ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
SPORANOX 100 mg καψάκια σκληρά
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε σκληρό καψάκιο περιέχει 100 mg ιτρακοναζόλης σε μορφή σφαιριδίων.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Καψάκια σκληρά.
Καψάκια με μπλε αδιαφανές κάλυμμα και ροζ διαφανές σώμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Γυναικολογικές ενδείξεις:
α) οξεία αιδοιοκολπική καντιντίαση, ως εναλλακτική της τοπικής θεραπείας
β) υποτροπιάζουσα αιδιοκολπική καντιντίαση, ως εναλλακτική της τοπικής
θεραπείας, εφόσον έχει επιβεβαιωθεί με καλλιέργεια (συχνά είναι μη
λοιμώδους αιτιολογίας, αλλά αλλεργική ή εξ υπερευαισθησίας).
Δερματολογικές / Βλεννογονικές / Οφθαλμολογικές ενδείξεις:
Ως εναλλακτική θεραπεία στις δερματομυκητιάσεις που προκαλούνται από
δερματόφυτα και ζυμομύκητες, στην ποικιλόχρου πιτυρίαση και στη
μυκητιασική κερατίτιδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η συστηματική θεραπεία στις παραπάνω ενδείξεις προτιμάται
όταν η λοίμωξη εκτείνεται σε μεγάλη περιοχή του δέρματος, αφορά στο
τριχωτό της κεφαλής και νύχια ή αρρώστους με διαταραγμένους αμυντικούς
μηχανισμούς, κακή ανταπόκριση στην τοπική θεραπεία και επιμονή της
μυκητιασικής λοίμωξης παρά τη θεραπεία.
Ονυχομυκητιάσεις
που προκαλούνται από δερματόφυτα και ζυμομύκητες (είδη
TRICHOPHYTON, CANDIDA κλπ) που έχουν επιβεβαιωθεί και εργαστηριακά.
Συστηματικές μυκητιάσεις:
Πνευμονική και εξωπνευμονική ασπεργίλλωση
Εναλλακτική θεραπεία στη συστηματική καντιντίαση
Εναλλακτική θεραπεία στις κρυπτοκοκκικές λοιμώξεις
(συμπεριλαμβανομένης της κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας) σε
ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς με κρυπτοκοκκικές λοιμώξεις και σε όλους
τους ασθενείς με κρυπτοκοκκικές λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού
συστήματος όταν η θεραπεία πρώτης γραμμής θεωρείται ακατάλληλη ή έχει
αποδειχθεί αναποτελεσματική.
Στοματοφαρυγγική καντιντίαση σε αρρώστους HIV ασθενείς
Ενδημικές μυκητιάσεις: ιστοπλάσμωση, βλαστομύκωση,
παρακοκκιδιοϊδομύκωση.
2
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πριν από την έναρξη της θεραπείας πρέπει να ληφθούν
καλλιέργειες και να γίνονται κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις (άμεση
μικροσκόπηση, βιοψίες, ορολογικές εξετάσεις) ώστε να απομονωθεί και να
ταυτοποιηθεί ο αιτιολογικός παράγοντας.
Προφυλακτικά: για την πρωτοπαθή και δευτεροπαθή προφύλαξη της
ιστοπλάσμωσης σε αρρώστους με AIDS. Εναλλακτικά για την προφύλαξη
της κρυπτοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε ασθενείς με AIDS.
Εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι η χρόνια χορήγηση αζολών, αν και σε
μικρότερο βαθμό η ιτρακοναζόλη αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης C
.
Krusei,
Aspergillus, Mucorales, Fusarium, T
.
Glabrata, που συχνά παρουσιάζουν φυσική αντοχή
στις αζόλες.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Προκειμένου να επιτευχθεί βέλτιστη απορρόφηση, τα καψάκια SPORANOX
πρέπει να χορηγούνται αμέσως μετά από ένα πλήρες γεύμα.
Τα καψάκια πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα.
ΕΝΔΕΙΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΟΣΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Αιδοιοκολπική
καντιντίαση οξεία ή
υποτροπιάζουσα
200 mg, δις ημερησίως
ή 200 mg άπαξ
ημερησίως
1 ημέρα ή 3 ημέρες (να
αποκλεισθεί εγκυμοσύνη)
Ποικιλόχρους
πιτυρίαση
200 mg εφάπαξ 7 ημέρες
Δερματομυκητίαση
200 mg εφάπαξ
100 mg εφάπαξ
7 ημέρες
ή 15 ημέρες
Περιοχές με υπερκεράτωση όπως για tinea pedis (πέλματα) και tinea manus
(παλάμες) απαιτούν επιπρόσθετη θεραπεία 200 mg δύο φορές την ημέρα για 7
ημέρες, ή 100 mg ημερησίως, για 30 ημέρες
Καντιντίαση
στοματο-
φαρυγγικής κοιλότητας
σε ασθενείς HIV (+)
100 mg εφάπαξ 15 ημέρες
Σε ορισμένες κατηγορίες ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, όπως
ουδετεροπενικοί, ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση ή ασθενείς
με AIDS, η βιοδιαθεσιμότητα της από στόματος χορηγούμενης ιτρακοναζόλης,
μπορεί να μειωθεί. Συνεπώς, οι δόσεις ίσως χρειασθεί να αυξηθούν.
Μυκητιασική
κερατίτις
200 mg εφάπαξ 21 ημέρες
Η διάρκεια της θεραπείας
πρέπει να ρυθμίζεται
ανάλογα με την κλινική
ανταπόκριση.
Ονυχομυκητίαση
200 mg εφάπαξ ή
200 mg 2 φορές
ημερησίως μία
3 μήνες
3 μήνεςέρια)
3-4 μήνες (πόδια)
3
εβδομάδα ανά μήνα
Η απομάκρυνση της ιτρακοναζόλη
ς
από τους ιστούς του δέρματος και των
ονύχων είναι βραδύτερη από αυτήν του πλάσματος. Γι’ αυτό, η βέλτιστη
κλινική και μυκητολογική ανταπόκριση επιτυγχάνονται 2 έως 4 εβδομάδες
μετά τη διακοπή της θεραπείας για δερματικές λοιμώξεις, και 6 έως 9 μήνες
μετά τη διακοπή της θεραπείας για μολύνσεις των ονύχων.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΥΚΗΤΙΑΣΕΙΣ
συνιστώμενη δοσολογία ποικίλλει ανάλογα με τη λοίμωξη που
αντιμετωπίζεται)
Ασπεργίλλωση 200 mg άπαξ
ημερησίως
2-5 μήνες
1
Αύξηση της δόσης σε
200 mg δις ημερησίως
σε περίπτωση
διεισδυτικής ή
διάχυτης νόσου. Ισχύει
για περιπτώσεις
επιθετικής και
διάσπαρτης νόσου σε
ανοσοκατεσταλμένους
ασθενείς
Καντιντίαση 100-200 mg άπαξ
ημερησίως
3 εβδομάδες-7
μήνες
1
Σε περίπτωση
διεισδυτικής ή
διάχυτης νόσου
αύξηση της δόσης σε
200 mg δις ημερησίως.
Μη-μηνιγγική
κρυπτοκόκκωση
Μηνιγγίτιδα από
κρυπτόκοκκο
200 mg άπαξ
ημερησίως
200 mg δις
ημερησίως
2 μήνες-1
έτος
1
2 μήνες-1
έτος
Δεν είναι φάρμακο
πρώτης επιλογής.
Για θεραπεία
συντήρησης:
Βλέπε παράγραφο 4.4.
Ειδικές
προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη
χρήση.
Ιστοπλάσμωση 200 mg άπαξ
ημερησίως
200 mg, δις
ημερησίως
8 μήνες
1
Λεμφοδερματική
και Δερματική
Σποροτρίχωση
Λοίμωξη από
παρακοκκιδιοϊδομ
ύ-κητες
100 mg άπαξ
ημερησίως
100 mg άπαξ
ημερησίως
3-12 μήνες
1
6 μήνες
1
Δεν διατίθενται
δεδομένα για την
αποτελεσματικότητα
των καψακίων
SPORANOX, σε αυτή τη
δοσολογία, για την
αντιμετώπιση της
λοίμωξης από
παρακοκκιδιοϊδομύκητ
ες σε ασθενείς με
AIDS.
Χρωμομύκωση 100-200 mg άπαξ
ημερησίως
6 μήνες
1
Βλαστομυκητίαση 100 mg εφάπαξ 6 μήνες
4
200 mg, 2 φορές
την ημέρα
1
Η διάρκεια της θεραπείας πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική
ανταπόκριση.
Ειδικοί πληθυσμοί
Παιδιατρικός πληθυσμός
Τα κλινικά δεδομένα για τη χρήση των καψακίων SPORANOX σε παιδιατρικούς
ασθενείς είναι περιορισμένα. Η χρήση των καψακίων SPORANOX δεν
συνιστάται σε παιδιατρικούς ασθενείς εκτός εάν προσδιοριστεί ότι το δυνητικό
όφελος υπερτερεί των πιθανών κινδύνων. (Βλέπε παράγραφο 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Ηλικιωμένοι
Τα κλινικά δεδομένα για τη χρήση των καψακίων SPORANOX σε ηλικιωμένους
ασθενείς είναι περιορισμένα. Η χρήση των καψακίων SPORANOX σε αυτούς
τους ασθενείς συνιστάται μόνο εάν προσδιοριστεί ότι το δυνητικό όφελος
υπερτερεί των δυνητικών κινδύνων. Γενικά, συνιστάται να λαμβάνεται υπόψη
η επιλογή της δόσης για έναν ηλικιωμένο ασθενή, αντικατοπτρίζοντας τη
μεγαλύτερη συχνότητα μειωμένης ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας
και συνυπάρχουσας νόσου ή άλλης φαρμακευτικής θεραπείας. (Βλέπε
παράγραφο 4.4).
