παρακολουθούνται στενά οι ασθενείς που πρέπει να πάρουν ιτρακοναζόλη μαζί
με ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4 για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή
παρατεταμένων φαρμακολογικών επιδράσεων της ιτρακοναζόλης, και να
μειώνεται η δόση της ιτρακοναζόλης όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν
χρειάζεται, συνιστάται να μετρώνται οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα.
Φάρμακα των οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από
την ιτρακοναζόλη
Η ιτρακοναζόλη και ο κύριος μεταβολίτης της, η υδροξυ-ιτρακοναζόλη,
μπορούν να αναστείλουν το μεταβολισμό φαρμάκων που μεταβολίζονται από το
CYP3A4 και μπορούν να αναστείλουν τη μεταφορά φαρμάκων από την P-
γλυκοπρωτεΐνη, το οποίο μπορεί να προκαλέσει αυξημένες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα αυτών των φαρμάκων και/ή των ενεργών μεταβολιτών τους όταν
χορηγούνται μαζί με ιτρακοναζόλη. Αυτές οι αυξημένες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα μπορεί να αυξήσουν ή να παρατείνουν τόσο τις θεραπευτικές όσο και
τις ανεπιθύμητες ενέργειες αυτών των φαρμάκων. Τα φάρμακα που
μεταβολίζονται από το CYP3A4 τα οποία είναι γνωστό ότι παρατείνουν το
διάστημα QT μπορεί να αντενδείκνυνται με την ιτρακοναζόλη, καθώς ο
συνδυασμός μπορεί να οδηγήσει σε κοιλιακές ταχυαρρυθμίες
συμπεριλαμβανομένων επεισοδίων κοιλιακής αρρυθμίας δίκην ριπιδίου (torsade
de pointes), μίας πιθανώς θανατηφόρου αρρυθμίας. Μόλις σταματήσει η
θεραπεία, οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα μειώνονται σε
σχεδόν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα εντός 7 έως 14 ημερών, ανάλογα με τη δόση
και τη διάρκεια της θεραπείας. Σε ασθενείς με ηπατική κίρρωση ή σε άτομα που
λαμβάνουν αναστολείς του CYP3A4, η μείωση στις συγκεντρώσεις στο πλάσμα
μπορεί να είναι ακόμα πιο σταδιακή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν
γίνεται έναρξη θεραπείας με φάρμακα των οποίων ο μεταβολισμός επηρεάζεται
από την ιτρακοναζόλη.
Τα αλληλεπιδρώντα φάρμακα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
- ‘Μη ενδεικνυόμενο’: Σε καμία περίπτωση το φάρμακο δεν πρέπει να
συγχορηγηθεί με ιτρακοναζόλη, μέχρι έως και δύο εβδομάδες μετά τη
διακοπή της θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
- ‘Μη συνιστώμενο’: Συνιστάται η αποφυγή της χρήσης του φαρμάκου
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ιτρακοναζόλη και έως και δύο
εβδομάδες μετά τη διακοπή της, εκτός εάν τα οφέλη υπερτερούν των
δυνητικά αυξημένων κινδύνων για εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών.
Εάν δεν μπορεί να αποφευχθεί η συγχορήγηση, συνιστάται κλινική
παρακολούθηση για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων
επιδράσεων ή ανεπιθύμητων ενεργειών του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου,
και μείωση ή διακοπή της δοσολογίας του όπως κρίνεται απαραίτητο.
Όταν χρειάζεται, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσεων στο
πλάσμα.
- ‘Χρήση με προσοχή’: Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση κατά τη
συγχορήγηση του φαρμάκου με ιτρακοναζόλη. Κατά τη συγχορήγηση,
συνιστάται στενή παρακολούθηση των ασθενών για σημεία ή
συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων επιδράσεων ή ανεπιθύμητων
ενεργειών του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου, καθώς και μείωση της
δοσολογίας του όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν χρειάζεται, συνιστάται
η μέτρηση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα.
Παραδείγματα φαρμάκων των οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να
αυξηθούν από την ιτρακοναζόλη παρουσιάζονται ανά φαρμακευτική κατηγορία
με συμβουλές που αφορούν στη συγχορήγηση με ιτρακοναζόλη: