη
περιφερικά στην άλλη .
Δισκία 100 mg
Κίτρινο, κυκλικό επίπεδο με λοξοτμημένες άκρες δισκίο, με κωδικό “Z/A και
χαραγή υπό μορφή γωνίας στη μία πλευρά και την λέξη SANDOZ γραμμένη σε
ευθεία στην άλλη.
μ μ . Το δισκίο πορεί να διαχωριστεί σε δύο ίσα έρη
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ανθεκτική στη θεραπεία σχιζοφρένεια
Το Leponex ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών µε ανθεκτική σχιζοφρένεια και
σε σχιζοφρενικούς ασθενείς οι οποίοι έχουν σοβαρές, µη αντιµετωπίσηµες
νευρολογικές ανεπιθύµητες αντιδράσεις σε άλλα αντιψυχωσικά,
συµπεριλαµβανοµένων των άτυπων αντιψυχωσικών.
Ως αντοχή στη θεραπεία ορίζεται η απουσία ικανοποιητικής κλινικής βελτίωσης
παρά τη χορήγηση επαρκών δόσεων τουλάχιστον δύο διαφορετικών
αντιψυχωσικών, συµπεριλαµβανοµένου ενός άτυπου αντιψυχωσικού, τα οποία
συνταγογραφούνται για επαρκές χρονικό διάστηµα.
Ψύχωση κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου του Parkinson
Το Leponex ενδείκνυται επίσης στις ψυχωσικές διαταραχές που παρουσιάζονται
κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου του Parkinson, στις περιπτώσεις που η
κλασική θεραπεία έχει αποτύχει.
4.2 Δ οσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση πρέπει να εξατοµικεύεται. Για κάθε ασθενή πρέπει να χρησιµοποιείται η
χαµηλότερη αποτελεσµατική δόση.
Χρειάζεται προσεκτική τιτλοποίηση και σχήμα διηρημένων δόσεων ώστε να
4
ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος υπότασης, σπασμών και καταστολής.
Η έναρξη της θεραπείας µε Leponex πρέπει να περιοριστεί στους ασθενείς µε
αριθµό λευκών αιµοσφαιρίων 3500/mm
3
(3.5x10
9
/L) και απόλυτο αριθµό
ουδετερόφιλων 2000/mm
3
(2.0x10
9
/L) εντός των τυποποιηµένων φυσιολογικών
ορίων.
Προσαρµογή της δόσης ενδείκνυται σε ασθενείς οι οποίοι λαµβάνουν επίσης
φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία εµφανίζουν φαρµακοδυναµικές και
φαρµακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με το Leponex, όπως οι βενζοδιαζεπίνες ή οι
εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (βλέπε παράγραφο 4.5).
Μετάβαση από προηγούμενη αντιψυχωσική θεραπεία σε
Leponex
Γενικά συνιστάται να μην χορηγείται το Leponex σε συνδυασμό με άλλα
αντιψυχωσικά. Όταν η θεραπεία με Leponex πρόκειται να ξεκινήσει σε ασθενή που
λαμβάνει αντιψυχωσική θεραπεία από του στόματος, συνιστάται να διακόπτεται
πρώτα το άλλο αντιψυχωσικό με σταδιακή μείωση της δόσης του.
Συνιστώνται τα παρακάτω δοσολογικά σχήµατα :
Σχιζοφρενείς ασθενείς ανθεκτικοί στη θεραπεία
Θεραπεία έναρξης
12.5 mg µία ή δύο φορές την ηµέρα την πρώτη ημέρα, στη συνέχεια ένα ή δύο
δισκία των 25 mg τη δεύτερη µέρα. Αν είναι καλά ανεκτό, η ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί στη συνέχεια αργά µε σταδιακές αυξήσεις κατά 25 έως 50 mg
ώστε να επιτευχθεί ένα δοσολογικό επίπεδο έως 300mg/ημέρα σε διάστημα 2 ή 3
εβδομάδων. Στη συνέχεια, αν απαιτείται, η ημερήσια δόση μπορεί να αυξηθεί
περαιτέρω µε σταδιακές αυξήσεις από 50 έως 100 mg σε διαστήµατα µισής ή,
κατά προτίµηση, µίας εβδοµάδας.
Εύρος της θεραπευτικής δόσης
Στους περισσότερους ασθενείς η αντιψυχωσική αποτελεσµατικότητα µπορεί να
αναμένεται με 200 έως 450 mg την ηµέρα χορηγούµενα σε διαιρεµένες δόσεις. Η
συνολική ημερήσια δόση μπορεί να κατανέµεται ανοµοιόµορφα, µε τη
µεγαλύτερη δόση πριν την κατάκλιση.
Μέγιστη δόση
Για να αποκτήσουν το πλήρες θεραπευτικό όφελος, ορισµένοι ασθενείς µπορεί να
απαιτήσουν µεγαλύτερες δόσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι επιτρεπτές
λογικές αυξήσεις (που δεν υπερβαίνουν τα 100 mg) µέχρι τα 900 mgµέρα.
Ωστόσο, πρέπει πάντα να λαµβάνεται υπόψη η πιθανότητα αυξηµένων
ανεπιθύµητων ενεργειών (ιδιαίτερα σπασµών) που συµβαίνει µε δόσεις
µεγαλύτερες των 450 mg/ηµέρα.
Δόση συντήρησης
Αφού επιτευχθεί το µέγιστο θεραπευτικό όφελος, πολλοί ασθενείς µπορούν να
συντηρηθούν αποτελεσµατικά µε χαµηλότερες δόσεις. Συνιστάται εποµένως
προσεκτική τιτλοποίηση προς τα κάτω. Η θεραπεία πρέπει να διατηρείται
τουλάχιστον για 6 µήνες. Αν η ημερήσια δόση δεν ξεπερνά τα 200mg, µια µόνο
ηµερήσια δόση το βράδυ µπορεί να ενδείκνυται.
Τερματισμός της θεραπείας
Σε περίπτωση σχεδιαζόµενου τερματισμού της θεραπείας µε Leponex συνιστάται
βαθµιαία ελάττωση της δόσεως για περίοδο 1-2 εβδοµάδων. Αν απαιτείται
απότοµη διακοπή ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται στενά για την
5
εμφάνιση αντιδράσεων σχετιζόμενων με τη διακοπή (βλ. παράγραφο 4.4.)
Επανέναρξη της θεραπείας
Στους ασθενείς στους οποίους το διάστηµα µετά την τελευταία δόση του Leponex
ξεπερνά τις 2 ηµέρες, η θεραπεία θα πρέπει να ξαναρχίσει µε 12.5mg (µισό δισκίο
των 25 mg) χορηγούµενη µία ή δύο φορές την πρώτη ηµέρα. Αν αυτή η δόση είναι
καλά ανεκτή, είναι εφικτό να τιτλοποιηθεί η δόση στα θεραπευτικά επίπεδα πιο
γρήγορα από ότι συνιστάται για την αρχική θεραπεία. Ωστόσο, σε κάθε ασθενή
που έχει εµφανίσει προηγουµένως αναπνευστική ή καρδιακή καταστολή με την
αρχική δόση (βλ.παράγραφο 4.4), αλλά στη συνέχεια µπόρεσε να τιτλοποιηθεί σε
θεραπευτική δόση, η νέα τιτλοποίηση θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική
προσοχή.
Ψυχωσικές διαταραχές που εμφανίζονται κατά την πορεία της νόσου του
Parkinson, σε περιπτώσεις που η κλασική θεραπεία έχει αποτύχει
Θεραπεία έναρξης
Η αρχική δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12,5mgµέρα (µισό δισκία των
25mg), χορηγούμενη το βράδυ. Στη συνέχεια, αύξηση της δόσης πρέπει να
γίνεται ανά 12,5mg, µε µέγιστο δύο αυξήσεις την εβδοµάδα µέχρι ένα µέγιστο
των 50mg, δόση η οποία δεν µπορεί να επιτευχθεί πριν από το τέλος της δεύτερης
εβδομάδας. Η συνολική ημερήσια δόση είναι προτιμότερο να χορηγείται σε μία
μόνο δόση το βράδυ.
Εύρος της θεραπευτικής δόσης
Η µέση αποτελεσµατική δόση είναι συνήθως µεταξύ των 25 και 37.5 mg/ηµέρα.
Σε περίπτωση που η θεραπεία µε δόση 50 mg για µία εβδοµάδα τουλάχιστον
αποτύχει να προκαλέσει μία ικανοποιητική θεραπευτική απάντηση, η δόση
µπορεί να αυξηθεί προσεκτικά ανά 12.5 mg/εβδομάδα.
Μέγιστη δόση
Η δόση των 50 mg/ηµέρα πρέπει να υπερβαίνεται µόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις και η μέγιστη δόση των 100 mg/ηµέρα δεν πρέπει να υπερβαίνεται
ποτέ.
Η αύξηση της δόσης πρέπει να περιορίζεται ή να αναβάλλεται αν εµφανιστεί
ορθοστατική υπόταση, υπερβολική καταστολή ή σύγχυση. Η αρτηριακή πίεση
πρέπει να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδοµάδων της
θεραπείας.
Δόση συντήρησης
Όταν υπάρχει ολοκληρωτική ύφεση των ψυχωσικών συµπτωµάτων τουλάχιστον
για 2 εβδοµάδες, είναι δυνατή η αύξηση των αντιπαρκινσονικών φαρµάκων αν
ενδείκνυται από την κινητική κατάσταση. Αν αυτή η προσέγγιση προκαλέσει
επανεµφάνιση των ψυχωσικών συµπτωµάτων, η δόση του Leponex µπορεί να
αυξηθεί ανά 12,5mgβδοµάδα µε µέγιστη δόση τα 100mg/ηµέρα, χορηγούµενα σε
µία ή δύο διαιρεµένες δόσεις (βλ . παραπάνω ).
Τερµατισµός της θεραπείας
Συνιστάται σταδιακή µείωση της δοσολογίας ανά 12,5mg για µια περίοδο
τουλάχιστον µίας εβδοµάδας (κατά προτίµηση δύο).
Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται αµέσως σε περίπτωση ουδετεροπενίας ή
ακοκκιοκυττάρωσης (βλ. παράγραφο 4.4). Σε αυτή την περίπτωση είναι
απαραίτητη η προσεκτική ψυχιατρική παρακολούθηση του ασθενούς επειδή τα
συµπτώµατα µπορούν να εµφανιστούν γρήγορα.
6
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική δυσλειτουργία
Οι ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία πρέπει να λαμβάνουν το Leponex με
προσοχή και με τακτική παρακολούθηση των δοκιμασιών της ηπατικής
λειτουργίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν έχουν διεξαχθεί παιδιατρικές μελέτες. Η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητα του Leponex σε παιδιά και εφήβους ηλικίας κάτω των
16 ετών δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί. Δεν πρέπει να χορηγείται σε αυτή την
οµάδα ασθενών έως ότου γίνουν διαθέσιμα περισσότερα στοιχεία.
Ασθενείς ηλικίας 60 ετών και άνω
Η έναρξη της θεραπείας συνιστάται να γίνεται σε ιδιαίτερα χαµηλές δόσεις
(12,5 mg μία φορά την ημέρα κατά την πρώτη ηµέρα) και στη συνέχεια
περιορισμένη αύξηση της δόσης μέχρι τα 25 mg/ημέρα.
Τρόπος χορήγησης
Το Leponex χορηγείται από του στόματος.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία και σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ασθενείς που δεν είναι δυνατόν να υποβάλλονται σε τακτικό
αιµατολογικό έλεγχο.
