ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Egicalm 1.800 (1.000) mg, κόνις μίας δόσης για πόσιμο υγρό .
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φακελίσκος περιέχει 1.800 mg ακετυλοσαλικυλικής λυσίνης που
αντιστοιχεί σε 1.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Έκδοχο με γνωστή δράση: Λακτόζη
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις μίας δόσης για πόσιμο υγρό.
Λευκή έως υποκίτρινη σκόνη μίας δόσης για πόσιμο υγρό.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Πόνοι μικρής ή μέτριας έντασης, όπως κεφαλαλγίες, νευραλγίες, μυαλγίες,
αρθραλγίες και γενικά πόνοι μη σπλαγχνικής προέλευσης. Μπορεί να είναι
αποτελεσματικό σε μετεγχειρητικούς πόνους, πόνους μετά τον τοκετό, από
τραύματα ή καρκίνο. Στον τελευταίο πρέπει να δοκιμάζεται πριν καταφύγει
κάποιος στα ναρκωτικά αναλγητικά, με τα οποία έχει μάλιστα συνεργική
αναλγητική δράση.
Εμπύρετες γενικά καταστάσεις.
Διάφορα φλεγμονώδη νοσήματα, όπως ρευματικός πυρετός, ενεργός
ρευματοειδής αρθρίτιδα (νεανική και ενηλίκου), οστεοαρθρίτιδες.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Προορίζεται για ενήλικες και παιδιά άνω των 15 ετών.
Αναλγητικό-αντιπυρετικό:
-
Ενήλικες
: Η μέγιστη ημερήσια δόση είναι 5.400 mg ακετυλοσαλικυλικής
λυσίνης (αντιστοιχούν σε 3.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος), που
αντιστοιχούν σε 3 φακελίσκους.
Οδηγία: Σε περίπτωση έντονου πόνου ή πυρετού, ένας φακελίσκος μπορεί να
ληφθεί ξανά, εάν είναι απαραίτητο, μετά από το ελάχιστο χρονικό διάστημα
των 4 ωρών.
Σε κάθε περίπτωση, η δοσολογία δεν πρέπει υπερβαίνει τους 3 φακελίσκους, ή
3.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος, ανά ημέρα.
-
Ηλικιωμένοι
: Η μέγιστη ημερήσια δόση είναι 3.600 mg ακετυλοσαλικυλικής
λυσίνης (αντιστοιχούν σε 2.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος), που
αντιστοιχούν σε δύο φακελίσκους.
Οδηγία: Σε περίπτωση έντονου πόνου ή πυρετού, ένας φακελίσκος μπορεί να
ληφθεί ξανά, εάν είναι απαραίτητο, μετά από το ελάχιστο χρονικό διάστημα
των 4 ωρών.
Σε κάθε περίπτωση, η δοσολογία δεν πρέπει υπερβαίνει τους 2 φακελίσκους, ή
2.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος, ανά ημέρα.
Συχνότητα χορήγησης:
Λαμβάνοντας τακτικές δόσεις είναι δυνατόν να
αποφεύγονται οι διακυμάνσεις του πυρετού ή του πόνου. Ένα διάστημα
τουλάχιστον 4 ωρών πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ των λήψεων.
Διάρκεια θεραπείας:
Ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλεύεται να μην
χρησιμοποιεί ακετυλοσαλικυλική λυσίνη περισσότερες από 3 ημέρες για τον
πυρετό και περισσότερες από 5 ημέρες για τον πόνο χωρίς τη συμβουλή γιατρού
ή οδοντιάτρου.
Αντιρρευματικό:
Η ημερήσια δόση είναι 7.200-10.800 mg ακετυλοσαλικυλικής λυσίνης
(αντιστοιχούν σε 4.000-6.000 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος) σε 3 ή 4
διαιρεμένες δόσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οδηγία: ένας φακελίσκος θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε 6 ώρες.
Συχνότητα χορήγησης:
Οι λήψεις θα πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε 6 ώρες.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση.
Αδειάζετε το περιεχόμενο ενός φακελίσκου σε ένα ποτήρι και έπειτα
προσθέτετε το υγρό (νερό, γάλα ή χυμό φρούτων) μέχρι τη μέση του ποτηριού.
Ανακατεύετε και πίνετε.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή σε κάποιο από τα έκδοχα
που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 ή σε άλλα μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) (διασταυρούμενη αντιδραστικότητα)
Ιστορικό άσθματος που προκλήθηκε από τη χορήγηση
ακετυλοσαλικυλικών ή δραστικών ουσιών με παρόμοια δράση, ιδιαίτερα
ΜΣΑΦ
Τρίτο τρίμηνο της κύησης (πέραν των 24 εβδομάδων της κύησης) (βλ.
παράγραφο 4.6)
Ενεργό πεπτικό έλκος
Οποιοδήποτε ιδιοσυγκρασιακό ή επίκτητο αιμορραγικό νόσημα
Κίνδυνος αιμορραγίας
Ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
Ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης <
30 ml/min)
Σοβαρή, μη ελεγχόμενη καρδιακή ανεπάρκεια
Η συγχορήγηση μεθοτρεξάτης, σε δόσεις > 15 mg την εβδομάδαλ.
παράγραφο 4.5)
Η συγχορήγηση από του στόματος αντιπηκτικών σε ασθενείς με ιστορικό
γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους (βλ. παράγραφο 4.5)
Ασθενείς με προϋπάρχουσα μαστοκυττάρωση, όπου η χρήση
ακετυλοσαλικυλικού οξέος μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (συμπεριλαμβανομένης της κυκλοφορικής καταπληξίας
με έξαψη, υπόταση, ταχυκαρδία και έμετο)
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Σε περίπτωση συνδυασμού με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, προς
αποφυγή οποιουδήποτε κινδύνου υπερδοσολογίας, να ελέγχεται ότι στη
σύνθεση των άλλων φαρμακευτικών προϊόντων δεν υπάρχει
ακετυλοσαλικυλικό οξύ.
