ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
Ultravist
®
300, Ενέσιμο διάλυμα, 62,34% (30% ιώδιο)
Ultravist
®
370, Ενέσιμο διάλυμα, 76,9% (37% ιώδιο)
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ultravist 300: 1 ml περιέχει 623 mg ιοπρομίδης (αντιστοιχεί σε 300 mg
ιωδίου)
Ultravist 370: 1 ml περιέχει 769 mg ιοπρομίδης (αντιστοιχεί σε 370 mg
ιωδίου)
Έκδοχο: Κάθε ml περιέχει 0,000534 mmol (αντιστοιχεί σε 0,0123 mg) νατρίου
(βλ. Παράρτημα 1)
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλέπε παράγραφο 6.1 «Κατάλογος
εκδόχων».
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα
Διαυγές, άχρωμο έως υποκίτρινο διάλυμα.
Οι φυσικο-χημικές ιδιότητες του Ultravist στις διαφορετικές συγκεντρώσεις
είναι οι εξής:
Συγκέντρωση ιωδίου (mg/ml)
300 370
Ωσμωτική γραμμομοριακή περιεκτικότητα
(οsm/kg H
2
O)
σε 37°C
0,59 0,77
Ιξώδες (mPa·S)
σε 20°C
σε 37°C
8,9
4,7
22,0
10,0
Πυκνότητα (g/ml)
σε 20°C
σε 37°C
1,328
1,322
1,409
1,399
Τιμή pH
6,5-8,0 6,5-8,0
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Αυτό το προϊόν είναι μόνο για διαγνωστική χρήση.
Για ενίσχυση της σκιαγραφικής αντίθεσης. Για ενδοαγγειακή χρήση και
χρήση σε κοιλότητες του σώματος.
Ultravist 300:
Eνδοφλέβια πυελογραφία
Αγγειογραφία σπλάχνων
Αγγειογραφία εγκεφάλου
Αγγειογραφία άκρων
Αξονική τομογραφία
Ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία
Σκιαγράφηση κοιλοτήτων (με εξαίρεση τη μυελογραφία, την
κοιλιογραφία και την ακτινογραφία των κοιλιών του
εγκεφάλου)
Ultravist 370:
Eνδοφλέβια πυελογραφία
Αγγειοκαρδιογραφία
Αξονική τομογραφία
Ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία
Σκιαγράφηση κοιλοτήτων (με εξαίρεση τη μυελογραφία, την
κοιλιογραφία και την ακτινογραφία των κοιλιών του
εγκεφάλου)
Το Ultravist δεν ενδείκνυται για ενδοραχιαία χρήση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Γενικές πληροφορίες
Προειδοποιήσεις πριν από τη χρήση;
Το σκιαγραφικό που θερμαίνεται στη θερμοκρασία του σώματος είναι
καλύτερα ανεκτό και μπορεί να εγχυθεί ευκολότερα λόγω του χαμηλότερου
ιξώδους του.
Για επιπρόσθετες πληροφορίες βλ. παράγραφο 6.6 «Οδηγίες
χρήσης/χειρισμού».
Δοσολογία
Δοσολογία για ενδοαγγειακή χρήση
2
Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται στην ηλικία, το βάρος, το κλινικό
ερώτημα και την τεχνική της εξέτασης.
Οι δοσολογίες που αναφέρονται στη συνέχεια είναι ενδεικτικές και
αναφέρονται στις συνήθεις δόσεις για ενήλικες με μέσο σωματικό βάρος 70
kg. Οι δόσεις δίνονται ως εφάπαξ ενέσεις ή ανά κιλό βάρους σώματος, όπως
αναφέρεται πιο κάτω.
Οι δόσεις μέχρι και 1,5 g ιωδίου ανά kg βάρους σώματος είναι γενικά
καλά ανεκτές.
Συνιστώμενες δόσεις για εφάπαξ εγχύσεις:
Συμβατική αγγειογραφία
Αγγειογραφία αορτικού τόξου 50 -80 ml Ultravist 300
Εκλεκτικές απεικονίσεις αγγείων 6 -15 ml Ultravist 300
Θωρακική αορτογραφία 50 -80 ml Ultravist 300/370
Κοιλιακή αορτογραφία 40 -60 ml Ultravist 300
Αρτηριογραφία:
Άνω άκρων 8 -12 ml Ultravist 300
Κάτω άκρων 20 -30 ml Ultravist 300
Αγγειοκαρδιογραφία:
Καρδιακές κοιλότητες 40 -60 ml Ultravist 370
Στεφανιογραφία 5 - 8 ml Ultravist 370
Φλεβογραφία:
Άνω άκρων 15 -30 ml Ultravist 300
Κάτω άκρων 30 -60 ml Ultravist 300
Ενδοφλέβια ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία (
DSA
)
Η ενδοφλέβια ένεση εφάπαξ (bolus) 30-60 ml Ultravist 300 ή 370 (χρόνος
ροής : 8-12 ml/s στην βασιλική φλέβα, 10-20 ml/sec στην κοίλη φλέβα)
συνιστάται μόνο για την απεικόνιση μεγάλων αγγείων του κορμού. Η
ποσότητα του σκιαγραφικού που παραμένει σε επαφή με το αγγειακό
τοίχωμα μπορεί να μειωθεί και να χρησιμεύσει διαγνωστικά με μια εφάπαξ
(bolus) ένεση 20-40ml φυσιολογικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου αμέσως
μετά.
Ενήλικες:
30 - 60ml Ultravist 300/370
3
Ενδοαρτηριακή ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία (
DSA
)
Οι δοσολογίες και οι συγκεντρώσεις που χρησιμοποιούνται στη συμβατική
αγγειογραφία μπορούν να μειωθούν στη χρήση τους για ενδαρτηριακή
ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία.
Αξονική τομογραφία (
CT
)
Όπου είναι δυνατόν, το Ultravist πρέπει να εγχέεται με ενδοφλέβια εφάπαξ
(bolus) ένεση, κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας μία συσκευή έγχυσης. Μόνο
στους αργούς τομογράφους θα πρέπει να χορηγείται η μισή της συνολικής
δόσης ως εφάπαξ (bolus) ένεση και η υπόλοιπη μέσα σε 2 - 6 λεπτά, ώστε να
επιτευχθεί μία σχετικά σταθερή αν και όχι η μέγιστη συγκέντρωση στο
αίμα.