Ηπατική δυσλειτουργία
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τη χρήση της από στόματος
χορηγούμενης ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.
Συνιστάται προσοχή όταν αυτό το φάρμακο χορηγείται σε αυτό τον πληθυσμό
ασθενών. (Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες, Ειδικοί
πληθυσμοί, Ηπατική δυσλειτουργία)
Νεφρική δυσλειτουργία
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τη χρήση της από στόματος
χορηγούμενης ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Η έκθεση
της ιτρακοναζόλης μπορεί να είναι χαμηλότερη σε ορισμένους ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια. Κατά τη χορήγηση αυτού του φαρμάκου στον
συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών συνιστάται προσοχή και μπορεί να εξεταστεί
το ενδεχόμενο προσαρμογής της δόσης.
4.3 Αντενδείξεις
Τα καψάκια SPORANOX αντενδείκνυνται σε ασθενείς με γνωστή
υπερευαισθησία στην ιτρακοναζόλη ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Η συγχορήγηση ενός αριθμού υποστρωμάτων του CYP3A4 με τα καψάκια
SPORANOX αντενδείκνυται. Αυξημένες συγκεντρώσεις αυτών των φαρμάκων
στο πλάσμα, λόγω της συγχορήγησης με ιτρακοναζόλη, μπορούν να αυξήσουν
ή να παρατείνουν τόσο τις θεραπευτικές όσο και τις ανεπιθύμητες ενέργειες
σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν να υπάρξουν δυνητικά σοβαρές
καταστάσεις. Για παράδειγμα, οι αυξημένες συγκεντρώσεις στο πλάσμα
ορισμένων από τα φάρμακα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε παράταση του
διαστήματος QT και κοιλιακές ταχυαρρυθμίες συμπεριλαμβανομένης της
εμφάνισης κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου (torsade de pointes), μίας
δυνητικά θανατηφόρου αρρυθμίας. Συγκεκριμένα παραδείγματα παρατίθενται
στην παράγραφο 4.5.
5
Τα καψάκια SPΟRANOX δεν πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς με ένδειξη
κοιλιακής δυσλειτουργίας όπως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (ΣΚΑ) ή
ιστορικό ΣΚΑ με εξαίρεση τη θεραπεία απειλητικών για τη ζωή ή άλλων
σοβαρών λοιμώξεων. (Βλέπε παράγραφο 4.4)
Τα καψάκια SPORANOX δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης (εκτός από περιπτώσεις που είναι απειλητικές για τη ζωή).
λέπε παράγραφο 4.6)
Οι γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και χρησιμοποιούν
SPORANOX πρέπει να λαμβάνουν αντισυλληπτικές προφυλάξεις. Η
αποτελεσματική αντισύλληψη πρέπει να συνεχίζεται ως την έμμηνο ρύση που
θα ακολουθήσει μετά το τέλος της θεραπείας με SPORANOX.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Καρδιακές επιδράσεις
Σε μία μελέτη του SPORANOX I.V. με υγιείς εθελοντές, παρατηρήθηκε παροδική
ασυμπτωματική μείωση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας, η οποία
υποχώρησε πριν από την επόμενη έγχυση. Η κλινική σημασία αυτών των
ευρημάτων με τα από στόματος χορηγούμενα σκευάσματα δεν είναι γνωστή.
Έχει αποδειχθεί ότι η ιτρακοναζόλη έχει αρνητική ινότροπο δράση και το
SPORANOX έχει συσχετισθεί με αναφορές συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Η καρδιακή ανεπάρκεια αναφέρθηκε πιο συχνά σε αυθόρμητες αναφορές με
συνολική ημερήσια δόση 400 mg συγκριτικά με τις περιπτώσεις με χαμηλότερες
συνολικές ημερήσιες δόσεις, υποδεικνύοντας ότι ο κίνδυνος εμφάνισης
καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να αυξηθεί με τη συνολική ημερήσια δόση της
ιτρακοναζόλης.
Τα καψάκια SPORANOX δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή με ιστορικό συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας εκτός εάν το όφελος υπερτερεί σαφώς του κινδύνου. Αυτή η
εξατομικευμένη αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου πρέπει να λαμβάνει υπόψη
παράγοντες όπως τη βαρύτητα της ένδειξης, το δοσολογικό σχήμα (π. τη
συνολική ημερήσια δόση), και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου για
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Σε αυτούς τους παράγοντες κινδύνου
περιλαμβάνονται καρδιακή νόσος, όπως η ισχαιμική νόσος και η βαλβιδοπάθεια,
σημαντική πνευμονοπάθεια, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και
νεφρική ανεπάρκεια και άλλες οιδηματώδεις διαταραχές. Κατά τη διάρκεια της
θεραπείας αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τα σημεία και
συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, θα πρέπει να
αντιμετωπίζονται με προσοχή και θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία
και συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Εάν αυτά τα σημεία ή
συμπτώματα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας, η θεραπεία με τα
καψάκια SPORANOX πρέπει να διακόπτεται.
Οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου μπορεί να έχουν αρνητική ινότροπο δράση, η
οποία μπορεί να είναι προσθετική σε αυτή της ιτρακοναζόλης. Επιπρόσθετα, η
ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει το μεταβολισμό των αναστολέων διαύλων
ασβεστίου. Επομένως χρειάζεται προσοχή κατά τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης
και αναστολέων διαύλων ασβεστίου, εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου για
εμφάνιση ΣΚΑ.
Δυνητικές αλληλεπιδράσεις
6
Η συγχορήγηση συγκεκριμένων φαρμάκων με την ιτρακοναζόλη μπορεί να
οδηγήσει σε μεταβολές της αποτελεσματικότητας της ιτρακοναζόλης και/ή του
συγχορηγούμενου φαρμάκου, απειλητικές για τη ζωή ανεπιθύμητες ενέργειες
και/ή αιφνίδιο θάνατο. Τα φάρμακα που αντενδείκνυνται, δεν συνιστώνται ή
συνιστώνται με προσοχή σε συνδυασμό με την ιτρακοναζόλη παρουσιάζονται
στην παράγραφο 4.5.
Διασταυρούμενη υπερευαισθησία
Οι πληροφορίες σχετικά με τη διασταυρούμενη υπερευαισθησία μεταξύ της
ιτρακοναζόλης και άλλων αντιμυκητιασικών παραγόντων της ομάδας των
αζολών είναι περιορισμένες. Πρέπει να δίνεται προσοχή στη συνταγογράφηση
των καψακίων SPORANOX σε ασθενείς με υπερευαισθησία σε άλλες αζόλες.
Νευροπάθεια
Αν εμφανισθεί νευροπάθεια που μπορεί να αποδίδεται στη χρήση των
καψακίων SPORANOX, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται.
Απώλεια ακοής
Έχει αναφερθεί παροδική ή μόνιμη απώλεια ακοής σε ασθενείς που λαμβάνουν
θεραπεία με ιτρακοναζόλη. Αρκετές από αυτές τις αναφορές περιελάμβαναν
ταυτόχρονη χορήγηση κινιδίνης, η οποία αντενδείκνυται (βλέπε παραγράφους
4.3 Αντενδείξεις και 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης,
Φάρμακα των οποίων οι συγκεντρώσεις στο
πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από την ιτρακοναζόλη
). Η απώλεια ακοής
συνήθως υποχωρεί με τη διακοπή της θεραπείας, αλλά μπορεί να επιμείνει σε
ορισμένους ασθενείς.
Διασταυρούμενη αντοχή
Στη συστηματική καντιντίαση, εάν υπάρχει υποψία ανθεκτικών στη
φλουκοναζόλη στελεχών Candida, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι αυτά είναι
ευαίσθητα στην ιτρακοναζόλη. Ως εκ τούτου, συνιστάται ο έλεγχος της
ευαισθησίας των στελεχών πριν την έναρξη της θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
Μετάβαση σε διαφορετική μορφή σκευάσματος
SPORANOX
Τα καψάκια SPORANOX και το πόσιμο διάλυμα SPORANOX δεν συνιστάται να
χρησιμοποιούνται κατ' εναλλαγή. Αυτό συμβαίνει, διότι κατά τη χορήγηση
ίδιας δόσης φαρμάκου η έκθεση στο φάρμακο με το πόσιμο διάλυμα είναι
μεγαλύτερη σε σύγκριση με τα καψάκια.
Ηπατικές επιδράσεις
Με τη χρήση του SPORANOX, έχουν εμφανισθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις
σοβαρής ηπατοτοξικότητας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων περιπτώσεων
θανατηφόρας οξείας ηπατικής ανεπάρκειας. Οι περισσότερες από τις
περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική νόσο,
που αντιμετωπίστηκαν για συστηματικές ενδείξεις, είχαν άλλες σημαντικές
ιατρικές παθήσεις ή/και λάμβαναν άλλα ηπατοτοξικά φάρμακα. Ορισμένοι
ασθενείς δεν είχαν εμφανείς παράγοντες κινδύνου για ηπατική νόσο.
Ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές παρατηρήθηκαν εντός του πρώτου μήνα
θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που εμφανίστηκαν εντός της
πρώτης εβδομάδας. Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με SPORANOX θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας. Θα
πρέπει να δίδεται οδηγία στους ασθενείς να αναφέρουν έγκαιρα στον ιατρό
τους σημεία και συμπτώματα που υποδηλώνουν ηπατίτιδα όπως ανορεξία,
ναυτία, έμετο, κόπωση, κοιλιακό άλγος ή σκουρόχρωμα ούρα. Σε αυτούς τους
ασθενείς η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και θα πρέπει να
διενεργείται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας.
7
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα σχετικά με την από στόματος χρήση της
ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Συνιστάται προσοχή
κατά τη χορήγηση του φαρμάκου στο συγκεκριμένο πληθυσμό ασθενών.
Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών με διαταραχή της
ηπατικής λειτουργίας κατά τη λήψη ιτρακοναζόλης. Κατά την απόφαση
έναρξης θεραπείας με άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP3A4,
συνιστάται να λαμβάνεται υπόψη ο παρατεταμένος χρόνος ημίσειας ζωής
αποβολής της ιτρακοναζόλης που παρατηρήθηκε σε κλινική δοκιμή από
στόματος χορηγούμενης εφάπαξ δόσης με καψάκια ιτρακοναζόλης σε
κιρρωτικούς ασθενείς.
Αποθαρρύνεται έντονα η θεραπεία με SPORANOX σε ασθενείς με αυξημένα ή μη
φυσιολογικά επίπεδα ηπατικών ενζύμων ή με ενεργό ηπατοπάθεια, ή οι οποίοι
έχουν εμφανίσει ηπατική τοξικότητα με άλλα φάρμακα, εκτός εάν υπάρχει
σοβαρή ή απειλητική για τη ζωή κατάσταση για την οποία το αναμενόμενο
όφελος υπερτερεί του κινδύνου. Συνιστάται παρακολούθηση της ηπατικής
λειτουργίας σε ασθενείς με προϋπάρχουσες διαταραχές της ηπατικής
λειτουργίας ή σε εκείνους που έχουν εμφανίσει ηπατική τοξικότητα με άλλα
φάρμακα. (Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ειδικοί
πληθυσμοί, Ηπατική δυσλειτουργία.)
Μειωμένη γαστρική οξύτητα
Η απορρόφηση της ιτρακοναζόλης από τα καψάκια SPORANOX διαταράσσεται
υπό συνθήκες μειωμένης γαστρικής οξύτητας. Σε ασθενείς με μειωμένη
γαστρική οξύτητα, είτε λόγω κάποιου νοσήματος (π.χ. ασθενείς με αχλωρυδρία)
είτε λόγω συγχορηγούμενου φαρμάκου (π.χ. ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα
που μειώνουν τη γαστρική οξύτητα), συνιστάται η χορήγηση των καψακίων
SPORANOX μαζί με όξινο ρόφημα (όπως μη διαιτητικό αναψυκτικό τύπου Cola).
Η αντιμυκητιασική δράση πρέπει να παρακολουθείται και η δόση της
ιτρακοναζόλης να αυξάνεται όπως κρίνεται απαραίτητο. (Βλέπε παράγραφο 4.5
Αλληλεπιδράσεις – Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τις συγκεντρώσεις της
ιτρακοναζόλης στο πλάσμα και 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Τα κλινικά στοιχεία για τη χρήση των καψακίων SPORANOX σε παιδιατρικούς
ασθενείς είναι περιορισμένα. Δε συνιστάται η χρήση των καψακίων
SPORANOX σε παιδιατρικούς ασθενείς εκτός αν το αναμενόμενο όφελος
υπερτερεί των δυνητικών κινδύνων.
Ηλικιωμένοι
Τα κλινικά δεδομένα για τη χρήση των καψακίων SPORANOX σε ηλικιωμένους
ασθενείς είναι περιορισμένα. Η χρήση των καψακίων SPORANOX στους
ασθενείς αυτούς συνιστάται, μόνο εάν το δυνητικό όφελος υπερτερεί των
δυνητικών κινδύνων. Σε γενικές γραμμές, συνιστάται να λαμβάνεται υπόψη η
επιλογή της δόσης για ηλικιωμένους ασθενείς, αποτυπώνοντας τη μεγαλύτερη
συχνότητα μειωμένης ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας, άλλης συν-
νοσηρότητας ή άλλης φαρμακευτικής θεραπείας.
Νεφρική δυσλειτουργία
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα αναφορικά με τη χρήση της από στόματος
χορηγούμενης ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Η έκθεση
στην ιτρακοναζόλη μπορεί να είναι χαμηλότερη σε ορισμένους ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια. Συνιστάται προσοχή όταν αυτό το φάρμακο χορηγείται σε
8
αυτό τον πληθυσμό ασθενών και μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο
προσαρμογής της δόσης.
Ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς
Σε ορισμένους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς (όπως ουδετεροπενικοί,
ασθενείς με AIDS ή ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση) η από
στόματος βιοδιαθεσιμότητα των καψακίων SPORANOX μπορεί να είναι
μειωμένη.
Ασθενείς με άμεσα απειλητικές για τη ζωή συστηματικές μυκητιασικές
λοιμώξεις
Τα καψάκια SPORANOX δε συνιστώνται για την έναρξη της θεραπείας σε
ασθενείς με άμεσα απειλητικές για τη ζωή συστηματικές μυκητιασικές
λοιμώξεις λόγω των ιδιοτήτων φαρμακοκινητικήςλέπε παράγραφο 5.2).
Ασθενείς με AIDS
Σε ασθενείς με AIDS οι οποίοι έχουν λάβει θεραπεία για την αντιμετώπιση
συστηματικής μυκητιασικής λοίμωξης όπως σποροτρίχωση, βλαστομυκητίαση,
ιστοπλάσμωση ή κρυποτοκόκκωσηηνιγγική ή μη μηνιγγική) και οι οποίοι
θεωρείται ότι διατρέχουν κίνδυνο υποτροπής, ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να
αξιολογήσει την ανάγκη για θεραπεία συντήρησης.
Κυστική ίνωση
Σε ασθενείς με κυστική ίνωση, παρατηρήθηκε διακύμανση στα θεραπευτικά
επίπεδα της ιτρακοναζόλης, με δοσολογία πόσιμου διαλύματος σταθερής
κατάστασης χρησιμοποιώντας 2,5 mg/kg δύο φορές την ημέρα. Οι
συγκεντρώσεις σε σταθερή κατάσταση άνω των 250 ng/ml, επετεύχθησαν σε
περίπου 50% των ατόμων ηλικίας άνω των 16 ετών, αλλά σε κανέναν από τους
ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 16 ετών. Αν κάποιος ασθενής δεν
ανταποκρίνεται στη θεραπεία με καψάκια SPORANOX, πρέπει να ληφθεί υπόψη
η μετάβαση σε εναλλακτική θεραπεία.
Διαταραχές του μεταβολισμού των υδατανθράκων
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας σε γλυκόζη, κακή
απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σουκράσης-ισομαλτάσης δεν
πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω του CYP3A4. Άλλες ουσίες που είτε
έχουν κοινή μεταβολική οδό είτε τροποποιούν τη δράση του CYP3A4 μπορεί να
επηρεάσουν τη φαρμακοκινητική της ιτρακοναζόλης. Παρομοίως, η
ιτρακοναζόλη μπορεί να επηρεάσει τη φαρμακοκινητική άλλων ουσιών που
έχουν κοινή μεταβολική οδό. Η ιτρακοναζόλη είναι ισχυρός αναστολέας του
CYP3A4 και αναστολέας της P-γλυκοπρωτεΐνης. Κατά τη χρήση
συγχορηγούμενων φαρμακευτικών αγωγών συνιστάται να λαμβάνονται υπόψη
τα συνταγογραφικά τους στοιχεία για πληροφορίες σχετικά με τη μεταβολική
οδό και την πιθανή ανάγκη για προσαρμογή των δόσεων.
Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τις συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα
Φάρμακα τα οποία μειώνουν τη γαστρική οξύτητα (π.χ. φάρμακα
εξουδετέρωσης της γαστρικής οξύτητας, όπως το υδροξείδιο του αργιλίου, ή
καταστολείς της έκκρισης οξέων όπως οι ανταγωνιστές των H
2
υποδοχέων και
9
αναστολείς των αντλιών πρωτονίων) διαταράσσουν την απορρόφηση της
ιτρακοναζόλης από τα καψάκια ιτρακοναζόλης. Συνιστάται προσεκτική χρήση
των φαρμάκων αυτών κατά τη συγχορήγηση με καψάκια ιτρακοναζόλης:
- Κατά τη συγχορήγηση με φάρμακα που μειώνουν τη γαστρική οξύτητα
συνιστάται η ιτρακοναζόλη να χορηγείται μαζί με ένα όξινο ρόφημα
(όπως μη διαιτητικό αναψυκτικό τύπου cola),
- Τα φάρμακα εξουδετέρωσης της γαστρικής οξύτητας (π.χ., υδροξείδιο του
αργιλίου) συνιστάται να χορηγούνται τουλάχιστον 1 ώρα πριν ή 2 ώρες
μετά τη λήψη των καψακίων SPORANOX,
- Κατά τη συγχορήγηση, συνιστάται παρακολούθηση της αντιμυκητιασικής
δράσης και αύξηση της δόσης της ιτρακοναζόλης αν κρίνεται
απαραίτητο.
