ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
CIPROXIN
XR 1000 mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα δισκίο ελεγχόμενης αποδέσμευσης περιέχει 669.4 mg Ciprofloxacin
hydrochloride monohydrate και 506.0mg ciprofloxacin betaine hydrated που αντιστοιχούν
σε 1000mg ciprofloxacin.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Ciproxin XR 1000mg, δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης, ενδείκνυται μόνο για
τη θεραπεία των επιπεπλεγμένων λοιμώξεων των ουροφόρων οδών και της
οξείας μη επιπεπλεγμένης πυελονεφρίτιδας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να
δίνεται στις διαθέσιμες πληροφορίες αντοχής στη σιπροφλοξασίνη πριν την
έναρξη της θεραπείας
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες σχετικά με την κατάλληλη
χρήση των αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες
Η συνήθης δόση είναι ένα δισκίο (1000 mg) μία φορά ημερησίως για 7 – 14
ημέρες.
Παιδιά και έφηβοι
To Ciproxin XR 1000 mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης δεν συνιστώνται για
τη χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας κάτω των 18 ετών λόγω έλειψης
δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν μια δόση επιλεγμένη ανάλογα
με τη σοβαρότητα της λοίμωξης και την κάθαρση κρεατινίνης του ασθενή.
2
Ασθενείς με νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
Συνιστώμενες δόσεις έναρξης και συντήρησης για ασθενείς με επηρεασμένη
νεφρική λειτουργία:
Kάθαρση κρεατινίνης
[mL/min/1.73 m
2
]
κρεατινίνη ορού
mol/L/mg/dL]
Aπο του στόματος
δόση
[mg]
> 30 < 169/1,91 Δείτε συνήθη δόση
< 30
Συμπεριλαμβανομένων
των ασθενών σε
αιμοδιάλυση και
περιτοναϊκή διάλυση
> 169/1,91 Ένα δισκίο ελεγχόμενης
αποδέσμευσης
Ciprofloxacin 500 mg
ημερησίως.
Τα δισκία ελεγχόμενης
αποδέσμευσης
Ciprofloxacin 1000 mg δε
θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται ( δείτε
παράγραφο 4.3)
Δεν απαιτείται η προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία.
Τρόπος χορήγησης
Τα δισκία πρέπει να καταπίνονται αμάσητα μαζί με υγρό. To Ciproxin 1000 mg
δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης δεν πρέπει να θρυμματίζονται, διαιρούνται
ή μασώνται κατά τη λήψη τους αλλιώς οι τροποποιημένες ιδιότητες
αποδέσμευσής τους θα χαθούν.
Μπορούν να λαμβάνονται ανεξάρτητα από τα γεύματα. Εάν λαμβάνονται με
άδειο στομάχι, η δραστική ουσία απορροφάται ταχύτερα. Τα δισκία
σιπροφλοξασίνης δεν πρέπει να λαμβάνονται μαζί με γαλακτοκομικά προϊόντα
(π.χ. γάλα, γιαούρτι) ή χυμό φρούτων ενισχυμένο με μέταλλα (π.χ. χυμό
πορτοκάλι ενισχυμένο με ασβέστιο) (βλ. παράγραφο 4.5).
Εάν ο ασθενής δεν είναι δυνατό να λάβει τα δισκία (π.χ. ασθενείς σε εντερική
σίτιση), συνιστάται η έναρξη θεραπείας με ενδοφλέβια σιπροφλοξασίνη μέχρι
να είναι εφικτή η μετάβαση σε από του στόματος χορήγηση.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε άλλες κινολόνες, ή σε κάποιο από
τα έκδοχα που αναγράφονται στην παράγραφο 6.1.
Συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης και τιζανιδίνης (βλ. παράγραφο 4.5)
Νεφρική δυσλειτουργία ( κάθαρση κρεατινίνης < 30 mL / min/ 1.73 m
2
, ή
κρεατινίνη ορού ≥ 169 μmol/L)
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παιδιά και έφηβοι
3
Η χρήση τoυ Ciproxin XR 1000 mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης δεν
συνιστάται σε ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 18 ετών ( δείτε παράγραφο
4.2).
Υπερευαισθησία
Υπερευαισθησία και αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων της
αναφυλαξίας και αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, μπορεί να εμφανιστούν μετά
από μία δόση (βλ. παράγραφο 4.8) και μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη ζωή.
Σε περίπτωση εμφάνισης τέτοιας αντίδρασης, η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να
διακόπτεται και απαιτείται επαρκής ιατρική θεραπεία.
Μυοσκελετικό σύστημα
Η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει γενικά να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με
ιστορικό νόσου/διαταραχής των τενόντων σχετιζόμενης με θεραπεία με
κινολόνη. Εντούτοις, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μετά από μικροβιολογική
τεκμηρίωση των υπεύθυνων οργανισμών και αξιολόγηση της ισορροπίας
οφέλους-κινδύνου, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να συνταγογραφηθεί στους
συγκεκριμένους ασθενείς για τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών λοιμώξεων,
ειδικά σε περίπτωση αποτυχίας της τυπικής θεραπείας ή βακτηριακής
αντίστασης, όταν τα μικροβιολογικά δεδομένα δικαιολογούν τη χρήση
σιπροφλοξασίνης.
Τενοντίτιδα και ρήξη τενόντων (ειδικά του Αχίλλειου τένοντα), ορισμένες
φορές αμφοτερόπλευρη, μπορεί να συμβεί με την σιπροφλοξασίνη, ακόμα και
εντός 48 ωρών από την έναρξη της θεραπείας.
Μπορεί να προκύψουν φλεγμονή και ρήξεις του τένοντα ακόμα και μετά από
πολλούς μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας με σιπροφλοξασίνη.
Ο κίνδυνος τενοντοπάθειας μπορεί να είναι αυξημένος σε ηλικιωμένους
ασθενείς ή σε ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται κορτικοστεροειδή (βλ.
παράγραφο 4.8).
Στην εμφάνιση οποιουδήποτε σημείου τενοντίτιδας (π.χ. οδυνηρό οίδημα,
φλεγμονή), η θεραπεία με Σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται. Απαιτείται
μέριμνα για την ανάπαυση του μέλους που έχει επηρεαστεί.
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
μυασθένεια gravis διότι τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν (βλ.
παράγραφο 4.8).
Διαταραχές της όρασης
Εάν επηρεαστεί η όραση ή παρουσιαστεί κάποια παρενέργεια στα μάτια, θα
πρέπει να ζητείται αμέσως η γνώμη ενός οφθαλμίατρου.
Φωτοευαισθησία
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αντιδράσεις
φωτοευαισθησίας. Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να
αποφεύγουν την άμεση έκθεση σε παρατεταμένη ηλιακή ή υπεριώδη
ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.8).
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Η σιπροφλοξασίνη όπως και άλλες κινολόνες είναι γνωστό ότι προκαλούν
σπασμούς ή ελαττώνουν την ουδό σπασμών. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
status epilepticus. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε
ασθενείς με διαταραχές του ΚΝΣ, οι οποίοι μπορεί να έχουν προδιάθεση σε
σπασμούς. Σε περίπτωση εμφάνισης σπασμών, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να
4
διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.8). Ψυχιατρικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν
ακόμα και μετά την πρώτη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης. Σε σπάνιες
περιπτώσεις, κατάθλιψη ή ψύχωση μπορεί να εξελιχθούν σε αυτοκτονικούς
ιδεασμούς / σκέψεις που οδηγούν σε απόπειρα αυτοκτονίας ή αυτοκτονία. Εάν
προκύψουν τέτοιες περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί.
Σε ασθενείς που λάμβαναν σιπροφλοξασίνη έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
πολυνευροπάθειας (με βάση νευρολογικά συμπτώματα όπως πόνος, αίσθημα
καύσου, αισθητήριες διαταραχές ή μυϊκή αδυναμία, μεμονωμένα ή σε
συνδυασμό). Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που
εμφανίζουν συμπτώματα νευροπάθειας, όπως πόνος, αίσθημα καύσου,
μυρμηκίαση, μούδιασμα ή/και αδυναμία, για να αποτραπεί η ανάπτυξη μη
αναστρέψιμης κατάστασης (βλ. παράγραφο 4.8).
Καρδιακές διαταραχές
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν γίνεται χρήση των φθοριοκινολονών ,
συμπεριλαμβανομένης της σιπροφλοξασίνης, σε ασθενείς με γνωστούς
παράγοντες κινδύνου για την επιμύκηνση του διαστήματος QT όπως για
παράδειγμα:
- συγγενές σύνδρομο μακρού QT
- ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων που είναι γνωστά ότι επιμυκήνουν το
διάστημα QT (π.χ. κατηγορία ΙΑ και ΙΙΙ αντι αρρυθμικά, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, μακρολίδια, αντιψυχωσικά)
- μη διορθωμένη ηλεκτρολυτική διαταραχή ( π.χ. υποκαλιαιμία,
υπομαγνησιαιμία)
- καρδιακή νόσος (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου,
βραδυκαρδία)
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς και οι γυναίκες μπορεί να είναι περισσότερο
ευαίσθητες στα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που επιμηκύνουν το διάστημα
QTc. Συνεπώς, θα πρέπει να λαμβάνεται προσοχή σε αυτούς τους πληθυσμούς
κατά τη χρήση των φθοριοκινολονών, συμπεριλαμβανομένης της
σιπροφλοξασίνης.
(Δείτε παράγραφο 4.2 Ηλικιωμένοι ασθενείς, παράγραφο 4.5, παράγραφο 4.8,
παράγραφο 4.9)
Γαστρεντερικό σύστημα
Η εμφάνιση σοβαρής και επίμονης διάρροιας κατά τη διάρκεια ή μετά τη
θεραπεία (συμπεριλαμβανομένων αρκετών εβδομάδων μετά τη θεραπεία),
μπορεί να είναι ενδεικτικό κολίτιδας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά (απειλητική
για τη ζωή με ενδεχόμενη θανατηφόρα έκβαση), η οποία απαιτεί άμεση
θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.8). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη
πρέπει να διακοπεί και να ξεκινήσει η κατάλληλη θεραπεία. Αντιπερισταλτικά
φάρμακα αντενδείκνυνται σε αυτήν την περίπτωση.
Νεφρικό και ουροποιητικό σύστημα
Έχει αναφερθεί κρυσταλλουρία σχετιζόμενη με τη χρήση της σιπροφλοξασίνης
(βλ. παράγραφο 4.8). Ασθενείς που λαμβάνουν Σιπροφλοξασίνη πρέπει να
ενυδατώνονται καλά και να αποφεύγεται η υπερβολική αλκαλικότητα των
ούρων.
5
Νεφρική δυσλειτουργία
Αφού η σιπροφλοξασίνη αποβάλλεται αμετάβλητη σε μεγάλο βαθμό μέσω της
νεφρικής οδού είναι απαραίτητη η προσαρμογή δόσης σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.2 ώστε να αποφευχθεί
μια αύξηση στις ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου λόγω της συγκέντρωσης
της σιπροφλοξασίνης.
Ηπατοχολικό σύστημα
Περιπτώσεις ηπατικής νέκρωσης και απειλητική για τη ζωή ηπατική
ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί με τη σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Σε
περίπτωση οποιονδήποτε σημείων και συμπτωμάτων ηπατικής νόσου (όπως
ανορεξία, ίκτερος, σκουρόχρωμα ούρα, κνησμός ή ευαισθησία στην κοιλιακή
χώρα), η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Έλλειψη αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης
Έχουν αναφερθεί αιμολυτικές αντιδράσεις με τη σιπροφλοξασίνη σε ασθενείς
με έλλειψη αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης. Η σιπροφλοξασίνη θα
πρέπει να αποφεύγεται σε αυτούς τους ασθενείς εκτός εάν το πιθανό όφελος
εκτιμάται να υπερτερεί του πιθανού κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει
να παρακολουθείται το ενδεχόμενο εμφάνισης αιμόλυσης.
Αντίσταση
Κατά τη διάρκεια ή σε συνέχεια μιας θεραπείας με σιπροφλοξασίνη τα
βακτήρια που παρουσιάζουν αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να
απομονωθούν, με ή χωρίς μια κλινικά εμφανή επιλοίμωξη. Μπορεί να υπάρξει
ιδιαίτερος κίνδυνος στην επιλογή βακτηρίων με αντοχή στη σιπροφλοξασίνη
κατά τη διάρκεια παρατεταμένης διάρκειας θεραπείας και όταν θεραπεύονται
νοσοκομειακές λοιμώξεις και /ή λοιμώξεις προκαλούμενες από είδη
Staphylococcus
και
Pseudomonas.
Κυτόχρωμα P450
Η σιπροφλοξασίνη αναστέλλει το CYP1A2 και συνεπώς μπορεί να προκαλέσει
αυξημένη συγκέντρωση ορού των συγχορηγούμενων ουσιών που
μεταβολίζονται από αυτό το ένζυμο (π.χ. θεοφυλλίνη, κλοζαπίνη, ολανζαπίνη,
ροπινιρόλη, τιζανιδίνη, δουλοξετίνη). Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και
της τιζανιδίνης αντενδείκνυται. Συνεπώς, ασθενείς που λαμβάνουν αυτές τις
ουσίες ταυτόχρονα με τη σιπροφλοξασίνη πρέπει να παρακολουθούνται στενά
για κλινικά σημεία υπερδοσολογίας, και μπορεί να απαιτείται προσδιορισμός
των συγκεντρώσεων ορού (π.χ. της θεοφυλλίνης) (βλ. παράγραφο 4.5).
Μεθοτρεξάτη
Η ταυτόχρονη χρήση της σιπροφλοξασίνης με μεθοτρεξάτη δεν συνιστάται (βλ.