H ελικοειδής αξονική τομογραφία, σε μεμονωμένη λήψη, αλλά ιδιαίτερα σε
τεχνική πολλαπλών τομών επιτρέπει τη γρήγορη λήψη πολλών δεδομένων
στη διάρκεια συγκράτησης μίας αναπνοής. H χρήση συσκευής σταθερής
έγχυσης στη bolus χορήγηση συνιστάται ιδιαιτέρως ώστε να
βελτιστοποιηθεί το απεικονιστικό αποτέλεσμα της χορηγούμενης
ενδοφλέβιας εφάπαξ (bolus) ένεσης (80 150 ml Ultravist 300) στην περιοχή
ενδιαφέροντος (μέγιστη τιμή, χρόνος και διάρκεια της ενίσχυσης).
Ολόσωμη αξονική τομογραφία
Κατά την ολόσωμη αξονική τομογραφία, οι απαιτούμενες δόσεις
σκιαγραφικού και ο ρυθμός χορήγησης εξαρτώνται από τα υπό εξέταση
όργανα, το διαγνωστικό πρόβλημα, κυρίως όμως από τους ποικίλους
χρόνους τομογραφίας και απεικονίσεως των διαθέσιμων μηχανημάτων.
Αξονική τομογραφία εγκεφάλου
Ενήλικες:
Ultravist 300: 1 - max 2 ml/kg σωμ. βάρους
Ultravist 370: 1 - max 1,5 ml/kg σωμ. βάρους
Ενδοφλέβια ουρογραφία
Η φυσιολογική αδυναμία συμπύκνωσης του ανώριμου ακόμα νεφρώνα των
παιδικών νεφρών απαιτεί σχετικά υψηλές δόσεις σκιαγραφικού.
Συνιστώνται οι ακόλουθες δόσεις:
Νεογνά
(< 1 μηνός)
1,2 g ιωδίου/kg BW = 4,0 ml/kg BW Ultravist 300
= 3,2 ml/kg BW Ultravist 370
Βρέφη
(1 μηνός 2
1,0 g ιωδίου/kg BW = 3,0 ml/kg BW Ultravist 300
= 2,7 ml/kg BW Ultravist 370
4
ετών)
Παιδιά
(2 – 11 ετών)
0,5 g ιωδίου/kg BW = 1,5 ml/kg BW Ultravist 300
= 1,4 ml/kg BW Ultravist 370
Έφηβοι
και ενήλικες
0,3 g ιωδίου/kg BW = 1,0 ml/kg BW Ultravist 300
= 0,8 ml/kg BW Ultravist 370
W: Βάρος σώματος
Η αύξηση της δόσης στους ενήλικες είναι δυνατή εάν αυτό θεωρηθεί
απαραίτητο σε ειδικές ενδείξεις.
Χρόνοι λήψης
Εφόσον τηρηθούν οι προαναφερόμενες κατευθυντήριες δοσολογίες με
Ultravist 300/370, σε διάρκεια έγχυσης 1-2 λεπτών, εμφανίζεται τις
περισσότερες φορές σε εντονότερη σκιαγράφηση το νεφρικό παρέγχυμα 3-5
λεπτά μετά την έναρξη της χορήγησής του και η νεφρική πύελος με τις
αποχετευτικές οδούς 8-15 λεπτά μετά την έναρξη της χορήγησης. Σε
περιπτώσεις νεότερων ασθενών πρέπει να επιλέγεται ο συντομότερος
χρόνος, ενώ σε περιπτώσεις πιο ηλικιωμένων ασθενών ο πιο
καθυστερημένος χρόνος.
Κανονικά, συνιστάται να λαμβάνεται η πρώτη λήψη περίπου 2 –3 λεπτά
αμέσως μετά τη χορήγηση του σκιαγραφικού. Στις περιπτώσεις νεογνών,
μικρών παιδιών και ασθενών με περιορισμένη νεφρική λειτουργία
καθυστερημένοι χρόνοι λήψης μπορούν να δώσουν βελτιωμένη απεικόνιση
του ουροποιητικού συστήματος.
Δοσολογία για χρήση σε άλλες κοιλότητες του σώματος
Κατά τη διενέργεια αρθρογραφίας , και κατά την ενδοσκοπική παλίνδρομη
χολαγγειο-παγκρεατογραφία (ERCP), η χορήγηση του σκιαγραφικού μέσου
πρέπει να παρακολουθείται με ακτινοσκόπηση.
5
Συνιστώμενες δόσεις για μεμονωμένες εξετάσεις:
Η δοσολογία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, το βάρος και τη
γενική κατάσταση του ασθενούς. Επίσης, ανάλογα με το κλινικό πρόβλημα,
την τεχνική της εξέτασης και την περιοχή του σώματος που εξετάζεται.
Ενδεικτικά, η συνιστώμενη μέση δόση για έναν ενήλικα έχει ως εξής:
Απεικόνιση των αρθρώσεων: 5 – 15 ml Ultravist 300/370.
ERCP: η δοσολογία εξαρτάται συνήθως από τo κλινικό ερώτημα και το
μέγεθος της περιοχής που θα απεικονιστεί.
Άλλα: η δοσολογία εξαρτάται συνήθως από την κλινικό ερώτημα και το
μέγεθος της περιοχής που θα απεικονιστεί.
Επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους ειδικούς πληθυσμούς
Νεογνά (< 1 μηνός) και βρέφη (1 μηνός2 ετών)
Τα βρέφη ηλικίας < 1 έτους, και ιδιαίτερα τα νεογνά, είναι πολύ ευαίσθητα
στις διακυμάνσεις των ηλεκτρολυτών και τις αιμοδυναμικές μεταβολές.
Πρέπει να δίνεται προσοχή αναφορικά με τη δόση του σκιαγραφικού μέσου
που θα χορηγηθεί, την τεχνική διεξαγωγής της ακτινολογικής διαδικασίας
και την κατάσταση του ασθενούς.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας 65 ετών και άνω)
Σε μία κλινική μελέτη, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη φαρμακοκινητική
της ιοπρομίδης μεταξύ ηλικιωμένων (ηλικίας 65 ετών και άνω) και
νεότερων ασθενών. Συνεπώς, δε δίνονται ειδικές υποδείξεις για
προσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους ασθενείς εκτός από αυτές που
περιγράφονται στην παράγραφο «Δοσολογία».
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
Η απέκκριση της ιοπρομίδης δεν επηρεάζεται από δυσλειτουργία του
ήπατος καθώς η ιοπρομίδη δεν μεταβολίζεται και μόνο περίπου 2% της
δόσης απεκκρίνεται μέσω των κοπράνων. Δεν θεωρείται απαραίτητη
προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Αφού η ιοπρομίδη απεκκρίνεται σχεδόν αποκλειστικά σε αμετάβλητη μορφή
6
μέσω των νεφρών, η εξάλειψη της ιοπρομίδης παρατείνεται σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική λειτουργία. Η ελάχιστη δυνατή δόση θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα μειωμένη νεφρική λειτουργία
ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος της επιπρόσθετης μειωμένης νεφρικής
λειτουργίας που προκαλείται από τα σκιαγραφικά μέσα (βλ. επίσης τις
παραγράφους 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση» και 5.2 «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες»).