Η συγχορήγηση της ιτρακοναζόλης με ισχυρούς επαγωγείς του ενζύμου CYP3A4
μπορεί να μειώσει τη βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης και της υδροξυ-
ιτρακοναζόλης σε τέτοιο βαθμό ώστε να μειωθεί η αποτελεσματικότητα. Στα
παραδείγματα περιλαμβάνονται:
- Αντιβακτηριακά: ισονιαζίδη, ριφαμπουτίνη (βλέπε επίσης Φάρμακα των
οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από την
ιτρακοναζόλη), ριφαμπικίνη,
- Αντιεπιληπτικά: καρβαμαζεπίνη, (βλέπε επίσης Φάρμακα των οποίων οι
συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από την ιτρακοναζόλη),
φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη,
- Αντι-ιικά: εφαβιρένζη, νεβιραπίνη.
Ως εκ τούτου, δεν συνιστάται η χορήγηση ισχυρών επαγωγέων του ενζύμου
CYP3A4 με την ιτρακοναζόλη. Συνιστάται να αποφεύγεται η χρήση αυτών των
φαρμάκων 2 εβδομάδες πριν τη θεραπεία με ιτρακοναζόλη και κατά τη διάρκεια
αυτής, εκτός εάν τα οφέλη υπερτερούν του δυνητικού κινδύνου εμφάνισης
μειωμένης αποτελεσματικότητας της ιτρακοναζόλης. Κατά τη συγχορήγηση,
συνιστάται η παρακολούθηση της αντιμυκητιασικής δράσης και η αύξηση τη
δόσης της ιτρακοναζόλης όπως κρίνεται απαραίτητο.
Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα
Οι ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 μπορεί να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα
της ιτρακοναζόλης. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
- Αντιβακτηριακά: σιπροφλοξασίνη, κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη,
- Αντι-ιικά: δαρουναβίρη ενισχυμένη με ριτοναβίρη, φοσαμπρεναβίρη
ενισχυμένη με ριτοναβίρη, ινδιναβίρη (βλέπε επίσης Φάρμακα των
οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από την
ιτρακοναζόλη), ριτοναβίρη (βλέπε επίσης Φάρμακα των οποίων οι
συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από την ιτρακοναζόλη)
και τελαπρεβίρη.
Συνιστάται να χρησιμοποιούνται με προσοχή αυτά τα φάρμακα όταν
συγχορηγούνται με τα καψάκια ιτρακοναζόλης. Συνιστάται να
10
παρακολουθούνται στενά οι ασθενείς που πρέπει να πάρουν ιτρακοναζόλη μαζί
με ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4 για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή
παρατεταμένων φαρμακολογικών επιδράσεων της ιτρακοναζόλης, και να
μειώνεται η δόση της ιτρακοναζόλης όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν
χρειάζεται, συνιστάται να μετρώνται οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα.
Φάρμακα των οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να αυξηθούν από
την ιτρακοναζόλη
Η ιτρακοναζόλη και ο κύριος μεταβολίτης της, η υδροξυ-ιτρακοναζόλη,
μπορούν να αναστείλουν το μεταβολισμό φαρμάκων που μεταβολίζονται από το
CYP3A4 και μπορούν να αναστείλουν τη μεταφορά φαρμάκων από την P-
γλυκοπρωτεΐνη, το οποίο μπορεί να προκαλέσει αυξημένες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα αυτών των φαρμάκων και/ή των ενεργών μεταβολιτών τους όταν
χορηγούνται μαζί με ιτρακοναζόλη. Αυτές οι αυξημένες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα μπορεί να αυξήσουν ή να παρατείνουν τόσο τις θεραπευτικές όσο και
τις ανεπιθύμητες ενέργειες αυτών των φαρμάκων. Τα φάρμακα που
μεταβολίζονται από το CYP3A4 τα οποία είναι γνωστό ότι παρατείνουν το
διάστημα QT μπορεί να αντενδείκνυνται με την ιτρακοναζόλη, καθώς ο
συνδυασμός μπορεί να οδηγήσει σε κοιλιακές ταχυαρρυθμίες
συμπεριλαμβανομένων επεισοδίων κοιλιακής αρρυθμίας δίκην ριπιδίου (torsade
de pointes), μίας πιθανώς θανατηφόρου αρρυθμίας. Μόλις σταματήσει η
θεραπεία, οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα μειώνονται σε
σχεδόν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα εντός 7 έως 14 ημερών, ανάλογα με τη δόση
και τη διάρκεια της θεραπείας. Σε ασθενείς με ηπατική κίρρωση ή σε άτομα που
λαμβάνουν αναστολείς του CYP3A4, η μείωση στις συγκεντρώσεις στο πλάσμα
μπορεί να είναι ακόμα πιο σταδιακή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν
γίνεται έναρξη θεραπείας με φάρμακα των οποίων ο μεταβολισμός επηρεάζεται
από την ιτρακοναζόλη.
Τα αλληλεπιδρώντα φάρμακα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
- ‘Μη ενδεικνυόμενο’: Σε καμία περίπτωση το φάρμακο δεν πρέπει να
συγχορηγηθεί με ιτρακοναζόλη, μέχρι έως και δύο εβδομάδες μετά τη
διακοπή της θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
- ‘Μη συνιστώμενο’: Συνιστάται η αποφυγή της χρήσης του φαρμάκου
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ιτρακοναζόλη και έως και δύο
εβδομάδες μετά τη διακοπή της, εκτός εάν τα οφέλη υπερτερούν των
δυνητικά αυξημένων κινδύνων για εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών.
Εάν δεν μπορεί να αποφευχθεί η συγχορήγηση, συνιστάται κλινική
παρακολούθηση για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων
επιδράσεων ή ανεπιθύμητων ενεργειών του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου,
και μείωση ή διακοπή της δοσολογίας του όπως κρίνεται απαραίτητο.
Όταν χρειάζεται, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσεων στο
πλάσμα.
- ‘Χρήση με προσοχή’: Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση κατά τη
συγχορήγηση του φαρμάκου με ιτρακοναζόλη. Κατά τη συγχορήγηση,
συνιστάται στενή παρακολούθηση των ασθενών για σημεία ή
συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων επιδράσεων ή ανεπιθύμητων
ενεργειών του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου, καθώς και μείωση της
δοσολογίας του όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν χρειάζεται, συνιστάται
η μέτρηση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα.
Παραδείγματα φαρμάκων των οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να
αυξηθούν από την ιτρακοναζόλη παρουσιάζονται ανά φαρμακευτική κατηγορία
με συμβουλές που αφορούν στη συγχορήγηση με ιτρακοναζόλη:
11
Φαρμακευτική
κατηγορία
Μη
ενδεικνυόμεν
ο
Μη συνιστώμενο Χρήση με προσοχή
Άλφα αποκλειστές ταμσουλοσίνη
Αναλγητικά λεβακετυλομεθ
αδό-λη
(λεβομεθαδύλη),
μεθαδόνη
φαιντανύλη αλφεντανύλη,
βουπρενορφίνη
ενδοφλέβια και
υπογλώσσια,
οξυκωδόνη,
σουφαιντανύλη
Αντιαρρυθμικά δισοπυραμίδη,
δοφετιλίδη,
δρονεδαρόνη,
κινιδίνη
διγοξίνη
Αντιβακτηριακά τελιθρομυκίνη,
σε άτομα με
σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία
ή σοβαρή
ηπατική
δυσλειτουργία
ριφαμπουτίνη
α
τελιθρομυκίνη
Αντιπηκτικά και
αντιαιμοπεταλιακ
ά φάρμακα
τικαγρελόρη apixaban,
ριβαροξαμπάνη
κουμαρίνες,
σιλοσταζόλη,
δαβιγατράνη
Αντιεπιληπτικά καρβαμαζεπίνη
α
Αντιδιαβητικά ρεπαγλινίδη,
σαξαγλιπτίνη
Ανθελμινθικά και
φάρμακα κατά
των πρωτοζώων
αλοφαντρίνη πραζικαντέλη
Αντιισταμινικά αστεμιζόλη,
μιζολαστίνη,
τερφεναδίνη
βιλαστίνη, εβαστίνη
Φάρμακα κατά
της ημικρανίας
αλκαλοειδή της
ερυσιβώδους
όλυρας, όπως
διυδροεργοταμί
νη,
εργομητρίνη
(εργονοβίνη),
εργοταμίνη,
μεθυλεργομητρί
νη
(μεθυλεργονοβί
νη)
ελετριπτάνη
Αντινεοπλασματι
κά
ιρινοτεκάνη αξιτινίμπη,
dabrafenib,δασατινίμ
πη,
ibrutinib,νιλοτινίμπη
, σουνιτινίμπη,
τραβεκτεδίνη
βορτεζομίμπη,
βουσουλφάνη,
δοσεταξέλη,
ερλοτινίμπη,
γεφιτινίμπη,
ιματινίμπη,
ιξαβεπιλόνη,
λαπατινίμπη,
πονατινίμπη,
12
Φαρμακευτική
κατηγορία
Μη
ενδεικνυόμεν
ο
Μη συνιστώμενο Χρήση με προσοχή
τριμετρεξάτη,
αλκαλοειδή της Vinca
Αντιψυχωσικά,
αγχολυτικά και
υπνωτικά
λουρασιδόνη,
μιδαζολάμη από
στόματος,
πιμοζίδη,
σερτινδόλη,
τριαζολάμη
αλπραζολάμη,
αριπιπραζόλη,
βροτιζολάμη,
βουσπιρόνη,
αλοπεριδόλη,
μιδαζολάμη
ενδοφλέβια,
περοσπιρόνη,
κουετιαπίνη,
ραμελτεόνη,
ρισπεριδόνη
Αντι-ιικά σιμεπρεβίρη μαραβιρόκη,
ινδιναβίρη
β
,
ριτοναβίρη
β
,
σακουιναβίρη
Βήτα αποκλειστές ναδολόλη
Αποκλειστές
διαύλων
ασβεστίου
βεπριδίλη,
φελοδιπίνη,
λερκανιδιπίνη,
νισολδιπίνη
άλλες
διυδροπυριδίνες,
βεραπαμίλη
Διάφορα
καρδιαγγειακά
φάρμακα
ιβαπραδίνη,
ρανολαζίνη
αλισκιρένη,
σιλντεναφίλη, για
τη θεραπεία της
πνευμονικής
υπέρτασης
μποζεντάνη,
ριοσιγουάτη
Διουρητικά επλερενόνη
Γαστρεντερικά
φάρμακα
σιζαπρίδη
δομπεριδόνη
απρεπιτάντη
Ανοσοκατασταλτι
κά
everolimus βουδεσονίδη,
σικλεσονίδη,
κυκλοσπορίνη,
δεξαμεθαζόνη,
φλουτικαζόνη,
μεθυλπρεδνιζολόνη,
ραπαμυκίνη (γνωστή
επίσης ως sirolimus),
τακρόλιμους,
temsirolimus
Φάρμακα για τη
ρύθμιση των
λιπιδίων
λοβαστατίνη,
σιμβαστατίνη
ατορβαστατίνη
Φάρμακα του
αναπνευστικού
σαλμετερόλη
SSRI, τρικυκλικά
και σχετικά
αντικαταθλιπτικά
ρεβοξετίνη
Ουρολογικά
φάρμακα
φεσοτεροδίνη
σε άτομα με
μέτρια έως
σοβαρή νεφρική
δαριφενασίνη,
βαρδεναφίλη
φεσοτεροδίνη.