Ιστορικό τοξικής ή ιδιοσυγκρασικής ουδετεροπενίας/ακοκκιοκυττάρωσης
(µε την εξαίρεσηουδετεροπενίας/ακοκκικοκυττάρωσης από προηγούµενη
χηµειοθεραπεία).
Ιστορικό ακοκκιοκυττάρωσης που προκλήθηκε από Leponex.
Η θεραπεία µε Leponex δεν πρέπει να ξεκινά ταυτόχρονα µε φάρμακα που
είναι γνωστό ότι δύνανται να προκαλέσουν ακοκκιοκυττάρωση. Η
ταυτόχρονη χορήγηση αντιψυχωσικών depot πρέπει να αποθαρρύνεται.
Διαταραγµένη λειτουργία του µυελού των οστών.
µ .Μη ελεγχό ενη επιληψία
Αλκοολική και άλλες τοξικές ψυχώσεις, φαρµακευτική δηλητηρίαση,
κωµατώδεις καταστάσεις.
Κυκλοφοριακή καταπληξία και καταστολή του ΚΝΣ κάθε αιτιολογίας.
Σοβαρές νεφρικές ή καρδιακές διαταραχές (π.χ. µυοκαρδίτιδα).
Ενεργός ηπατική νόσος που συνοδεύεται µε ναυτία, ανορεξία ή ίκτερο.
, .Προοδευτική ηπατική νόσος ηπατική ανεπάρκεια
.Παραλυτικός ειλεός
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ακοκκιοκυττάρωση
Το Leponex µπορεί να προκαλέσει ακοκκιοκυττάρωση. Η συχνότητα της
ακοκκιοκυττάρωσης και το ποσοστό της θανατηφόρου κατάληξης σε αυτούς
που αναπτύσσουν ακοκκιοκυττάρωση έχει μειωθεί αισθητά µετά την
καθιέρωση της παρακολούθησης των λευκών αιμοσφαιρίων (WBC) και των
µετρήσεων του απόλυτου αριθµού ουδετεροφίλων (ANC). Τα παρακάτω
προληπτικά μέτρα είναι εποµένως υποχρεωτικά και θα πρέπει να
7
λαµβάνονται σύμφωνα µε τις επίσηµες συστάσεις.
Εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται µε το Leponex, η χρήση του
περιορίζεται στους ασθενείς στους οποίους η θεραπεία ενδείκνυται όπως
παρατίθεται στην παράγραφο 4.1 και:
έχουν αρχικά φυσιολογικά ευρήµατα στις µετρήσεις των λευκοκυττάρων
WBC 3.500/mm
3
(3.5x 10
9
/L) και ANC 2000 mm
3
(2.0x 10
9
/L) και
µπορούν να πραγµατοποιηθούν τακτικοί έλεγχοι των WBC και ANC, κάθε
εβδομάδα για τις πρώτες 18 εβδοµάδες και σε διαστήµατα τουλάχιστον 4
εβδοµάδων στη συνέχεια. Η παρακολούθηση πρέπει να συνεχίζεται σε
όλη τη διάρκεια της θεραπείας και για 4 εβδομάδες µετά την πλήρη
διακοπή του Leponex.
Πριν την έναρξη της θεραπείας µε κλοζαπίνη οι ασθενείς πρέπει να
υποβληθούν σε εξετάσεις αίµατος και ιστορικού (βλ. “ακοκκιοκυττάρωση”)
και φυσική εξέταση. Οι ασθενείς µε ιστορικό καρδιακής νόσου ή ύπαρξη
παθολογικών καρδιακών ευρηµάτων κατά τη φυσική εξέταση θα πρέπει να
παραπέµπονται σε κάποιον ειδικό για άλλες εξετάσεις οι οποίες µπορεί να
περιλαµβάνουν ένα ΗΚΓ και ο ασθενής θα λαµβάνει θεραπεία µόνο εάν τα
αναµενόµενα οφέλη υπερτερούν καθαρά των κινδύνων (βλ. παράγραφο 4.3).
Ο θεράπων ιατρός πρέπει να εξετάζει την διενέργεια ενός ΗΚΓ πριν την
θεραπεία .
Οι γιατροί που συνταγογραφούν πρέπει να συµµορφώνονται πλήρως µε τα
απαιτούµενα µέτρα ασφαλείας.
Πριν την έναρξη της θεραπείας, οι γιατροί πρέπει να εξασφαλίσουν, όσο
καλύτερα µπορούν, ότι οι ασθενείς δεν έχουν εµφανίσει προηγουµένως µία
ανεπιθύµητη αιµατολογική αντίδραση στην κλοζαπίνη, εξ’ αιτίας της
οποίας απαιτήθηκε η διακοπή της. Η συνταγή δεν πρέπει να εκδίδεται για
περίοδο µεγαλύτερη από το διάστηµα ανάµεσα σε δύο αιµατολογικούς
ελέγχους.
Άµεση διακοπή του Leponex είναι υποχρεωτική εάν είτε τα λευκά
αιµοσφαίρια WBC είναι λιγότερα από 3000/mm
3
(3,0x10
9
/L) είτε ο ANC είναι
µικρότερος από 1500/mm
3
(1,5x10
9
/L) οποιαδήποτε στιγµή κατά τη διάρκεια
της θεραπείας µε Leponex. Οι ασθενείς στου οποίους το Leponex διακόπηκε
εξαιτίας σηµαντικής µείωσης είτε στα WBC είτε στον ANC δεν πρέπει να
ξαναλάβουν Leponex.
Σε κάθε επίσκεψη, στους ασθενείς που λαµβάνουν Leponex πρέπει να
υπενθυµίζεται να επικοινωνούν µε το θεράποντα γιατρό αµέσως µόλις
αρχίσει να αναπτύσσεται κάποιο είδος λοίµωξης. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει
να δοθεί σε συµπτώµατα που οµοιάζουν µε γρίπη όπως πυρετός ή
πονόλαιµος και σε άλλες ενδείξεις λοίµωξης, οι οποίες µπορεί να είναι
ενδεικτικές ουδετεροπενίας. Οι ασθενείς και τα άτοµα που τους φροντίζουν
πρέπει να είναι πληροφορηµένοι ότι αν εµφανιστούν οποιοδήποτε από αυτά
τα συμπτώματα, πρέπει να γίνει αμέσως γενική αίματος. Στους γιατρούς
που το συνταγογραφούν συνιστάται να κρατούν αρχείο µε τα αποτελέσµατα
εξετάσεων όλων των ασθενών και να λαµβάνουν όλα τα απαραίτητα µέτρα
για να προλάβουν την τυχαία επανέκθεση αυτών των ασθενών στο μέλλον.
Οι ασθενείς με ιστορικό πρωτοπαθών διαταραχών του μυελού των οστών
μπορούν να λάβουν θεραπεία µόνο αν το όφελος υπερβαίνει τον κίνδυνο.
Πρέπει να εκτιµούνται προσεκτικά από αιµατολόγο πριν την έναρξη του
Leponex.
Στους ασθενείς που έχουν χαµηλά λευκά αιµοσφαίρια εξαιτίας καλοήθους
8
ουδετεροπενίας πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και µπορούν να
ξεκινήσουν Leponex µε τη σύμφωνη γνώμη ενός αιµατολόγου.
Έλεγχος του αριθµού των λευκών αιµοσφαιρίων ( WBC ) και του απόλυτου
αριθμού των ουδετεροφίλων ( ANC )
10 ηµέρες πριν την έναρξη θεραπείας µε Leponex πρέπει να
πραγματοποιούνται μετρήσεις των λευκών αιµοσφαιρίων και έλεγχος του
λευκοκυτταρικού τύπου, για να εξασφαλιστεί ότι μόνο οι ασθενείς µε
φυσιολογικά WBC και ANC (WBC3500/mm
3
(3.5x10
9
/L) και ANC 2000/mm
3
(2.0x10
9
/L) θα λάβουν το φάρμακο. Μετά την έναρξη της θεραπείας με
Leponex πρέπει να γίνεται τακτικός έλεγχος των λευκών αιμοσφαιρίων και
του ANC και να παρακολουθούνται κάθε εβδοµάδα για τις πρώτες 18
εβδοµάδες και στη συνέχεια σε διαστήματα τεσσάρων εβδομάδων
τουλάχιστον.
Η παρακολούθηση πρέπει να συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας
και για 4 εβδομάδες μετά την πλήρη διακοπή του Leponex ή µέχρι να
επανέλθουν οι αιµατολογικές παράμετροι στο φυσιολογικόλ. παρακάτω
Χαμηλά WBC/ANC). Σε κάθε επίσκεψη, πρέπει να υπενθυμίζεται στον
ασθενή να επικοινωνεί αμέσως με το θεράποντα ιατρό του αν εμφανίσει
κάποια μορφή λοίμωξης, πυρετό, πονόλαιμο και άλλα συµπτώµατα που
οµοιάζουν µε γρίπη. Πρέπει να πραγματοποιούνται αµέσως µετρήσεις των
λευκών αιµοσφαιρίων και του λευκοκυτταρικού τύπου αν εμφανιστούν
συµπτώµατα ή σηµεία λοίµωξης.
Χαµηλά WBC / ANC
Αν κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε Leponex είτε τα λευκά αιµοσφαίρια
µειωθούν µεταξύ 3500/mm
3
(3.5x10
9
/L) και 3000/mm
3
(3.0x10
9
/L) είτε ο ANC
µειωθεί ανάµεσα στα 2000/mm
3
(2.0x10
9
/L) και 1500/mm
3
(1.5x10
3
/L), πρέπει
να πραγµατοποιείται αιµατολογικός έλεγχος τουλάχιστον δύο φορές την
εβδοµάδα µέχρι τα λευκά αιµοσφαίρια και ο ANC να σταθεροποιηθούν σε
τιµές µεταξύ 3000-3500/mm
3
(3.0-3.5x10
9
/L) και 1500-2000/mm
3
(1.5-2.0
x10
9
/L), αντίστοιχα, ή µεγαλύτερες.
Είναι υποχρεωτική η άµεση διακοπή του Leponex εάν είτε τα λευκά
αιµοσφαίρια είναι λιγότερα από 3000/mm
3
(3.0x10
9
/L) είτε ο ANC είναι
µικρότερος από 1500/mm
3
(1.5x10
9
/L) κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε
Leponex. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να πραγµατοποιούνται καθηµερινά
µετρήσεις των λευκών αιµοσφαιρίων και λευκοκυτταρικός τύπος και οι
ασθενείς να παρακολουθούνται προσεκτικά για συµπτώµατα οµοιάζοντα µε
γρίπη ή άλλα συµπτώµατα που υποδηλώνουν λοίµωξη. Συνιστάται η
επαλήθευση των αιµατολογικών τιµών µε την διενέργεια δύο
αιµατολογικών αναλύσεων σε δύο συνεχόµενες ηµέρες, ωστόσο το Leponex
πρέπει να διακοπεί µετά την πρώτη αιµατολογική ανάλυση.
Μετά τη διακοπή του Leponex απαιτείται αιµατολογική αξιολόγηση µέχρι να
επιτευχθεί η επάνοδος των αιµατολογικών παραµέτρων στο φυσιολογικό.
Πίνακας 1
Μετρήσεις
κυττάρων
αίματος
Απαιτούμενη ενέργεια
WBC/mm
3
(/L) ANC/mm
3
(/L)
3500 (3.5x10
9
) 2000 (2.0x10
9
) Συνέχιση θεραπείας με
Leponex.
Μεταξύ ≥3000
και <3500
Μεταξύ ≥1500 και
<2000 (≥1.5x10
9
Συνέχιση θεραπείας με
Leponex, ανάλυση αίματος δύο
9
(≥3.0x10
9
και
<3.5x10
9
)
και <2.0x10
9
) φορές την εβδομάδα μέχρι να
σταθεροποιηθούν ή να
αυξηθούν.