Το σύνδρομο Reye, μια πολύ σπάνια, απειλητική για τη ζωή νόσος, έχει
παρατηρηθεί σε παιδιά και εφήβους με σημεία ιογενούς λοίμωξης (ιδίως
ανεμοβλογιά και επεισόδια που ομοιάζουν με τη γρίπη) που λαμβάνουν
ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια κατάσταση, το
ακετυλοσαλικυλικό οξύ πρέπει να χορηγείται σε παιδιά και εφήβους μόνο
μετά από ιατρική συμβουλή, όταν έχουν αποτύχει τα άλλα μέτρα. Σε
περίπτωση επίμονου εμέτου, διαταραχών της συνείδησης ή σε αφύσικη
συμπεριφορά, πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία με ακετυλοσαλικυλικό
οξύ.
Σε παιδιά, ηλικίας μικρότερης του 1 μήνα, η χρήση ακετυλοσαλικυλικού
οξέος δικαιολογείται μόνον σε ειδικές καταστάσεις και χορηγείται με
ιατρική συνταγή.
Σε περίπτωση μακροχρόνιας χορήγησης αναλγητικών σε υψηλές δόσεις, η
εμφάνιση κεφαλαλγίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με υψηλότερες
δόσεις.
Η τακτική χρήση αναλγητικών, ειδικά σε συνδυασμό αναλγητικών, μπορεί
να οδηγήσει σε εμμένουσες βλάβες των νεφρών, με κίνδυνο εκδήλωσης
νεφρικής ανεπάρκειας.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με ήπια και μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία.
Σε ορισμένες σοβαρές μορφές ανεπάρκειας του ενζύμου G-6-PD, οι υψηλές
δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος μπορεί να προκαλέσουν αιμόλυση. Σε
περίπτωση ανεπάρκειας του G-6-PD, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ πρέπει να
χορηγείται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση (βλ. παράγραφο 4.8).
Η ταυτόχρονη θεραπευτική αγωγή με λεβοθυροξίνη και σαλικυλικά πρέπει
να αποφεύγεται (βλ. παράγραφο 4.5).
Η παρακολούθηση της θεραπείας πρέπει να ενισχύεται στις ακόλουθες
περιπτώσεις:
- Σε ασθενείς με ιστορικό γαστρικού ή δωδεκαδακτυλικού έλκους ή
αιμορραγίας του
γαστρεντερικού ή γαστρίτιδα.
- Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (το ακετυλοσαλικυλικό οξύ μπορεί
να προκαλέσει παροδική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας).
- Σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
- Σε ασθενείς με άσθμα: Η εμφάνιση μιας κρίσης άσθματος, σε
ορισμένους ασθενείς, μπορεί να σχετίζεται με αλλεργία στα ΜΣΑΦ ή
με το ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Σε αυτή την περίπτωση, το συγκεκριμένο
φάρμακο αντενδείκνυται (βλ. παράγραφο 4.3).
- Σε ασθενείς με μητρορραγία ή μηνορραγία (κίνδυνος αύξησης του
όγκου και της διάρκειας της περιόδου).
Γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος/διάτρηση μπορεί να εμφανιστούν
οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, χωρίς να υπάρχουν
απαραίτητα προηγουμένως κάποια σημεία ή ιστορικό στον ασθενή. Ο
σχετικός κίνδυνος αυξάνεται σε ηλικιωμένους, σε άτομα χαμηλού
σωματικού βάρους, καθώς και σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά ή
αναστολείς συσσώρευσης των αιμοπεταλίων (βλ. παράγραφο 4.5). Σε
περίπτωση αιμορραγίας από το γαστρεντερικό, η θεραπεία πρέπει να
διακοπεί αμέσως.
Λαμβάνοντας υπόψη την ανασταλτική επίδραση του ακετυλοσαλικυλικού
οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων, η οποία εμφανίζεται ακόμη και
με πολύ χαμηλές δόσεις, ενώ εμμένει για αρκετές ημέρες, ο ασθενής
πρέπει να προειδοποιείται για τον κίνδυνο αιμορραγίας, σε περίπτωση
χειρουργικής επέμβασης, ακόμη και ήσσονος σημασίας (π.χ. εξαγωγή
δοντιού).
Με αναλγητικές ή αντιπυρετικές δόσεις (≥ 500 mg ανά δόση και/ή <
3.000 mg ημερησίως), το ακετυλοσαλικυλικό οξύ αναστέλλει την έκκριση
του ουρικού οξέος. Με δόσεις που χρησιμοποιούνται στη ρευματολογία
(αντιφλεγμονώδεις δόσεις) (≥ 1.000 mg ανά δόση και/ή3.000 mg
ημερησίως), το ακετυλοσαλικυλικό οξύ εμφανίζει ουρικοαπεκκριτική
δράση.
Με υψηλές δόσεις που χρησιμοποιούνται στη ρευματολογία
(αντιφλεγμονώδεις δόσεις), οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για
πιθανή εμφάνιση σημείων υπερδοσολογίας. Σε περίπτωση εμβοής των
ώτων, έκπτωσης της ακουστικής οξύτητας ή ζάλης, πρέπει να
επαναξιολογηθούν τα πρωτόκολλα της θεραπείας. Σε παιδιά, συνιστάται η
παρακολούθηση για σαλικυλισμό, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας.
Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος δεν συνιστάται κατά τη
διάρκεια της γαλουχίας (βλ. παράγραφο 4.6).
Η ιβουπροφαίνη μπορεί να επηρεάσει την ανασταλτική δράση του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Ασθενείς
που προτίθενται να πάρουν ιβουπροφαίνη, ενώ είναι σε θεραπεία με
ακετυλοσαλικυλικό οξύ, πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους.
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή με τη χρήση του ακετυλοσαλικυλικού οξέος
σε άτομα με διαταραχές πηκτικότητας, όπως σε υποπροθρομβιναιμία,
αβιταμίνωση Κ κ.λπ.
Σε προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις να διακόπτεται η
χορήγηση ακετυλοσαλικυλικού οξέος μία εβδομάδα τουλάχιστον πριν από
την εγχείρηση, εξαιτίας των κινδύνων μετεγχειρητικής αιμορραγίας.
Τα οινοπνευματώδη ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο
γαστρεντερικής βλάβης, όταν λαμβάνονται με το
ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Επομένως, τα οινοπνευματώδη πρέπει
να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν
ακετυλοσαλικυλικό οξύ (βλ. παράγραφο 4.5).
Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα νικορανδίλη και ΜΣΑΦ,
συμπεριλαμβανομένων του ακετυλοσαλικυλικού οξέος και της
ακετυλοσαλικυλικής λυσίνης, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος
εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών, όπως εξέλκωση, διάτρηση και
αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα (βλ. παράγραφο 4.5).
Το Egicalm δεν είναι κατάλληλο για χρήση σε παιδιά με σωματικό βάρος
< 50 kg.
Υπάρχουν κάποια στοιχεία ότι φάρμακα που αναστέλλουν την
κυκλοοξυγενάση και τη σύνθεση των προσταγλανδινών ενδέχεται να
προκαλέσουν δυσλειτουργία της γυναικείας γονιμότητας με μια επίδραση
στην ωορρηξία. Αυτό είναι αναστρέψιμο με τη διακοπή της θεραπευτικής
αγωγής (βλ. παράγραφο 4.6)
Το φαρμακευτικό προϊόν αυτό περιέχει λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη λακτάσης
Lapp ή κακή απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν
αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν φαίνεται να υπάρχει διασταυρούμενη υπερευαισθησία μεταξύ
ακετυλοσαλικυλικού οξέος και σαλικυλικού νατρίου, σαλικυλαμιδίου ή
σαλικυλικής χολίνης.
Φάρμακα που συνδέονται με κίνδυνο αιμορραγίας: Υπάρχει αυξημένος
κίνδυνος αιμορραγίας, λόγω της δυνητικής αθροιστικής δράσης. Η
ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που συνδέονται με κίνδυνο
αιμορραγίας πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Αρκετές ουσίες εμπλέκονται σε αλληλεπιδράσεις, λόγω των
ιδιοτήτων τους στην αναστολή συσσώρευσης των αιμοπεταλίων:
αμπσιξιμάμπη, ακετυλοσαλικυλικό οξύ, κλοπιδογρέλη,
εποπροστενόλη, επτιφιμπατίδη, ιλοπρόστη και ιλοπρόστη
τρομεταμόλης, τικλοπιδίνη και τιροφιμπάνη.
Η χρήση πολλαπλών αναστολέων συσσώρευσης των αιμοπεταλίων
αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας, καθώς και ο συνδυασμός τους με
ηπαρίνη ή σχετιζόμενα μόρια, με από του στόματος αντιπηκτικά ή με
άλλα θρομβολυτικά και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τακτική
κλινική παρακολούθηση.
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται
(βλ. παράγραφο 4.3)
Μεθοτρεξάτη, σε δόσεις > 15 mg την εβδομάδα: Αυξημένη
τοξικότητα της μεθοτρεξάτης, ιδίως αιματολογική τοξικότητα
(εξαιτίας μείωσης της νεφρικής κάθαρσης της μεθοτρεξάτης
από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ).
Από του στόματος αντιπηκτικά και σε ασθενείς με ιστορικό
γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Συνδυασμοί που δεν συνιστώνται
Από του στόματος αντιπηκτικά σε συνδυασμό με δόσεις
ακετυλοσαλικυλικού οξέος ως αναλγητικού ή αντιπυρετικού και σε
ασθενείς που δεν είχαν ιστορικό γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους:
Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης των αντιπηκτικών.
Άλλα ΜΣΑΦ: Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικού έλκους και
αιμορραγία.
Ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους (και σχετικά μόρια) και μη
κλασματοποιημένες ηπαρίνες με θεραπευτικές δόσεις ή σε ηλικιωμένους
(> 65 ετών), ανεξάρτητα από τη δόση της ηπαρίνης: Αυξημένος κίνδυνος
αιμορραγίας (αναστολή συσσώρευσης των αιμοπεταλίων και βλάβη του
γαστροδωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ).
Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα άλλο αντιφλεγμονώδες φάρμακο ή ένα
άλλο αναλγητικό ή αντιπυρετικό.
Κλοπιδογρέλη (εκτός από τις εγκεκριμένες ενδείξεις ως θεραπεία
συνδυασμού σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο): Αυξημένος
κίνδυνος αιμορραγίας. Εάν δεν μπορεί να αποφευχθεί η συγχορήγηση,
συνιστάται κλινική παρακολούθηση.
Ουρικοαπεκκριτικά (μπενζομπρομαρόνη, προβενεσίδη,
σουλφινοπυραζόνη): Μείωση της ουρικοαπεκκριτικής δράσης, λόγω
ανταγωνισμού για την αποβολή του ουρικού οξέος από τα νεφρικά
σωληνάρια.