παράγραφο 4.5).
Αλληλεπίδραση με δοκιμές
Η
in - vitro
δράση της σιπροφλοξασίνης έναντι του
Mycobacterium tuberculosis
μπορεί να δώσει λανθασμένα αρνητικά αποτελέσματα βακτηριολογικών
δοκιμών σε δείγματα απο ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως σιπροφλοξασίνη
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις άλλων προϊόντων στη σιπροφλοξασίνη:
6
Φάρμακα που είναι γνωστό ότι επιμυκήνουν το διάστημα
QT
Η σιπροφλοξασίνη, όπως και άλλες φθοριοκινολόνες, θα πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που είναι
γνωστά ότι επιμηκύνουν το διάστημα QT (π.χ. κατηγορία ΙΑ και ΙΙΙ
αντιαρρυθμικά, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδια, αντιψυχωσικά)
(δείτε παράγραφο 4.4).
Δημιουργία χηλικής ένωσης
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης (από του στόματος) με φάρμακα που
περιέχουν πολυσθενή κατιόντα και συμπληρώματα μετάλλων (π.χ. ασβέστιο,
μαγνήσιο, αργίλιο, σίδηρος), πολυμερείς φωσφορικούς δεσμευτές (π.χ.
σεβελαμέρη ή ανθρακικό λανθάνιο), σουκραλφάτη ή αντιόξινα, και φάρμακα
που αυξάνουν το γαστρικό pH (π.χ. δισκία διδανοσίνης) που περιέχουν
μαγνήσιο, αργίλιο ή ασβέστιο, μειώνει την απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης.
Συνεπώς, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χορηγείται είτε 1 – 2 ώρες πριν ή
τουλάχιστον 4 ώρες μετά από αυτά τα σκευάσματα. Ο περιορισμός δεν
εφαρμόζεται σε αντιόξινα που ανήκουν στην τάξη των αποκλειστών H2
υποδοχέων.
Τροφές και γαλακτοκομικά προϊόντα
Το διατροφικό ασβέστιο ως μέρος ενός γεύματος δεν επηρεάζει σημαντικά την
απορρόφηση. Ωστόσο, η ταυτόχρονη λήψη μόνο γαλακτοκομικών προϊόντων ή
ποτών ενισχυμένων με μέταλλα (π.χ. γάλα, γιαούρτι, χυμός πορτοκάλι
ενισχυμένος με ασβέστιο) με τη σιπροφλοξασίνη πρέπει να αποφεύγεται διότι η
απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης μπορεί να μειωθεί.
Προβενεσίδη
Η προβενεσίδη παρεμβάλλεται στη νεφρική απέκκριση της σιπροφλοξασίνης. Η
συγχορήγηση της προβενεσίδης και της σιπροφλοξασίνης αυξάνει τις
συγκεντρώσεις ορού της σιπροφλοξασίνης.
Μετοκλοπραμίδη
Η μετοκλοπραμίδη επιταχύνει την απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης (της
χορηγούμενης από του στόματος) και έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη των
μέγιστων συγκεντρώσεων στο πλάσμα σε συντομότερο χρόνο. Δεν έχει φανεί
κάποια επίδραση στην βιοδιαθεσιμότητα της ciprofloxacin.
Ομεπραζόλη
Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με φαρμακευτικά
ιδιοσκευάσματα που περιέχουν ομεπραζόλη έχει ως αποτέλεσμα μια μικρή
μείωση της C
max
και AUC της σιπροφλοξασίνης.
7
Δράσεις της σιπροφλοξασίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα:
Τιζανιδίνη
H τιζανιδίνη δεν πρέπει να συγχορηγείται με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο
4.3). Σε μια κλινική μελέτη με υγιή άτομα, παρατηρήθηκε αύξηση στη
συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης (αύξηση της C
max
: 7-πλάσια, εύρος: 4 έως 21-
πλάσια, αύξηση της AUC: 10-πλάσια, εύρος: 6 έως 24-πλάσια) όταν
συγχορηγείται με τη σιπροφλοξασίνη . Η αυξημένη συγκέντρωση ορού της
τιζανιδίνης συσχετίζεται με μια συνεργική υποτασική και ηρεμιστική δράση.
Μεθοτρεξάτη
Η νεφρική σωληναριακή μεταφορά της μεθοτρεξάτης μπορεί να ανασταλεί από
τη συγχορήγηση τη σιπροφλοξασίνη , ενδεχομένως οδηγώντας σε αυξημένα
επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα και στην αύξηση κινδύνου τοξικών
αντιδράσεων συσχετιζόμενων με τη μεθοτρεξάτη. Η συγχορήγηση δεν
συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4).
Θεοφυλλίνη
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και της θεοφυλλίνης μπορεί να
προκαλέσει ανεπιθύμητη αύξηση στη συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης. Αυτό
μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες ενέργειες επαγόμενες από τη θεοφυλλίνη
που σπάνια μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή ή θανατηφόρες. Κατα τη
διάρκεια του συνδυασμού, πρέπει να ελέγχεται η συγκέντρωση ορού της
θεοφυλλίνης και η δόση της θεοφυλλίνης να μειώνεται όταν είναι απαραίτητο
(βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλα παράγωγα ξανθίνης
Με τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και καφεΐνης ή πεντοξιφυλλίνης
(οξπεντιφυλλίνης), αναφέρθηκαν αυξημένες συγκεντρώσεις ορού αυτών των
παραγώγων ξανθίνης.
Φαινυτοΐνη
Σε ασθενείς που λάμβαναν σιπροφλοξασίνη και φαινυτοΐνη ταυτόχρονα
παρατηρήθηκαν επηρεασμένα επίπεδα (μειωμένα ή αυξημένα) της φαινυτοΐνης
ορού. Για την αποφυγή της απώλειας ελέγχου των σπασμών λόγω της μείωσης
των επιπέδων της φαινυτοΐνης και για την πρόληψη ανεπιθύμητων ενεργειών
σχετιζόμενων με υπερδοσολογία όταν διακόπτεται η σιπροφλοξασίνη σε
ασθενείς που λαμβάνουν και τις δυο ουσίες, συνιστάται η παρακολούθηση της
θεραπείας με φαινυτοΐνη, συμπεριλαμβανομένων των μετρήσεων συγκέντρωσης
ορού της φαινυτοΐνης, κατά τη διάρκεια της θεραπείας και λίγο μετά τη
συγχορήγηση σιπροφλοξασίνης με φαινυτοΐνη.
Κυκλοσπορίνη
Έχει παρατηρηθεί μια παροδική αύξηση στις συγκεντρώσεις της κρεατινίνης
του ορού κατά την ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με
φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που περιέχουν κυκλοσπορίνη. Συνεπώς, είναι
απαραίτητος ο συχνός (δυο φορές την εβδομάδα) έλεγχος των συγκεντρώσεων
της κρεατινίνης ορού σε αυτούς τους ασθενείς.