4.3 Αντενδείξεις
Δεν υπάρχουν απόλυτες αντενδείξεις για τη χρήση του Ultravist.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Για όλες τις ενδείξεις
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Το Ultravist μπορεί να συσχετιστεί με αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις /
αντιδράσεις υπερευαισθησίας ή άλλες ιδιοσυγκρασιακές αντιδράσεις
χαρακτηριζόμενες από καρδιοαγγειακές, αναπνευστικές και δερματικές
εκδηλώσεις.
Αντιδράσεις αλλεργικού τύπου που κυμαίνονται από ήπιες έως σοβαρές,
συμπεριλαμβανομένου του σοκ, είναι πιθανές (βλ. παράγραφο 4.8
«Ανεπιθύμητες Ενέργειες»). Οι περισσότερες από αυτές τις αντιδράσεις
εμφανίζονται μέσα σε 30 λεπτά από τη χορήγηση. Ωστόσο, μπορεί να
εμφανιστούν όψιμες αντιδράσεις (μετά από ώρες έως μέρες).
Ο κίνδυνος για αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι υψηλότερος στην
περίπτωση:
- Προηγούμενη αντίδραση σε σκιαγραφικό μέσο
- Ιστορικό βρογχικού άσθματος ή άλλων αλλεργικών διαταραχών
Ιδιαίτερα σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στο Ultravist ή σε
οποιοδήποτε από τα έκδοχά του, ή με ιστορικό προηγούμενης αντίδρασης
υπερευαισθησίας σε οποιοδήποτε άλλο ιωδιούχο σκιαγραφικό μέσο,
απαιτείται προσεκτική αξιολόγηση της σχέσης κινδύνου/οφέλους, λόγω του
αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας
(συμπεριλαμβανομένων σοβαρών αντιδράσεων).
7
Ωστόσο, οι αντιδράσεις αυτές δεν εμφανίζονται με σταθερό ρυθμό και η
φύση τους δεν μπορεί να προβλεφθεί.
Ασθενείς που εμφανίζουν παρόμοιες αντιδράσεις ενόσω λαμβάνουν
αποκλειστές των βποδοχέων μπορεί να παρουσιάσουν ανθεκτικότητα στη
θεραπευτική αγωγή με αγωνιστές των β-υποδοχέων (βλ. επίσης παράγραφο
4.5 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Σε περίπτωση σοβαρής αντίδρασης υπερευαισθησίας, οι ασθενείς με
καρδιαγγειακή νόσο είναι περισσότερο επιρρεπείς σε μια σοβαρή ή ακόμα
και θανατηφόρο έκβαση.
Λόγω της πιθανότητας εμφάνισης σοβαρών αντιδράσεων υπερευαισθησίας
μετά τη χορήγηση, συνιστάται παρακολούθηση του ασθενούς μετά την
εξέταση.
Πρέπει να υπάρχει ετοιμότητα για την εφαρμογή επειγόντων μέτρων για
όλους τους ασθενείς.
Σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο οξέων αντιδράσεων αλλεργικού τύπου, και
ασθενείς με ιστορικό μετρίας ή σοβαρής οξείας αντίδρασης, άσθματος ή
αλλεργίας που απαίτησε ιατρική αντιμετώπιση, μπορεί να ληφθεί υπόψη μια
προφυλακτική αγωγή με κορτικοστεροειδή.
Δυσλειτουργία του θυρεοειδούς
Ιδιαίτερα προσεκτική εκτίμηση της σχέσης κινδύνου/οφέλους είναι
απαραίτητη σε ασθενείς με γνωστό ή πιθανολογούμενο υπερθυρεοειδισμό ή
βρογχοκήλη, καθώς τα ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα μπορεί να προκαλέσουν
υπερθυρεοειδισμό και θυρεοτοξική κρίση σε αυτούς τους ασθενείς. Ο
έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδή πριν από τη χορήγηση του Ultravist
και/ή προληπτική φαρμακευτική αγωγή με αντιθυρεοειδικά μπορεί να
ληφθούν υπόψη στους ασθενείς με γνωστό ή πιθανολογούμενο
υπερθυρεοειδισμό
Στα νεογνά, ιδιαίτερα στα πρόωρα νεογνά, που έχουν εκτεθεί στο Ultravist,
είτε μέσω της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τη
νεογνική περίοδο, συνιστάται να παρακολουθείται η λειτουργία του
θυρεοειδή, καθώς η έκθεση σε περίσσια ιωδίου μπορεί να προκαλέσει
υποθυρεοειδισμό, που πιθανόν να απαιτεί θεραπεία.
Παθήσεις του ΚΝΣ
Ασθενείς με ιστορικό διαταραχών του ΚΝΣ μπορεί να διατρέχουν αυξημένο
κίνδυνο εμφάνισης νευρολογικών επιπλοκών σχετιζόμενων με τη χορήγηση
8
του Ultravist. Οι νευρολογικές επιπλοκές εμφανίζονται συχνότερα στην
εγκεφαλική αγγειογραφία και ανάλογες διαδικασίες.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή σε καταστάσεις κατά τις οποίες μπορεί να
υπάρχει μειωμένος ουδός ως προς την εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων, όπως
προηγούμενο ιστορικό επιληπτικών κρίσεων και χρήση ορισμένων
συγχορηγούμενων φαρμάκων.
Παράγοντες που αυξάνουν τη διαπερατότητα του αιματοεγκεφαλικού
φραγμού διευκολύνουν τη δίοδο του σκιαγραφικού μέσου στον εγκεφαλικό
ιστό, γεγονός που πιθανόν να οδηγήσεισε αντιδράσεις από το ΚΝΣ.
Ενυδάτωση
Πρέπει να διασφαλιστεί επαρκής ενυδάτωση πριν και μετά από ενδαγγειακή
χορήγηση του Ultravist ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος της
νεφροτοξικότητας που προκαλείται από τα σκιαγραφικά μέσα (βλ. επίσης
υποπαράγραφο «Ενδαγγειακή χρήση Νεφρική Ανεπάρκεια»). Αυτό ισχύει
ιδιαίτερα για τους ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα, σακχαρώδη διαβήτη,
πολυουρία, ολιγουρία, υπερουριχαιμία, καθώς επίσης και σε νεογνά, βρέφη,
μικρά παιδιά και ηλικιωμένους ασθενείς.