Τικλοπιδίνη: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας. Εάν δεν μπορεί να
αποφευχθεί η συγχορήγηση, συνιστάται κλινική παρακολούθηση.
Γλυκοκορτικοειδή (εκτός από θεραπεία υποκατάστασης της
υδροκορτιζόνης) με αντιφλεγμονώδεις δόσεις ακετυλοσαλικυλικού
οξέος: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Πεμετρεξίδη σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης από 45 ml/min έως 80 ml/min): Αυξημένος κίνδυνος
τοξικότητας από πεμετρεξίδη (λόγω μειωμένης νεφρικής κάθαρσης της
πεμετρεξίδης από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ) με αντιφλεγμονώδεις
δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Συνδυασμοί όπου απαιτούνται προφυλάξεις κατά τη χρήση
Διουρητικά, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης
(ΜΕΑ) και ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ: Οξεία
νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να συμβεί σε αφυδατωμένους ασθενείς, λόγω
μειωμένου ρυθμού σπειραματικής διήθησης δευτερογενώς σε ελαττωμένη
σύνθεση των νεφρικών προσταγλανδινών. Επιπλέον, μπορεί να
παρουσιαστεί μείωση της αντιυπερτασικής δράσης. Βεβαιωθείτε ότι ο
ασθενής είναι ενυδατωμένος και ότι παρακολουθείται η νεφρική
λειτουργία κατά την έναρξη της θεραπείας.
Μεθοτρεξάτη, σε δόσεις 15 mg την εβδομάδα: Αυξημένη τοξικότητα
της μεθοτρεξάτης, ιδίως αιματολογική τοξικότητα (λόγω μείωσης της
νεφρικής κάθαρσης της μεθοτρεξάτης από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ).
Τα λευκά αιμοσφαίρια πρέπει να παρακολουθούνται εβδομαδιαία κατά
τις πρώτες εβδομάδες της συγχορήγησης. Απαιτείται στενή
παρακολούθηση των ασθενών με νεφρική ανεπάρκεια (ακόμη και ήπιας
μορφής), καθώς και των ηλικιωμένων ασθενών.
Κλοπιδογρέλη (στις εγκεκριμένες ενδείξεις ως θεραπεία συνδυασμού σε
ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο): Αυξημένος κίνδυνος
αιμορραγίας. Συνιστάται κλινική παρακολούθηση.
Τοπικώς δρώντα του γαστρεντερικού, αντιόξινα και άνθρακας: Αυξημένη
νεφρική απέκκριση του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, λόγω αλκαλοποίησης
των ούρων. Συνιστάται η χορήγηση τοπικώς δρώντων του
γαστρεντερικού και αντιόξινων με διαφορά τουλάχιστον 2 ωρών από τη
λήψη ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Πεμετρεξίδη σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία: Αυξημένος
κίνδυνος τοξικότητας από πεμετρεξίδη (λόγω μειωμένης νεφρικής
κάθαρσης της πεμετρεξίδης από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ) με δόσεις
ακετυλοσαλικυλικού οξέος ως αντιφλεγμονώδους. Η νεφρική λειτουργία
θα πρέπει να παρακολουθείται.
Ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους (και τα σχετικά μόρια) και μη
κλασματοποιημένες ηπαρίνες με δόσεις πρόληψης σε ασθενείς κάτω των
65 ετών: Η συγχορήγηση δρώντας σε διάφορα επίπεδα της αιμόστασης
αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας. Ως εκ τούτου, σε ασθενείς ηλικίας <
65 ετών, η συγχορήγηση ηπαρινών συναφών μορίων) με δόσεις
ακετυλοσαλικυλικού οξέος για πρόληψη, ανεξάρτητα από τη δόση, θα
πρέπει να ληφθεί υπόψη, μέσω κλινικής και εργαστηριακής
παρακολούθησης, όπου είναι αναγκαίο.
Λεβοθυροξίνη: Τα σαλικυλικά, ειδικά σε δόσεις μεγαλύτερες από
2.000 mg/ημέρα, ενδέχεται να αναστείλουν τη δέσμευση των
θυρεοειδικών ορμονών στις μεταφορικές πρωτεΐνες και, εξαιτίας αυτού,
οδηγούν σε μια αρχική παροδική αύξηση στις ελεύθερες θυρεοειδικές
ορμόνες, ακολουθούμενη από μια συνολική μείωση στα επίπεδα των
ολικών θυρεοειδικών ορμονών. Τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών
πρέπει να παρακολουθούνται (βλ. παράγραφο 4.4).
Τενοφοβίρη: Ταυτόχρονη χορήγηση της τενοφοβίρης (ως tenofovir disoproxil
fumarate) και των ΜΣΑΦ ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο νεφρικής
ανεπάρκειας. Η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται.
Εμβόλιο ανεμοβλογιάς: Συνιστάται οι ασθενείς να μην λαμβάνουν
σαλικυλικά για ένα διάστημα έξι εβδομάδων μετά τη λήψη του εμβολίου
της ανεμοβλογιάς. Περιστατικά συνδρόμου Reye έχουν εμφανιστεί μετά
τη χρήση σαλικυλικών κατά τη διάρκεια λοιμώξεων ανεμοβλογιάς.
Συνδυασμοί που απαιτούν προσοχή
Θρομβολυτικά: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Γλυκοκορτικοειδή (εκτός από θεραπεία υποκατάστασης με
υδροκορτιζόνη) με δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος ως αναλγητικού
και αντιπυρετικού: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (σιταλοπράμη,
εσκιταλοπράμη, φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, παροξετίνη, σερτραλίνη):
Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας.
Μετοκλοπραμίδη:
Συνοδεύεται από αύξηση της απορρόφησης των
σαλικυλικών.