ιμιδαφενακίνη,
οξυβουτινίνη,
σιλδεναφίλη για τη
13
Φαρμακευτική
κατηγορία
Μη
ενδεικνυόμεν
ο
Μη συνιστώμενο Χρήση με προσοχή
δυσλειτουργία
ή μέτρια έως
σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία,
σολιφενακίνη
σε άτομα με
σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία
ή μέτρια έως
σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία
θεραπεία της στυτικής
δυσλειτουργίας,
σολιφενακίνη,
τανταλαφίλη,
τολτεροδίνη
Άλλα κολχικίνη, σε
άτομα με
νεφρική ή
ηπατική
δυσλειτουργία
κολχικίνη,
κονιβαπτάνη,
τολβαπτάνη
αλιτρετινοΐνη (από
στόματος μορφή),
σινακαλσέτη,
μοζαβαπτάνη
α
Βλέπε επίσης στα
Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τις συγκεντρώσεις της
ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
β
Βλέπε επίσης στα
Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις της
ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
Φάρμακα των οποίων οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να μειωθούν από
την ιτρακοναζόλη
Η συγχορήγηση της ιτρακοναζόλης με το ΜΣΑΦ μελοξικάμη μπορεί να μειώσει
τις συγκεντρώσεις της μελοξικάμης στο πλάσμα. Κατά τη συγχορήγηση με
ιτρακοναζόλη συνιστάται προσεκτική χρήση της μελοξικάμης, καθώς και
παρακολούθηση των επιδράσεων ή των ανεπιθύμητων ενεργειών της. Εάν είναι
απαραίτητο, συνιστάται προσαρμογή της δοσολογίας της μελοξικάμης κατά τη
συγχορήγηση με ιτρακοναζόλη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Τα καψάκια SPORANOX δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, εκτός από περιπτώσεις που είναι απειλητικές για τη ζωή, εφόσον
το δυνητικό όφελος στη μητέρα υπερέχει της δυνητικής βλάβης στο έμβρυο
(βλέπε παράγραφο 4.3)
Σε μελέτες σε ζώα η ιτρακοναζόλη έδειξε τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
(βλέπε παράγραφο 5.3).
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τη χρήση του SPORANOX κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά την εμπειρία μετά από την κυκλοφορία του
φαρμάκου, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις συγγενών ανωμαλιών. Στις
περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται σκελετικές δυσπλασίες, δυσπλασίες του
ουροποιογεννητικού συστήματος, καρδιαγγειακές και οφθαλμικές δυσπλασίες
καθώς και χρωμοσωμικές και πολλαπλές δυσπλασίες. Δεν έχει τεκμηριωθεί
αιτιολογική συσχέτιση με το SPORANOX.
14
Επιδημιολογικά δεδομένα από έκθεση σε SPORANOX κατά το πρώτο τρίμηνο της
εγκυμοσύνης – κυρίως σε ασθενείς που λάμβαναν βραχύχρονη θεραπεία για
αιδοιοκολπική καντιντίαση – δεν έδειξαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
δυσπλασιών σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που δεν είχε εκτεθεί σε γνωστά
τερατογόνα. Έχει αποδειχθεί ότι η ιτρακοναζόλη διαπερνά τον πλακούντα σε
μοντέλο αρουραίων.
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και χρησιμοποιούν
καψάκια SPORANOX πρέπει να λαμβάνουν αντισυλληπτικές προφυλάξεις. Η
αποτελεσματική αντισύλληψη πρέπει να συνεχίζεται ως την έμμηνο ρύση που
θα ακολουθήσει μετά το τέλος της θεραπείας με SPORANOX.
Θηλασμός
Ένα πολύ μικρό ποσοστό ιτρακοναζόλης απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Ως
εκ τούτου, θα πρέπει να αντισταθμίζονται τα αναμενόμενα οφέλη της
θεραπείας με καψάκια SPORANOX έναντι του ενδεχόμενου κινδύνου από το
θηλασμό. Σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία, η ασθενής δεν πρέπει να
θηλάζει.
Γονιμότητα
Ανατρέξτε στην παράγραφο 5.3 για πληροφορίες σχετικά με την ιτρακοναζόλη
που αφορούν στη γονιμότητα σε ζώα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για την επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Κατά την οδήγηση οχημάτων και χειρισμό
μηχανών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων
ενεργειών όπως ζάλη, οπτικές διαταραχές και απώλεια ακοήςλέπε
παράγραφο 4.8), οι οποίες μπορεί να εμφανιστούν σε ορισμένες περιπτώσεις.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη θεραπεία με
καψάκια SPORANOX που εντοπίστηκαν σε κλινικές δοκιμές και/ή από
αυθόρμητες αναφορές ήταν κεφαλαλγία, κοιλιακό άλγος και ναυτία. Οι πιο
σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις,
καρδιακή ανεπάρκεια/συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια/πνευμονικό οίδημα,
παγκρεατίτιδα, σοβαρή ηπατοτοξικότητα (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων
περιπτώσεων οξείας ηπατικής ανεπάρκειας) και σοβαρές δερματικές
αντιδράσεις. Ανατρέξτε στην υποενότητα Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
για τις συχνότητες και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν.
Ανατρέξτε στην παράγραφο 4.4 για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με
άλλες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες στον πίνακα που ακολουθεί προέρχονται από
ανοικτού σχεδιασμού και διπλά τυφλές, κλινικές δοκιμές με καψάκια
SPORANOX που περιελάμβαναν 8499 ασθενείς για τη θεραπεία
δερματομυκητιάσεων ή ονυχομυκητίασης, και από αυθόρμητες αναφορές.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες κατά
Κατηγορία/Οργανικό Σύστημα. Εντός κάθε Κατηγορίας/Οργανικού Συστήματος,
15
η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών παρουσιάζεται με βάση
την ακόλουθη συνθήκη:
Πολύ συχνές (1/10), συχνές (1/100 έως < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως
< 1/100)
σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000).
Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Όχι συχνές
Ιγμορίτιδα, λοίμωξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού,
ρινίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες
Λευκοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι συχνές
Υπερευαισθησία*
Σπάνιες
Ορονοσία, αγγειονευρωτικό οίδημα, αναφυλακτοειδής
αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες
Υπερτριγλυκεριδαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές
Κεφαλαλγία
Σπάνιες
Παραισθησία, υπαισθησία, δυσγευσία, τρόμος
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες
Οπτικές διαταραχές (συμπεριλαμβανομένης διπλωπίας
και θαμπής όρασης)
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Σπάνιες
Παροδική ή μόνιμη απώλεια ακοής*, εμβοές
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες
Σ μ υ φορητική κ αρδιακή ανεπάρκεια*
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος,του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Σπάνιες
Δύσπνοια
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Συχνές
,Κοιλιακό άλγος ναυτία
Όχι συχνές
Διάρροια, έμετος, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία,
μετεωρισμός
Σπάνιες
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές
Μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία
Σπάνιες
Σοβαρή ηπατοτοξικότητα (συμπεριλαμβανομένων
ορισμένων περιπτώσεων θανατηφόρου οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας)*, υπερχολερυθριναιμία
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές
, Κνίδωση εξάνθημα, κ μνησ ός
Σπάνιες
Τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-Johnson,
οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση,
πολύμορφο ερύθημα, αποφολιδωτική δερματίτιδα,
λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, αλωπεκία,
φωτοευαισθησία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες
Πολυουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Όχι συχνές
Δ μμ ιαταραχές ε ήνου ρύσης
16
Σπάνιες
Στυτική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Σπάνιες
Οίδημα
Παρακλινικές εξετάσεις
Σπάνιες
Αυξημένη κρεατινοφωσφοκινάση αίματος
* βλέπε παράγραφο 4.4.
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Στον κατάλογο που ακολουθεί παρουσιάζονται οι επιπρόσθετες ανεπιθύμητες
ενέργειες που σχετίστηκαν με την ιτρακοναζόλη και αναφέρθηκαν σε κλινικές
δοκιμές του πόσιμου διαλύματος SPORANOX και/ή του SPORANOX IV, εκτός από
την ανεπιθύμητη ενέργεια με τον όρο “Φλεγμονή της θέσης ένεσης”, που είναι
ειδικός για την ενέσιμη οδό χορήγησης.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Κοκκιοκυτταροπενία, θρομβοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Αναφυλακτοειδής
αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Υπεργλυκαιμία,
υπερκαλιαιμία, υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές: Συγχυτική κατάσταση
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Περιφερική νευροπάθεια*, ζάλη,
υπνηλία
Καρδιακές διαταραχές: Καρδιακή ανεπάρκεια, ανεπάρκεια της αριστερής
κοιλίας, ταχυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές: Υπέρταση, υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου: Πνευμονικό οίδημα, δυσφωνία, βήχας
Διαταραχές του γαστρεντερικού: Γαστρεντερική διαταραχή
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: Ηπατική ανεπάρκεια*,
ηπατίτιδα, ίκτερος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Ερυθηματώδες
εξάνθημα, υπεριδρωσία
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού: Μυαλγία, αρθραλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: Νεφρική
δυσλειτουργία, ακράτεια ούρων
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης: Γενικευμένο
οίδημα, οίδημα προσώπου, θωρακικό άλγος, πυρεξία, άλγος, κόπωση, ρίγη
Παρακλινικές εξετάσεις: Αυξημένη αμινοτρανσφεράση της αλανίνης,
αυξημένη ασπαρτική αμινοτρανσφεράση, αυξημένη αλκαλική φωσφατάση
αίματος, αυξημένη γαλακτική αφυδρογονάση αίματος, αυξημένη ουρία αίματος,
αυξημένη γ-γλουταμυλτρανσφεράση, αυξημένα ηπατικά ένζυμα, μη
φυσιολογική ανάλυση ούρων
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια των καψακίων SPORANOX αξιολογήθηκε σε 165 παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 1 έως 17 ετών που συμμετείχαν σε 14 κλινικές δοκιμές (4
διπλά τυφλές, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο δοκιμές, 9 δοκιμές ανοικτού
σχεδιασμού και 1 δοκιμή που είχε μία φάση ανοικτού σχεδιασμού
ακολουθούμενη από διπλά τυφλή φάση). Αυτοί οι ασθενείς έλαβαν τουλάχιστον
μία δόση καψακίων SPORANOX για την αντιμετώπιση μυκητιασικών λοιμώξεων
και παρείχαν δεδομένα ασφάλειας.
17
Με βάση τα συγκεντρωτικά δεδομένα ασφάλειας από αυτές τις κλινικές
δοκιμές, οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιατρικούς
ασθενείς ήταν κεφαλαλγία (3,0%), έμετος (3,0%), κοιλιακό άλγος (2,4%),
διάρροια (2,4%), μη φυσιολογική ηπατική λειτουργία (1,2%), υπόταση (1,2%),
ναυτία (1,2%) και κνίδωση (1,2%). Γενικά, η φύση των ανεπιθύμητων
ενεργειών στους παιδιατρικούς ασθενείς είναι παρόμοια με αυτή που
παρατηρείται στους ενήλικες, όμως η επίπτωση είναι υψηλότερη στους
παιδιατρικούς ασθενείς.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες απευθείας στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Μεσογείων 284,
15562, Χολαργός, www . eof . gr).
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα και σημεία
Γενικά, τα ανεπιθύμητα συμβάντα που έχουν αναφερθεί με υπερδοσολογία
είναι σε συμφωνία με εκείνα που έχουν αναφερθεί με τη χρήση της
ιτρακοναζόλης (βλέπε παράγραφο 4.8).
Αντιμετώπιση
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, πρέπει να εφαρμοστούν υποστηρικτικά μέτρα.
Αν θεωρηθεί απαραίτητο, μπορεί να χορηγηθεί ενεργός άνθρακας.
Η ιτρακοναζόλη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοδιύλιση.
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιμυκητιασικά για συστηματική χρήση,
παράγωγα τριαζόλης, κωδικός ΑΤC: J02AC02
Μηχανισμός δράσης
Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι η ιτρακοναζόλη επηρεάζει τη σύνθεση της
εργοστερόλης σε κύτταρα μυκήτων. Η εργοστερόλη είναι ένα ζωτικής σημασίας
συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης για τους μύκητες. Η διαταραχή της
σύνθεσής της τελικά καταλήγει σε αντιμυκητιασική δράση.
Φαρμακοδυναμική (ΦΔ)/Φαρμακοκινητική (ΦΚ) σχέση
Η ΦΔ/ΦΚ σχέση για την ιτρακοναζόλη και για τις τριαζόλες γενικά, είναι
ελάχιστα κατανοητή.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Μικροβιολογία
Η ιτρακοναζόλη, ένα τριαζολικό παράγωγο, έχει ευρύ φάσμα δράσης.
Όρια ευαισθησίας για την ιτρακοναζόλη, έχουν καθοριστεί από το CLSI μόνο
για
Candida
spp.
από επιφανειακές μυκητιασικές λοιμώξεις (CLSI M27-A2). Τα
όρια ευαισθησίας για CLSI είναι τα ακόλουθα: ευαίσθητα ≤0,125, ευαίσθητα,
18
δοσοεξαρτώμενα 0,25 – 0,5 και ανθεκτικά ≥1 μg/ml. Ερμηνευτικά όρια
ευαισθησίας δεν έχουν καθοριστεί από το CLSI για τους νηματοειδείς μύκητες.
Σύμφωνα με το EUCAST τα όρια ευαισθησίας για την ιτρακοναζόλη έχουν
καθοριστεί για τα Aspergillus
flavus, A
.
fumigatus, A
.
nidulans και A
.
terreus και είναι τα
ακόλουθα: ευαίσθητα 1 mg/l, ανθεκτικά > 2 mg/l. Τα όρια ευαισθησίας κατά
EUCAST δεν έχουν ακόμα καθοριστεί για την ιτρακοναζόλη και το Candida spp..
Μελέτες in vitro δείχνουν ότι η ιτρακοναζόλη αναστέλλει την ανάπτυξη ενός
ευρέος φάσματος παθογόνων για τον άνθρωπο μυκήτων σε συγκεντρώσεις
συνήθως 1 μg/ml. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα εξής:
Candida spp
.
(συμπεριλαβανομένων Candida
albicans, Candida
tropicalis
,
Candida
parapsilosis
και
Candida
dubliniensis), Aspergillus spp
.
, Blastomyces
dermatitidis, Cladosporium
spp
.
, Coccidioides
immitis, Cryptococcus
neoformans, Geotrichum spp
.
, Histoplasma spp
.
,
συμπεριλαβανομένων H
.
capsulatum, Paracoccidioides
brasiliensis, Penicillium
marneffei,
Sporothrix
schenckii και Trichosporon spp
.
. Η ιτρακοναζόλη εμφάνισε επίσης in
vitro
δράση έναντι των Epidermophyton
floccosum, Fonsecaea spp
.
, Malassezia spp
.
, Microsporum
spp
.
, Pseudallescheria
boydii, Trichophyton spp
.
και ποικίλων άλλων ζυμομυκήτων και
μυκήτων.
Σε γενικές γραμμές τα Candida
krusei
,
Candida glabrata
και
Candida
guillermondii
αποτελούν τα λιγότερο ευαίσθητα είδη
Candida,
με ορισμένα απομονωθέντα
στελέχη να εμφανίζουν αναμφισβήτητη ανθεκτικότητα στην ιτρακοναζόλη in
vitro.
Τα κυριότερα είδη μυκήτων που δεν αναστέλλονται από την ιτρακοναζόλη
είναι:
Zymomycetes
(π.χ.
Rhizopus spp., Rhizomucor spp., Mucor spp.,
και
Absidia spp.), Fusarium spp., Scedosporium spp.
και
Scopulariopsis spp.
Η ανθεκτικότητα στις αζόλες φαίνεται να αναπτύσσεται αργά και είναι συχνά
το αποτέλεσμα αρκετών γενετικών μεταλλάξεων. Οι μηχανισμοί που έχουν
περιγραφεί είναι υπερέκφραση του ERG11, που κωδικοποιεί το ένζυμο στόχο
14α-δεμεθυλάση, σημειακές μεταλλάξεις στο ERG11 που οδηγούν σε μείωση της
συγγένειας του στόχου και υπερέκφραση μεταφορέα που οδηγεί σε αυξημένη
εκροή. Έχει παρατηρηθεί διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ των μελών της
ομάδας των αζολών και του
Candida spp.,
αν και ανθεκτικότητα σε ένα μέλος
της ομάδας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ανθεκτικότητα σε άλλες αζόλες.
Έχουν αναφερθεί ανθεκτικά στην ιτρακοναζόλη στελέχη του
Aspergillus
fumigatus.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Γενικά φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα επιτυγχάνονται
μέσα σε 2 έως 5 ώρες μετά από στόματος χορήγηση. Ως συνέπεια της μη
γραμμικής φαρμακοκινητικής, η ιτρακοναζόλη συσσωρεύεται στο πλάσμα κατά
τη διάρκεια πολλαπλής χορήγησης δόσεων. Οι συγκεντρώσεις σταθερής
κατάστασης επιτυγχάνονται γενικά εντός 15 ημερών περίπου, με τιμές C
max
0,5
μg/ml, 1,1 μg/ml και 2,0 μg/ml μετά την από στόματος χορήγηση 100 mg άπαξ
ημερησίως, 200 mg άπαξ ημερησίως και 200 mg δις ημερησίως, αντίστοιχα. Η
τελική ημίσεια ζωή της ιτρακοναζόλης σε γενικές γραμμές κυμαίνεται από 16
έως 28 ώρες μετά από χορήγηση εφάπαξ δόσης και αυξάνεται σε 34 έως 42
ώρες με επαναλαμβανόμενη χορήγηση δόσεων. Κατά τη διακοπή της θεραπείας,
οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα μειώνονται σε σχεδόν μη
19
ανιχνεύσιμη συγκέντρωση εντός 7 έως 14 ημερών, ανάλογα με τη δόση και τη
διάρκεια της θεραπείας. Η μέση συνολική κάθαρση της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι 278 ml/min. Σε υψηλότερες δόσεις
η κάθαρση της ιτρακοναζόλης μειώνεται λόγω κορεσμού του ηπατικού
μεταβολισμού.
Απορρόφηση
Η ιτρακοναζόλη απορροφάται γρήγορα μετά την από στόματος χορήγηση. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις του αμετάβλητου φαρμάκου στο πλάσμα
επιτυγχάνονται μέσα σε 2 έως 5 ώρες μετά από μια δόση καψακίων από
στόματος. Η παρατηρούμενη απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης από
στόματος είναι περίπου 55%. Η από στόματος βιοδιαθεσιμότητα είναι μέγιστη
όταν τα καψάκια λαμβάνονται αμέσως μετά από ένα πλήρες γεύμα.
Η απορρόφηση των καψακίων ιτρακοναζόλης μειώνεται σε άτομα με μειωμένη
γαστρική οξύτητα, όπως τα άτομα που λαμβάνουν φάρμακα που είναι γνωστά
ως καταστολείς της έκκρισης γαστρικών οξέων (π.χ. ανταγωνιστές υποδοχέων
H
2
, αναστολείς αντλιών πρωτονίων) ή τα άτομα με αχλωρυδρία που
προκαλείται από ορισμένες νόσουςλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5). Η
απορρόφηση της ιτρακοναζόλης σε συνθήκες νηστείας στα άτομα αυτά αυξάνει
όταν τα καψάκια SPORANOX χορηγούνται με όξινο ποτό (όπως μη διαιτητικό
αναψυκτικό τύπου cola). Όταν τα καψάκια SPORANOX χορηγήθηκαν ως εφάπαξ
δόση 200 mg σε συνθήκες νηστείας με μη διαιτητικό αναψυκτικό τύπου cola
μετά από προηγηθείσα θεραπεία με ρανιτιδίνη, έναν ανταγωνιστή υποδοχέων
H
2
, η απορρόφηση της ιτρακοναζόλης ήταν συγκρίσιμη με εκείνη που
παρατηρήθηκε όταν τα καψάκια SPORANOX χορηγήθηκαν μεμονωμένα (βλέπε
παράγραφο 4.5).
Κατά τη χορήγηση της ίδιας δόσης τους φαρμάκου η έκθεση στην ιτρακοναζόλη
είναι χαμηλότερη με το σκεύασμα των καψακίων σε σύγκριση με το σκεύασμα
του πόσιμου διαλύματος (βλέπε παράγραφο 4.4).
Κατανομή
Το μεγαλύτερο μέρος της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα είναι συνδεδεμένο με
πρωτεΐνες (99,8%), με την αλβουμίνη να αποτελεί το κύριο συστατικό της
σύνδεσης (99,6% για τον υδροξυ-μεταβολίτη). Επίσης παρουσιάζει σημαντική
συγγένεια με τα λιπίδια. Μόνο το 0,2% της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
εμφανίζεται ως ελεύθερο φάρμακο. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής της
ιτρακοναζόλης στον οργανισμό είναι μεγάλος (>700 L), υποδηλώνοντας
εκτεταμένη κατανομή στους ιστούς. Οι συγκεντρώσεις στους πνεύμονες, τους
νεφρούς, το ήπαρ, τα οστά, το στομάχι, το σπλήνα και τους μύες βρέθηκαν να
είναι δύο με τρεις φορές υψηλότερες από τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα και η πρόσληψη σε κεράτινους ιστούς, συγκεκριμένα στο δέρμα, ήταν
έως και τέσσερις φορές υψηλότερη. Οι συγκεντρώσεις στο εγκεφαλονωτιαίο
υγρό είναι πολύ χαμηλότερες από τις συγκεντρώσεις στο πλάσμα, αλλά έχει
καταδειχθεί αποτελεσματικότητα σε λοιμώξεις που ήταν παρούσες στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Μεταβολισμός
Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ σε μεγάλο αριθμό
μεταβολιτών. Οι μελέτες in
vitro έχουν δείξει ότι το CYP3A4 είναι το κύριο
ένζυμο που εμπλέκεται στο μεταβολισμό της ιτρακοναζόλης. Ο κύριος
μεταβολίτης είναι η υδροξυ-ιτρακοναζόλη, ο οποίος έχει in vitro
αντιμυκητιασική δράση συγκρίσιμη με της ιτρακοναζόλης. Ωστόσο οι
20
συγκεντρώσεις στο πλάσμα αυτού του μεταβολίτη είναι περίπου διπλάσιες
αυτών της ιτρακοναζόλης.
Απέκκριση
Η ιτρακοναζόλη απεκκρίνεται κυρίως με τη μορφή ανενεργών μεταβολιτών με
τα ούρα (35%) και με τα κόπρανα (54%) μέσα σε μια εβδομάδα από τη
χορήγηση μίας δόσης πόσιμου διαλύματος.
Η νεφρική απέκκριση της ιτρακοναζόλης και του δραστικού μεταβολίτη υδροξυ-
ιτρακοναζόλης αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1% της ενδοφλέβιας δόσης.
Βάσει μία ραδιοσημασμένης από στόματος δόσης, η απέκκριση του
αμετάβλητου φαρμάκου με τα κόπρανα κυμαίνεται από 3% έως 18% της δόσης.
Καθώς η ανακατανομή της ιτρακοναζόλης από τους κεράτινους ιστούς
φαίνεται να είναι αμελητέα, η αποβολή της ιτρακοναζόλης από αυτούς
σχετίζεται με την αναγέννηση της επιδερμίδας. Σε αντίθεση με το πλάσμα, η
συγκέντρωση στο δέρμα παραμένει για 2 έως 4 εβδομάδες μετά από τη διακοπή
θεραπείας διάρκειας 4 εβδομάδων και στην κεράτινη στοιβάδα των ονύχων
στην οποία η ιτρακοναζόλη μπορεί να ανιχνευθεί από την πρώτη κιόλας
εβδομάδα μετά από την έναρξη της θεραπείας για τουλάχιστον 6 μήνες μετά
το τέλος μιας τρίμηνης θεραπείας.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική δυσλειτουργία
Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ. Μία μελέτη
φαρμακοκινητικής διεξήχθη σε 6 υγιείς και 12 κιρρωτικούς ασθενείς που
έλαβαν εφάπαξ δόση 100 mg ιτρακοναζόλης σε μορφή καψακίων. Στατιστικά
σημαντική μείωση της μέσης C
max
(47%) και διπλάσια αύξηση της ημίσειας ζωής
(37 ± 17 ώρες έναντι 16 ± 5 ωρών) της ιτρακοναζόλης σημειώθηκαν σε
κιρρωτικούς ασθενείς σε σύγκριση με τα υγιή άτομα. Ωστόσο, η ολική έκθεση
στην ιτρακοναζόλη, με βάση την AUC ήταν παρόμοια σε ασθενείς με κίρρωση
και σε υγιή άτομα. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για ασθενείς με κίρρωση
κατά τη μακροχρόνια χρήση της ιτρακοναζόλης (Βλέπε παραγράφους 4.2 και
4.4)
Νεφρική δυσλειτουργία
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα αναφορικά με τη χρήση της από στόματος
χορηγούμενης ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Μία
μελέτη φαρμακοκινητικής που χρησιμοποίησε μία μεμονωμένη δόση
ιτρακοναζόλης 200 mg (τέσσερα καψάκια των 50 mg) διεξήχθη σε τρεις ομάδες
ασθενών με νεφρική δυσλειτουργία (ουραιμία: n=7, αιμοδιύλιση: n=7 και
συνεχής περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση: n=5). Σε άτομα με ουραιμία με
μέση κάθαρση κρεατινίνης 13 ml/min × 1,73 m
2
, η έκθεση, με βάση την AUC,
ήταν ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με τις παραμέτρους του φυσιολογικού
πληθυσμού. Αυτή η μελέτη δεν έδειξε καμία σημαντική επίδραση της
αιμοδιύλισης ή της συνεχούς περιπατητικής περιτοναϊκής διύλισης στη
φαρμακοκινητική της ιτρακοναζόλης (T
max
, C
max
, και AUC
0-8
h
). Τα προφίλ
συγκέντρωσης πλάσματος - χρόνου έδειξαν μεγάλη διαφοροποίηση από άτομο
σε άτομο και στις τρεις ομάδες.