8
Ανταγωνιστές βιταμίνης Κ
Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με έναν ανταγωνιστή βιταμίνης
Κ μπορεί να αυξήσει τις αντιπηκτικές ιδιότητες. Ο κίνδυνος μπορεί να ποικίλει
ανάλογα με την υποκείμενη νόσο, την ηλικία και τη γενική κατάσταση του
ασθενούς ώστε η συμβολή της σιπροφλοξασίνης στην αύξηση του INR
(international normalized ratio) να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Είναι
απαραίτητη, η συχνή παρακολούθηση του INR κατα τη διάρκεια και σύντομα
μετά τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης με έναν ανταγωνιστή βιταμίνης Κ
(π.χ. βαρφαρίνη, ασενοκουμαρόλη, φαινπροκουμόνη ή φλουϊνδιόνη).
Από στόματος αντιδιαβητικοί παράγοντες
Έχει αναφερθεί υπογλυκαιμία όταν συγχορηγούνται σιπροφλοξασίνη και από
στόματος αντιδιαβητικοί παράγοντες, κυρίως σουλφονυλουρίες (π.χ.
γλιβενκλαμίδη, γλιμεπιρίδη), πιθανώς λόγω της ενίσχυσης της δράσης των από
στόματος αντιδιαβητικών παραγόντων (δείτε παράγραφο 4.8).
Δουλοξετίνη
Σε κλινικές μελέτες έχει δειχθεί ότι η ταυτόχρονη χρήση της δουλοξετίνης με
δυνατούς αναστολείς του ισοενζύμου CYP450 1A2 όπως η φλουβοξαμίνη,
μπορεί να οδηγήσει σε μια αύξηση της AUC και της C
max
της δουλοξετίνης. Αν
και δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για μια πιθανή αλληλεπίδραση με τη
σιπροφλοξασίνη, παρόμοια αποτελέσματα μπορεί να αναμένονται κατά την
ταυτόχρονη χορήγηση (δείτε παράγραφο 4.4)
Ροπινιρόλη
Σε μια κλινική μελέτη καταδείχθηκε ότι η συγχορήγηση της ροπινιρόλης με
σιπροφλοξασίνη, η οποία είναι ένας μέτριος αναστολέας του ισοενζύμου
CYP450 1A2, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της C
max
και AUC της ροπινιρόλης
κατά 60% και 84%, αντίστοιχα. Συνιστάται η παρακολούθηση της ροπινιρόλης
σε σχέση με τις ανεπιθύμητες ενέργειες και η κατάλληλη προσαρμογή της
δόσης, κατά τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση με σιπροφλοξασίνη
(βλ. παράγραφο 4.4).
Λιδοκαϊνη
Έχει δειχθεί σε υγιείς εθελοντές ότι η ταυτόχρονη χρήση φαρμακευτικών
ιδιοσκευασμάτων που περιέχουν
λιδοκαΐνη
με τη σιπροφλοξασίνη, ενός ήπιου
αναστολέα του ισοενζύμου CYP450 1A2, μειώνει την κάθαρση της ενδοφλέβιας
λιδοκαΐνης κατά 22%. Αν και η θεραπεία με λιδοκαίνη ήταν καλά ανεκτή,
μπορεί να προκύψει μια πιθανή αλληλεπίδραση με τη σιπροφλοξασίνη
σχετιζόμενη με ανεπιθύμητες ενέργειες κατά την ταυτόχρονη χορήγηση.
Κλοζαπίνη
Μετά από τη συγχορήγηση 250 mg σιπροφλοξασίνη με κλοζαπίνη για 7 ημέρες,
οι συγκεντρώσεις ορού της κλοζαπίνης και της N-δεσμεθυλκλοζαπίνης
αυξήθηκαν κατά 29% και 31%, αντίστοιχα. Συνιστάται κλινική παρακολούθηση
και κατάλληλη ρύθμιση της δοσολογίας της κλοζαπίνης κατά τη διάρκεια και
9
σύντομα μετά τη συγχορήγηση της θεραπείας με σιπροφλοξασίνη (βλ.
παράγραφο 4.4).
Σιλντεναφίλη
Οι Cmax και AUC της σιλντεναφίλης είχαν αυξηθεί περίπου δυο φορές σε υγιείς
εθελοντές μετά από μια από του στόματος δόση 50mg που χορηγήθηκε
ταυτόχρονα με 500mg σιπροφλοξασίνης. Συνεπώς, η συνταγογράφηση της
σιπροφλοξασίνης ταυτόχρονα με την σιλντεναφίλη θα πρέπει να γίνεται με
προσοχή λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους και τα οφέλη.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Τα διαθέσιμα δεδομένα κατά τη χορήγηση σιπροφλοξασίνης σε έγκυες γυναίκες
δεν δείχνουν δυσπλασική ή εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα απο την
σιπροφλοξασίνη. Οι μελέτες σε ζώα δεν δείχνουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς
επιδράσεις σε σχέση με την τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα. Σε
νεαρά και προ του τοκετού ζώα που εκτέθηκαν σε κινολόνες, παρατηρήθηκαν
επιδράσεις στον ανώριμο χόνδρο συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το
φάρμακο θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον αρθρικό χόνδρο στον ανώριμο
ανθρώπινο οργανισμό / έμβρυο (βλ. παράγραφο 5.3).
Ως προληπτικό μέτρο, θα πρέπει κατά προτίμηση να αποφεύγεται η χρήση της
σιπροφλοξασίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.
Θηλασμός
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Λόγω του ενδεχόμενου
κινδύνου αρθρικής βλάβης, η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Λόγω της νευρολογικής δράσης της, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να επηρεάσει το
χρόνο αντίδρασης. Συνεπώς, η ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών
μπορεί να μειωθεί.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (AΕ) είναι ναυτία και
διάρροια.
Παρακάτω παρατίθενται ανεπιθύμητες ενέργειες από κλινικές μελέτες και από
την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία του Ciproxin XR (από του στόματος,
ενδοφλέβια, και διαδοχική θεραπεία) ταξινομημένες ανά κατηγορίες
συχνότητας. Η ανάλυση συχνότητας έχει γίνει λαμβάνοντας υπόψη απο κοινού
τόσο την από του στόματος όσο και την ενδοφλέβια χορήγηση της
σιπροφλοξασίνη.
10
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Λοιμώξεις
και
παρασιτώ
σεις
Μυκητιασι
κές
επιλοιμώξε
ις
Κολίτιδα
σχετιζόμενη
με
αντιβιοτικά
(πολύ σπάνια
με πιθανή
θανατηφόρα
έκβαση) (βλ.
