1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
PRAVACHOL 20 mg δισκία
PRAVACHOL 40 mg δισκία.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
PRAVACHOL 20 mg:
Κάθε δισκίο περιέχει 20 mg νατριούχου πραβαστατίνης.
Επίσης περιέχει 129,90 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
PRAVACHOL 40 mg:
Κάθε δισκίο περιέχει 40 mg νατριούχου πραβαστατίνης.
Επίσης περιέχει 259,80 mg μονοϋδρικής λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
20 mg: δισκίο κίτρινο, σε σχήμα καψακίου αμφίκυρτο, με εγκοπή και χαραγμένο
με "20" από τη μια πλευρά.
40 mg: δισκίο κίτρινο, σε σχήμα καψακίου αμφίκυρτο, με ή χωρίς εγκοπή και
χαραγμένο με "40" από τη μια πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπερχοληστερολαιμία
Θεραπεία της πρωτογενούς υπερχοληστερολαιμίας ή της μικτής δυσλιπιδαιμίας
ως βοήθημα της δίαιτας, όταν η δίαιτα και άλλες μη φαρμακευτικές αγωγές
(π.χ. άσκηση, μείωση βάρους) είναι ανεπαρκείς.
Πρωτογενής πρόληψη
Μείωση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας και της νοσηρότητας σε ασθενείς με
μέτρια ή σοβαρή υπερχοληστερολαιμία και με υψηλό κίνδυνο ενός αρχικού
καρδιαγγειακού συμβάματος, ως βοήθημα στη δίαιτα (βλέπε παράγραφο 5.1).
Δευτερογενής πρόληψη
Μείωση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας και της νοσηρότητας σε ασθενείς με
ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου (ΕΜ) ή ασταθή στηθάγχη και με
φυσιολογικά ή αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ως συμπληρωματικό της
διόρθωσης άλλων παραγόντων κινδύνου (βλέπε παράγραφο 5.1).
Μετά από μεταμόσχευση
Μείωση της μετά την μεταμόσχευση υπερλιπιδαιμίας σε ασθενείς που
λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία μετά από μεταμόσχευση ολόκληρου
οργάνου (βλέπε παραγράφους 4.2, 4.5 και 5.1).
1
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Πριν από την έναρξη θεραπείας με το PRAVACHOL, οι δευτερογενείς αιτίες
υπερχοληστερολαιμίας πρέπει να αποκλείονται και οι ασθενείς πρέπει να
υποβάλλονται σε κλασική δίαιτα μείωσης-λιπιδίων που πρέπει να συνεχισθεί
κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Το PRAVACHOL χορηγείται από το στόμα μια φορά την ημέρα κατά προτίμηση
το βράδυ με ή χωρίς τροφή.
Υπερχοληστερολαιμία: το προτεινόμενο εύρος δόσης είναι 10-40 mg μια
φορά την ημέρα. Η θεραπευτική ανταπόκριση παρατηρείται εντός μιας
εβδομάδας και η πλήρης δράση ενός δοσολογικού σχήματος παρατηρείται εντός
τεσσάρων εβδομάδων, επομένως πρέπει να γίνεται περιοδικός προσδιορισμός
των λιπιδίων και η δόση να ρυθμίζεται ανάλογα. Η μέγιστη ημερήσια δόση
είναι 40 mg.
Καρδιαγγειακή πρόληψη: σε όλες τις μελέτες πρόληψης της νοσηρότητας
και της θνησιμότητας, η μόνη αρχική δόση και δόση συντήρησης που
μελετήθηκε είναι αυτή των 40 mg ημερησίως.
Δοσολογία μετά από μεταμόσχευση: μετά τη μεταμόσχευση οργάνου,
συνιστάται σε ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία αρχική
δόση 20 mg ημερησίως (βλέπε παράγραφο 4.5). Με βάση την ανταπόκριση των
τιμών των λιπιδίων, η δόση μπορεί να ρυθμισθεί μέχρι και τα 40 mg κάτω από
στενή ιατρική παρακολούθηση (βλέπε παράγραφο 4.5).
Παιδιά και έφηβοι (8-18 χρονών) με ετερόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία: το συνιστώμενο εύρος δόσης είναι 10-20 mg μια φορά
την ημέρα μεταξύ 8 και 13 χρονών καθώς δόσεις μεγαλύτερες των 20 mg δεν
έχουν μελετηθεί στον πληθυσμό αυτό και 10-40 mg την ημέρα μεταξύ 14 και 18
χρονών (για παιδιά και έφηβες με δυνατότητα κυοφορίας βλέπε παράγραφο 4.6.,
για τα αποτελέσματα της μελέτης βλέπε παράγραφο 5.1). Δεν υπάρχουν κλινικά
δεδομένα σε παιδιά νεότερα από 8 ετών.