Ανησυχία
Έντονες καταστάσεις έξαψης, ανησυχίας και πόνου μπορεί να αυξήσουν τον
κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών ή να εντείνουν τις αντιδράσεις που
σχετίζονται με τα σκιαγραφικά μέσα. Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την
ελαχιστοποίηση της κατάσταση άγχους σε αυτούς τους ασθενείς.
Προκαταρτικός έλεγχος
Δεν συνιστάται η δοκιμή ευαισθησίας χρησιμοποιώντας μία μικρή
δοκιμαστική δόση του σκιαγραφικού μέσου καθώς δεν έχει προγνωστική
αξία. Επιπρόσθετα, οι ίδιες οι δοκιμές ευαισθησίας έχουν οδηγήσει
περιστασιακά σε σοβαρές ή ακόμα και θανατηφόρες αντιδράσεις
υπερευαισθησίας.
Ενδοαγγειακή χρήση
Νεφρική δυσλειτουργία
Μετά την ενδοαγγειακή χορήγηση του Ultravist μπορεί να εμφανιστεί
νεφροτοξικότητα, οφειλόμενη στο σκιαγραφικό, η οποία εμφανίζεται ως
9
παροδική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Σε μερικές περιπτώσεις
μπορεί να εμφανιστεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται ενδεικτικά:
- προϋπάρχουσα μειωμένη νεφρική λειτουργία
- αφυδάτωση
- σακχαρώδης διαβήτης
- πολλαπλούν μυέλωμα, παραπτωτεϊναιμία
- επαναλαμβανόμενες και/ή υψηλές δόσεις Ultravist
Σε όλους τους ασθενείς, στους οποίους χορηγείται το Ultravist, πρέπει να
εξασφαλίζεται επαρκής ενυδάτωση.
Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, ακόμα και αν δεν
παρουσιάζουν υπολειμματική νεφρική λειτουργία, μπορούν να λάβουν
Ultravist για τη διεξαγωγή ακτινολογικών εξετάσεων, διότι τα ιωδιούχα
σκιαγραφικά μέσα απεκκρίνονται μέσω της διαδικασίας της αιμοκάθαρσης.
Καρδιαγγειακή νόσος
Ασθενείς με σημαντική καρδιακή νόσο ή στεφανιαία νόσο βρίσκονται σε
αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν κλινικά σημαντικές αιμοδυναμικές
μεταβολές και αρρυθμία.
Η ενδοαγγειακή ένεση Ultravist μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονικό οίδημα σε
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Φαιοχρωμοκύτωμα
Ασθενείς με φαιοχρωματοκύτωμα μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο
κίνδυνο να αναπτύξουν υπερτασική κρίση.
Μυασθένια Gravis
Η χορήγηση Ultravist μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της μυασθένιας
Gravis.
Θρομβοεμβολικά συμβάματα
Μία από τις ιδιότητες των μη ιονικών σκιαγραφικών μέσων είναι η μικρή
επίδρασή τους στις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Συνεπώς, τα
μη ιονικά σκιαγραφικά μέσα έχουν μικρότερη αντιπηκτική δράση in vitro από
10
τα ιονικά. Πολλοί παράγοντες επιπρόσθετα στα σκιαγραφικά μέσα,
συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας της διαδικασίας, του αριθμού των
ενέσεων, του υλικού του καθετήρα και της σύριγγας, της υποκείμενης
νόσου, και της ταυτόχρονης φαρμακευτικής αγωγής, μπορούν να
συμβάλλουν στην εμφάνιση θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Αυτό πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή τεχνικών με φλεβοκαθετήρα και να
δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην τεχνική της αγγειογραφίας και στο συχνό
πλύσιμο των καθετήρων με φυσιολογικό ορό (εφόσον είναι απαραίτητο με
προσθήκη ηπαρίνης) ενώ ο χρόνος της εξέτασης να μειώνεται στο
ελάχιστο, ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος θρομβώσεων και εμβολών
που συνδέονται με τη διαδικασία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
- Διγουανίδια (μετφορμίνη): Σε ασθενείς με οξεία νεφρική ανεπάρκεια ή με
σοβαρή χρόνια νεφρική νόσο η απέκκριση των διγουανιδίων μπορεί να
μειωθεί με αποτέλεσμα την συσσώρευσή τους και την ανάπτυξη γαλακτικής
οξέωσης. Καθώς η χορήγηση του Ultravist μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική
ανεπάρκεια ή επιδείνωση της νεφρικής ανεπάρκειας σε ασθενείς που είναι
υπό θεραπεία με μετφορμίνη μπορεί να αποτελεί αυξημένο κίνδυνο ώστε
αυτοί οι ασθενείς να εμφανίσουν γαλακτική οξέωση, λ. παράγραφο 4.4,
υποπαράγραφο «Ενδοαγγειακή χρήση Νεφρική ανεπάρκεια»). Σύμφωνα με
τις μετρήσεις της νεφρικής λειτουργίας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η
πιθανή ανάγκη για διακοπή της χορήγησης μετφορμίνης προληπτικά, 48
ώρες πριν και μετά τη χορήγηση του σκιαγραφικού μέσου.
- Ιντερλευκίνη-2: προηγηθείσα θεραπεία (έως και 2 εβδομάδες) με
ιντερλευκίνη-2 έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο αντιδράσεων
επιβραδυνόμενου τύπου στο Ultravist.
- Ραδιοϊσότοπα: Η διάγνωση και η θεραπεία διαταραχών του θυρεοειδούς με
ραδιοϊσότοπα που προσλαμβάνονται από το θυρεοειδή πιθανόν να
παρεμποδισθεί για έως αρκετές εβδομάδες μετά τη χορήγηση του Ultravist,
λόγω ελάττωσης της ικανότητας του θυρεοειδικού ιστού να προσλαμβάνει
τα ραδιοϊσότοπα.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν έχουν διεξαχθεί επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε έγκυες
γυναίκες. Δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στη
χορήγηση μη ιονικών σκιαγραφικών μέσων σε εγκύους ασθενείς. Δεδομένου
11
ότι, όπου είναι δυνατόν, η έκθεση στην ακτινοβολία πρέπει να αποφεύγεται
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα οφέλη από την εξέταση με ακτίνες
Χ, με ή χωρίς σκιαγραφικό μέσο, πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά έναντι
του πιθανού κινδύνου. Μελέτες σε πειραματόζωα δεν υποδεικνύουν
βλαβερές επιδράσεις σε σχέση με την κύηση, την εμβρυϊκή ανάπτυξη, τον
τοκετό ή τη μεταγεννητική ανάπτυξη, μετά τη χορήγηση ιοπρομίδης σε
ανθρώπους για διαγνωστικούς σκοπούς.