Υπογλυκαιμικά δισκία: Μπορεί να έχει ως συνέπεια την εκδήλωση
υπογλυκαιμικών επεισοδίων. Τα σαλικυλικά μειώνουν τα επίπεδα του
σακχάρου του αίματος και ενισχύουν την υπογλυκαιμική δράση των
υπογλυκαιμικών δισκίων. Μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης των
τελευταίων.
Κορτικοειδή, φαινυλβουταζόνη: Αυξάνεται ο κίνδυνος πρόκλησης
εξελκώσεων στον γαστρεντερικό σωλήνα. Τα κορτικοειδή, επίσης, επειδή
αυξάνουν την κάθαρση των σαλικυλικών, ενδέχεται σε διακοπή τους να
προκαλέσουν τοξικά φαινόμενα από τα σαλικυλικά.
Απορροφήσιμα αντιόξινα:
Σε θεραπευτικές δόσεις, μπορεί να
συνεπάγεται αύξηση του βαθμού κάθαρσης των σαλικυλικών και μείωση
της αποτελεσματικότητάς τους.
Μη απορροφήσιμα αντιόξινα: Μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την
αναστολή απορρόφησης του ακετυλοσαλικυλικού οξέος και μείωση της
σχέσης του προς το σαλικυλικό οξύ στο πλάσμα.
Οξινοποιητικά των ούρων
(π.χ. βιταμίνη C): Προκαλούν μείωση της
αποβολής των σαλικυλικών από τους νεφρούς.
Φουροσεμίδη: Μπορεί να προκληθεί δηλητηρίαση από σαλικυλικά (ακόμη
και με μικρότερες αναλογικά δόσεις των τελευταίων), ενώ παράλληλα
μπορεί να μειωθεί η νατριοδιουρητική δράση της φουροσεμίδης.
Σπειρονολακτόνη: Μπορεί να προκαλέσει μείωση της διουρητικής
δράσης της τελευταίας.
Αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης (π.χ. ακεταζολαμίδη): Μπορεί να
προκληθεί αυξημένος κίνδυνος τοξικής επίδρασης από τα σαλικυλικά,
εξαιτίας των διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας (οξέωση) που
προκαλούν οι πρώτοι. Επίσης, μπορεί να προκληθεί αυξημένος κίνδυνος
τοξικής επίδρασης από την ακεταζολαμίδη, εξαιτίας εκτοπισμού της από
τις θέσεις σύνδεσης των πρωτεϊνών του ορού και μειωμένης
σωληναριακής απέκκρισής της που προκαλούν τα σαλικυλικά.
Ιβουπροφαίνη: Βάσει πειραματικών δεδομένων, όταν γίνεται ταυτόχρονη
χορήγηση ιβουπροφαίνης και χαμηλών δόσεων ακετυλοσαλικυλικού
οξέος, η ιβουπροφαίνη μπορεί να αναστείλει τη δράση του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων (βλ.
παράγραφο 5.1). Εντούτοις, οι περιορισμοί αυτών των δεδομένων και οι
αβεβαιότητες αναφορικά με την εξαγωγή συμπερασμάτων από τα ex
vivo
δεδομένα σε κλινικές περιπτώσεις, υποδηλώνουν ότι δεν μπορούν να
εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την τακτική χρήση της
ιβουπροφαίνης και καμιά κλινικώς σχετική επίδραση δεν θεωρείται
πιθανή από την περιστασιακή χρήση ιβουπροφαίνης.
Μεταμιζόλη: Ενδέχεται να μειώσει τη δράση του ακετυλοσαλικυλικού
οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων, όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα.
Βαλπροϊκό οξύ: Η ταυτόχρονη χορήγηση σαλικυλικών και βαλπροϊκού
οξέος ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μειωμένη σύνδεση του
βαλπροϊκού οξέος με τις πρωτεΐνες του ορού και μείωση του
μεταβολισμού του, που έχει ως αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα ορού του
ελεύθερου βαλπροϊκού οξέος.
Νικορανδίλη: Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα
νικορανδίλη και ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος και της ακετυλοσαλικυλικής
λυσίνης, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών
επιπλοκών, όπως εξέλκωση, διάτρηση και αιμορραγία του
γαστρεντερικού σωλήνα (βλ. παράγραφο 4.4).
Οινοπνευματώδη: Τα οινοπνευματώδη ενδέχεται να αυξήσουν τον
κίνδυνο γαστρεντερικής βλάβης, όταν λαμβάνονται με
ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Το οινόπνευμα επιπλέον μπορεί να παρατείνει
το χρόνο αιμορροής. (βλ. παράγραφο 4.4).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δόσεις 500 mg ανά ημέρα:
Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να
επηρεάσει αρνητικά την πορεία της κύησης ή/και της ανάπτυξης του
εμβρύου. Στοιχεία από επιδημιολογικές μελέτες δεικνύουν αυξημένο
κίνδυνο αποβολής, καρδιακές δυσμορφίες και γαστροσχιστία μετά
από τη χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών
κατά το πρώτο στάδιο της εγκυμοσύνης. Ο απόλυτος κίνδυνος
καρδιαγγειακών δυσπλασιών αυξήθηκε από λιγότερο του 1% σε
περίπου 1,5%. Ο κίνδυνος φαίνεται να αυξάνει με τη δόση και τη
διάρκεια της θεραπείας.