Ηλικιωμένοι ασθενείς: δεν είναι απαραίτητο να γίνεται ρύθμιση της δόσης
στους ασθενείς αυτούς εκτός εάν υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες
κινδύνου (βλέπε παράγραφο 4.4).
Νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία: αρχική δόση των 10 mg την ημέρα
συνιστάται σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία ή με
σημαντική ηπατική δυσλειτουργία. Η δόση πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με
την ανταπόκριση των τιμών των λιπιδίων και κάτω από ιατρική
παρακολούθηση.
Συνυπάρχουσα θεραπεία: η δράση του PRAVACHOL για τη μείωση των
λιπιδίων στην ολική χοληστερόλη και στην LDL-χοληστερόλη (LDL-C)
επαυξάνεται όταν συνδυάζεται με μια ρητίνη που δεσμεύει χολικά οξέα (π.χ.
χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη). Το PRAVACHOL πρέπει να χορηγείται είτε μια
ώρα πριν ή τουλάχιστον τέσσερις ώρες μετά τη ρητίνη (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σε ασθενείς που λαμβάνουν κυκλοσπορίνη με ή χωρίς άλλα ανοσοκατασταλτικά
φαρμακευτικά προϊόντα, η θεραπεία πρέπει να ξεκινά με 20 mg πραβαστατίνης
άπαξ ημερησίως και η ρύθμιση στα 40 mg να γίνεται με προσοχή (βλέπε
παράγραφο 4.5).
2
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή κάποιο από τα έκδοχα.
- Ενεργός ηπατική νόσος περιλαμβάνουσα ανεξήγητα εμμένουσες υψηλές
τιμές των τρανσαμινασών του ορού πάνω από 3 φορές από το ανώτατο
φυσιολογικό όριο (ULN) (βλέπε παράγραφο 4.4).
- Κύηση και γαλουχία (βλέπε παράγραφο 4.6).
3
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η πραβαστατίνη δεν έχει αξιολογηθεί σε ασθενείς με ομόζυγη οικογενή
υπερχοληστερολαιμία. Η θεραπεία δεν είναι η αρμόζουσα όταν η
υπερχοληστερολαιμία οφείλεται σε αυξημένη HDL-χοληστερόλη.
Όπως και για άλλους αναστολείς της αναγωγάσης HMG-CoA, ο συνδυασμός
πραβαστατίνης με φιμπράτες δεν συνιστάται.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας σε παιδιά πριν από την ήβη, η σχέση
οφέλους/κινδύνου της θεραπείας πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά από το
γιατρό.
Ηπατικές διαταραχές: όπως και με άλλους παράγοντες που μειώνουν τα
λιπίδια, έχει παρατηρηθεί μέτρια αύξηση των επιπέδων των ηπατικών
τρανσαμινασών. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα επίπεδα των ηπατικών
τρανσαμινασών έχουν επιστρέψει στην αρχική τους τιμή χωρίς να χρειασθεί η
διακοπή της θεραπείας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται σε ασθενείς που
παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών και η θεραπεία πρέπει να
διακόπτεται εάν οι αυξήσεις στην αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (ALT) και
στην ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (AST) ξεπεράσουν κατά τρεις φορές το
ανώτατο φυσιολογικό όριο και εμμένουν.
Υπήρξαν σπάνιες αναφορές μετά την κυκλοφορία θανατηφόρου και μη
θανατηφόρου ηπατικής ανεπάρκειας σε ασθενείς που λάμβαναν στατίνες,
συμπεριλαμβανομένης της πραβαστατίνης. Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με πραβαστατίνη εμφανιστεί σοβαρή ηπατική βλάβη με κλινικά συμπτώματα
και/ή υπερχολερυθριναιμία ή ίκτερος, η θεραπεία διακόπτεται άμεσα. Εάν δε
βρεθεί εναλλακτική αιτιολογία, να μην ξεκινά εκ νέου η θεραπεία με
προβαστατίνη.
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν η πραβαστατίνη χορηγείται σε ασθενείς με
ιστορικό ηπατικής νόσου ή μεγάλης πρόσληψης αλκοόλης.
Μυϊκές διαταραχές: όπως και με άλλους αναστολείς της αναγωγάσης HMG-
CoA (στατίνες), η πραβαστατίνη έχει σχετισθεί με εμφάνιση μυαλγίας,
μυοπάθειας, και πολύ σπάνια με ραβδομυόλυση. Η μυοπάθεια πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη σε όποιον ασθενή βρίσκεται σε θεραπεία με στατίνη και
παρουσιάσει ανεξήγητα μυϊκά συμπτώματα όπως πόνο ή ευαισθησία, μυϊκή
αδυναμία ή μυϊκές κράμπες. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να προσδιορίζονται
τα επίπεδα της κινάσης της κρεατίνης (KK) (βλέπε παρακάτω). Η θεραπεία με
στατίνη πρέπει να διακόπτεται προσωρινά όταν τα επίπεδα της KK είναι > 5 x
ανώτατα φυσιολογικά όρια (ULN) ή όταν υπάρχουν σοβαρά κλινικά
συμπτώματα. Πολύ σπάνια (σε περίπου 1 περίπτωση ανά 100.000 έτη ασθενών),
παρουσιάζεται ραβδομυόλυση με ή χωρίς δευτεροπαθή νεφρική ανεπάρκεια. Η
ραβδομυόλυση είναι μια οξεία δυνητικά θανατηφόρος κατάσταση των
σκελετικών μυών που μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη
διάρκεια της θεραπείας και η οποία χαρακτηρίζεται από μαζική καταστροφή
των μυών σχετιζόμενη με μείζονα αύξηση της KK (συνήθως > 30 ή 40 x ULN)
που οδηγεί σε μυοσφαιρινουρία.
