διαταραχή του καρδιακού ρυθμού, κολποκοιλιακό αποκλεισμό, καρδιακή ανακοπή. Η τοξική δράση
του στην καρδιά είναι συχνότερη με ταυτόχρονη χορήγηση δαχτυλίτιδος.
Ύστερα από παρατεταμένη θεραπεία ή υπερβολική δοσολογία είναι δυνατόν να εμφανισθούν
συμπτώματα κοπώσεως, τα οποία είναι ενδεικτικά ανωμάλως αυξημένων συγκεντρώσεων μαγνησίου
στον ορό του αίματος. Τα συμπτώματα εξαφανίζονται με την προσωρινή διακοπή της θεραπείας και
ελέγχονται ξανά τα επίπεδα του μαγνησίου.
4.9 Υπερδοσολογία
Όσον αφορά την από του στόματος χορήγηση, υπερδοσολογία μπορεί να παρατηρηθεί επί νεφρικής
ανεπάρκειας προχωρημένου σταδίου .
Φαρμακολογικές και τοξικολογικές δράσεις επί αυξημένων επιπέδων μαγνησίου στο πλάσμα
Επίπεδα μαγνησίου
στο πλάσμα (mmol/l)
Επίπεδα μαγνησίου
στο πλάσμα (mg/dl)
Συμπτώματα και ανεπιθύμητες επιδράσεις
>1,5 >3,65 Πτώση αρτηριακής πίεσης, ναυτία, έμετος
>2,5 >6,08 Καταστολή ΚΝΣ
>3,5 >8,50 Ελάττωση αντανακλαστικών, αλλοιώσεις του ΗΚΓ
>5,0 >12,15 Αρχόμενη καταστολή αναπνευστικού
>5,5 >13,37 Κώμα
>7,0 >17,01 Καρδιακή ανακοπή, παράλυση αναπνευστικού
Αντιμετώπιση υπερδοσολογίας: ενυδάτωση με σκοπό την πρόκληση έντονης διούρησης, ενώ σε
περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη περιτοναϊκή κάθαρση ή αιμοκάθαρση. Μπορεί να
χορηγηθεί, ως αντίδοτο, γλυκονικό ασβέστιο ενδοφλεβίως.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Συμπληρώματα μεταλλικών στοιχείων, άλλα συμπληρώματα
μεταλλικών στοιχείων, κωδικός ATC: A12CC08
Το μαγνήσιο είναι απαραίτητο στοιχείο για τη ζωή των ανθρώπων γιατί ένας μεγάλος αριθμός
μεταβολικών διεργασιών εξαρτάται από το στοιχείο αυτό.
Το μαγνήσιο είναι ένα κατιόν, ευρισκόμενο, κατά κύριο λόγο, ενδοκυττάρια. Συμμετέχει ως
συμπαράγοντας σε πολυάριθμες ενζυμικές αντιδράσεις και καθιστά δυνατή τη διατήρηση της
ενδοκυττάριας ιοντικής ισορροπίας. Περιορίζει την νευρωνική διεγερσιμότητα και τη μεταφορά
νευρομυϊκής εισροής, και μάλιστα κατά κύριο λόγο μέσω των φυσιολογικών του ιδιοτήτων ως
ανταγωνιστής ασβεστίου. Το MAG-2 διορθώνει τα συμπτώματα της έλλειψης μαγνησίου, η οποία
υποδεικνύεται από συγκεντρώσεις μαγνησίου στο ορό κάτω των 0,7 mmol/l (δηλ. 17 mg/l).
Η έλλειψη αυτού του είδους μπορεί να οφείλεται πρωτογενώς σε συγγενή ανωμαλία του
μεταβολισμού ή να προκληθεί δευτερογενώς λόγω ανεπαρκούς πρόσληψης μαγνησίου (πτωχή
διατροφή, αλκοολισμός, αποκλειστικώς παρεντερική σίτιση κλπ.) και κακής απορρόφησης από την
πεπτική οδό (χρόνια διάρροια, εκτομή εντέρου κλπ.) ή μέσω αύξησης της απώλειας μαγνησίου διά
των νεφρών (διουρητική αγωγή, διαταραχές της λειτουργίας των νεφρικών σωληναρίων, έντονη
πολυουρία κλπ.).
Κλινικές μελέτες έδειξαν πως η μείωση του μαγνησίου στον ανθρώπινο οργανισμό οδηγεί σε
νέκρωση των ιστών του μυοκαρδίου. Η μαγνησιοπενία συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο
θρομβώσεως.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
30–50% του από του στόματος λαμβανόμενου Magnesium pidolate απορροφάται κατά κύριο λόγο
3