παράγραφο 4
.4)
Διαταραχέ
ς του
αιμοποιητι
κού και
του
λεμφικού
συστήματο
ς
Ηωσινοφιλ
ία
Λευκοπενία
Αναιμία
Ουδετεροπεν
ία
Λευκοκυττάρ
ω-ση
Θρομβοπενία
Θρομβοκυττα
-ραιμία
Αιμολυτική
αναιμία
Ακοκκιοκυτ
τα-ραιμία
Πανκυτταρο
πε-νία
(απειλητική
για τη ζωή)
Καταστολή
του μυελού
των οστών
(απειλητική
για τη ζωή)
Διαταραχέ
ς του
ανοσοποιη
τι-κού
συστήματο
ς
Αλλεργική
αντίδραση
Αλλεργικό
οίδημα /
αγγειοοίδημα
Αναφυλακτι
κή
αντίδραση
Αναφυλακτι
κό σοκ
(απειλητι-κό
για τη ζωή)
(βλ.
παράγρα-φο
4.4)
Αντίδραση
τύπου
ορονοσίας
Διαταραχέ
ς του
μεταβολισ
μού και
της
θρέψης
Μείωση
της όρεξης
και της
λήψης
τροφής
Υπεργλυκαιμ
ία
Υπογλυκαιμί
α
Ψυχιατρικ
ές
Ψυχοκινητι
κή
υπερδιέγερ
Σύγχυση και
αποπροσανα
το-λισμός
Ψυχωτικές
αντιδράσεις
(που
11
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
διαταραχέ
ς
ση /
ταραχή
Αγχωτικές
αντιδράσεις
Αφύσικα
όνειρα
Κατάθλιψη
(που
δυνητικά
μπορεί να
οδηγήσει σε
αυτοκτονικό
ιδεασμό /
αυτοκτονικές
σκέψεις ή
απόπειρες
αυτοκτονίας
και
αυτοκτονία)
(δείτε
παράγραφο
4.4)
Ψευδαισθήσε
ις
δυνητικά
μπορεί να
οδηγήσει σε
αυτοκτονικ
ό ιδεασμό /
αυτοκτονικέ
ς σκέψεις ή
απόπειρες
αυτοκτονία
ς και
αυτοκτονία)
(δείτε παρά-
γραφο 4.4)
Διαταραχέ
ς του
νευρικού
συστήματο
ς
Κεφαλαλγί
α
Ζάλη
Διαταραχέ
ς ύπνου
Διαταραχέ
ς γεύσης
Παραισθησία
και
δυσαισθησία
Υπαισθησία
Τρόμος
Σπασμοί
(συμπερ.
status epilepticus
δείτε
παράγραφο 4
.4)
Ίλιγγος
Ημικρανία
Διαταραγμέ
νος
συντονισμό
ς
Διαταραχές
βάδισης
Διαταραχές
του νεύρου
της
όσφρησης
Ενδοκράνια
υπέρταση
(ψευδοόγκο
ς του
εγκεφάλου)
Περιφερικ
ή
νευροπάθε
ια και
πολυνευρο
πάθεια
(βλ.
παράγραφ
ο
4.4)
Οφθαλμικ
ές
διαταραχέ
ς
Οπτικές
διαταραχές
(π.χ.
διπλωπία)
Οπτική
χρωματική
στρέβλωση
Διαταραχέ
ς του ωτός
Εμβοές
Απώλεια
12
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
και του
λαβυρίνθο
υ
ακοής /
Μείωση
ακοής
Καρδιακές
διαταραχέ
ς
Ταχυκαρδία Κοιλιακή
αρρυθμία,
παράταση
διαστήματ
ος QT,
επιμή-
κυνση
δίκην
ριπιδίου
κοιλιακή
ταχυκαρδί
α torsades
de pointes
(έχει
αναφερθεί
κυρίως σε
ασθενείς
με
παράγοντε
ς κινδύνου
επιμήκυνσ
ης QT),
Επιμήκυνσ
η QT στο
ΗΚΓ
(δείτε
παράγραφ
ο 4.4 και
4.9)
Αγγειακές
διαταραχέ
ς
Αγγειοδιαστ
ολή
Υπόταση
Συγκοπή
Αγγειίτιδα
13
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Διαταραχέ
ς του
αναπνευστ
ικού
συστήματο
ς, του
θώρακα
και του
μεσοθωρα
κίου
Δύσπνοια
(συμπεριλαμ
βα-νομένης
ασθματικής
κατάστασης)
Διαταραχέ
ς του
γαστρεντε
ρι-κού
Ναυτία
Διάρροια
Έμετος
Γαστρεντε
ρι-κοί και
κοιλιακοί
πόνοι
Δυσπεψία
Μετεωρισμ
ός
Παγκρεατίτ
ιδα
Διαταραχέ
ς του
ήπατος
και των
χοληφόρω
ν
Αύξηση
στις
τρανσαμιν
ά-σες
Αυξημένη
χολερυθρίν
η
Μείωση της
ηπατικής
λειτουργίας
Χολοστατικό
ς ίκτερος
Ηπατίτιδα
Νέκρωση
του ήπατος
(πολύ
σπάνια
εξελισσόμεν
η σε
απειλητική
για τη ζωή
ηπατική
ανεπάρκεια)
(βλ.
παράγραφο
4.4)
14
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Διαταραχέ
ς του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Εξάνθημα
Κνησμός
Κνίδωση
Αντιδράσεις
φωτοευαισθη
σί-ας (βλ.
παράγραφο 4
.4)
Πετέχεια
Πολύμορφο
ερύθημα
Οζώδες
ερύθημα
Σύνδρομο
Stevens-
Johnson
(δυνάμει
απειλητικό
για τη ζωή)
Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση
(δυνάμει
απειλητική
για τη ζωή)
Οξεία
γενικευμέ
νη
εξανθηματ
ι-κή
φλυκταί-
νωση
(AGEP)
Διαταραχέ
ς του
μυοσκελετ
ικού
συστήματο
ς και του
συνδετικο
ύ ιστού
Μυοσκελετ
ι-κός πόνος
(π.χ. πόνος
των
άκρων,
ραχιαλγία,
θωρακικός
πόνος)
Αρθραλγία
Μυαλγία
Αρθρίτιδα
Αυξημένος
μυϊκός τόνος
και κράμπες
Μυϊκή
αδυναμία
Τενοντίτιδα
Ρήξη
τενόντων
(κυρίως του
Αχίλλειου
τένοντα)
(βλ.
παράγραφο
4.4)
Επιδείνωση
των
συμπτωμάτ
ων της
μυασθένεια
ς gravis (βλ.
παράγραφο
4.4)
Διαταραχέ
ς των
νεφρών
και των
ουροφόρω
ν οδών
Μειωμένη
νεφρική
λειτουργία
Νεφρική
ανεπάρκεια
Αιματουρία
Κρυσταλλουρ
ία (βλ.
