ωτοτοξικότητας από τις αμινογλυκοσίδες είναι μεγαλύτερος στους ασθενείς
με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, στους ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές
δόσεις ή σε εκείνους σε παρατεταμένη θεραπεία. Συνήθως εμφανίζεται
πρώτα κώφωση στις υψηλές συχνότητες που μπορεί να ανιχνευθεί μόνο με
ακοομετρική δοκιμασία. Ίλιγγος μπορεί να παρατηρηθεί και να αποτελεί
ένδειξη αιθουσαίας βλάβης. Άλλες εκδηλώσεις νευροτοξικότητας μπορεί να
είναι αιμωδία, μυρμηκιάσεις, μυϊκές συσπάσεις και σπασμοί. Ο κίνδυνος
εμφάνισης ωτοτοξικότητας από αμινογλυκοσίδες αυξάνει με τον βαθμό της
έκθεσης σε παρατεταμένες υψηλές μέγιστες ή υψηλές ελάχιστες
συγκεντρώσεις ορρού. Οι ασθενείς που αναπτύσσουν κοχλιακή ή αιθουσαία
βλάβη μπορεί να μην εμφανίζουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας συμπτώματα
που να τους προειδοποιούν για την ανάπτυξη τοξικότητας από την 8
η
συζυγία,
και ολική ή μερική μη αναστρέψιμη αμφοτερόπλευρη κώφωση ή έντονος
ίλιγγος μπορεί να παρατηρηθούν μετά την διακοπή του αντιβιοτικού. Η
ωτοτοξικότητα από τις αμινογλυκοσίδες είναι συνήθως μη αναστρέψιμη.
• Οι αμινογλυκοσίδες είναι δυνητικά νεφροτοξικές. Ο κίνδυνος εμφάνισης
νεφροτοξικότητας είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας, σε εκείνους που λαμβάνουν υψηλές δόσεις ή σε εκείνους στους
οποίους παρατείνεται η θεραπεία.
• Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται καλά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
• Η λειτουργία των νεφρών και της 8
η ς
εγκεφαλικής συζυγίας πρέπει να
παρακολουθούνται στενά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με έκπτωση ή με υποψία
έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας κατά την αρχή της θεραπείας, καθώς και
στους ασθενείς στους οποίους η νεφρική λειτουργία είναι αρχικά φυσιολογική
αλλά αναπτύσσουν σημεία νεφρικής δυσλειτουργίας κατά την διάρκεια της
θεραπείας. Οι συγκεντρώσεις της αμικασίνης στον ορρό πρέπει, όταν είναι
εφικτό, να παρακολουθούνται, για να εξασφαλίζονται επαρκείς στάθμες και να
αποφεύγονται στάθμες που είναι δυνατόν να προκαλέσουν τοξικότητα.
• Τα ούρα πρέπει να εξετάζονται για ελάττωση του ειδικού βάρους, αύξηση της
αποβολής λευκώματος και την παρουσία επιθηλίων ή κυλίνδρων. Η ουρία του
αίματος, η κρεατινίνη του ορρού ή η κάθαρση της κρεατινίνης πρέπει να
μετρούνται περιοδικά. Εάν η ουρία του αίματος αυξηθεί, ή ελαττωθεί
προοδευτικά η διούρηση, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί. Η παρακολούθηση
της νεφρικής λειτουργίας σε υπερήλικα άτομα κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με αμινογλυκοσίδες έχει ιδιαίτερη σημασία.
• Διαδοχικά ακοογράμματα πρέπει να γίνονται, όταν είναι εφικτό, ιδιαίτερα
στους ασθενείς υψηλού κινδύνου που είναι σε ηλικία που μπορούν να
εξετάζονται.
• Ένδειξη ωτοτοξικότητας (ζάλη, ίλιγγος, εμβοές και ελάττωση ακοής) ή
νεφροτιξικότητας απαιτεί διακοπή του αντιοβιοτικού ή προσαρμογή της
δοσολογίας.
• Νευρομυϊκός αποκλεισμός και αναπνευστική παράλυση αναφέρθηκαν μετά
την παρεντερική χορήγηση, την τοπική ενστάλλαξη (όπως σε ορθοπεδικές και
κοιλιακές πλύσεις ή κατά την τοπική θεραπεία του εμπυήματος) και κατόπιν
λήψης αμινογλυκοσιδών από το στόμα. Η πιθανότητα αναπνευστικής
παράλυσης πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη, εάν οι αμινογλυκοσίδες
χορηγούνται από οποιαδήποτε οδό, ειδικότερα σε ασθενείς που τους
χορηγούνται αναισθητικά, φάρμακα που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό,
όπως τουβοκουραρίνη, σουκκινυλοχολίνη, δεκαμεθόνιο, ή σε ασθενείς που
τους χορηγούνται μαζικές μεταγγίσεις αίματος με κιτρικά σαν αντιπηκτικά.
Εάν παρατηρηθεί νευρομυϊκός αποκλεισμός, τα άλατα του ασβεστίου μπορούν
να αναστρέψουν την αναπνευστική παράλυση, αλλά μπορεί να απαιτηθεί
μηχανική αναπνευστική υποστήριξη.
• Οι αμινογλυκοσίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με
μυϊκές διαταραχές, όπως βαρεία μυασθένεια ή παρκινσονισμό, εφόσον τα