Γαλουχία
Δεν έχει ερευνηθεί η ασφάλεια του Ultravist σε βρέφη που θηλάζουν. Τα
σκιαγραφικά μέσα απεκκρίνονται σε πολύ μικρό βαθμό στο μητρικό γάλα. Η
βλάβη στο βρέφος που θηλάζει δεν είναι πιθανή (βλ. επίσης την παράγραφο
4.4, υποπαράγραφο «Ενδoαγγειακή χρήση – Νεφρική ανεπάρκεια»)
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Το συνολικό προφίλ ασφαλείας του Ultravist βασίζεται σε δεδομένα που
λήφθηκαν σε μελέτες πριν από την κυκλοφορία του προϊόντος σε
περισσότερους από 3.900 ασθενείς και σε μελέτες μετά την κυκλοφορία του
προϊόντος σε περισσότερους από 74.000 ασθενείς, καθώς επίσης και σε
δεδομένα από αυθόρμητες αναφορές και τη βιβλιογραφία.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (≥4%) σε ασθενείς που
λαμβάνουν Ultravist είναι κεφαλαλγία, ναυτία και αγγειοδιαστολή.
Οι πιο σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που λαμβάνουν Ultravist
είναι αναφυλακτικό σοκ, αναπνευστική διακοπή, βρογχόσπασμος, λαρυγγικό
οίδημα, φαρυγγικό οίδημα, άσθμα, κώμα, εγκεφαλικό έμφρακτο, εγκεφαλικό
επεισόδιο, εγκεφαλικό οίδημα, σπασμοί, αρρυθμία, καρδιακή ανακοπή,
μυοκαρδιακή ισχαιμία, έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια,
βραδυκαρδία, κυάνωση, υπόταση, καταπληξία, δύσπνοια, πνευμονικό
οίδημα, αναπνευστική ανεπάρκεια και αναρρόφηση.
Κατάλογος των ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν με το Ultravist
παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα. Κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με
το Οργανικό Σύστημα κατά MedDRA (έκδοση 13.0). Ο πιο κατάλληλος όρος
MedDRΑ χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συγκεκριμένη κατάσταση
12
καθώς επίσης και τα συνώνυμά της και σχετιζόμενες καταστάσεις.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τις κλινικές μελέτες κατηγοριοποιούνται
σύμφωνα με τις συχνότητές τους. Οι ομαδοποιήσεις των συχνοτήτων
ορίζονται σύμφωνα με την εξής σύμβαση:
Συχνές (≥1/100 έως <1/10),
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100),
Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναγνωρίστηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της
παρακολούθησης του προϊόντος μετά την κυκλοφορία του και για τις οποίες
η συχνότητα δεν μπορούσε να εκτιμηθεί, παρατίθενται στην κατηγορία «μη
γνωστές».
Πίνακας 1: Ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε κλινικές
μελέτες ή κατά την παρακολούθηση του προϊόντος μετά την
κυκλοφορία του σε ασθενείς που έλαβαν Ultravist
Οργανικό
σύστημα
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Μη γνωστές
Διαταραχές
του
ανοσοποιητικ
ού
συστήματος
Αντιδράσεις
υπερευαισθησίας/
αναφυλακτοειδείς
αντιδράσεις
(αναφυλακτικό σοκ
§) *),
αναπνευστική
ανακοπή
§) *)
,
βρογχοσπασμός
*)
,
λαρυγγικό
*)
/
φαρυγγικό
*)
οίδημα,
οίδημα προσώπου,
οίδημα γλώσσας
§)
,
λαρυγγικός
/φαρυγγικός σπασμός
§)
, άσθμα
§) *),
,
επιπεφυκίτιδα
§)
,
δακρύρροια
§)
,
πταρμός, βήχας,
οίδημα βλεννογόνων,
ρινίτιδα
§)
, βράγχος
§)
,
ερεθισμός λαιμού
§)
,
κνίδωση, κνησμός,
αγγειοοίδημα)
13
Διαταραχές
του
ενδοκρινικού
συστήματος
Θυρεοτοξική
κρίση,
Διαταραχή της
θυρεοειδικής
λειτουργίας
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Ανησυχία
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Ζάλη,
Πονοκέφαλος,
Δυσγευσία
Βαγοτονία,
Κατάσταση σύγχυσης,
Νευρικότητα,
Παραισθησία/Υπαισθησ
ία,
Αϋπνία
Κώμα
*),
Εγκεφαλική
ισχαιμία/
έμφρακτο
*)
,
Εγκεφαλικό
επεισόδιο
*)
,
Εγκεφαλικό
οίδημα
α) *)
,
Σπασμοί
*)
,
Παροδική
φλοιώδης
τύφλωση
α)
,
Απώλεια
συνείδησης,
Διέγερση,
Αμνησία,
Τρόμος,
Διαταραχές
ομιλίας,
Πάρεση/παράλυση
Οφθαλμικές
διαταραχές
Θολή/
διαταραγμένη
όραση
Διαταραχές
του ωτός και
του
λαβυρίνθου
Διαταραχές της
ακοής
Καρδιακές Πόνος / στο Αρρυθμία
*)
Καρδιακή Έμφραγμα του
14
διαταραχές στήθος/δυσφο
ρία
ανακοπή
*)
,
Μυοκαρδια
κή
ισχαιμία,
Αίσθημα
παλμών
μυοκαρδίου
*)
,
Καρδιακή
ανεπάρκεια
*)
,
Βραδυκαρδία
*)
,
Ταχυκαρδία,
Κυάνωση
*)
Αγγειακές
διαταραχές
Υπέρταση
Αγγειοδιαστολ
ή
Υπόταση
*)
Καταπληξία
Θρομβοεμβολικά
συμβάντα
α)
Αγγειόσπασμος
α)
Διαταραχές
του
αναπνευστικο
ύ
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιο
υ
Δύσπνοια
*)
Πνευμονικό
οίδημα
*),
Αναπνευστική
ανεπάρκεια
*),
Αναρρόφηση
*)
Διαταραχές
του
γαστρεντερικ
ού
Έμετος,
Ναυτία Κοιλιακό άλγος
Δυσφαγία,
Μεγέθυνση των
σιελογόνων
αδένων,
Διάρροια
Διαταραχές
του
δέρματος και
του
υποδόριου
ιστού
Πομφολυγώδεις
δερματοπάθειες
(π.χ. σύνδρομο
Stevens-Johnson ή
σύνδρομο Lyell),
Εξάνθημα,
Ερύθημα,
Υπερίδρωση
Διαταραχές
του
μυοσκελετικο
ύ
Σύνδρομο
διαμερισματοποίη
σης σε περίπτωση
εξαγγείωσης
α)
15
συστήματος
και του
συνδετικού
ιστού
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Μειωμένη νεφρική
λειτουργία
α)
,
Οξεία νεφρική
ανεπάρκεια
α)
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Πόνος
Αντίδραση στο
σημείο της
ένεσης
(ποικίλλων
ειδών, π.χ.