παράγραφο 4
.4)
15
Κατηγορία
οργάνου
συστήματο
ς
Συχνές
≥1/100
έως
<1/10
Όχι
συχνές
≥1/1.000
έως <
1/100
Σπάνιες
≥1/10.000
έως
< 1/1.000
Πολύ
Σπάνιες
< 1/10.000
Συχνότητ
α μη
γνωστή
(δεν
μπορεί να
εκτιμηθεί
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Διάμεση
σωληναριακή
νεφρίτιδα
Γενικές
διαταραχέ
ς και
καταστάσ
εις της
οδού
χορήγησης
Αδυναμία
Πυρετός
Οίδημα
Εφίδρωση
(υπεριδρωσία
)
Έρευνες
Αύξηση
στην
αλκαλική
φωσφατάσ
η αίματος
Παθολογικά
επίδεδα
προθρομβίνη
ς
Αυξημένη
αμυλάση
Αυξημένο
INR (σε
ασθενείς
που
θεραπεύον
ται με
ανταγωνι
στές
βιταμίνης
Κ)
4.9 Υπερδοσολογία
Υπερδοσολογία των 12 g αναφέρθηκε ότι οδήγησε σε ήπια συμπτώματα
τοξικότητας. Σοβαρή υπερδοσολογία των 16 g αναφέρθηκε ότι προκάλεσε οξεία
νεφρική ανεπάρκεια.
Στα συμπτώματα υπερδοσολογίας συμπεριλαμβάνονονται ζάλη, τρόμος,
κεφαλαλγία, κόπωση, σπασμοί, ψευδαισθήσεις, σύγχυση, κοιλιακή δυσφορία,
μειωμένη νεφρική και ηπατική λειτουργία, καθώς και κρυσταλλουρία και
αιματουρία. Αναφέρθηκε αναστρέψιμη νεφρική τοξικότητα.
Πέρα από τα συνήθη μέτρα έκτακτης ανάγκης, π.χ. γαστρεντερική κένωση
ακολουθούμενη από ενεργό άνθρακα,συνιστάται παρακολούθηση της νεφρικής
λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου pH και οξύτητας των ούρων, εάν
απαιτείται, για την αποφυγή κρυσταλλουρίας. Σε υπερδοσολογίες, αντιόξινα
που περιέχουν ασβέστιο ή μαγνήσιο μπορεί θεωρητικά να μειώσουν την
απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης.
Μόνο μια μικρή ποσότητα σιπροφλοξασίνη (<10%) απεκκρίνεται μέσω
αιμοδιάλυσης ή περιτοναϊκής κάθαρσης.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, πρέπει να εφαρμοσθεί συμπτωματική θεραπεία.
Θα πρέπει να γίνεται παρακολούθηση του ΗΚΓ λόγω της πιθανότητας
επιμήκυνσης του διαστήματος QT.
16
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φθοριοκινολόνη, κωδικός ATC: J01MA02
Μηχανισμός δράσης:
Ως αντιβακτηριακός παράγοντας φθοροκινολόνης, η βακτηριοκτόνος δράση της
σιπροφλοξασίνης προκύπτει από την αναστολή τόσο της τοποϊσομεράσης τύπου
II (DNA-γυράση) όσο και της τοποϊσομεράσης IV, που απαιτούνται για τη
βακτηριακή αντιγραφή DNA, μεταγραφή, επιδιόρθωση και ανασυνδυασμό.
Φαρμακοκινητική / φαρμακοδυναμική σχέση:
Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται κυρίως από τη σχέση μεταξύ της μέγιστης
συγκέντρωσης στον ορό (C
max
) και της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης
(MIC) της σιπροφλοξασίνη για ένα αντιβακτηριακό παράγοντα και τη σχέση
μεταξύ της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) και της MIC.
Μηχανισμός αντίστασης:
In vitro αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να αποκτηθεί μέσω βηματικής
διεργασίας από μεταλλάξεις του τόπου-στόχου τόσο στην DNA-γυράση, όσο και
στην τοποϊσομεράση IV. Ο βαθμός διασταυρούμενης αντοχής μεταξύ της
σιπροφλοξασίνης και άλλων φθοριοκινολονών που προκύπτει είναι ποικίλος.
Μονήρεις μεταλλάξεις μπορεί να μην προκαλούν κλινική αντίσταση, αλλά
πολλαπλές μεταλλάξεις γενικά προκαλούν κλινική αντίσταση σε πολλές ή όλες
τις δραστικές ουσίες εντός της τάξης. Μηχανισμοί αντίστασης υπό μορφή
αδιαπερατότητας ή/και αντλίας εξαγωγής της δραστικής ουσίας μπορεί να
έχουν μεταβλητή δράση στην ευαισθησία στις φθοροκινολόνες, η οποία
εξαρτάται από τις φυσιοχημικές ιδιότητες των διαφόρων δραστικών ουσιών
εντός της τάξης και από τη συγγένεια των συστημάτων μεταφοράς για κάθε
δραστική ουσία. Όλοι οι in vitro μηχανισμοί αντίστασης παρατηρούνται συχνά
στα κλινικά στελέχη. Οι μηχανισμοί αντίστασης που αδρανοποιούν άλλα
αντιβιοτικά, όπως φραγμός διαπερατότητας (συχνά στο Pseudomonas
aeruginosa) και μηχανισμοί εξαγωγής μπορεί να επηρεάσουν την ευαισθησία
στην σιπροφλοξασίνη. Έχει αναφερθεί ότι η μεσολαβούμενη αντίσταση
πλασμιδίου κωδικοποιείται απο qnr γονίδια.
Φάσμα της αντιβακτηριακής δράσης:
Οριακές τιμές διαχωρίζουν τα ευαίσθητα στελέχη από τα μετρίως ευαίσθητα
στελέχη και τα τελευταία από τα ανθεκτικά στελέχη:
Συστάσεις EUCAST
Μικροοργανισμοί Ευαίσθητοι Ανθεκτικοί
Enterobacteria
ceae
S 0,5 mg/l R 1 mg/l
Pseudomonas
spp
S 0,5 mg/l R 1 mg/l
Acinetobacter
spp
S 1 mg/l R 1 mg/l
17
Staphylococcus spp.
1
S 1 mg/l R 1 mg/l
Haemophilus influenzae και
Moraxella catarrhalis
S 0,5 mg/l R 0,5 mg/l
Neisseria gonorrhoeae
S 0,03 mg/l R 0,06 mg/l
Neisseria meningitides
S 0,03 mg/l R 0,06 mg/l
Οριακές τιμές μη
σχετιζόμενες με είδη*
S 0,5 mg/l R 1 mg/l
1.
Staphylococcus
spp. - οι οριακές τιμές για την σιπροφλοξασίνη σχετίζονται
με θεραπεία υψηλής δόσης.
* Οριακές τιμές μη σχετιζόμενες με είδη καθορίστηκαν κυρίως με βάση τα
δεδομένα PK/PD και είναι ανεξάρτητες από τις κατανομές MIC
συγκεκριμένων ειδών. Προορίζονται για χρήση μόνο για είδη στα οποία δεν
έχει αποδοθεί ειδική για το είδος οριακή τιμή και όχι για εκείνα τα είδη
όπου δεν συνιστώνται δοκιμές ευαισθησίας.
