Πριν από τη θεραπεία και κατά τη διάρκεια της πρέπει να γίνονται
γενικές ούρων (με dip sticks) κατά την κρίση του θεράποντος
ιατρού. Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα
κρεατινίνης ή πρωτεϊνουρία. Η δυνατότητα της επαγόμενης από τη
μεσαλαζίνη νεφροτοξικότητας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε
ασθενείς που αναπτύσσουν ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας
κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Συνιστάται όλοι οι ασθενείς να υποβάλλονται σε αξιολόγηση της
νεφρικής τους λειτουργίας πριν την έναρξη της θεραπείας με
Asacol και επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ως
οδηγία δίνεται να διεξάγονται έλεγχοι παρακολούθησης 14 ημέρες
μετά την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια κάθε 4 εβδομάδες
για τις επόμενες 12 εβδομάδες. Σύντομα μεσοδιαστήματα
παρακολούθησης ήδη μετά την έναρξη της θεραπείας με Asacol θα
οδηγήσουν στον εντοπισμό σπάνιων οξέων νεφρικών αντιδράσεων.
Εν τη απουσία οξέων αντιδράσεων από τους νεφρούς, τα
μεσοδιαστήματα της παρακολούθησης μπορεί να παραταθούν και η
παρακολούθηση να διενεργείται κάθε 3 μήνες και στη συνέχεια
κάθε έτος μετά από 5 χρόνια. Εάν προκύψουν επιπλέον
εργαστηριακά ή κλινικά σημεία νεφρικής ανεπάρκειας, οι έλεγχοι
αυτοί πρέπει να διεξαχθούν αμέσως. Η θεραπεία με Asacol πρέπει
να διακόπτεται αμέσως εάν υπάρχουν ενδείξεις νεφρικής
ανεπάρκειας και οι ασθενείς πρέπει να ζητήσουν αμέσως τη
συμβουλή ιατρού.
Αιματολογική δυσκρασία
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί σοβαρή αιματολογική δυσκρασία. Η
θεραπεία με Asacol πρέπει να διακόπτεται αμέσως εάν υπάρχει
υποψία ή ενδείξεις αιματολογικής δυσκρασίας (σημεία ανεξήγητης
αιμορραγίας, μωλώπων, πορφύρας, αναιμίας, εμμένοντος πυρετού
ή πόνος στο λαιμό) και οι ασθενείς πρέπει να ζητήσουν αμέσως τη
συμβουλή ιατρού. Συνιστάται να διενεργηθούν αιματολογικές
εξετάσεις (λευκοκυτταρικός τύπος) πριν από την έναρξη του Asacol
και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, σύμφωνα με την κρίση του
θεράποντος ιατρού. Γενικά, συνιστάται η διενέργεια εξετάσεων
παρακολούθησης 14 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας, στη
συνέχεια ακόμη δύο ή τρεις εξετάσεις ανά διαστήματα των 4
εβδομάδων. Εάν τα ευρήματα είναι φυσιολογικά, πρέπει να
διεξάγονται έλεγχοι παρακολούθησης κάθε 3 μήνες. Εάν
παρατηρηθούν επιπλέον συμπτώματα οι εξετάσεις αυτές πρέπει να
γίνονται αμέσως.
3