10 υγιή άτομα. Η AUC αυξήθηκε κατά 80% παρουσία της ερυθρομυκίνης, γεγονός
που δηλώνει ότι η ερυθρομυκίνη μπορεί να αναστέλλει το μεταβολισμό των
φαρμάκων που μεταβολίζονται από το CYP 3A4. Ως εκ τούτου η υπνωτική δράση
του Imovane μπορεί να ενισχυθεί.
Δεδομένου ότι η zopiclone μεταβολίζεται από το ισοένζυμο του κυτοχρώματος P450
(CYP) 3A4 (βλ. Παράγραφο 5.2 «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες») τα επίπεδα της
zopiclone στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν όταν συγχορηγείται με αναστολείς του
CYP3A4 όπως ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη και
ριτοναβίρη. Μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης της zopiclone όταν
συγχορηγείται με αναστολείς του CYP3A4. Αντίθετα, τα επίπεδα της zopiclone στο
πλάσμα μπορεί να μειωθούν όταν συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP3A4 όπως
ριφαμπικίνη, καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, φενυτοϊνη και St.John’s wort
(Βαλσαμόχορτο). Μπορεί να απαιτηθεί αύξηση της δόσης της zopiclone όταν
συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP3A4.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια της χρήσης της zopiclone κατά την
εγκυμοσύνη και το θηλασμό είναι ανεπαρκή. Εάν το προϊόν συνταγογραφηθεί σε
γυναίκα γόνιμης ηλικίας θα πρέπει να της γίνει η σύσταση, εάν προτίθεται να μείνει ή
υποψιάζεται ότι είναι έγκυος, να συμβουλευθεί το θεράποντα ιατρό της σχετικά με τη
δυνατότητα διακοπής της θεραπείας.
Χορήγηση του Imovane κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών της
εγκυμοσύνης ή κατά τον τοκετό επιτρέπεται μόνο με αυστηρή ιατρική ένδειξη επειδή,
εξαιτίας της φαρμακολογικής του δράσης μπορεί να εμφανισθούν στο νεογνό
επιδράσεις όπως υποθερμία, υποτονικότητα και μέτρια αναπνευστική καταστολή.
Επιπλέον τα βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που έπαιρναν χρονίως
βενζοδιαζεπίνες ή ανάλογα της βενζοδιαζεπίνης κατά τα τελευταία στάδια της
εγκυμοσύνης είναι δυνατόν να παρουσιάσουν φυσική εξάρτηση και υπάρχει σχετικός
κίνδυνος να εμφανίσουν συμπτώματα στέρησης κατά την περίοδο μετά τον τοκετό.
Η zopiclone δεν πρέπει να χορηγείται στις μητέρες κατά την περίοδο του θηλασμού
γιατί απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η καταστολή και η αμνησία, η αδυναμία συγκέντρωσης και η διαταραχή της μυϊκής
λειτουργίας μπορούν να επιδράσουν κατ’ ανεπιθύμητο τρόπο, στην ικανότητα
οδήγησης ή χρήσης μηχανημάτων.
Στην περίπτωση που ο ύπνος είναι μειωμένης διάρκειας η πιθανότητα μειωμένης
εγρήγορσης αυξάνεται (βλ. επίσης παράγραφο 4.8 «Αλληλεπιδράσεις»).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, συναισθηματική αδράνεια, μειωμένη
εγρήγορση, σύγχυση, κόπωση, πονοκέφαλος, ζάλη, μυϊκή αδυναμία, αταξία ή
διπλωπία εμφανίζονται κυρίως κατά την έναρξη της θεραπείας και συνήθως
εξαφανίζονται με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
Άλλες παρενέργειες όπως γαστρεντερικές διαταραχές, δυσπεψία, ναυτία, ξηροστομία,
μεταβολές της libido, αλλεργικές ή δερματικές αντιδράσεις όπως κνησμός και
4