4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Εξετάσεις αίματος (διαφορική μέτρηση, παράμετροι ηπατικής λειτουργίας όπως
ALT ή AST, κρεατινίνη ορού) και έλεγχος της κατάστασης του ουροποιητικού [στικ
εμβάπτισης (dip sticks)] πρέπει να διενεργούνται πριν από τη θεραπεία και κατά τη
διάρκειά της, ανάλογα με την κρίση του θεράποντα ιατρού. Ως κατευθυντήρια
γραμμή, δοκιμασίες παρακολούθησης συνιστώνται να γίνονται 14 ημέρες μετά την
έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια άλλες δύο ή τρεις δοκιμασίες σε
μεσοδιαστήματα 4 εβδομάδων.
Εάν τα ευρήματα είναι φυσιολογικά, δοκιμασίες παρακολούθησης πρέπει να
διενεργούνται κάθε 3 μήνες. Εάν παρουσιαστούν επιπλέον συμπτώματα, πρέπει να
διενεργηθούν άμεσα αυτές οι δοκιμασίες.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.
Τα κοκκία Salofalk granu stix δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία.
Η νεφρική τοξικότητα που επάγεται από την μεσαλαζίνη πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη όταν η νεφρική λειτουργία επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι ασθενείς με πνευμονική νόσο, ιδιαίτερα άσθμα πρέπει να παρακολουθούνται
πολύ προσεκτικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας με κοκκία Salofalk granu stix.
Οι ασθενείς με ιστορικό ανεπιθύμητων αντιδράσεων σε σκευάσματα που
περιέχουν σουλφασαλαζίνη πρέπει να βρίσκονται κάτω από στενή ιατρική
επιτήρηση κατά την έναρξη σχήματος θεραπείας με τα κοκκία Salofalk granu stix. Εάν
τα κοκκία Salofalk granu stix προκαλέσουν οξείες αντιδράσεις δυσανεξίας, όπως
κοιλιακές κράμπες, οξύ κοιλιακό άλγος, πυρετό, έντονη κεφαλαλγία και
εξάνθημα, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται αμέσως.
Σε ασθενείς με φαινυλκετονουρία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα
κοκκία Salofalk granu stix περιέχουν ασπαρτάμη, ως γλυκαντικό παράγοντα, που
ισοδυναμεί με 0,56 mg (κοκκία Salofalk granu stix 500 mg), 1,12 mg (κοκκία Salofalk
granu stix 1000 mg), 1,68 mg (κοκκία Salofalk granu stix 1,5 g) και και 3,36 mg (Salofalk
granu stix 3 g) φαινυλαλανίνης.
Τα κοκκία Salofalk περιέχουν σακχαρόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή
ανεπάρκεια σουκράσης-ισομαλτάσης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης.
Λακτουλόζη ή παρόμοια σκευάσματα, που μειώνουν το PH των κοπράνων:
πιθανή μείωση της αποδέσμευσης της μεσαλαζίνης από τα κοκκία εξαιτίας του
μειωμένου pH που προκαλείται από μεταβολισμό των βακτηρίων της
λακτουλόζης.
Σε ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν ταυτόχρονα αζαθειοπρίνη, 6-μερκαπτοπουρίνη,
ή θειογουανίνη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια πιθανή αύξηση της
μυελοκατασταλτικής επίδρασης της αζαθειοπρίνης, της 6-μερκαπτοπουρίνης ή της