<3000
(<3.0x10
9
)
<1500 (<1.5x10
9
) Άμεση διακοπή της θεραπείας
με Leponex, ανάλυση αίματος
καθημερινά μέχρι να επιλυθεί
το αιματολογικό πρόβλημα,
παρακολούθηση για λοίμωξη.
Ο ασθενής να μην
επανεκτεθεί.
Αν το Leponex έχει διακοπεί και είτε συµβαίνει περαιτέρω µείωση
των WBC κάτω από τις 2000/mm
3
(2.0x10
9
) είτε µείωση του ANC
κάτω από 1000/mm
3
(1.0x10
9
), ο χειρισµός αυτής της κατάστασης θα
πρέπει να καθοδηγείται από έµπειρο αιµατολόγο.
Διακοπή της θεραπείας για αιµατολογικούς λόγους.
Οι ασθενείς που διέκοψαν το Leponex λόγω σηµαντικής µείωσης των WBC ή
του ANC (βλ. παραπάνω) δεν πρέπει να ξαναλάβουν Leponex.
Στους γιατρούς που το συνταγογραφούν συνιστάται να κρατούν αρχείο µε
όλα τα αποτελέσµατα των αιµατολογικών αναλύσεων των ασθενών και να
λαµβάνουν κάθε απαραίτητο µέτρο για να εµποδίσουν τον ασθενή να
ξαναλάβει τυχαία στο µέλλον Leponex.
Διακοπή της θεραπείας για άλλους λόγους
Στους ασθενείς που λάµβαναν Leponex για περισσότερες από 18 εβδοµάδες
και των οποίων η θεραπεία έχει διακοπεί για περισσότερο από 3 ηµέρες
αλλά λιγότερο από 4 εβδοµάδες πρέπει να παρακολουθούνται τα λευκά
αιµοσφαίρια και ο ANC κάθε εβδοµάδα για 6 επιπλέον εβδοµάδες. Αν δεν
συµβεί κάποια αιµατολογική διαταραχή, η παρακολούθηση µπορεί να
συνεχιστεί ανά διαστήματα που δεν ξεπερνούν τις 4 εβδοµάδες. Αν η
θεραπεία µε Leponex έχει διακοπεί για 4 εβδοµάδες ή περισσότερο,
χρειάζεται εβδοµαδιαία παρακολούθηση για τις επόµενες 18 εβδοµάδες
θεραπείας και η δόση να επανατιτλοποιηθεί (βλ. παράγραφο 4.2).
Άλλες προφυλάξεις
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει μονοϋδρική λακτόζη.
Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
ανεπάρκεια της λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση της γλυκόζης-γαλακτόζης,
δεν πρέπει να παίρνουν αυτό το φάρμακο.
Ηωσινοφιλία
Σε περίπτωση ηωσινοφιλίας, συνιστάται διακοπή του Leponex αν τα
ηωσινόφιλα αυξηθούν πάνω από τα 3000/mm
3
(3.0x10
9
/L). Η θεραπεία πρέπει
να ξαναρχίσει µόνο όταν ο αριθµός των ηωσινοφίλων µειωθεί κάτω από
1000/mm
3
(1.0x10
9
/L).
Θρομβοπενία
Σε περίπτωση θροµβοπενίας συνιστάται διακοπή της θεραπείας µε Leponex
αν ο αριθµός των αιµοπεταλίων µειωθεί κάτω από 50.000/mm
3
(50x10
9
/L).
Καρδιαγγειακές διαταραχές
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε Leponex µπορεί να παρατηρηθεί
ορθοστατική υπόταση, µε ή χωρίς συγκοπή. Σπάνια η καταπληξία µπορεί
10
να είναι ισχυρή και να συνοδευτεί από καρδιακή ή/και αναπνευστική
καταστολή. Τέτοια περιστατικά είναι πιο πιθανό να συµβούν µε ταυτόχρονη
χρήση βενζοδιαζεπινών ή άλλων ψυχοτρόπων παραγόντων (βλ. παράγραφο
4.5 ) και κατά τη διάρκεια της αρχικής τιτλοποίησης σε συνδυασµό, µε
γρήγορη κλιµάκωση της δόσεως, σε πολύ σπάνιες δε περιπτώσεις µπορούν
να συµβούν ακόµη και µετά την πρώτη δόση. Εποµένως, οι ασθενείς που
ξεκινούν θεραπεία µε το Leponex απαιτούν στενή ιατρική επιτήρηση. Είναι
απαραίτητος ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης σε όρθια και κατακεκλιµένη
θέση κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδοµάδων της θεραπείας σε ασθενείς
µε νόσο του Parkinson.
Ανάλυση βάσεων δεδοµένων που αφορούν στην ασφάλεια υποδεικνύει ότι η
χρήση του Leponex συνδέεται µε αυξηµένο κίνδυνο µυοκαρδίτιδος,
ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων µηνών της θεραπείας, χωρίς να
περιορίζεται µόνο σ’ αυτούς. Ορισµένες περιπτώσεις µυοκαρδίτιδος ήταν
θανατηφόρες. Έχουν επίσης αναφερθεί περικαρδίτιδα/περικαρδιακή
συλλογή υγρού και καρδιοµυοπάθεια σε συνδυασµό µε χρήση Leponex,
και αυτές οι αναφορές περικλείουν επίσης περιπτώσεις µε µοιραία
κατάληξη. Υποψία για ύπαρξη µυοκαρδίτιδος ή καρδιοµυοπάθειας πρέπει να
εξετάζεται σε ασθενείς που εµφανίζουν επίµονη ταχυκαρδία κατά την
ανάπαυση, ιδιαίτερα κατά τους δύο πρώτους µήνες της θεραπείας, και /ή
αίσθηµα προκάρδιων παλµών, αρρυθµίες, θωρακικό άλγος και άλλα σηµεία
και συµπτωµάτα ανεπάρκειας (π.χ. ανεξήγητη κόπωση, δύσπνοια,
ταχυκαρδία) ή συµπτώµατα οµοιάζοντα του εµφράγµατος του µυοκαρδίου.
Άλλα συµπτώµατα που µπορεί να παρουσιαστούν επιπρόσθετα των
προηγουµένων περικλείουν τα συµπτώµατα που οµοιάζουν µε τη γρίπη. Εάν
υπάρχει υποψία για µυοκαρδίτιδα ή καρδιοµυοπάθεια, η θεραπεία µε Leponex
πρέπει αµέσως να διακοπεί και ο ασθενής να παραπεµφθεί αµέσως σε
καρδιολόγο.
Οι ασθενείς µε µυοκαρδίτιδα ή καρδιοµυοπάθεια που προκλήθηκε από
κλοζαπίνη δεν πρέπει να επανεκτεθούν σε Leponex.
Έμφραγμα του μυοκαρδίου
Επιπλέον, μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, έχουν αναφερθεί
περιπτώσεις εμφράγματος του μυοκαρδίου με πιθανώς μοιραία έκβαση.
Η εκτίμηση της αιτιολογικής συσχέτισης ήταν δυσχερής στην πλειονότητα
αυτών των περιπτώσεων εξαιτίας σοβαρής προϋπάρχουσας καρδιακής
νόσου και σχετικών εναλλακτικών αιτίων.
Παράταση του διαστήματος QT
Όπως και με άλλα αντιψυχωσικά, συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με
γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ή οικογενειακό ιστορικό παράτασης του QT.
Όπως και με άλλα αντιψυχωσικά, χρειάζεται προσοχή όταν η κλοζαπίνη
συγχορηγείται με φάρμακα που είναι γνωστό ότι αυξάνουν το διάστημα QTc.
Αγγειακά εγκεφαλικά ανεπιθύμητα συμβάματα
Σε τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες με
ορισμένα άτυπα αντιψυχωσικά σε ασθενείς με άνοια παρατηρήθηκε περίπου
τριπλασιασμός του κινδύνου αγγειακών εγκεφαλικών ανεπιθυμήτων
συμβαμάτων. Ο μηχανισμός γι’ αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο είναι
άγνωστος. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί αυξημένος κίνδυνος και για άλλα
αντιψυχωσικά ή για άλλους πληθυσμούς ασθενών. Η κλοζαπίνη θα πρέπει
να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για
εγκεφαλικό επεισόδιο.
11
Κίνδυνος θρομβοεμβολής
Επειδή το Leponex πιθανόν να σχετίζεται µε θροµβοεµβολικά επεισόδια,
πρέπει να αποφεύγεται η ακινητοποίηση των ασθενών. Περιστατικά
φλεβικής θρομβοεμβολής (VTE) έχουν αναφερθεί με αντιψυχωσικά φάρμακα.
Επειδή οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αντιψυχωσικά
εμφανίζουν συχνά συγγενείς παράγοντες κινδύνου για VTE, όλοι οι πιθανοί
παράγοντες κινδύνου για VTE πρέπει να διαγιγνώσκονται πριν και κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Leponex και να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα.
Επιληπτικές κρίσεις
Οι ασθενείς µε ιστορικό επιληψίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά
κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε Leponex, επειδή έχουν αναφερθεί
δοσοεξαρτώµενες επιληπτικές κρίσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις η δόση
πρέπει να µειωθεί (βλ . παράγραφο 4.2) και αν είναι απαραίτητο, πρέπει να
ξεκινήσει αντιεπιληπτική θεραπεία.
Αντιχολινεργικές δράσεις
Το Leponex ασκεί αντιχολινεργική δράση και αυτό µπορεί να δημιουργήσει
ανεπιθύμητες ενέργειες σε ολόκληρο το σώµα. Συνιστάται προσεκτική
επίβλεψη σε παρουσία υπερτροφίας του προστάτη και γλαυκώματος
κλειστής γωνίας. Προφανώς λόγω των αντιχολινεργικών ιδιοτήτων του
το Leponex συνδέεται µε διάφορους βαθµούς διαταραχή της
περισταλτικότητας του εντέρου, που κυµαίνεται από δυσκοιλιότητα
έως εντερική απόφραξη, ενσφήνωση κοπράνων και παραλυτικό
ειλεό (βλ. παράγραφο 4.8). Σε σπάνιες περιπτώσεις αυτές οι καταστάσεις
ήταν θανατηφόρες. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονα φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν
δυσκοιλιότητα (ειδικά αυτά που εµφανίζουν αντιχολινεργικές ιδιότητες
όπως µερικά αντιψυχωσικά, αντικαταθλιπτικά και αντιπαρκινσονικά),
έχουν ιστορικό νόσων του παχέος εντέρου ή ιστορικό χειρουργικής
επέμβασης στην κατώτερη κοιλιακή χώρα καθώς αυτές οι καταστάσεις
µπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση. Είναι ζωτικό να αναγνωριστεί η
δυσκοιλιότητα και να αντιµετωπιστεί ενεργά.
Πυρετός
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας µε Leponex οι ασθενείς µπορεί να
εµφανίσουν παροδικές αυξήσεις της θερµοκρασίας πάνω από 38
ο
C, µε
τη µεγαλύτερη συχνότητα µέσα στις τρεις πρώτες εβδοµάδες της θεραπείας.
Ο πυρετός είναι γενικά καλοήθης. Περιστασιακά, µπορεί να συνδέεται µε
αύξηση ή ελάττωση των λευκών αιµοσφαιρίων. Οι ασθενείς µε πυρετό
πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά για να αποκλειστεί η πιθανότητα µιας
υποκείµενης λοίµωξης ή της ανάπτυξης ακοκκιοκυττάρωσης. Σε παρουσία
υψηλού πυρετού, πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν η πιθανότητα κακοήθους
νευροληπτικού συνδρόµου (ΝΜS). Εάν επιβεβαιωθεί η διάγνωση του
NMS, το Leponex πρέπει να διακοπεί άμεσα και να παρασχεθεί η κατάλληλη
ιατρική υποστήριξη.