Ο επιπολασμός επίκτητης ανθεκτικότητας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη
γεωγραφική περιοχή και το χρόνο για επιλεγμένα είδη, και είναι επιθυμητή η
διάθεση πληροφοριών τοπικά σχετικά με την ανθεκτικότητα, ειδικά όταν
πρόκειται για θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Ανάλογα με τις ανάγκες, πρέπει
να ζητείται η γνώμη ειδικών όταν ο τοπικός επιπολασμός ανθεκτικότητας είναι
τέτοιος ώστε η χρησιμότητα του φαρμάκου σε τουλάχιστον ορισμένους τύπους
λοιμώξεων είναι υπό αμφισβήτηση.
Ομαδοποιήσεις σχετικών ειδών σύμφωνα με την ευαισθησία στη
σιπροφλοξασίνη ( για τα είδη Streptococcus βλ.παράγραφο 4.4)
ΚΟΙΝΩΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ ΕΙΔΗ
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Bacillus anthracis
(1)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Aeromonas
spp.
Brucella spp.
Citrobacter koseri
Francisella tularensis
Haemophilus ducreyi
Haemophilus influenzae*
Legionella spp.
Moraxella catarrhalis*
Neisseria meningitidis
Pasteurella spp.
Salmonella spp.*
Shigella spp.*
Vibrio spp.
Yersinia pestis
μ μΑναερόβιοι ικροοργανισ οί
Mobiluncus
Άλλοι μικροοργανισμοί
Chlamydia trachomatis
($)
Chlamydia pneumoniae
($)
Mycoplasma hominis ($)
Mycoplasma pneumoniae($)
18
Είδη για τα οποία η επίκτητη ανθεκτικότητα μπορεί να αποτελεί
πρόβλημα
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus faecalis
($)
Staphylococcus
spp.* (2)
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Acinetobacter baumannii
+
Burkholderia cepacia
+
*
Campylobacter spp.
+
*
Citrobacter freundii*
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae*
Escherichia coli*
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae*
Morganella morganii*
Neisseria gonorrhoeae*
Proteus mirabilis*
Proteus vulgaris*
Providencia spp.
Pseudomonas aeruginosa*
Pseudomonas fluorescens
Serratia marcescens*
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Peptostreptococcus spp.
Propionibacterium acnes
Ενδογενώς ανθεκτικοί οργανισμοί
Αερόβιοι Gram θετικοί μικροοργανισμοί
Actinomyces
Enteroccus faecium
Listeria monocytogenes
Αερόβιοι Gram αρνητικοί μικροοργανισμοί
Stenotrophomonas maltophilia
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Εξαιρούνται οι παραπάνω αναγραφόμενοι
Άλλοι μικροοργανισμοί
Mycoplasma genitalium
Ureaplasma urealitycum
* Η κλινική αποτελεσματικότητα έχει καταδειχθεί για ευαίσθητα
απομονωθέντα στελέχη σε εγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις
+
Ποσοστό αντίστασης ≥ 50% σε μία ή περισσότερες χώρες της ΕΕ
($):Φυσική μέτρια ευαισθησία απουσία επίκτητου μηχανισμού αντίστασης
(1):Μελέτες έχουν διενεργηθεί σε πειραματικές λοιμώξεις ζώων λόγω
εισπνοής σπόρων Bacillus anthracis, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι η
έναρξη αντιβιοτικών νωρίς μετά την έκθεση αποτρέπει την εμφάνιση
της νόσου, εάν η θεραπεία γίνεται μέχρι τη μείωση του αριθμού των
σπόρων στον οργανισμό υπό τη δόση για τη λοίμωξη. Η συνιστώμενη
χρήση σε ανθρώπους βασίζεται αρχικά στην in vitro ευαισθησία και σε
δεδομένα δοκιμών σε ζώα μαζί με περιορισμένα δεδομένα ανθρώπων.
Διάρκεια θεραπείας δύο μηνών σε ενηλίκους με από του στόματος
σιπροφλοξασίνη χορηγούμενη στην ακόλουθη δόση, 500 mg δύο φορές
ημερησίως, θεωρείται αποτελεσματική για την πρόληψη της λοίμωξης
με άνθρακα στους ανθρώπους. Ο θεράπων ιατρός πρέπει να ανατρέξει
19
στα εθνικά ή/και διεθνή έγγραφα σχετικά με τη θεραπεία του άνθρακα.
(2):Οι ανθετικοί στη μεθικιλλίνη
S.aureus
πολύ συχνά εκφράζουν
συνδυασμένη αντίσταση στις φθοριοκινολόνες. Το ποσοστό
αντίστασης στη μεθικιλλίνη είναι γύρω στο 20 έως 50% μεταξύ όλων
των είδών των σταφυλοκόκκων, και είναι συνήθως υψηλότερο σε
νοσοκομειακά στελέχη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Tα δισκία σιπροφλοξασίνης XR είναι με τέτοιο τρόπο δομημένα ώστε να
απελευθερώνουν τη δραστική ουσία σε αργότερο ρυθμό από ότι οι συμβατικές
μορφές.
Περίπου το 35% της δόσης περιέχεται στο άμεσης αποδέσμευσης τμήμα, ενώ το
υπόλοιπο 65% βρίσκεται στην παρατεταμένης αποδέσμευσης μήτρα. Τα δισκία
σιπροφλοξασίνης XR είναι σχεδιασμένα να απελευθερώνουν τη δόση πριν
φθάσει στο ακραίο τμήμα του λεπτού εντέρου.
Mετά από από του στόματος χορήγηση δισκίων σιπροφλοξασίνης XR 1000mg,
αυτά απορροφούνται σχετικά ταχέως και εκτεταμένα Η περιοχή υπό την
καμπύλη ( AUC) μετά από εφάπαξ δόση είναι 15.3mg h/ L (geo mean). Oι μέγιστες
συγκεντρώσεις πλάσματος των 2.70mg/L (γεωμετρικός μέσος) επιτυγχάνονται
μεταξύ 1 και 4 ωρών μετά τη δόση.
Σε σταθεροποιημένη κατάσταση, η σχετική βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου
98% (90% C.I: 91-105%) που υποδεικνύει αντιστοιχία της φαρμακοτεχνικής
μορφής, σε σχέση με τη συστημική έκθεση, όταν συγκρίνεται με ισοδύναμη
δόση 500mg b.i.d σε συνήθη θεραπεία. Έκθεση στο φάρμακο σε όρους AUC σε
σταθεροποιημένη κατάσταση είναι περίπου 16.0mg h/L (γεωμετρικός μέσος).
H απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 70-80%.
Κατανομή
Μια μελέτη με εφάπαξ δόση σε υγιείς εθελοντές έδειξε διείσδυση της
ciprofloxacin στο προστατικό ιστό μετά από χορήγηση της ελεγχόμενης
αποδέσμευσης ciprofloxacin 1000 mg. Μια και τρείς ώρες μετά τη δοσολογία, οι
μέσες συγκεντρώσεις της ciprofloxacin ήταν μεγαλύτερες από 4μg / g.
Μέσα σε 1 έως 4 ώρες μετά την κατάποση 1000 mg, επιτυγχάνονται μέγιστες
συγκεντρώσεις περίπου 3.0mg/L (γεωμετρικός μέσος) όταν λαμβάνονται σαν
εφάπαξ δόση.