πόνος,
θερμότητα
§)
,
οίδημα
§)
,
φλεγμονή
§)
και
κάκωση των
μαλακών
μορίων
§)
σε
περίπτωση
εξαγγείωσης)
Αίσθημα
θερμότητας
Οίδημα
Αδιαθεσία,
Ρίγη,
Ωχρότητα
Παρακλινικές
εξετάσεις
Διακυμάνσεις στη
θερμοκρασία του
σώματος
*)
έχουν αναφερθεί απειλητικές για τη ζωή και/ή μοιραίες περιπτώσεις
α)
μόνο σε ενδαγγειακή χρήση
§)
αναγνωρίστηκαν μόνο κατά την παρακολούθηση του προϊόντος μετά την κυκλοφορία του (συχνότητα μη
γνωστή)
Η πλειοψηφία των αντιδράσεων μετά από μυελογραφία ή χρήση σε
σωματικές κοιλότητες, εμφανίζονται μερικές ώρες μετά τη χορήγηση.
Εκτός από τις προαναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες, μπορεί να
εμφανιστούν και οι ακόλουθες με τη χρήση σε ERCP: αύξηση των επιπέδων
των ενζύμων του παγκρέατος και παγκρεατίτιδα σε μη γνωστή συχνότητα.
16
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού
Φαρμάκων εσογείων 284, 15562, Χολαργός, Τηλ.: 213-2040200, Φαξ: +
30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr).
4.9 Υπερδοσολογία
Τα αποτελέσματα μελετών οξείας τοξικότητας σε πειραματόζωα, δεν
υποδεικνύουν κίνδυνο οξείας δηλητηρίασης κατά τη χρήση του Ultravist.
Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν διαταραχή υγρών και
ηλεκτρολυτών, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιαγγειακές και πνευμονικές
επιπλοκές.
Σε περίπτωση ακούσιας ενδαγγειακής υπερδοσολογίας συνιστάται η
παρακολούθηση των υγρών, των ηλεκτρολυτών και της νεφρικής
λειτουργίας. Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να
επικεντρώνεται στην υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών.
Το Ultravist μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Υδατοδιαλυτά, νεφροτρόπα, χαμηλής
ωσμοτικότητας σκιαγραφικά ακτινών «Χ».
Κωδικός ATC: V08AB05
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η σκιαγραφική ουσία που περιέχεται στο Ultravist είναι η ιοπρομίδη, ένα μη
ιονικό υδατοδιαλυτό παράγωγο του τριπλά ιωδιωμένου ισοφθαλικού οξέος
με μοριακό βάρος 791,12, στο οποίο το ισχυρά συνδεδεμένο ιώδιο
απορροφά τις ακτίνες Χ.
Η έγχυση του Ultravist κάνει αδιάφανα τα αγγεία εκείνα ή τις σωματικές
κοιλότητες στην πορεία της ροής του σκιαγραφικού μέσου, επιτρέποντας
τη ραδιογραφική απεικόνιση των εσωτερικών δομών μέχρι να συμβεί
σημαντική αραίωση.
17
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Γενικές πληροφορίες
Η ιοπρομίδη συμπεριφέρεται μέσα στον οργανισμό σαν οποιαδήποτε άλλη
υψηλά υδρόφιλη βιολογικά ανενεργή ένωση, που απεκκρίνεται από τους
νεφρούς (π.χ. μαννιτόλη ή ινουλίνη)
Απορρόφηση και Κατανομή
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, οι συγκεντρώσεις της ιοπρομίδης στο
πλάσμα μειώνονται πολύ γρήγορα λόγω της διανομής στον εξωκυττάριο
χώρο και την επακόλουθη απέκκριση. Ο συνολικός όγκος κατανομής σε
σταθεροποιημένη κατάσταση είναι περίπου 16 L, που αντιστοιχεί περίπου
στον όγκο του εξωκυττάριου χώρου.
Η πρωτεϊνική δέσμευση είναι αμελητέα (περίπου 1%). Δεν υπάρχει ένδειξη
ότι η ιοπρομίδη διαπερνά τον άθικτο αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Σε μελέτες
με ζώα μία μικρή ποσότητα διαπέρασε τον πλακούντα (≤ 0,3% της δόσης
βρέθηκε στα έμβρυα κουνελιών).
Μετά τη χορήγηση στο χοληφόρο και παγκρεατικό πόρο κατά τη διάρκεια
Παλίνδρομης Ενδοσκοπικής Χολαγγειοπαγκρεατογραφίας (ERCP), τα
ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα απορροφώνται συστηματικά και φτάνουν τις
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα μεταξύ 1 και 4 ωρών μετά τη
χορήγηση. Τα μέγιστα επίπεδα ιωδίου στον ορό μετά από μέση δόση περίπου
7,3 g ιωδίου ήταν περίπου 40 φορές μικρότερα σε σχέση με τα μέγιστα
επίπεδα ορού μετά από αντίστοιχες ενδοφλέβιες δόσεις.
Μεταβολισμός
Η ιοπρομίδη δεν μεταβολίζεται.
Απέκκριση
Ο τελικός χρόνος ημιζωής της ιοπρομίδης είναι περίπου 2 ώρες,
ανεξάρτητα από τη δόση.
Στο εύρος της δοσολογίας που ελέγχθηκε, η μέση ολική κάθαρση της
ιοπρομίδης ανέρχεται στα 106 ± 15 ml/min, παρόμοια με τη νεφρική
κάθαρση των 102 ± 15 ml/min. Συνεπώς, η απέκκριση της ιοπρομίδης είναι
σχεδόν αποκλειστικά νεφρική. Μόνο περίπου 2% της χορηγηθείσας δόσης
απεκκρίνεται μέσω των κοπράνων μέσα σε 3 ημέρες.
Περίπου 60% της δόσης απεκκρίνεται μέσα σε 3 ώρες μετά την ενδοφλέβια
χορήγηση μέσω των ούρων. Κατά μέσο όρο 93% της δόσης ανακτήθηκε
μέσα σε 12 ώρες. Η απέκκριση ολοκληρώνεται ουσιαστικά μέσα σε 24 ώρες.