Μεταβολικές αλλαγές
Τα άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένου και του Leponex,
έχουν συσχετισθεί με μεταβολικές αλλαγές που πιθανόν να αυξάνουν τον
καρδιαγγειακό/αγγειακό εγκεφαλικό κίνδυνο. Αυτές οι μεταβολικές
αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν υπεργλυκαιμία, δυσλιπιδαιμία και
αύξηση του σωματικού βάρους. Ενώ τα άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα
μπορεί να επιφέρουν ορισμένες μεταβολικές αλλαγές, το κάθε φάρμακο της
12
κατηγορίας έχει το δικό του ιδιαίτερο προφίλ.
Υπεργλυκαιμία
Σπανίως, έχει αναφερθεί διαταραχή της ανοχής γλυκόζης ή/και ανάπτυξη ή
έξαρση σακχαρώδη διαβήτη κατά τη διάρκεια θεραπείας µε κλοζαπίνη. Δεν
έχει καθοριστεί ακόµη κάποιος µηχανισµός για αυτόν τον πιθανό
συνδυασµό. Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια περιπτώσεις σοβαρής
υπεργλυκαιµίας µε κετοξέωση ή υπερωσµωτικό κώµα σε ασθενείς χωρίς
προηγούµενο ιστορικό υπεργλυκαιµίας, µερικές από τις οποίες ήταν
µοιραίες. Όπου τα δεδοµένα της παρακολούθησης ήταν διαθέσιµα, η
διακοπή της κλοζαπίνης οδήγησε κυρίως σε ύφεση της διαταραχής στην
ανοχή της γλυκόζης και η επανεισαγωγή της κλοζαπίνης οδήγησε στην
επανεµφάνισή της. Ασθενείς με διεγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη που
ξεκινούν θεραπεία με άτυπα αντιψυχωσικά πρέπει να εξετάζονται τακτικά
για επιδείνωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Οι ασθενείς με παράγοντες
κινδύνου για σακχαρώδη διαβήτη (π.χ. παχυσαρκία, οικογενειακό ιστορικό
διαβήτη) που ξεκινούν θεραπεία με άτυπα αντιψυχωσικά πρέπει να
υποβάλλονται σε έλεγχο της γλυκόζης νηστείας στην έναρξη της θεραπείας
και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι ασθενείς που
αναπτύσσουν συμπτώματα υπεργλυκαιμίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με άτυπα αντιψυχωσικά πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο της γλυκόζης
νηστείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η υπεργλυκαιμία υποχώρησε μετά τη
διακοπή των άτυπων αντιψυχωσικών. Ωστόσο, κάποιοι ασθενείς
χρειάστηκαν συνέχιση της αντιδιαβητικής αγωγής παρά την διακοπή του
εικαζόμενου υπεύθυνου φαρμάκου. Η διακοπή της κλοζαπίνης θα πρέπει να
εξετάζεται στους ασθενείς στους οποίους η θεραπευτική αντιµετώπιση της
υπεργλυκαιµίας έχει αποτύχει.
Δυσλιπιδαιμία
Έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες διακυμάνσεις των λιπιδίων σε ασθενείς
υπό θεραπεία με άτυπα αντιψυχωσικά, συμπεριλαμβανομένου και του
Leponex. Για τους ασθενείς που λαμβάνουν κλοζαπίνη συνιστάται ο κλινικός
έλεγχος να περιλαμβάνει και εξέταση των λιπιδίων στην έναρξη της αγωγής
και στους περιοδικούς επανελέγχους.
Αύξηση του σωματικού βάρους
Αύξηση του σωματικού βάρους έχει παρατηρηθεί με τη χρήση άτυπων
αντιψυχωσικών, συμπεριλαμβανομένου και του Leponex. Συνιστάται η
κλινική παρακολούθηση του βάρους.
Rebound , αντιδράσεις από απόσυρση του φαρμάκου
Έχουν αναφερθεί οξείες αντιδράσεις μετά την απότομη διακοπή της
κλοζαπίνης. Γι’ αυτό το λόγο συνιστάται η σταδιακή διακοπή της. Αν
απαιτείται απότοµη διακοπή (π.χ. εξαιτίας λευκοπενίας) ο ασθενής θα
πρέπει να παρακολουθείται στενά για την επανεµφάνιση των ψυχωσικών
συµπτωµάτων και συµπτωµάτων που συνδέονται µε χολινεργικό rebound
όπως άφθονη εφίδρωση, κεφαλαλγία, ναυτία, έµετος και διάρροια.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική δυσλειτουργία
Ασθενείς με σταθεροποιημένες προϋπάρχουσες ηπατικές διαταραχές
μπορούν να λάβουν Leponex, αλλά χρειάζονται τακτικούς ελέγχους της
ηπατικής λειτουργίας. Σε ασθενείς στους οποίους εμφανίζονται
συμπτώματα πιθανής ηπατικής δυσλειτουργίας, όπως ναυτία, έμετος
και/ή ανορεξία, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Leponex, πρέπει να
13
διεξάγονται δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας. Εάν η αύξηση των τιμών
είναι κλινικά σημαντική (μεγαλύτερη από 3πλάσια του ανώτατου
φυσιολογικού ορίου (ULN)) ή αν εμφανισθούν συμπτώματα ίκτερου, η
θεραπεία με Leponex πρέπει να διακοπεί. Μπορεί να ξαναρχίσει (βλ.
«Επανέναρξη της θεραπείας» στην παράγραφο 4.2) μόνο όταν τα
αποτελέσματα των δοκιμασιών της ηπατικής λειτουργίας είναι
φυσιολογικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ηπατική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται στενά μετά την επανέναρξη του Leponex.
Ασθενείς ηλικίας 60 ετών και άνω
Η έναρξη της θεραπείας σε ασθενείς ηλικίας 60 ετών και άνω συνιστάται
να γίνεται µε χαµηλότερη δόση (βλ. παράγραφο 4.2).
Με τη θεραπεία µε Leponex µπορεί να εµφανιστεί ορθοστατική υπόταση και
υπάρχουν αναφορές ταχυκαρδίας, η οποία µπορεί να είναι επίµονη. Οι
ασθενείς 60 ετών και άνω, ιδιαίτερα αυτοί µε επηρεασµένη καρδιαγγειακή
λειτουργία, είναι πιο επιρρεπείς σε αυτές τις επιδράσεις.
Οι ασθενείς 60 ετών και άνω µπορεί επίσης να είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς
στις αντιχολινεργικές δράσεις του Leponex όπως η κατακράτηση ούρων και η
δυσκοιλιότητα.
Αυξημένη θνητότητα σε ηλικιωμένους με άνοια:
Δεδομένα από 2 μεγάλες μελέτες παρατήρησης έδειξαν ότι ηλικιωμένοι με
άνοια που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντιψυχωσικά παρουσιάζουν
ελαφρά αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με αυτούς που δεν
υποβλήθηκαν σε θεραπεία. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να
υπολογισθεί η ακριβής αύξηση του κινδύνου και το αίτιο αυτής της αύξησης
παραμένει άγνωστο.
Το Leponex δεν είναι εγκεκριμένο για τη θεραπεία των διαταραχών
συμπεριφοράς που σχετίζονται με την άνοια.
4.5 Αλληλεπιδράσεις μ μ με άλλα φαρ ακευτικά προϊόντα και άλλες ορφές
αλληλεπίδρασης
Αντενδείξεις συγχορήγησης
Δεν πρέπει να συγχορηγούνται τα φάρµακα που είναι γνωστό ότι µπορεί να
καταστείλουν τη λειτουργία του µυελού των οστών µε το Leponexλ.
παράγραφο 4.3).
Δεν πρέπει να συγχορηγούνται τα µακράς διάρκειας depot αντιψυχωσικά (τα
οποία έχουν µυελοκατασταλτική δυνατότητα) µε το Leponex, επειδή αυτά δεν
µπορούν να αποµακρυνθούν γρήγορα από το σώµα σε περιπτώσεις που αυτό
µπορεί να απαιτείται, π.χ. ουδετεροπενία (βλ. παράγραφο 4.3).
Δεν πρέπει να χρησιµοποιείται αλκοόλ ταυτόχρονα µε το Leponex λόγω της
πιθανότητας ενίσχυσης της καταστολής.
Προφυλάξεις συµπεριλαµβανοµένης της προσαρµογής της δόσης
Το Leponex µπορεί να ενισχύσει τη δράση στο κεντρικό νευρικό σύστηµα των
κατασταλτικών όπως τα ναρκωτικά, τα αντιισταµινικά και οι
βενζοδιαζεπίνες. Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται όταν το Leponex χορηγείται
σε ασθενείς που λαµβάνουν βενζοδιαζεπίνες ή άλλο ψυχοτρόπο φάρµακο.
Αυτοί οι ασθενείς µπορεί να έχουν αυξηµένο κίνδυνο κυκλοφορικής
καταπληξίας, η οποία, σε σπάνιες περιπτώσεις, µπορεί να είναι σοβαρή και
14
να οδηγήσει σε καρδιακή ή/και αναπνευστική παύση. Δεν είναι σαφές εάν η
καρδιακή ή αναπνευστική καταπληξία µπορεί να αποτραπεί µε ρύθµιση της
δοσολογίας.
Εξαιτίας της πιθανότητας αθροιστικών επιδράσεων, είναι σηµαντικό να
δίνεται προσοχή σε συγχορήγηση φαρµάκων που εµφανίζουν
αντιχολινεργικές, υποτασικές ή κατασταλτικές της αναπνοής δράσεις.
Εξαιτίας των αντι-α-αδρενεργικών ιδιοτήτων του, το Leponex µπορεί να
ελαττώσει την επίδραση στην αύξηση της πίεση της νορεπινεφρίνης ή
άλλων κυρίως α-αδρενεργικών παραγόντων και να συντηρήσει την
υποτασική δράση της επινεφρίνης.
Η συγχορήγηση φαρµάκων που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν τη
δραστηριότητα κάποιων ισοενζύµων του κυττοχρώµατος Ρ450 µπορεί να
αυξήσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης και η δόση της κλοζαπίνης πιθανά
πρέπει να ελαττωθεί για να προληφθούν ανεπιθύµητες ενέργειες. Αυτό είναι
περισσότερο σηµαντικό για τους αναστολείς CYP 1A2 όπως η καφεΐνηλ.
παρακάτω), η περαζίνη και τους εκλεκτικούς αναστολείς της
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης φλουβοξαµίνη και (περισσότερο
αµφιλεγόµενη) παροξετίνη και σιταλοπράμη. Μερικοί από τους αναστολείς
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης όπως η φλουοξετίνη και η σερτραλίνη
είναι αναστολείς του CYP 2D6 και, ως συνέπεια, οι έντονες
φαρµακοκινητικές αλληλεπιδράσεις µε την κλοζαπίνη είναι λιγότερο
πιθανές. Οµοίως, φαρµακοκινητικές αλληλεπιδράσεις µε τους αναστολείς
CYP 3A4 όπως τα αζολικά αντιµυκητιασικά, η σιµετιδίνη, η ερυθροµυκίνη
και οι αναστολείς της πρωτεάσης είναι απίθανες αν και έχουν αναφερθεί
κάποιες. Τα ορμονικά αντισυλληπτικά (μεταξύ των οποίων συνδυασμοί
οιστρογόνων και προγεστερόνης ή μόνο προγεστερόνη) είναι αναστολείς
των CYP 1A2, CYP 3A4 και CYP 2C19. Συνεπώς η έναρξη ή η διακοπή των
ορμονικών αντισυλληπτικών μπορεί να απαιτεί προσαρμογή της δόσης της
κλοζαπίνης σύμφωνα με τις εξατομικευμένες ιατρικές ανάγκες. Επειδή η
συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσµα αυξάνεται από τη λήψη καφεΐνης
και ελαττώνεται περίπου κατά 50% µετά από 5 ηµέρες χωρίς καφεΐνη,
µπορεί να είναι απαραίτητες αλλαγές στη δόση της κλοζαπίνης αν υπάρχει
αλλαγή στις συνήθειες κατανάλωσης καφεΐνης. Σε περιπτώσεις απότοµης
διακοπής του καπνίσµατος η συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσµα
µπορεί να αυξηθεί, οδηγώντας έτσι σε αύξηση των ανεπιθυµήτων
ενεργειών.
