να οδηγήσει σε καρδιακή ή/και αναπνευστική παύση. Δεν είναι σαφές εάν η
καρδιακή ή αναπνευστική καταπληξία µπορεί να αποτραπεί µε ρύθµιση της
δοσολογίας.
Εξαιτίας της πιθανότητας αθροιστικών επιδράσεων, είναι σηµαντικό να
δίνεται προσοχή σε συγχορήγηση φαρµάκων που εµφανίζουν
αντιχολινεργικές, υποτασικές ή κατασταλτικές της αναπνοής δράσεις.
Εξαιτίας των αντι-α-αδρενεργικών ιδιοτήτων του, το Leponex µπορεί να
ελαττώσει την επίδραση στην αύξηση της πίεση της νορεπινεφρίνης ή
άλλων κυρίως α-αδρενεργικών παραγόντων και να συντηρήσει την
υποτασική δράση της επινεφρίνης.
Η συγχορήγηση φαρµάκων που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν τη
δραστηριότητα κάποιων ισοενζύµων του κυττοχρώµατος Ρ450 µπορεί να
αυξήσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης και η δόση της κλοζαπίνης πιθανά
πρέπει να ελαττωθεί για να προληφθούν ανεπιθύµητες ενέργειες. Αυτό είναι
περισσότερο σηµαντικό για τους αναστολείς CYP 1A2 όπως η καφεΐνη (βλ.
παρακάτω), η περαζίνη και τους εκλεκτικούς αναστολείς της
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης φλουβοξαµίνη και (περισσότερο
αµφιλεγόµενη) παροξετίνη και σιταλοπράμη. Μερικοί από τους αναστολείς
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης όπως η φλουοξετίνη και η σερτραλίνη
είναι αναστολείς του CYP 2D6 και, ως συνέπεια, οι έντονες
φαρµακοκινητικές αλληλεπιδράσεις µε την κλοζαπίνη είναι λιγότερο
πιθανές. Οµοίως, φαρµακοκινητικές αλληλεπιδράσεις µε τους αναστολείς
CYP 3A4 όπως τα αζολικά αντιµυκητιασικά, η σιµετιδίνη, η ερυθροµυκίνη
και οι αναστολείς της πρωτεάσης είναι απίθανες αν και έχουν αναφερθεί
κάποιες. Τα ορμονικά αντισυλληπτικά (μεταξύ των οποίων συνδυασμοί
οιστρογόνων και προγεστερόνης ή μόνο προγεστερόνη) είναι αναστολείς
των CYP 1A2, CYP 3A4 και CYP 2C19. Συνεπώς η έναρξη ή η διακοπή των
ορμονικών αντισυλληπτικών μπορεί να απαιτεί προσαρμογή της δόσης της
κλοζαπίνης σύμφωνα με τις εξατομικευμένες ιατρικές ανάγκες. Επειδή η
συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσµα αυξάνεται από τη λήψη καφεΐνης
και ελαττώνεται περίπου κατά 50% µετά από 5 ηµέρες χωρίς καφεΐνη,
µπορεί να είναι απαραίτητες αλλαγές στη δόση της κλοζαπίνης αν υπάρχει
αλλαγή στις συνήθειες κατανάλωσης καφεΐνης. Σε περιπτώσεις απότοµης
διακοπής του καπνίσµατος η συγκέντρωση της κλοζαπίνης στο πλάσµα
µπορεί να αυξηθεί, οδηγώντας έτσι σε αύξηση των ανεπιθυµήτων
ενεργειών.
Έχει αναφερθεί αλληλεπίδραση μεταξύ σιταλοπράμης και κλοζαπίνης, η
οποία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών που
συνδέονται με την κλοζαπίνη. Η φύση αυτής της αλληλεπίδρασης δεν έχει
διευκρινισθεί πλήρως
Η συγχορήγηση φαρµάκων που είναι γνωστό ότι επάγουν το κυτόχρωµα
Ρ450 µπορεί να ελαττώσει τα επίπεδα της κλοζαπίνης στο πλάσµα,
οδηγώντας σε ελαττωµένη αποτελεσµατικότητα. Φάρµακα που είναι γνωστό
ότι επάγουν τη δραστηριότητα των ενζύµων του κυτοχρώµατος P450 και για
τα οποία έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις µε την κλοζαπίνη
περιλαµβάνουν, για παράδειγµα, την καρβαµαζεπίνη (να µη συγχορηγείται
µε την κλοζαπίνη, λόγω της µυελοκατασταλτικής της δυνατότητας), τη
φαινυτοϊνη και τη ριφαµπικίνη. Γνωστοί επαγωγείς του CYP1A1όπως η
ομεπραζόλη , μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα κλοζαπίνης.
Άλλες
Συγχορήγηση λιθίου ή άλλων παραγόντων που ενεργούν στο ΚΝΣ µπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο του κακοήθους νευροληπτικού συνδρόµου (ΝΜS).
15