Μετά τη χορήγηση στο χοληδόχο και/ή παγκρεατικό πόρο στην ERCP οι
συγκεντρώσεις του ιωδίου στο πλάσμα επέστρεψαν στα προ της δόσης
18
επίπεδα μέσα σε 7 ημέρες.
Γραμμικότητα/μη γραμμικότητα
Οι φαρμακοκινητικοί παράγοντες της ιοπρομίδης στους ανθρώπους
αλλάζουν αναλογικά με τη δόση (π.χ. C
max
,
AUC) ή είναι ανεξάρτητοι της
δόσης (π.χ. V
SS
,t
1/2
).
Χαρακτηριστικά στους ειδικούς πληθυσμούς ασθενών
Ηλικιωμένοι (ηλικίας 65 ετών και άνω)
Μεσήλικες ασθενείς (49-64 ετών) και ηλικιωμένοι ασθενείς (65-70 ετών),
χωρίς σημαντική νεφρική ανεπάρκεια, είχαν συνολική κάθαρση ορού μεταξύ
74 και 114 ml/min (ομάδα μεσήλικων, μέσος όρος 102 ml/min) και μεταξύ 72
και 110 ml/min (ομάδα ηλικιωμένων, μέσος όρος 89 ml/min), που ήταν μόνο
οριακά μικρότερη από ότι σε νεώτερους ασθενείς (88 έως 138 ml/min, μέσος
όρος 106 ml/min). Οι μεμονωμένοι χρόνοι ημιζωής ήταν μεταξύ 1,9 - 2,9
ώρες και 1,5 και 2,7 ώρες, αντίστοιχα. Συγκριτικά με το εύρος των 1,4 έως
2,1 ωρών στους νέους υγιείς εθελοντές, ο τελικοί χρόνοι ημιζωής ήταν
παρόμοιοι. Οι μικρές διαφορές αντιστοιχούν στο φυσιολογικά μειωμένο
ρυθμό της σπειραματικής διήθησης με την ηλικία.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική της ιοπρομίδης δεν έχει ερευνηθεί στον παιδιατρικό
πληθυσμό (βλ. παράγραφο 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης»).
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία, ο χρόνος ημιζωής της
ιοπρομίδης παρατείνεται σύμφωνα με το μειωμένο ρυθμό σπειραματικής
διήθησης.
Η κάθαρση στο πλάσμα μειώθηκε σε 49,4 ml/min/1,73 m
2
(CV = 53%) στους
ασθενείς με ήπια και μέτρια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία (80> CL
CR
>30 ml/min/1,73 m
2
) και σε 18,1 ml/min/1,73 m
2
(CV = 30%) στους ασθενείς με
σοβαρά επηρεασμένη νεφρική λειτουργία που δεν εξαρτώνται από
αιμοκάθαρση (CL
CR
= 30 - 10 ml/min/1,73 m
2
).
Ο τελικός μέσος χρόνος ημιζωής ήταν 6,1 ώρες (CV = 43%) στους ασθενείς
με ήπια και μέτρια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία (80 ≥ CL
CR
> 30
ml/min/1,73 m
2
) και 11,6 ώρες (CV = 49%) στους ασθενείς με σοβαρά
επηρεασμένη νεφρική λειτουργία που δεν εξαρτώνται από αιμοκάθαρση
(CL
CR
= 30 - 10 ml/min/1,73 m
2
).
19
Το ποσό που ανακτήθηκε στα ούρα μέσα σε 6 ώρες μετά τη δόση ήταν 38%
στους ασθενείς με μέτρια επηρεασμένη νεφρική λειτουργία και 26% στους
ασθενείς με σοβαρά επηρεασμένη νεφρική λειτουργία, σε σύγκριση με
περισσότερο από 83% στους υγιείς εθελοντές. Μέσα σε 24 ώρες μετά τη
δόση η ανάκτηση ήταν 60% στους ασθενείς με ήπια έως μέτρια
επηρεασμένη νεφρική λειτουργία και 51% στους ασθενείς με σοβαρά
επηρεασμένη νεφρική λειτουργία, σε σύγκριση με περισσότερο από 95%
στους υγιείς εθελοντές.
Η ιοπρομίδη μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση. Περίπου το 60% της
δόσης της ιοπρομίδης αφαιρείται κατά τη διάρκεια 3ωρης αιμοκάθαρσης.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
Η απέκκριση δεν επηρεάζεται από την ανεπάρκεια της ηπατικής
λειτουργίας, διότι η ιοπρομίδη δεν μεταβολίζεται και μόνο περίπου το 2%
της δόσης απεκκρίνεται με τα κόπρανα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Με βάση τα αποτελέσματα συμβατικών μελετών φαρμακευτικής ασφάλειας,
τοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις, γονοτοξικότητας και
τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή, τα προκλινικά στοιχεία δεν
κατέδειξαν κίνδυνο για τους ανθρώπους.
Συστηματική τοξικότητα
Πειραματικές μελέτες σε ζώα, για την αξιολόγηση της συστηματικής
ανεκτικότητας σε επαναλαμβανόμενη ημερήσια ενδοφλέβια χορήγηση, δεν
έδωσαν οποιαδήποτε ευρήματα, απαγορευτικά ως προς τη συνηθισμένη,
μεμονωμένη χορήγηση στους ανθρώπους.
Γονοτοξική δυνητικότητα, ογκογεννητικότητα
Στις μελέτες για τη γονοτοξική δραστικότητα οκιμασίες μεταλλάξεων σε
γονίδια και χρωμοσώματα), η ιοπρομίδη δεν έδειξε μεταλλαξιογόνο δράση in
vitro ή in vivo. Με βάση την απουσία γονοτοξικών επιδράσεων, και
λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβολική σταθερότητα, τα δεδομένα της
φαρμακοκινητικής και την απουσία ενδείξεων τοξικών επιδράσεων σε
γρήγορα αναπτυσσόμενους ιστούς, καθώς και το γεγονός πως το Ultravist
χορηγήθηκε μόνο μία φορά, δεν φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος
ογκογεννητικής δράσης στους ανθρώπους. Τοπική ανοχή και πιθανότητα
ευαισθητοποίησης εξ’ επαφής
Μελέτες τοπικής ανεκτικότητας μετά από μονή καθώς και
επαναλαμβανόμενη ενδοφλέβια χορήγηση και μετά από μονή
ενδοαρτηριακή, ενδομυϊκή, παραφλέβια, , ενδοπεριτοναϊκή, ενδοραχιαία
20
χορήγηση και χορήγηση στον επιπεφυκότα, υπέδειξαν πως καμία ή μόνο
ελαφρές ανεπιθύμητες τοπικές επιδράσεις πρέπει να αναμένονται στα
αιμοφόρα αγγεία, τους παραφλεβικούς ιστούς, τον υποαραχνοειδή χώρο ή
επί του ανθρώπινου βλεννογόνου. Μελέτες πιθανής ευαισθητοποίησης εξ’
επαφής δεν κατέδειξαν δυνητική ευαισθητοποίηση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Νατριούχο εδετικό ασβέστιο, τρομεταμόλη, υδροχλωρικό οξύ 10% (για
ρύθμιση του pH), ενέσιμο ύδωρ.