Έχει αναφερθεί αλληλεπίδραση μεταξύ σιταλοπράμης και κλοζαπίνης, η
οποία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών που
συνδέονται με την κλοζαπίνη. Η φύση αυτής της αλληλεπίδρασης δεν έχει
διευκρινισθεί πλήρως
Η συγχορήγηση φαρµάκων που είναι γνωστό ότι επάγουν το κυτόχρωµα
Ρ450 µπορεί να ελαττώσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης στο πλάσµα,
οδηγώντας σε ελαττωµένη αποτελεσµατικότητα. Φάρµακα που είναι γνωστό
ότι επάγουν τη δραστηριότητα των ενζύµων του κυτοχρώµατος P450 και για
τα οποία έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις µε την κλοζαπίνη
περιλαµβάνουν, για παράδειγµα, την καρβαµαζεπίνη (να µη συγχορηγείται
µε την κλοζαπίνη, λόγω της µυελοκατασταλτικής της δυνατότητας), τη
φαινυτοϊνη και τη ριφαµπικίνη. Γνωστοί επαγωγείς του CYP1A1όπως η
ομεπραζόλη , μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα κλοζαπίνης.
Άλλες
Συγχορήγηση λιθίου ή άλλων παραγόντων που ενεργούν στο ΚΝΣ µπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο του κακοήθους νευροληπτικού συνδρόµου (ΝΜS).
15
Έχουν αναφερθεί σπάνιες αλλά σοβαρές αναφορές επιληπτικών κρίσεων,
συµπεριλαµβανοµένης της εµφάνισης επιληπτικών κρίσεων σε µη
επιληπτικούς ασθενείς, και µεµονωµένες περιπτώσεις παραληρήµατος σε
περιπτώσεις που το Leponex συγχορηγείται µε βαλπροϊκό οξύ. Αυτές οι
επιδράσεις πιθανά οφείλονται σε φαρµακοδυναµικές αλληλεπιδράσεις, ο
µηχανισµός των οποίων δεν έχει καθοριστεί.
Απαιτείται προσοχή στους ασθενείς που λαµβάνουν συγχορηγούµενη
θεραπεία που περιλαµβάνει φάρµακα που είναι είτε αναστολείς είτε
επαγωγείς των ισοενζύµων του κυτοχρώµατος Ρ450. Δεν έχουν παρατηρηθεί
µέχρι τώρα αλληλεπιδράσεις κλινικά σηµαντικές µε τα τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, τις φαινοθειαζίνες και τα αντιαρρυθµικά τύπου 1c, τα
οποία είναι γνωστό ότι συνδέονται µε το κυτόχρωµα Ρ450 2D6.
Όπως και με άλλα αντιψυχωσικά πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή όταν
η κλοζαπίνη συνταγογραφείται με φάρμακα που είναι γνωστό ότι αυξάνουν
το διάστημα QTc ή προκαλούν ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Μία περίληψη των αλληλεπιδράσεων φαρµάκων µε Leponex που πιστεύεται
ότι είναι οι πιο σηµαντικές δίνεται παρακάτω στο Πίνακα 2 (ο κατάλογος
αυτός δεν είναι λεπτοµερής).
Πίνακας 2: Αναφορά των πιο συχνών αλληλεπιδράσεων φαρµάκων
µε Leponex
Φάρμακο Αλληλεπιδράσεις Σχόλια
Κατασταλτικά του
μυελού των οστών (π.χ.
καρβαμαζεπίνη,
χλοραμφενικόλη,
σουλφοναμίδες (π.χ.
κοτριμοξαζόλη),
πυραζολονικά,
αναλγητικά (π.χ.
φενυλοβουταζόνη),
πενικιλαμίνη,
κυτταροτοξικοί
παράγοντες και
εγχύσεις βραδείας
δράσης depot
αντιψυχωτικών
Αλληλεπιδρώντας
αυξάνουν τον κίνδυνο
και /ή τη σοβαρότητα
για καταστολή του
μυελού των οστών
Το Leponex δεν πρέπει
να συγχορηγείται με
άλλα φάρμακα με
γνωστό δυναμικό
καταστολής της
λειτουργίας του μυελού
των οστών (βλ. 4.3
Αντενδείξεις)
Βενζοδιαζεπίνες Η συγχορήγηση μπορεί
να αυξήσει τον κίνδυνο
για κυκλοφορική
καταπληξία, που μπορεί
να οδηγήσει σε
καρδιακή ή/και
αναπνευστική παύση
Αν και η συχνότητα
εμφάνισης είναι σπάνια,
χρειάζεται προσοχή όταν
χρησιμοποιούνται αυτά τα
φάρμακα μαζί. Αναφορές
υποδηλώνουν ότι
αναπνευστική καταστολή
και ανεπάρκεια είναι πιο
πιθανό να συμβούν στο
ξεκίνημα αυτού του
συνδυασμού ή όταν το
Leponex προστίθεται στο
ήδη υπάρχον θεραπευτικό
σχήμα με βενζοδιαζεπίνες
Αντιχολινεργικά Το Leponex ενισχύει τη Να παρακολουθούνται οι
16
δράση αυτών των
φαρμάκων μέσω
πρόσθετης
αντιχολινεργικής
δράσης
ασθενείς για
αντιχολινεργικές
ανεπιθύμητες ενέργειες
π.χ. δυσκοιλιότητα,
ιδιαίτερα όταν
χρησιμοποιείται για να
βοηθήσει στον έλεγχο της
υπερέκκρισης σιέλου
Αντιυπερτασικά Το Leponex μπορεί να
ενισχύσει τις
υποτασικές δράσεις
αυτών των φαρμάκων
λόγω των
συμπαθομιμητικών
ανταγωνιστικών
επιδράσεων του
Συνιστάται προσοχή
όταν το Leponex
συγχορηγείται με
αντιυπερτασικά
φάρμακα. Οι ασθενείς
πρέπει να ενημερώνονται
για τον κίνδυνο
υπότασης, ιδιαίτερα στη
διάρκεια της περιόδου
της αρχικής
τιτλοποίησης της
δοσολογίας
Αλκοόλη, Αναστολείς
ΜΑΟ, κατασταλτικά
του ΚΝΣ,
συμπεριλαμβανομένων
ναρκωτικών ουσιών και
βενζοδιαζεπινών
Αυξημένες κεντρικές
επιδράσεις. Πρόσθετη
καταστολή του ΚΝΣ και
επίδραση στη γνωσιακή
και κινητική λειτουργία
όταν χρησιμοποιείται
σε συνδυασμό με τέτοια
φάρμακα
Συνιστάται προσοχή
όταν το Leponex
συγχορηγείται με άλλους
παράγοντες με δράση
στο ΚΝΣ. Οι ασθενείς
πρέπει να ενημερώνονται
για ενδεχόμενες
πρόσθετες
κατασταλτικές
επιδράσεις και να
εφιστάται η προσοχή
τους στο να μην οδηγούν
ή να χειρίζονται
μηχανήματα
Φάρμακα υψηλής
δέσμευσης με τις
πρωτεϊνες (π.χ.
βαρφαρίνη και
διγοξίνη)
Το Leponex μπορεί να
αυξήσει τη
συγκέντρωση αυτών
των φαρμάκων στο
πλάσμα λόγω της
αποδεύσμεσης από τις
πρωτεϊνες του
πλάσματος
Οι ασθενείς πρέπει να
παρακολουθούνται για
εμφάνιση ανεπιθύμητων
ενεργειών που να
σχετίζονται με αυτά τα
φάρμακα και εάν είναι
απαραίτητο, να γίνεται
ρύθμιση της δοσολογίας
του φαρμάκου που
δεσμεύεται με τις
πρωτείνες
Φαινυτοϊνη Προσθήκη της
φαινυτοϊνης στη
θεραπευτική αγωγή με
το Leponex μπορεί να
προκαλέσει μείωση στις
συγκεντρώσεις της
κλοζαπίνης στο πλάσμα
Εάν πρέπει να
χρησιμοποιηθεί η
φαινυτοΐνη, ο ασθενής
θα πρέπει να
παρακολουθείται στενά
για επιδείνωση ή
επανεμφάνιση των
ψυχωσικών
17
συμπτωμάτων
Λίθιο Η συγχορήγηση μπορεί
να αυξήσει τον κίνδυνο
ανάπτυξης κακοήθους
νευροληπτικού
συνδρόμου (ΝΜS)
Να παρακολουθείτε για
σημεία και συμπτώματα
του ΝΜS
Δραστικές ουσίες
επαγωγείς του CYP1A2
(π.χ. ομεπραζόλη)
Η συγχορήγηση μπορεί
να μειώσει τα επίπεδα
κλοζαπίνης
Πρέπει να λαμβάνεται υπ
‘όψη η πιθανότητα
μειωμένης
αποτελεσματικότητας
της κλοζαπίνης
Δραστικές ουσίες
αναστολείς του CYP1A2
π.χ.φλουβοξαμίνη,
καφεΐνη,
σιπροφλοξασίνη,
περαζίνη ή ορμονικά
αντισυλληπτικά
(CYP1A2, CYP3A4,
CYP2C19)
Η συγχορήγηση μπορεί
να αυξήσει τα επίπεδα
κλοζαπίνης
Είναι πιθανή η αύξηση
στις ανεπιθύμητες
ενέργειες. Προσοχή
επίσης χρειάζεται κατά
την διακοπή των
συγχορηγούμενων
φαρμάκων που
αναστέλλουν το CYP1A2
ή το CYP3A4 καθώς
μπορεί να παρουσιασθεί
μείωση των επιπέδων
της κλοζαπίνης.
Η επίδραση της
αναστολής του CYP2C19
μπορεί να είναι
ελάχιστη.
4.6 μ , Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Για το Leponex υπάρχουν µόνο περιορισμένα κλινικά δεδομένα από έκθεση
κυήσεων. Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν άµεσες ή έµμεσες επιβλαβείς επιδράσεις
σε σχέση µε την εγκυµοσύνη, την εµβρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό ή τη
µεταγεννητική ανάπτυξη (βλ.παράγραφο 5.3). Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν
συνταγογραφείται σε εγκύους γυναίκες.
Τα νεογνά τα οποία εκτίθενται σε αντιψυχωσικά φάρμακα
(συμπεριλαμβανομένου και του Leponex) κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης
διατρέχουν τον κίνδυνο να εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες,
συμπεριλαμβανομένων εξωπυραμιδικών και/ή συμπτωμάτων απόσυρσης, που
πιθανόν να ποικίλουν σε βαρύτητα και διάρκεια μετά τον τοκετό. Έχουν υπάρξει
αναφορές διέγερσης, υπερτονίας, υποτονίας, τρόμου, υπνηλίας, αναπνευστικής
δυσχέρειας ή διαταραχής της σίτισης. Κατά συνέπεια, τα νεογνά πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά.
