Μπορεί να καλύψει τα προειδοποιητικά σημάδια της υπογλυκαιμίας όπως
ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών και εφίδρωση.
Μπορεί να καλύψει τα καρδιολογικά σημεία της θυρεοειδοτοξίκωσης.
Θα μειώσει την καρδιακή συχνότητα, ως αποτέλεσμα της φαρμακολογικής
δράσης της. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν ένας ασθενής σε θεραπεία
εκδηλώσει συμπτώματα που μπορούν να αποδοθούν στη χαμηλή καρδιακή
συχνότητα, η δόση μπορεί να μειωθεί.
Δεν πρέπει να διακόπτεται απότομα σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο.
Μπορεί να προκαλέσει μια πιο σοβαρή αντίδραση σε διάφορα αλλεργιογόνα,
όταν χορηγείται σε ασθενείς με ιστορικό αναφυλακτικής αντίδρασης σε
τέτοια αλλεργιογόνα. Αυτοί οι ασθενείς μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις
συνήθεις δόσεις αδρεναλίνης που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση
αυτών των αλλεργικών αντιδράσεων.
Ασθενείς με βρογχόσπασμο γενικά δεν πρέπει να παίρνουν β-αναστολείς
λόγω της αύξησης της αντίστασης στους αεραγωγούς. Η ατενολόλη είναι β1-
εκλεκτικός αναστολέας, παρόλα αυτά η εκλεκτικότητα της δεν είναι
απόλυτη. Ως εκ τούτου θα πρέπει να χορηγείται η χαμηλότερη δυνατή δόση
του Tenoretic και πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή. Εάν συμβεί αυξημένη
αντίσταση των αεραγωγών, το Tenoretic πρέπει να διακοπεί και να χορηγηθεί
εάν είναι απαραίτητο βρογχοδιασταλτική θεραπεία (π.χ. σαλβουταμόλη).
Οι συστηματικές επιδράσεις των από του στόματος β-αποκλειστών μπορούν
να ενισχυθούν όταν χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα με οφθαλμικούς βήτα-
αναστολείς.
Σε ασθενείς με φαιοχρωμοκύτωμα το Tenoretic πρέπει να χορηγείται μόνο μετά
τον αποκλεισμό των α-υποδοχέων. Η αρτηριακή πίεση πρέπει να
παρακολουθείται στενά.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν χορηγούνται αναισθητικά με το Tenoretic.
Ο αναισθησιολόγος πρέπει να είναι ενημερωμένος και το αναισθητικό που θα
επιλεγεί να έχει όσο το δυνατόν μικρότερη αρνητική ινότροπο δράση. Η
χρήση των β-αναστολέων με αναισθητικά φάρμακα μπορεί να οδηγήσει σε
εξασθένηση της αντανακλαστικής ταχυκαρδίας και να αυξήσει τον κίνδυνο
υπότασης. Αναισθητικοί παράγοντες που προκαλούν καταστολή του
μυοκαρδίου καλύτερα να αποφεύγονται.
:Λόγω της χλωροθαλιδόνης
Περιοδικοί προσδιορισμοί των ηλεκτρολυτών του ορού πρέπει να γίνονται σε
κατάλληλα διαστήματα για να ανιχνευτούν πιθανές διαταραχές της
ισορροπίας των ηλεκτρολυτών ειδικά για υποκαλιαιμία και υπονατριαιμία.
Υποκαλιαιμία και υπονατριαιμία μπορεί να εμφανισθούν. Συνιστάται η
μέτρηση των ηλεκτρολυτών, ειδικά στους ηλικιωμένους ασθενείς, σ’ αυτούς
που λαμβάνουν παρασκευάσματα με δακτυλίτιδα, σ’ αυτούς που ακολουθούν
μία μη φυσιολογική δίαιτα (χαμηλή σε κάλιο) ή σ’ εκείνους που υποφέρουν
από γαστρεντερικές διαταραχές. Η υποκαλιαιμία προδιαθέτει για αρρυθμίες
σε ασθενείς που λαμβάνουν δακτυλίτιδα.
Επειδή η χλωροθαλιδόνη μπορεί να μειώσει την ανοχή στη γλυκόζη οι
διαβητικοί ασθενείς πρέπει να είναι ενημερωμένοι για την πιθανότητα
αυξημένων επιπέδων σακχάρου. Συνιστάται στενή παρακολούθηση του
σακχάρου στην αρχική φάση της θεραπείας και σε παρατεταμένη θεραπεία
πρέπει να γίνονται σε τακτά διαστήματα test για γλυκόζη στα ούρα.
4