Σε ζώα, η χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης των
προσταγλανδινών έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε αύξηση των
αποβολών πριν και μετά από την εμφύτευση, καθώς και σε εμβρυϊκή
θνητότητα. Επιπλέον, έχει αναφερθεί αυξημένη συχνότητα εμφάνισης
διαφόρων δυσμορφιών, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών
δυσπλασιών, σε ζώα στα οποία είχε χορηγηθεί ένας αναστολέας της
σύνθεσης προσταγλανδινών κατά τη φάση της οργανογένεσης της
κύησης. Αν δεν είναι απολύτως αναγκαίο, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ
δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια των πρώτων 24
εβδομάδων της κύησης. Σε περίπτωση που το ακετυλοσαλικυλικό οξύ
χορηγείται σε μια γυναίκα που επιθυμεί να τεκνοποιήσει ή είναι
έγκυος και διανύει τις πρώτες 24 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, η δόση
και η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό
μικρότερες.
Πέραν των 24 εβδομάδων της κύησης, όλες οι αναστολείς σύνθεσης
των προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν το έμβρυο σε:
- Καρδιοπνευμονική τοξικότητα (πρόωρη σύγκλιση του αρτηριακού
πόρου και πνευμονική
υπέρταση).
- Νεφρική δυσλειτουργία που μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρική
ανεπάρκεια με
ολιγοϋδράμνιο.
Στο τελευταίο στάδιο της κύησης, η μητέρα και το νεογέννητο μπορεί
να παρουσιάσουν:
- Παράταση του χρόνου αιμορραγίας, που οφείλεται στην αναστολή
συσσώρευσης των
αιμοπεταλίων, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να εμφανιστεί ακόμη
και μετά από
χορήγηση πολύ χαμηλών δόσεων ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
- Αναστολή των συστολών της μήτρας με αποτέλεσμα καθυστέρηση ή
παράταση του τοκετού.
Συνεπώς, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια
του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης (πέραν των 24 εβδομάδων
κύησης) (βλ. παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Γι’ αυτό, το
ακετυλοσαλικυλικό οξύ δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας (βλ.
παράγραφο 4.4).
Γονιμότητα
Υπάρχουν κάποια στοιχεία ότι φάρμακα που αναστέλλουν την κυκλοοξυγενάση
και τη σύνθεση των προσταγλανδινών ενδέχεται να προκαλέσουν
δυσλειτουργία της γυναικείας γονιμότητας με μια επίδραση στην ωορρηξία.
Αυτό είναι αναστρέψιμο με τη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής (βλ.
παράγραφο 4.4).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Δεν έχει παρατηρηθεί κάποια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Δεν μπορούν να εκτιμηθούν με αξιοπιστία οι συχνότητες των ανεπιθύμητων
ενεργειών, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Γι’ αυτό, οι ανεπιθύμητες ενέργειες
παρατίθενται όλες ως «μη γνωστής συχνότητας».
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Αιμορραγικά σύνδρομα (επίσταξη, αιμορραγία των ούλων, πορφύρα κ.λπ.) με
αυξημένο χρόνο αιμορραγίαςκίνδυνος αιμορραγίας μπορεί να εμμένει για 4-
8 ημέρες μετά από τη διακοπή του ακετυλοσαλικυλικού οξέος. Αυξημένος
κίνδυνος αιμορραγίας μπορεί να προκληθεί σε περίπτωση χειρουργικής
επέμβασης. Επίσης, μπορεί να συμβεί ενδοκρανιακή και γαστρεντερική
αιμορραγία. Η ενδοκρανιακή αιμορραγία ενδέχεται να είναι θανατηφόρος,
ειδικά όταν χορηγείται σε ηλικιωμένους).
Θρομβοπενία. Αιμολυτική αναιμία
σε ασθενείς με ανεπάρκεια του G-6-PD (βλ. παράγραφο 4.4). Πανκυτταροπενία,
δικυτταροπενία, απλαστική αναιμία, ανεπάρκεια μυελού των οστών,
ακοκκιοκυτταραιμία, ουδετεροπενία, λευκοπενία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αναφυλακτικές αντιδράσεις, άσθμα,
αγγειοοίδημα.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Κεφαλαλγία, ζάλη, αίσθημα απώλειας της ακοής, εμβοές, οι οποίες συνήθως
είναι συμπτώματα ενδεικτικά υπερδοσολογίας.
Διαταραχές του γαστρεντερικού
συστήματος
Κοιλιακό άλγος
Λανθάνουσα ή εμφανής αιμορραγία από το γαστρεντερικό (αιματέμεση,
μέλαινα κ.λπ.), με αποτέλεσμα σιδηροπενική αναιμία. Ο κίνδυνος αιμορραγίας
είναι δοσοεξαρτώμενος.
Διαταραχές του ανώτερου γαστρεντερικού: Οισοφαγίτιδα, οισοφαγική
εξέλκωση, διαβρωτική γαστρίτιδα, γαστρικό έλκος, , διαβρωτική
δωδεκαδακτυλίτιδα, διάτρηση.
Διαταραχές του κατώτερου γαστρεντερικού: Έλκη του λεπτού εντέρου
(νήστιδα και ειλεός) και του παχέος εντέρου (κόλον και ορθό), κολίτιδα
και διάτρηση εντέρου.
Οι αντιδράσεις αυτές ενδέχεται να σχετίζονται ή όχι με αιμορραγία και
ενδέχεται να παρουσιαστούν με οποιαδήποτε δόση ακετυλοσαλικυλικού οξέος,
καθώς και σε ασθενείς με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο
ιστορικό σοβαρών γαστρεντερικών συμβαμάτων.
Οξεία παγκρεατίτιδα στο πλαίσιο αντίδρασης υπερευαισθησίας, λόγω
του ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα από οξεία και χρόνια υπερδοσολογία και
στο πλαίσιο μιας αντίδρασης υπερευαισθησίας, λόγω του ακετυλοσαλικυλικού
οξέος.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Αύξηση των ηπατικών ενζύμων, βλάβη του ήπατος, κυρίως ηπατοκυτταρική.