6.2 Ασυμβατότητες
To Ultravist δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φάρμακα, ώστε να
αποφευχθεί ο κίνδυνος πιθανής ασυμβατότητας.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Μετά το άνοιγμα του περιέκτη, το Ultravist συνιστάται να χρησιμοποιείται
εντός 10 ωρών.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία έως 25° C και να μην εκτίθεται στο φως και
την ακτινοβολία.
Διατηρείτε τα φάρμακα προσεκτικά και μακριά από τα παιδιά.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλες από γυαλί τύπου ΙΙ
Πώμα τύπου Ι
Ultravist 300: φιάλες των 20 ml, 50 ml, 100 ml, 500 ml, 1000 ml
Ultravist 370: φιάλες των 50 ml, 100 ml, 150 ml, 200 ml και 500 ml, 1000 ml
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Οπτικός έλεγχος
Πριν τη χρήση των σκιαγραφικών μέσων πρέπει να διενεργείται οπτικός
έλεγχος και δεν θα πρέπει αυτά να χρησιμοποιούνται σε περίπτωση
αποχρωματισμού, ούτε επί παρουσίας σωματιδίων (περιλαμβανομένων των
κρυστάλλων) ή ελαττωματικού περιέκτη.
Επειδή το Ultravist είναι ένα υψηλής συγκέντρωσης διάλυμα, πολύ σπάνια
21
μπορεί να εμφανισθεί κρυσταλλοποίηση (γαλακτώδης θολερή εμφάνιση
και/ή ίζημα στον πυθμένα ή αιωρούμενοι κρύσταλλοι).
Φιαλίδια
Το διάλυμα του σκιαγραφικού δεν πρέπει να αναρροφάται στη σύριγγα ή
στον ορό της συσκευής έγχυσης, παρά μόνο αμέσως πριν τη χορήγησή του.
Το ελαστικό πώμα πρέπει να διατρυπάται μία μόνο φορά, ώστε να
αποφεύγεται η εισροή μικροσωματιδίων από το πώμα στο διάλυμα.
Συνιστάται για τη διάτρηση του ελαστικού πώματος και για την
αναρρόφηση του σκιαγραφικού να χρησιμοποιούνται βελόνες με μακρά λοξή
κοπή και με διάμετρο κατά μέγιστο 18G διαίτερα κατάλληλες είναι
γνήσιες βελόνες παρακέντησης με πλάγιo άνοιγμα π.χ. βελόνες Nocore-
Admix).
Διάλυμα σκιαγραφικού που δεν καταναλώθηκε σε μια εξέταση για ένα
συγκεκριμένο ασθενή πρέπει να απορρίπτεται.
Περιέκτες μεγάλου όγκου (μόνο για ενδαγγειακή χορήγηση)
Οι ακόλουθες οδηγίες πρέπει να ακολουθούνται για την πολλαπλή αφαίρεση
σκιαγραφικού από τις συσκευασίες των 200 ml και άνω:
Η πολλαπλή αφαίρεση σκιαγραφικού πρέπει να γίνεται με τη χρήση
ιατροτεχνολογικών βοηθημάτων, τα οποία έχουν εγκριθεί για πολλαπλή
χρήση.
Το ελαστικό πώμα πρέπει να διατρυπάται μία μόνο φορά, ώστε να
αποφεύγεται η εισροή μικροσωματιδίων από το πώμα στο διάλυμα.
Το σκιαγραφικό μέσο πρέπει να χορηγείται με τη βοήθεια ενός αυτόματου
εγχυτή ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, η οποία μπορεί να εξασφαλίσει
τη στειρότητα του σκιαγραφικού μέσου.
Ο σωλήνας που οδηγεί από τον εγχυτή στον ασθενή (σωλήνας του
ασθενούς) πρέπει να αλλάζει μετά από κάθε εξέταση, διότι μολύνεται με το
αίμα του ασθενούς.
Οι σωλήνες και όλα τα εξαρτήματα μίας χρήσης του εγχυτή πρέπει να
απορρίπτονται, όταν αδειάζει η φιάλη ή 10 ώρες μετά το πρώτο άνοιγμα
του περιέκτη.
Το σκιαγραφικό που μένει μέσα σε ανοιγμένη φιάλη, πρέπει να απορρίπτεται
δέκα ώρες μετά το πρώτο άνοιγμα του περιέκτη.
Επίσης, πρέπει να ακολουθούνται πιστά οι οποιεσδήποτε πρόσθετες οδηγίες
που έχουν δοθεί από τον παρασκευαστή του αντίστοιχου εξοπλισμού.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
22
ΚΑΤΟΧΟΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Bayer Ελλάς ΑΒΕΕ
Σωρού 18-20
15125 Μαρούσι, Αθήνα, Ελλάδα
Τηλ. 210 6187500
Τοπικός αντιπρόσωπος στην Κύπρο
Novagem Ltd
Τηλ. 00357 22483858
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΕΛΛΑΔΑ:
Ultravist 300: 17474/21.03.2012
Ultravist
370: 17472/21.03.2012
ΚΥΠΡΟΣ:
Ultravist 300: Αριθμός ειδικής άδειας κυκλοφορίας: S00059
Ultravist 370: Αριθμός άδειας κυκλοφορίας: 18966
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΕΛΛΑΔΑ:
Ultravist
®
300: 06.02.1989 / 4.11.2009 (επ’ αόριστον)
Ultravist
®
370: 06.02.1989 / 4.11.2009 (επ’ αόριστον)
ΚΥΠΡΟΣ:
Ultravist
®
300: 24.06.2005 / 03.08.2012
Ultravist
®
370: 11.02.2000 /
14.9.2011 (επ’ αόριστον)
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
23
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Παράρτημα 1
Έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol (23 mg) νατρίου
ανά δόση (με βάση το μέσο όρο της ποσότητας που δίνεται σε έναν
άνθρωπο 70 κιλών), δηλαδή είναι ουσιαστικά ‘ελεύθερο νατρίου’.
24