O τελικός χρόνος ημιζωής είναι περίπου 5 ώρες. Σε σταθεροποιημένη
κατάσταση, οι συγκεντρώσεις πλάσματος της σιπροφλοξασίνης στο τέλος του
δοσολογικού διαστήματος (C
24,
SS
) είναι 0.087mg/L (γεωμετρικός μέσος).
Δεν παρατηρήθηκε συσσώρευση του φαρμάκου σε σταθεροποιημένη κατάσταση.
20
Ενδεικτικές συγκεντρώσεις (mg/ L) στα ούρα της σιπροφλοξασίνης μετά από
εφάπαξ δόση και σε σταθεροποιημένη κατάσταση, μετά από εφάπαξ δόση
Ciproxin XR 1000mg παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα (μέσο εύρος)
Χρόνος μετά τη δόση ciprofloxacin
(μέσο χρονικό σημείο συλλογής ούρων, [ διάστημα συλλογής] )
Μέσο
χρονι
κό
σημεί
ο
Διάστη
μα
συλλογ
ής
Μέσο
χρονι
κό
σημεί
ο
Διάστη
μα
συλλογ
ής
Μέσο
χρονι
κό
σημεί
ο
Διάστη
μα
συλλογ
ής
Μέσο
χρονι
κό
σημεί
ο
Διάστη
μα
συλλογ
ής
2 h 0 - 4 h
6 h 4 – 8 h 10 h 8 – 10 h 18 h 12 -24 h
Συγκεντρώσεις ciprofloxacin ( mg/ L) (μέσο εύρος)
μέσο εύρος μέσο εύρος μέσο εύρος μέσο εύρος
Εφάπαξ
δόση
397 70 –
1614
294
30 - 1586
121 11-581 58 8.6 - 198
Σταθερή
κατάστα
ση
589 108 -
3030
359 26 - 1991 160 36 - 843 65 5.3204
Βιομετατροπή
Αναφέρθηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις τεσσάρων μεταβολιτών που
αναγνωρίστηκαν ως: δεσαιθυλενοσιπροφλοξασίνη (M1),
σουλφοσιπροφλοξασίνη (M2), οξοσιπροφλοξασίνη (M3) και
φορμυλσιπροφλοξασίνη (M4). Οι μεταβολίτες εμφανίζουν
in vitro
αντιμικροβιακή δράση, αλλά σε χαμηλότερο βαθμό από ό,τι η μητρική ουσία.
Είναι γνωστό ότι η σιπροφλοξασίνη είναι μέτριος αναστολέας των ισοενζύμων
CYP 450 1A2.
Απέκκριση
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται αμετάβλητη σε μεγάλο βαθμό μέσω της
νεφρικής οδού και, σε μικρότερο βαθμό, μέσω των κοπράνων. Η ημίσσεια ζωή
απέκκρισης ορού σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία είναι περίπου 4 -
7 ώρες.
Απέκκριση της σιπροφλοξασίνη (% της δόσης)
Από στόματος
χορήγηση
Ούρα Κόπρανα
Σιπροφλοξασίνη 44,7 25,0
21
Μεταβολίτες (M
1
-M
4
) 11,3 7,5
Η νεφρική κάθαρση κυμαίνεται μεταξύ 180 - 300 ml/kg/h και η ολική κάθαρση
από το σώμα κυμαίνεται μεταξύ 480 - 600 ml/kg/h. Η σιπροφλοξασίνη
υπόκειται σε σπειραματική διήθηση και σωληναριακή απέκκριση. Σοβαρά
μειωμένη νεφρική λειτουργία οδηγεί σε αυξημένη ημίσεια ζωή της
σιπροφλοξασίνης έως και 12 ώρες.
Η μη νεφρική κάθαρση της σιπροφλοξασίνης είναι κυρίως στην ενεργό
διεντερική απέκκριση και στο μεταβολισμό. Το 1% της δόσης απεκκρίνεται
μέσω της χολικής οδού .
Η σιπροφλοξασίνη είναι παρούσα στη χολή σε υψηλές συγκεντρώσεις.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ειδικούς κινδύνους για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες τοξικότητας εφάπαξ δόσης,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης ή
τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Όπως και άλλες κινολόνες, η σιπροφλοξασίνη είναι φωτοτοξική στα ζώα σε
κλινικά σχετικά επίπεδα έκθεσης. Δεδομένα για την ενδεχόμενη
φωτομεταλλαξιογόνο / φωτοκαρκινογόνο δράση δείχνουν χαμηλή
φωτομεταλλαξιογόνο ή φωτοογκογόνο δράση της σιπροφλοξασίνη σε
in vitro
πειράματα και σε ζώα. Αυτή η δράση ήταν συγκρίσιμη με εκείνη άλλων
αναστολέων της γυράσης.
Ανοχή από τις αρθρώσεις:
Όπως αναφέρθηκε για άλλους αναστολείς της γυράσης, η σιπροφλοξασίνη
προκαλεί βλάβη στις μεγάλες φέρουσες το βάρος αρθρώσεις σε ανώριμα ζώα. Η
έκταση της βλάβης στους χόνδρους ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το είδος
και τη δόση, μπορεί να μειωθεί εάν αφαιρεθεί το βάρος από τις αρθρώσεις.
Μελέτες σε ώριμα ζώα (αρουραίος, σκύλος) δεν αποκάλυψαν σημεία βλαβών
στους χόνδρους. Σε μια μελέτη σε νεαρούς σκύλους beagle, η σιπροφλοξασίνη
προκάλεσε σοβαρές μεταβολές στις αρθρώσεις σε θεραπευτικές δόσεις μετά
από δύο εβδομάδες θεραπείας, οι οποίες μπορούσαν να παρατηρηθούν και μετά
από 5 μήνες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος Εκδόχων
Crospovidone, magnesium stearate, silica colloidal anhydrous, succinic acid, hypromellose,
polyethylene glycol, titanium dioxide
6.2 A συμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη διατήρηση του προϊόντος
22
Να φυλάσσεται στους ≤25
ο
C.
Η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται μετά την ημερομηνία λήξεως.
Φυλάσσετε τα φάρμακα μακριά από τα παιδιά.
6.5 Φύση και περιεχόμενο του περιέκτη
Κάθε κουτί περιέχει 7 δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης.
6.6 Οδηγίες χρήσεως/ χειρισμού
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Bayer Ελλάς ΑΒΕΕ
Σωρού 18-20
151 25 Μαρούσι
Τηλ: 0030 210 6187700
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
CIPROXIN XR 1000mg: 32057/11-5-07
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
11-5- 2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΤΩΝ
ΒΑΣΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ (SmPC)
11. ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ
Χορηγείται με αιτιολογημένη ειδική συνταγή φυλασσόμενη επί διετία
υπόδειγμα της οποίας έχει καθοριστεί με την υπ’αρίθμ. 6826/2.2.05 απόφαση
του ΕΟΦ.
23