Χρόνια ηπατίτιδα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Κνίδωση, δερματικές αντιδράσεις.
Τοπικό εξάνθημα υποτροπιάζον.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Σύνδρομο Reye (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Νεφρική ανεπάρκεια
Αγγειακές διαταραχές
Αιμορραγία που ενδέχεται να είναι θανατηφόρος. Aγγειίτιδα,
συμπεριλαμβανομένης της πορφύρας του Henoch-Schönlein.
Καρδιακές διαταραχές
Σύνδρομο Kounis στο πλαίσιο μιας αντίδρασης υπερευαισθησίας, λόγω του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Αιματοσπερμία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Οίδημα έχει αναφερθεί με υψηλότερες (αντιφλεγμονώδεις) δόσεις
ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Ο κίνδυνος υπερδοσολογίας αφορά στα ηλικιωμένα άτομα και ιδιαίτερα στα
μικρά παιδιά (θεραπευτική υπερδοσολογία ή, συχνότερα, τυχαία δηλητηρίαση),
όπου μπορεί να αποβεί μοιραία.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη χρόνια υπερδοσολογία, με κυρίως διαταραχές
του κεντρικού νευρικού συστήματος («σαλικυλισμός»), και την οξεία
δηλητηρίαση, το κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας είναι σοβαρή διαταραχή
στην οξεοβασική ισορροπία.
Επιπρόσθετα, με τη διαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας και της
ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (π.χ. απώλεια καλίου), τις δερματικές αντιδράσεις
και τη γαστρεντερική αιμορραγία, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν
ναυτία, έμετο, εξασθένηση της όρασης και σύγχυση.
Η υπερδοσολογία με σαλικυλικά, ιδιαίτερα στα νέα παιδιά, μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα σοβαρή υπογλυκαιμία και δυνητικά θανατηφόρο δηλητηρίαση.
Συμπτώματα
Μέτριας βαρύτητας δηλητηρίαση:
Συμπτώματα, όπως εμβοές των ώτων, αίσθημα έκπτωσης της ακουστικής
οξύτητας, κεφαλαλγία και ζάλη, είναι ενδεικτικά υπερδοσολογίας και μπορούν
να ελέγχονται με ελάττωση της δοσολογίας.
Σοβαρής μορφής δηλητηρίαση:
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, υπεραερισμό, κέτωση, αναπνευστική
αλκάλωση, μεταβολική οξέωση, κώμα, καρδιαγγειακή κατάρρευση,
αναπνευστική ανεπάρκεια, σοβαρή υπογλυκαιμία.
Στα παιδιά, η υπερδοσολογία μπορεί να αποβεί μοιραία σε μια δόση τόσο
χαμηλή όσο είναι η εφάπαξ λήψη 100 mg/kg.
Μπορεί να παρουσιαστεί μη καρδιογενές πνευμονικό οίδημα με οξεία και
χρόνια υπερδοσολογία, λόγω ακετυλοσαλικυλικού οξέος (βλ. παράγραφο 4.8).
Σε περιπτώσεις σοβαρής δηλητηρίασης μπορεί να παρατηρηθεί παραλήρημα,
τρόμος, δύσπνοια, εφίδρωση, αφυδάτωση, υπερθερμία και κώμα.
Σε περιπτώσεις δηλητηρίασης με θανατηφόρο έκβαση, ο θάνατος επέρχεται
συνήθως από αναπνευστική ανεπάρκεια.
Επείγουσα αντιμετώπιση:
Οι μέθοδοι που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της δηλητηρίασης από
ακετυλοσαλικυλικό οξύ εξαρτώνται από την έκταση, το στάδιο και τα κλινικά
συμπτώματα της δηλητηρίασης. Οι μέθοδοι αυτές είναι οι εξής:
- Άμεση μεταφορά σε τμήμα επειγόντων περιστατικών
- Γαστρική πλύση και χορήγηση ενεργού άνθρακα
- Έλεγχος οξεοβασικής ισορροπίας
- Αλκαλική διούρηση με παρακολούθηση του pH των ούρων
- Αιμοκάθαρση σε περιπτώσεις σοβαρής δηλητηρίασης
- Συμπτωματική θεραπεία
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Νευρικό σύστημα-Αναλγητικά-Λοιπά
αναλγητικά και αντιπυρετικά-Σαλικυλικό οξύ και παράγωγα, κωδικός ATC:
N02BA01.
Μηχανισμός δράσης
Ως σαλικυλικό, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ ανήκει στην ομάδα των όξινων
ΜΣΑΦ. Ως εστέρας του σαλικυλικού οξέος, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ είναι
ουσία με αναλγητικές, αντιπυρετικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Ο
τρόπος δράσης που περιγράφεται περιλαμβάνει αναστολή της κυκλοοξυγενάσης
και κατά συνέπεια αναστολή της προσταγλανδίνης Ε
2
και της
προσταγλανδίνης Ι
2
, που είναι μεσολαβητές της φλεγμονής.