Θηλασμός
Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η κλοζαπίνη εκκρίνεται στο γάλα και επιδρά στα
θηλάζοντα βρέφη. Εποµένως, οι µητέρες που λαµβάνουν Leponex δεν πρέπει να
θηλάζουν.
Γονιμότητα
Τα περιορισμένα δεδομένα που υπάρχουν διαθέσιμα για τις επιδράσεις της
κλοζαπίνης στην ανθρώπινη γονιμότητα δεν οδηγούν σε οριστικά
18
συμπεράσματα. Σε άρρενες και θήλεις επίμυες, η κλοζαπίνη δεν επηρέασε την
γονιμότητα όταν χορηγήθηκε σε δόσεις έως 40 mg/kg, που αντιστοιχούν σε
ισοδύναμη δόση στον άνθρωπο 6,4 mg/kg ή περίπου το ένα τρίτο της μέγιστης
επιτρεπόμενης δόσης ενηλίκου ανθρώπου.
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Μπορεί να παρατηρηθεί επιστροφή σε φυσιολογική έµµηνο ρύση σαν αποτέλεσµα
της αλλαγής από άλλα αντιψυχωσικά σε Leponex. Πρέπει λοιπόν να
εξασφαλίζονται επαρκή αντισυλληπτικά µέτρα σε γυναίκες αναπαραγωγικής
ηλικίας.
4.7 μ μΕπιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισ ού ηχανών
Επειδή το Leponex µπορεί να προκαλέσει καταστολή και να ελαττώσει τον ουδό
της επιληψίας, θα πρέπει να αποφεύγονται δραστηριότητες όπως η οδήγηση και ο
χειρισµός µηχανών, ιδιαίτερα κατά τις αρχικές εβδοµάδες θεραπείας.
4.8 μ Ανεπιθύ ητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Στη µεγάλη του πλειοψηφία, το προφίλ ανεπιθύµητων ενεργειών της κλοζαπίνης
είναι προβλέψιµο από τις φαρµακολογικές ιδιότητές τους. Μια σηµαντική
εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα να προκαλεί ακοκκιοκυττάρωση (βλ. παράγραφο
4.4).
Εξαιτίας αυτού του κινδύνου, η χρήση του περιορίζεται στη σχιζοφρένεια που
είναι ανθεκτική στη θεραπεία και σε ψυχώσεις που συµβαίνουν κατά τη διάρκεια
της νόσου Parkinson στις περιπτώσεις που η κλασική θεραπεία έχει αποτύχει. Η
παρακολούθηση των λευκών αιµοσφαιρίων είναι σηµαντική για τη φροντίδα των
ασθενών που λαµβάνουν κλοζαπίνη. Ο ιατρός θα πρέπει να είναι ενηµερωµένος
για τις άλλες σπάνιες αλλά σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες. Στα αρχικά στάδια,
µπορούν να διαγνωστούν µόνο µε προσεκτική παρακολούθηση και ερώτηση του
ασθενούς ώστε να προληφθεί η νοσηρότητα και η θνητότητα.
Οι πιο σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται με την κλοζαπίνη είναι
ακοκκιοκυτταραιμία, επιληπτικές κρίσεις, καρδιαγγειακά συμβάματα, και
πυρετός (βλ. παράγραφο 4.4). Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι
υπνηλία/καταστολή, ζάλη, ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα και υπερβολική
σιελόρροια.
Σε ασθενείς-υπό-κλοζαπίνη, τα δεδομένα των κλινικών μελετών έδειξαν διάφορα
ποσοστά διακοπής της θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών (από 7,1 έως
15,6%), υπολογίζοντας μόνο εκείνες που θα μπορούσαν λογικά να αποδοθούν
στην κλοζαπίνη. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που θεωρήθηκαν αιτίες
διακοπής της θεραπείας ήταν λευκοπενία, υπνηλία, ζάλη (εξαιρουμένου του
ιλίγγου) και ψυχωσική διαταραχή.
Δ μ μ μ ιαταραχές του αι οποιητικού και του λε φικού συστή ατος
Η ανάπτυξη κοκκιοπενίας και ακοκκιοκυττάρωσης αποτελεί έναν κίνδυνο που
σχετίζεται µε τη θεραπεία µε Leponex. Αν και γενικά είναι αναστρέψιμη µε τη
διακοπή της θεραπείας, η ακοκκιοκυττάρωση µπορεί να προκαλέσει σήψη και να
αποδειχθεί µοιραία. Επειδή απαιτείται άµεση διακοπή της θεραπείας,για να
προληφθεί η ανάπτυξη απειλητικής για τη ζωή ακοκκιοκυττάρωσης, είναι
υποχρεωτικός ο έλεγχος των λευκών αιµοσφαιρίων (βλ. παράγραφο 4.4). Ο
πίνακας 3 παρακάτω δείχνει περιληπτικά την εκτιµώµενη συχνότητα
ακοκκιοκυττάρωσης για κάθε περίοδο θεραπείας µε Leponex.
19
Πίνακας 3: Εκτιµώµενη συχνότητα ακοκκιοκυττάρωσης
1
Θεραπευτική περίοδος Συχνότητα ακοκκιοκυττάρωσης ανά
100.000 εβδομάδες-ατόμων
2
παρακολούθησης
Εβδομάδες 0-18 32,0
Εβδομάδες 19-52 2,3
Εβδομάδες 53 και πάνω 1,8
1
Από την εμπειρία των εγγραφών στην Υπηρεσία Παρακολούθησης των Ασθενών σε Clozaril στο
Ηνωμένο Βασίλειο από το 1989 μέχρι και το 2001.
2
Άτομα-έτη είναι το σύνολο των ξεχωριστών μονάδων χρόνου που οι ασθενείς είχαν εκτεθεί στο
Leponex κατά την εγγραφή πριν εμφανίσουν ακοκκιοκυττάρωση. Για παράδειγμα, 100,000 άτομο-
εβδομάδες μπορούσαν να παρατηρηθούν σε 1,000 ασθενείς που ήταν στη καταγραφή για 100
εβδομάδες (100*1000=100,000) ή σε 200 ασθενείς που ήταν στη καταγραφή για 500 εβδομάδες
(200*500=100,000) πριν να εμφανίσουν ακοκκιοκυττάρωση.
Η αθροιστική επίπτωση της ακοκκιοκυττάρωσης από την εµπειρία της
καταγραφής στην Υπηρεσία Παρακολούθησης των Ασθενών σε Clozaril στο
Ηνωµένο Βασίλειο (0-11.6 έτη από 1989 έως και 2001) είναι 0.78%. Η
πλειονότητα των περιπτώσεων (περίπου 70%) εµφανίζεται µέσα στις πρώτες 18
εβδοµάδες της θεραπείας.
Δ μ μ ιαταραχές του εταβολισ ού και της θρέψης
Κατά τη διάρκεια θεραπείας µε κλοζαπίνη σπάνια έχει παρατηρηθεί διαταραχή
της ανοχής γλυκόζης και/ή ανάπτυξη ή επιδείνωση του σακχαρώδους διαβήτη. Σε
πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί σοβαρή υπεργλυκαιµία, η οποία
µερικές φορές οδηγεί σε κετοξεωτικό /υπερωσµωτικό κώµα, σε ασθενείς υπό
θεραπεία µε Leponex χωρίς προηγούµενο ιστορικό υπεργλυκαιµίας. Τα επίπεδα
γλυκόζης επέστρεψαν στο φυσιολογικό µετά τη διακοπή του Leponex και σε
ορισµένες περιπτώσεις η υπεργλυκαιµία επανεµφανίστηκε µετά την επανέναρξη
της θεραπείας. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς είχαν παράγοντες κινδύνου για
µη ινσουλινοεξαρτώµενο σακχαρώδη διαβήτη, υπεργλυκαιµία τεκµηριώθηκε
επίσης σε ασθενείς χωρίς γνωστούς παράγοντες κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές Νευρικού Συστήµατος
Οι πιο κοινές ανεπιθύµητες ενέργειες που παρατηρούνται περιλαµβάνουν
υπνηλία/καταστολή και ζάλη.
Το Leponex µπορεί να προκαλέσει ΗΕΓ µεταβολές, συµπεριλαµβανοµένης της
παρουσίας συµπλεγµάτων αιχµής-κύµατος. Χαµηλώνει τον ουδό επιληψίας κατά
δοσοεξαρτώµενο τρόπο και µπορεί να προκαλέσει µυοκλονικές ή γενικευµένες
επιληπτικές κρίσεις. Αυτά τα συµπτώµατα είναι περισσότερο πιθανό να συµβούν
όταν η δόση αυξάνεται γρήγορα και σε ασθενείς µε προϋπάρχουσα επιληψία. Σε
τέτοιες περιπτώσεις η δόση πρέπει να ελαττωθεί και αν είναι απαραίτητο, να
ξεκινήσει αντιεπιληπτική θεραπεία. Η καρβαµαζεπίνη πρέπει να αποφεύγεται
εξαιτίας της πιθανότητας να καταστείλει τη λειτουργία του µυελού των οστών.
Με τα άλλα αντιεπιληπτικά φάρµακα θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν η
πιθανότητα φαρµακοκινητικών αλληλεπιδράσεων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι
ασθενείς που θεραπεύονται µε Leponex µπορεί να εµφανίσουν παραλήρηµα.
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί όψιµη δυσκινησία σε ασθενείς υπό Leponex, οι οποίοι
θεραπευόταν µε άλλους αντιψυχωσικούς παράγοντες. Η όψιµη δυσκινησία που
αναπτύχθηκε σε ασθενείς που λάµβαναν άλλους αντιψυχωσικούς παράγοντες,
βελτιώθηκε µε Leponex.
Καρδιακές διαταραχές
20
Μπορεί να παρουσιαστούν ταχυκαρδία και ορθοστατική υπόταση µε ή χωρίς
συγκοπή, ιδιαίτερα τις πρώτες εβδοµάδες της θεραπείας. Η συχνότητα και η
σοβαρότητα της υπότασης επηρεάζεται από την ταχύτητα και το µέγεθος της
τιτλοποίησης της δόσης. Έχει αναφερθεί κυκλοφοριακή καταπληξία σαν
αποτέλεσµα σηµαντικής υπότασης µε το Leponex, συνδεδεµένης ιδιαίτερα µε
επιθετική τιτλοποίηση του φαρµάκου, µε πιθανές σοβαρές επιπτώσεις καρδιακής
ή αναπνευστικής ανακοπής.
Μία µειοψηφία ασθενών που θεραπεύονται µε Leponex εµφανίζουν ΗΚΓ αλλαγές
παρόµοιες µε αυτές άλλων αντιψυχωσικών φαρµάκων, συµπεριλαµβανοµένων
κατάσπασης του διαστήµατος Sκαι επιπέδωσης ή αναστροφής των Τ κυµάτων
που οµαλοποιούνται µετά τη διακοπή του Leponex. Η κλινική σηµασία αυτών των
αλλαγών δεν είναι ξεκάθαρη. Ωστόσο, αυτές οι διαταραχές έχουν παρατηρηθεί
σε ασθενείς µε µυοκαρδίτιδα, η οποία θα πρέπει εποµένως να λαµβάνεται
υπόψιν.
Έχουν αναφερθεί µεµονωµένες περιπτώσεις καρδιακής αρρυθµίας,
περικαρδίτιδας/περικαρδιακής συλλογής υγρού και µυοκαρδίτιδας, ορισµένες
από τις οποίες είχαν µοιραία κατάληξη. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων
µυοκαρδίτιδος συνέβη µέσα στους πρώτους δύο µήνες από την έναρξη της
θεραπείας µε το Leponex. Η καρδιοµυοπάθεια γενικά συνέβαινε αργότερα κατά τη
διάρκεια της θεραπείας.