Μετά από εφάπαξ ενδοφλέβια δόση, η μέση τελική ημίσεια ζωή της
ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με ήπια (στη συγκεκριμένη μελέτη ορίζεται ως CrCl
50-79 ml/min), μέτρια (στη συγκεκριμένη μελέτη ορίζεται ως CrCl 20-49 ml/min),
και σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (στη συγκεκριμένη μελέτη ορίζεται ως CrCl
<20 ml/min) ήταν παρόμοια με εκείνη σε υγιή άτομα (εύρος μέσων τιμών 42-49
ωρών έναντι 48 ωρών σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία και σε υγιή
21
άτομα, αντίστοιχα). Η συνολική έκθεση στην ιτρακοναζόλη, με βάση την AUC,
μειώθηκε σε ασθενείς με μέτρια και σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία κατά
περίπου 30% και 40%, αντίστοιχα, σε σύγκριση με ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία κατά
τη διάρκεια μακροχρόνιας χορήγησης ιτρακοναζόλης. Η διύλιση δεν έχει
επίδραση στο χρόνο ημίσειας ζωής ή την κάθαρση της ιτρακοναζόλης ή της
υδροξυ-ιτρακοναζόλης (βλέπε επίσης παραγράφους 4.2 και 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα είναι διαθέσιμα για τη χρήση της
ιτρακοναζόλης στον παιδιατρικό πληθυσμό. Κλινικές μελέτες
φαρμακοκινητικής σε παιδιά και εφήβους ηλικίας από 5 μηνών έως 17 ετών
διεξήχθησαν με καψάκια, πόσιμο διάλυμα ή ενδοφλέβια μορφή ιτρακοναζόλης.
Οι μεμονωμένες δόσεις με τα καψάκια και το πόσιμο διάλυμα κυμαίνονταν από
1,5 έως 12,5 mg/kg/ημέρα, χορηγούμενες μία φορά ή δύο φορές την ημέρα. Η
ενδοφλέβια μορφή χορηγήθηκε είτε ως μεμονωμένη έγχυση 2,5 mg/kg, είτε ως
έγχυση 2,5 mg/kg μία φορά την ημέρα ή δύο φορές την ημέρα. Για την ίδια
ημερήσια δόση, η χορήγηση δύο φορές την ημέρα σε σύγκριση με τη χορήγηση
μία φορά την ημέρα έδωσε μέγιστες και ελάχιστες συγκεντρώσεις που ήταν
συγκρίσιμες με τη δοσολογία μίας δόσης την ημέρα σε ενήλικες. Δεν
παρατηρήθηκε σημαντική εξάρτηση από την ηλικία για την AUC της
ιτρακοναζόλης και τη συνολική σωματική κάθαρση, ενώ σημειώθηκαν ήπιοι
συσχετισμοί μεταξύ της ηλικίας και του όγκου κατανομής της ιτρακοναζόλης,
της C
max
και του τελικού ρυθμού αποβολής. Η φαινόμενη κάθαρση και ο
φαινόμενος όγκος κατανομής της ιτρακοναζόλης φάνηκαν να σχετίζονται με το
σωματικό βάρος.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η ιτρακοναζόλη έχει μελετηθεί σε ένα τυποποιημένο σύνολο μη κλινικών
μελετών ασφάλειας.
Μελέτες οξείας τοξικότητας με ιτρακοναζόλη σε επίμυες, αρουραίους, ινδικά
χοιρίδια και σκύλους έδειξαν ένα μεγάλο εύρος ασφάλειας. Μελέτες από
στόματος υπο (χρόνιας) τοξικότητας σε αρουραίους και σκύλους
αποκάλυψαν διάφορα όργανα ή ιστούς-στόχους, όπως ο φλοιός
επινεφριδίων, το ήπαρ και το σύστημα μονοπύρηνων φαγοκυττάρων
καθώς και διαταραχές στο μεταβολισμό των λιπιδίων εκδηλούμενες ως
ξανθωματικά κύτταρα σε διάφορα όργανα.
Σε υψηλές δόσεις, η ιστολογική εξέταση του φλοιού των επινεφριδίων έδειξε
ένα αναστρέψιμο οίδημα με κυτταρική υπερτροφία της δικτυωτής και
στηλιδωτής ζώνης, που ορισμένες φορές σχετιζόταν με λέπτυνση της
σπειροειδούς ζώνης. Βρέθηκαν αναστρέψιμες ηπατικές αλλαγές σε υψηλές
δόσεις. Μικρές αλλαγές παρατηρήθηκαν στα κύτταρα των κολποειδών και
στο σχηματισμό κενοτοπίων των ηπατοκυττάρων, το τελευταίο
υποδηλώνοντας κυτταρική δυσλειτουργία χωρίς όμως εμφανή ηπατίτιδα ή
ηπατοκυτταρική νέκρωση. Ιστολογικές μεταβολές του συστήματος
μονοπύρηνων φαγοκυττάρων χαρακτηρίζονταν κυρίως από μακροφάγα με
αυξημένο πρωτεϊνούχο υλικό σε διάφορους παρεγχυματικούς ιστούς.
Παρατηρήθηκε γενικευμένη χαμηλή οστική πυκνότητα, σε νεαρά σκυλιά μετά
από χρόνια χορήγηση ιτρακοναζόλης.
22
Σε τρεις μελέτες τοξικότητας με αρουραίους, η ιτρακοναζόλη προκάλεσε
οστικές ανωμαλίες. Οι προκληθείσες ανωμαλίες περιελάμβαναν μειωμένη
δράση της οστικής πλάκας, λέπτυνση της συμπαγούς ζώνης των μακρών
οστών και αυξημένη οστική ευθραυστότητα.
Η ιτρακοναζόλη δεν αποτελεί πρωταρχικό καρκινογόνο σε αρουραίους ή
επίμυες. Παρόλα αυτά, σε αρσενικούς αρουραίους παρατηρήθηκε
μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης σαρκώματος μαλακών ιστών, που
αποδίδεται σε αύξηση των μη-νεοπλαστικών, χρόνιων φλεγμονωδών
αντιδράσεων του συνδετικού ιστού σαν αποτέλεσμα αυξημένων επιπέδων
χοληστερόλης και χοληστερόλωσης του συνδετικού ιστού.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις μεταλλαξιογόνου δυνατότητας της ιτρακοναζόλης.
Τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
Η ιτρακοναζόλη βρέθηκε να προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αύξηση στην τοξικότητα
για τη μητέρα, την εμβρυοτοξικότητα και την τερατογένεση στους
αρουραίους και στους επίμυες σε υψηλές δόσεις. Στους αρουραίους η
τερατογένεση περιελάμβανε σοβαρές σκελετικές ανωμαλίες ενώ στους
επίμυες εγκεφαλοκήλες και μακρογλωσσία.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχει ένδειξη κύριας επίδρασης στη γονιμότητα κατά τη θεραπεία με
ιτρακοναζόλη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Σφαιρίδια σακχαρόζης
Υπρομελλόζη 2910 15 mpas
Πολυαιθυλενογλυκόλη 20.000
Σώμα καψακίου
Ερυθροσίνη CI 45430 (Ε127)
Ζελατίνη
Κάλυμμα καψακίου
Διοξείδιο τιτανίου CI 77891 (Ε171)
Ινδικοκαρμίνιο CI 73105 (Ε132)
Ζελατίνη
6.2 Aσυμβατότητες
Καμία γνωστή
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Το προϊόν διατηρείται σε θερμοκρασία 15-30 C.
23
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το SPORANOX διατίθεται σε μορφή καψακίων με μπλε αδιαφανές κάλυμμα και
ροζ διαφανές σώμα, που περιέχουν 100 mg ιτρακοναζόλης σε μορφή σφαιριδίων
(pellets).
Κουτί που περιέχει 4, 6, 15 ή 28 καψάκια σε κυψέλες (blisters) που αποτελούνται
από φύλλο πλαστικού (PVC/LDPE/PVDC) και φύλλο αλουμινίου.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Δεν εφαρμόζεται.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
JANSSEN-CILAG Φαρμακευτική ΑΕΒΕ
Λ. Ειρήνης 56, 151 21 Πεύκη, Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
39717/10/25.4.2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
5.6.1990/25.4.2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24