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ έχει και έντονη ανασταλτική δράση στη
συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Η αναστολή της κυκλοοξυγενάσης έχει ως
συνέπεια την αναστολή της θρομβοξάνης Α
2
, η οποία επάγει τη συσσώρευση
των αιμοπεταλίων. Η μη αναστρέψιμη αναστολή της κυκλοοξυγενάσης είναι
ιδιαίτερα έντονη στα αιμοπετάλια, επειδή αυτά δεν μπορούν να
επανασυνθέσουν το εν λόγω ένζυμο.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η ακετυλοσαλικυλική λυσίνη, που είναι άλας του ακετυλοσαλικυλικού οξέος,
απορροφάται ταχέως με τη μορφή του ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Η απορρόφηση του ακετυλοσαλικυλικού οξέος πραγματοποιείται ταχέως και
πλήρως μετά τη χορήγησή του από το στόμα, ανάλογα με τη μορφή του
φαρμάκου. Μετά τη λήψη μορφών ταχείας αποδέσμευσης, τα μέγιστα επίπεδα
στο πλάσμα επιτυγχάνονται μετά από 0,2-2 ώρες (σύνολο σαλικυλικών).
Κατά τη διάρκεια της απορρόφησης και μετά από αυτή, το ακετυλοσαλικυλικό
οξύ μετατρέπεται στον κυριότερο μεταβολίτη του, το σαλικυλικό οξύ. Η
ακετυλομάδα του ακετυλοσαλικυλικού οξέος αρχίζει να διαχωρίζεται
υδρολυτικά ακόμη και κατά τη διάρκεια της διέλευσης από το γαστρεντερικό
βλεννογόνο, αλλά η διεργασία αυτή λαμβάνει χώρα κυρίως στο ήπαρ.
Κατανομή
Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες του ορού στον άνθρωπο εξαρτάται από τη
συγκέντρωση. Έχει βρεθεί ποσοστό που ανέρχεται στο 66-98% (του
σαλικυλικού οξέος).
Μετά τη χορήγηση υψηλών δόσεων, το ακετυλοσαλικυλικό οξύ είναι
ανιχνεύσιμο στο εγκεφαλονωτιαίο και στο αρθρικό υγρό. Το σαλικυλικό οξύ
διέρχεται τον πλακούντα και απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Βιομετασχηματισμός
Οι κυριότεροι μεταβολίτες είναι το συζευγμένο προϊόν του σαλικυλικού οξέος
με γλυκίνη (σαλικυλουρικό οξύ), οι γλυκουρονικοί αιθέρες και εστέρες του
σαλικυλικού οξέος (γλυκουρονική σαλικυλική φαινόλη και γλυκουρονικό
σαλικυλοακετύλιο), καθώς και το γεντισικό οξύ και το συζευγμένο του προϊόν
με γλυκίνη.
Αποβολή
Το σαλικυλικό οξύ και οι μεταβολίτες του απεκκρίνονται κυρίως από τους
νεφρούς.
Η κινητική της απέκκρισης του σαλικυλικού οξέος είναι δοσοεξαρτώμενη,
καθώς ο μεταβολισμός περιορίζεται από τη δυναμικότητα των ηπατικών
ενζύμων. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της απέκκρισης κυμαίνεται από 2 έως 3 ώρες
μετά από χαμηλές δόσεις μέχρι περίπου 12 ώρες μετά από τις συνηθισμένες
αναλγητικές δόσεις.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Η οξεία λήψη δόσεων > 10 g ακετυλοσαλικυλικού οξέος σε ενήλικες και > 4 g
σε παιδιά μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Συγκεντρώσεις στο πλάσμα από 300-350 μg σαλικυλικού οξέος/ml μπορεί να
οδηγήσουν σε τοξικά συμπτώματα και συγκεντρώσεις από 400-500 μg
σαλικυλικού οξέος/ml οδηγούν σε κωματώδεις έως θανατηφόρες καταστάσεις.
Χρόνια τοξικότητα
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ και ο μεταβολίτης του, το σαλικυλικό οξύ, έχουν
τοπική ερεθιστική δράση στους βλεννογόνους.
Εφόσον υπάρχουν έλκη στον γαστρεντερικό σωλήνα, υπάρχει κίνδυνος
αιμορραγίας. Σε μελέτες σε ζώα αναφέρεται επίσης νεφρική βλάβη μετά από
οξεία και χρόνια χορήγηση υψηλών δόσεων.
Μετάλλαξη-Καρκινογένεση
Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ έχει επαρκώς εξεταστεί για μεταλλαξιογόνο και
καρκινογόνο δράση. Δεν έχει βρεθεί κάποια ένδειξη πιθανής μεταλλαξιογόνου
ή καρκινογόνου δράσης.
Τοξικότητα στην αναπαραγωγή
Αναφέρεται ότι τα σαλικυλικά έχουν τερατογόνο δράση σε ορισμένα είδη ζώων.
Έχουν αναφερθεί διαταραχές στην εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου,
εμβρυοτοξικά αποτελέσματα και διαταραχές στην ικανότητα εκμάθησης στους
απογόνους μετά από προγεννητική έκθεση.
Για πληροφορίες σχετικά με τη χρήση στον άνθρωπο, βλ. παράγραφο 4.6.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Γλυκίνη
Άλας αμμωνίου του γλυκυρριζινικού οξέος
Βελτιωτικό γεύσης μανταρίνι (χυμός πορτοκαλιού, λακτόζη, αιθέριο έλαιο
μανταρινιού)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
2, 20 ή 30 φακελίσκοι μιας δόσης από χαρτί-αλουμίνιο-πολυαιθυλένιο.
Επιπλέον, το προϊόν φέρεται και σε συσκευασία των 60 φακελίσκων μίας
δόσης από χαρτί-αλουμίνιο-πολυαιθυλένιο, συσκευασμένων σε χάρτινο κουτί,
ως νοσοκομειακή συσκευασία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
sanofi-aventis AEBE
Λεωφ. Συγγρού 348 – Κτίριο Α
176 74 Καλλιθέα – Αθήνα
Τηλ.: +30 210 90 01 600
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
45311/14-9-2009
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
14 Μαρτίου 1981
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
14 Σεπτεμβρίου 2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