Σε ορισµένες περιπτώσεις µυοκαρδίτιδας έχει συναναφερθεί ηωσινοφιλία
(περίπου 14%) και περικαρδίτιδα/περικαρδιακή συλλογής υγρού. Δεν είναι
ωστόσο γνωστό αν η ηωσινοφιλία αποτελεί ένα αξιόπιστο προειδοποιητικό
σηµείο της καρδίτιδας.
Τα σηµεία και τα συµπτώµατα της µυοκαρδίτιδος ή της καρδιοµυοπάθειας
περιλαµβάνουν επίµονη ταχυκαρδία στην ανάπαυση, αίσθηµα παλµών,
αρρυθµίες, θωρακικό άλγος και άλλα σηµεία και συµπτώµατα καρδιακής
ανεπάρκειας (για παράδειγµα ανεξήγητη κόπωση, δύσπνοια, ταχύπνοια) ή
συµπτώµατα οµοιάζοντα του εµφράγµατος του µυοκαρδίου. Άλλα συµπτώµατα
που µπορεί να παρουσιαστούν επιπρόσθετα µε τα παραπάνω περιλαµβάνουν
συµπτώµατα που οµοιάζουν µε γρίπη.
Αιφνίδιοι, ανεξήγητοι θάνατοι είναι γνωστό ότι συµβαίνουν στους ψυχιατρικούς
ασθενείς που λαµβάνουν συµβατικά αντιψυχωσικά φάρµακα αλλά επίσης και σε
µη θεραπευόµενους ψυχιατρικούς ασθενείς. Τέτοιοι θάνατοι έχουν αναφερθεί
πολύ σπάνια σε ασθενείς που λαµβάνουν Leponex.
Αγγειακές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις θροµβοεµβολικών επεισοδίων.
Αναπνευστικό σύστηµα
Έχει παρατηρηθεί πολύ σπάνια αναπνευστική καταστολή ή αναστολή µε ή χωρίς
κυκλοφορική καταπληξία (βλ. παράγραφο 4.4 και παράγραφο 4.5).
Γαστρεντερικό σύστηµα
Έχουν παρατηρηθεί πολύ συχνά δυσκοιλιότητα και υπερβολική σιελόρροια και
συχνά ναυτία και έµετος. Πολύ σπάνια µπορεί να συµβεί ειλεός (βλ. παράγραφο
4.4). Σπάνια η θεραπεία µε Leponex µπορεί να συνδυαστεί µε δυσφαγία.
Εισρόφηση της προσλαµβανόµενης τροφής µπορεί να συµβεί στους ασθενείς που
εµφανίζουν δυσφαγία ή σαν συνέπεια οξείας υπέρβασης της δοσολογίας.
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
Μπορεί να εµφανιστούν παροδικές, ασυµπτωµατικές αυξήσεις των ηπατικών
ενζύµων και σπάνια ηπατίτιδα και χολοστατικός ίκτερος. Πολύ σπάνια έχει
αναφερθεί κεραυνοβόλος ηπατική νέκρωση. Αν αναπτυχθεί ίκτερος, το Leponex
πρέπει να διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.4). Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί
21
οξεία παγκρεατίτιδα.
Νεφρικές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί µεµονωµένες περιπτώσεις οξείας διάµεσης νεφρίτιδας σε
συνδυασµό µε θεραπεία µε Leponex.
Διαταραχές της αναπαραγωγής και διαταραχές του µαστού
Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις πριαπισµού.
Γενικές διαταραχές
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κακοήθους νευροληπτικού συνδρόµου (NMS) σε
ασθενείς που λαµβάνουν Leponex είτε µόνο του είτε σε συνδυασµό µε λίθιο ή
άλλους παράγοντες που δρούν στο ΚΝΣ.
Έχουν αναφερθεί οξείες αντιδράσεις που σχετίζονται με τη διακοπή του
φαρμάκου (βλ. παράγραφο 4.4).
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών:
Ο παρακάτω πίνακας (Πίνακας 4) δίνει περιληπτικά τις ανεπιθύµητες ενέργειες
που έχουν συλλεγεί από αυθόρµητες αναφορές και από αναφορές κατά τη
διάρκεια κλινικών µελετών.
Πίνακας 4: Υπολογισµός της συχνότητας ανεπιθυµήτων ενεργειών που
προκύπτουν από τη θεραπεία από αυθόρµητες αναφορές και από
αναφορές κατά τη διάρκεια κλινικών δοκιµών.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες ταξινοµούνται σύµφωνα µε τη συχνότητα,
χρησιµοποιώντας την παρακάτω σειρά : Πολύ συχνές ( 1/10), συχνές
(1/100,<1/10), όχι συχνές (1/1,000,<1/100), σπάνιες (1/10,000,<1/1,000),
πολύ σπάνιες (<1/10,000), μη γνωστές (δεν μπορούν να υπολογισθούν από τα
διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του αίματος και
του λεμφικού συστήματος
Συχνές:
Όχι συχνές:
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Λευκοπενία/ελαττωμένα
WBC/ουδετεροπενία, ηωσινοφιλία
λευκοκυττάρωση
Ακοκκιοκυττάρωση
Αναιμία
Θρομβοπενία, θρομβοκυττάρωση
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού συστήματος
Μη γνωστές:
Αγγειοοίδημα*, λευκοκυτταροκλαστική
αγγειίτιδα*
Διαταραχές του ενδοκρινικού
συστήματος
Μη γνωστές:
Ψευδοφαιοχρωμοκύτωμα*
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές:
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Αύξηση βάρους
Σακχαρώδης διαβήτης, διαταραχή της
ανοχής γλυκόζης
Υπερωσμωτικό κώμα, κετοξέωση, σοβαρή
υπεργλυκαιμία, υπερχοληστερολαιμία,
υπερτριγλυκεριδαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές: Δυσαρθρία
22
Όχι συχνές:
Σπάνιες:
Τραυλισμός
Διέγερση, ανησυχία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Όχι συχνές:
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Υπνηλία/καταστολή, ζάλη
Σπασμοί/επιληπτικές κρίσεις με κινητικά
συμπτώματα/μυοκλονικοί σπασμοί,
εξωπυραμιδικά συμπτώματα, ακαθισία,
τρόμος, ακαμψία, κεφαλαλγία
Νευροληπτικό κακόηθες σύνδρομο
Σύγχυση, παραλήρημα
Όψιμη δυσκινησία ,
ψυχαναγκαστικά-
καταναγκαστικά συμπτώματα
Χολινεργικό σύνδρομο (μετά από
απότομη διακοπή)*, μεταβολές ΗΕΓ*,
πλαγιότονος*
Οφθαλμικές διαταραχές
Συχνές: Όραση θαμπή
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Ταχυκαρδία
Μεταβολές στο ΗΚΓ
Κυκλοφορική κατέρρειψη, αρρυθμίες,
μυοκαρδίτιδα,
περικαρδίτιδα/περικαρδιακή συλλογή
Καρδιομυοπάθεια, καρδιακή ανακοπή
Έμφραγμα του μυοκαρδίου το οποίο
μπορεί να αποβεί μοιραίο*, θωρακικό
άλγος/στηθάγχη*
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές:
Σπάνιες:
Μη γνωστές:
Συγκοπή, ορθοστατική υπόταση,
υπέρταση
Θρομβοεμβολή
Φλεβική θρομβοεμβολή
Διαταραχές του
αναπνευστικού συστήματος,
του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Αναρρόφηση της καταπινόμενης τροφής
,
πνευμονία και λοίμωξη της κατώτερης
αναπνευστικής οδού η οποία μπορεί να
αποβεί μοιραία.
Αναπνευστική καταστολή/ανακοπή
Ρινική συμφόρηση*
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ συχνές:
Συχνές:
Σπάνιες:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Δυσκοιλιότητα, υπερβολική σιελόρροια
Ναυτία, έμετος, ανορεξία, ξηροστομία
Δυσφαγία
Απόφραξη εντέρου/παραλυτικός
ειλεός/ενσφήνωση κοπράνων, διόγκωση
της παρωτίδος
Διάρροια*, κοιλιακή
δυσφορία/καούρα/δυσπεψία*, κολίτιδα*
Διαταραχές του ήπατος και
των χοληφόρων
Συχνές:
Σπάνιες:
Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Παγκρεατίτιδα, ηπατίτιδα, χολοστατικός
23
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
ίκτερος
Κεραυνοβόλος ηπατική νέκρωση
Ηπατική στεάτωση*, ηπατική νέκρωση*,
ηπατοτοξικότητα*, ηπατική ίνωση*,
κίρρωση του ήπατος*, διαταραχές του
ήπατος συμπεριλαμβανομένων και
συμβαμάτων με συνέπειες απειλητικές
για τη ζωή, όπως ηπατική βλάβη
(ηπατοκυτταρική, χολοστατική και
μικτή), ηπατική ανεπάρκεια που μπορεί
να είναι θανατηφόρος και μεταμόσχευση
ήπατος*
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Δερματικές αντιδράσεις
Διαταραχή της μελάγχρωσης*
Διαταραχές του
μυοσκελετικού συστήματος
και του συνδετικού ιστού
Μη γνωστές:
Μυϊκή αδυναμία*, μυϊκοί σπασμοί*,
μυαλγία*, συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος*
Διαταραχές των νεφρών και
των ουροφόρων οδών
Συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Κατακράτηση ούρων, ακράτεια ούρων
Διάμεση νεφρίτιδα
Νεφρική ανεπάρκεια*, νυχτερινή
ενούρηση*
, Καταστάσεις της κύησης της
λοχίας και της
περιγεννητικής περιόδου
Μη γνωστές:
Σύνδρομο από απόσυρση φαρμάκου των
νεογνών (βλ. 4.6)
Δ ιαταραχές του
μ αναπαραγωγικού συστή ατος
μκαι του αστού
Πολύ σπάνιες:
Μη γνωστές:
Πριαπισμός
Παλίνδρομη εκσπερμάτιση
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Συχνές:
Πολύ σπάνιες:
Καλοήθης υπερθερμία, διαταραχές
εφίδρωσης/ρύθμισης της θερμοκρασίας,
πυρετός, κόπωση
Αιφνίδιος ανεξήγητος θάνατος
Παρακλινικές εξετάσεις
Σπάνιες:
Αυξημένη CPK
*Ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου προερχόμενες από την εμπειρία μετά
την κυκλοφορία στην αγορά, καταγεγραμμένες μέσω αυθόρμητων αναφορών
και βιβλιογραφικών περιστατικών.
Πολύ σπάνια περιστατικά κοιλιακής ταχυκαρδίας και παράτασης του
διαστήματος QT τα οποία μπορεί να συσχετισθούν με κοιλιακή ταχυκαρδία
δίκην ριπιδίου έχουν παρατηρηθεί παρόλο που δεν υπάρχει αναμφισβήτητη
αιτιατή σχέση με τη χρήση αυτού του προϊόντος.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
24
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
284Μεσογείων
GR-15562 , Χολαργός Αθήνα
: + 30 21 32040380/337Τηλ
: + 30 21 06549585 Φαξ
: Ιστότοπος http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περιπτώσεις οξείας σκόπιμης ή τυχαίας υπερδοσολογίας του Leponex για τις
οποίες είναι διαθέσιµες πληροφορίες για την έκβαση, η θνητότητα µέχρι σήµερα
είναι περίπου 12%. Τα περισσότερα µοιραία επεισόδια συνδεόταν µε καρδιακή
ανεπάρκεια ή πνευµονία από εισρόφηση και συνέβησαν µε δόσεις µεγαλύτερες
από 2,000 mg. Υπάρχουν αναφορές ασθενών που ανάρρωσαν από υπερδοσολογία
που υπερέβαινε τα 10,000 mg. Ωστόσο, σε λίγους ενήλικους, κυρίως αυτούς που
δεν είχαν εκτεθεί προηγουµένως σε Leponex, η πρόσληψη χαµηλών δόσεων µέχρι
και 400 mg οδήγησε σε κωµατώδη κατάσταση απειλητική για τη ζωή και σε µία
περίπτωση σε θάνατο. Σε µικρά παιδιά η πρόσληψη 50 έως 200 mg οδήγησε σε
σοβαρή καταστολή ή κώµα χωρίς να είναι θανατηφόρα.
Σηµεία και συµπτώµατα
Υπνηλία, λήθαργος, απουσία αντανακλαστικών, κώµα, σύγχυση, ψευδαισθήσεις,
ανησυχία, παραλήρηµα, εξωπυραµιδικά συµπτώµατα, αύξηση των
αντανακλαστικών, επιληπτικές κρίσεις µε κινητικές εκδηλώσεις, υπερβολική
σιελόρροια, µυδρίαση, θάµβος όρασης, αστάθεια θερµοκρασίας, υπόταση,
καταπληξία, ταχυκαρδία, καρδιακές αρρυθµίες, πνευµονία από εισρόφηση,
δύσπνοια, αναπνευστική καταστολή ή ανεπάρκεια.
Θεραπεία
Δεν υπάρχουν ειδικά αντίδοτα για το Leponex.
Πλύση στοµάχου και χορήγηση ενεργού άνθρακα µέσα στις πρώτες 6 ώρες
µετά την πρόσληψη του φαρµάκου. Η περιτοναϊκή διύλιση και η αιµοκάθαρση
είναι απίθανο να είναι αποτελεσµατικές.
Συµπτωµατική θεραπεία υπό διαρκή παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας,
παρακολούθηση της αναπνοής, έλεγχος των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής
ισορροπίας. Η χορήγηση επινεφρίνης πρέπει να αποφεύγεται στη θεραπεία της
υπότασης εξαιτίας της πιθανότητας µιας ‘ανεστραµμένης’ επίδρασης της
επινεφρίνης.
Είναι απαραίτητη η στενή ιατρική παρακολούθηση για 5 ηµέρες τουλάχιστον
εξαιτίας της πιθανότητας καθυστερηµένων αντιδράσεων.
5. ΔΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 μ μ Φαρ ακοδυνα ικές ιδιότητες
µ : , Δ , Φαρ ακοθεραπευτική κατηγορία Αντιψυχωσικά ιαζεπίνες οξαζεπίνες και
, ATC: 05 02θιαζεπίνες παράγοντας κωδικός Ν Α Η
25
Μηχανισμός δράσης
Leponex , Το έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας αντιψυχωσικός παράγοντας ο οποίος
.διαφέρει από τα κλασικά αντιψυχωσικά
µ µ , Σε φαρ ακολογικά πειρά ατα η ένωση δεν προκαλεί καταληψία ούτε αναστέλλει
µ µ τη στερεοτυπική συ περιφορά που προκαλείται από την απο ορφίνη ή την
µ µ . µ µ µ α φετα ίνη Έχει όνο ικρή ανασταλτική δραστηριότητα στους ντοπα ινεργικούς
D1, D2, D3, D5, µ D4 υποδοχείς και αλλά παρουσιάζει υψηλό δυνα ικό προς τους
.υποδοχείς
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Το Leponex - - , , έχει ισχυρές αντι αλφα αδρενεργικές αντιχολινεργικές
µ . αντιιστα ινικές και ανασταλτικές της εγρήγορσης επιδράσεις Έχει επίσης
.αποδειχθεί ότι διαθέτει αντισεροτονινεργικές ιδιότητες
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Leponex Κλινικά το προκαλεί γρήγορη και αισθητή καταστολή και ασκεί
αντιψυχωσικές επιδράσεις σε σχιζοφρενικούς ασθενείς ανθεκτικούς στη θεραπεία
µ µ . , Leponex ε άλλα φάρ ακα Σε τέτοιες περιπτώσεις το έχει αποδειχθεί
µ αποτελεσ ατικό στην ανακούφιση και από τα θετικά και από τα αρνητικά
µ µ µ . µ συ πτώ ατα της σχιζοφρένειας κύριως σε βραχείας διάρκειας ελέτες Σε ία
µ µ 319 ανοικτή κλινική ελέτη που πραγ ατοποιήθηκε σε ανθεκτικούς στη θεραπεία
µ 12 µ , µ µ ασθενείς που πήραν φάρ ακο επί ήνες παρατηρήθηκε ια κλινικά ση αντική
37% µ βελτίωση στο των ασθενών κατά την πρώτη εβδο άδα της θεραπείας και σε
44% µ 12 µ . ένα επιπλέον έχρι το τέλος των ηνών Η βελτίωση καθορίστηκε ως
20% µ µ περίπου ελάττωση από τη βασική εκτί ηση στη Βαθ ολογία της Βραχείας
µ µ (Brief Psychiatric Rating Scale Score). , Κλί ακας Ψυχιατρικής Εκτί ησης Επιπροσθέτως
µ µ .περιγράφτηκε βελτίωση σε ερικές παρα έτρους της γνωσιακής δυσλειτουργίας
µ Leponex Συγκριτικά ε τα κλασικά αντιψυχωσικά το προκαλεί λιγότερες
µ , µ εξωπυρα ιδικές αντιδράσεις όπως οξεία δυστονία ανεπιθύ ητες ενέργειες
µ µ µ . µ ο οιάζουσες ε παρκινσονισ ό και ακαθισία Σε αντίθεση ε τα κλασικά
, Leponex µ , αντιψυχωσικά το προκαλεί ικρή ή καθόλου αύξηση της προλακτίνης
µ µ , µ , αποφεύγοντας έτσι τις δυσ ενείς επιδράσεις όπως γυναικο αστία α ηνόρροια
.γαλακτόρροια και ανικανότητα
µ µ Μια δυνητικά σοβαρή ανεπιθύ ητη ενέργεια που προκαλείται από τη θεραπεία ε
Leponex µ το είναι η κοκκιοκυτταροπενία και η ακοκκιοκυττάρωση που ε φανίζονται
µ µ µ 3% 0.7% . µ ε εκτι ώ ενη συχνότητα και αντίστοιχα Λα βάνοντας υπόψη αυτόν τον
, Leponex κίνδυνο η χρήση του πρέπει να περιορίζεται σε ασθενείς που είναι
µ ανθεκτικοί στη θεραπεία ή σε παρκινσονικούς ασθενείς ε ψύχωση όταν άλλες
( . 4.1) θεραπευτικές στρατηγικές έχουν αποτύχει βλ παράγραφο και στους οποίους
µ µ µ ( . πορούν να πραγ ατοποιούνται τακτικές αι ατολογικές εξετάσεις βλ
4.4 4.8 ).παραγραφους και
5.2 μ Φαρ ακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
µ µ Leponex 90 95%. Η απορρόφηση του από του στό ατος χορηγού ενου είναι έως Ούτε η
µ .ταχύτητα ούτε ο βαθ ός της απορρόφησης επηρεάζονται από την τροφή
Leponex µ µ µ , 50-60% Το υφίσταται έτριο εταβολισ ό πρώτης διόδου που οδηγεί σε
µ . απόλυτη βιοδιαθεσι ότητα
μΚατανο ή
, µ , Σε συνθήκες σταθερής κατάστασης όταν χορηγείται δύο φορές η ερησίως τα
26
µ µ µ 2.1 ( µ : έγιστα επίπεδα στο αί α παρατηρούνται κατά έσο όρο στις ώρες διακύ ανση
0.4 4.2 ) µ 1.6 l/kg. Leponex µ έως ώρες και ο όγκος κατανο ής είναι Το συνδέεται ε τις
µ 95%. πρωτεΐνες του πλάσ ατος περίπου κατά
μ μ μ /μ μΒιο ετασχη ατισ ός εταβολισ ός
Leponex µ μ Το εταβολίζεται σχεδόν πλήρως πριν την απέκκριση από τα ένζυ α CYP1A2
και CYP3A4, μ και ερικώς από τα CYP2C19 και CYP2D6. µ Από τους κύριους εταβολίτες
µ µ µ . µ όνο ο δι εθυλ εταβολίτης βρέθηκε να είναι ενεργός Οι φαρ ακολογικές δράσεις
µ µ , µ τους ο οιάζουν ε αυτές της κλοζαπίνης αλλά είναι ση αντικά ασθενέστερες και
µ . ικρής διάρκειας
Αποβολή
, μ μ μ 12Η αποβολή του είναι διφασική ε έσο τελικό χρόνο η ίσειας ζωής ( : ώρες εύρος
6 έως 26 ώρες). Μετά από εφάπαξ δόσεις 75 mg ο μέσος τελικός χρόνος ημίσειας
ζωής ήταν 7,9 ώρες. Αυξήθηκε στις 14,2 ώρες όταν επιτεύχθηκαν συνθήκες
σταθερής κατάστασης με χορήγηση ημερήσιων δόσεων 75 mg επί τουλάχιστον
7 ημέρες.
Μόνο µ µ µ µ . ίχνη η εταβολισ ένου φαρ άκου ανιχνεύτηκαν στα ούρα και στα κόπρανα
50% µ µ µ µ Περίπου της χορηγού ενης δόσης εκκρίνεται ε τη ορφή εταβολιτών στα
30% .ούρα και στα κόπρανα
μμ /μ μμΓρα ικότητα η γρα ικότητα
37,5Αυξήσεις της δοσολογίας από mg 75σε mg 150και mg μ δύο φορές την η έρα
μμ βρέθηκε ότι οδηγούν κατά την σταθερή κατάσταση σε γρα ικώς
μ δοσοεξαρτώ ενες αυξήσεις της περιοχής κάτω από την συγκέντρωση
μ / μ (πλάσ ατος κα πύλη του χρόνου AUC) μ και των έγιστων και ελάχιστων
μ .συγκεντρώσεων στο πλάσ α
5.3 μ Προκλινικά δεδο ένα για την ασφάλεια
μ - µ µ µ µ µ Τα η κλινικά δεδο ένα βασιζό ενα σε συ βατικές ελέτες φαρ ακολογικής
, µ µ , ασφάλειας επαναλα βανό ενης τοξικής δόσης γενετικής τοξικότητας και
µ ( , . 4.6) καρκινογόνου δυνα ικού για τοξικότητα αναπαραγωγής βλ δεν ανέδειξαν
.ιδιαίτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δ 25ισκία mg 100και δισκία mg
Magnesium stearate
Silicic acid, colloidal
Povidone
Talc
Maize starch
Lactose monohydtrate
6.2 μΑσυ βατότητες
Δ μ .εν εφαρ όζεται
6.3 Δ ιάρκεια ζωής
3 χρόνια
27
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δ εν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
25mg 100mg : 50 PVC/PVDC/Aluminium blister και δισκία κουτιά των δισκίων σε ή
PVC/PE/PVDC/Aluminium blister.
6.6 μΙδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισ ός
μ .Κα ία ειδική υποχρέωση
7. Δ ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Novartis (Hellas) AEBE
12 μ. μ .χλ Εθνικής οδού Αθηνών Λα ίας
144 51 μΜετα όρφωση
Ελλάδα
8. ( ) Δ ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΙ Α ΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
13616/01-06-2011
39605/01-06-2011
9. / ΔΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ Α ΕΙΑΣ
20-01-1989
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Τρόπος διάθεσης: μ Περιορισ ένη ιατρική συνταγή από ειδικό ιατρό και
.παρακολούθηση κατά την διάρκεια της αγωγής
28