Ο κίνδυνος μυοπάθειας με τις στατίνες φαίνεται να είναι εξαρτώμενος από την
έκθεση σε αυτές και γι' αυτό μπορεί να ποικίλει με τα συγκεκριμένα φάρμακα
(λόγω της λιποφιλίας και φαρμακοκινητικών διαφορών), περιλαμβανομένης και
της δόσης τους και της δυνατότητας αλληλεπίδρασής τους με άλλα φάρμακα.
Αν και δεν υπάρχει μυϊκή αντένδειξη για τη συνταγογράφηση μιας στατίνης,
ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της προχωρημένης
ηλικίας (>65), του μη ελεγχόμενου υποθυρεοειδισμού και της νεφρικής
δυσλειτουργίας, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο μυϊκής τοξικότητας και
4
επομένως να δικαιολογήσουν την προσεκτική αξιολόγηση του οφέλους/κινδύνου
και την ιδιαίτερη κλινική παρακολούθηση. Στους ασθενείς αυτούς, ενδείκνυται
η μέτρηση της KK πριν την έναρξη της θεραπείας με στατίνη (βλέπε παρακάτω).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ορισμένες στατίνες, ή μετά την ολοκλήρωσή
της, υπήρξαν πολύ σπάνιες αναφορές περί ανοσολογικά διαμεσολαβούμενης
νεκρωτικής μυοπάθειας. Η ανοσολογικά διαμεσολαβούμενη νεκρωτική
μυοπάθεια χαρακτηρίζεται κλινικά από επίμονη αδυναμία των εγγύς μυών και
από αυξημένα επίπεδα κινάσης της κρεατίνης στον ορό, τα οποία διατηρούνται
ακόμα και μετά τη διακοπή της αγωγής με στατίνες.
Ο κίνδυνος και η σοβαρότητα των μυϊκών διαταραχών κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με στατίνη αυξάνεται με τη συγχορήγηση φαρμάκων που
αλληλεπιδρούν, όπως η κυκλοσπορίνη, η κλαριθρομυκίνη και άλλα μακρολίδια
ή νιασίνη. Η χρήση φιμπράτων μόνων τους σχετίζεται σποραδικά με μυοπάθεια.
Η ταυτόχρονη χρήση μιας στατίνης με φιμπράτες, πρέπει γενικά να
αποφεύγεται. Μια αύξηση στην επίπτωση της μυοπάθειας έχει επίσης
περιγραφεί σε ασθενείς που ελάμβαναν άλλες στατίνες σε συνδυασμό με
αναστολείς του μεταβολισμού στο κυτόχρωμα Ρ450. Αυτό μπορεί να προκληθεί
από φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις που δεν έχουν τεκμηριωθεί για την
πραβαστατίνη (βλέπε παράγραφο 4.5). Όταν τα μυϊκά συμπτώματα σχετίζονται
με τη θεραπεία με στατίνη, συνήθως υποχωρούν μετά τη διακοπή της.
Οι στατίνες, συμπεριλαμβανομένης της πραβαστατίνης, δεν πρέπει να
συγχορηγούνται με συστημικώς χορηγούμενο φουσιδικό οξύ ή μέχρι την πάροδο
7 ημερών από τη διακοπή της θεραπείας με φουσιδικό οξύ. Σε ασθενείς στους
οποίους η χρήση συστημικώς χορηγούμενου φουσιδικού οξέος είναι απαραίτητη,
η αγωγή με στατίνη θα πρέπει να διακόπτεται καθ’όλη τη διάρκεια αγωγής του
φουσιδικού οξέος. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ραβδομυόλυσης
(περιλαμβανομένων και θανάτων) σε ασθενείς που έλαβαν το συνδυασμό
φουσιδικού οξέος και στατινών (βλέπε παράγραφο 4.5). Ο ασθενής πρέπει να
ενημερώνεται ώστε να αναζητά αμέσως ιατρική βοήθεια σε περίπτωση που
εμφανίσει συμπτώματα μυϊκής αδυναμίας, άλγους ή ευαισθησίας.
Η αγωγή με στατίνη μπορεί να ξεκινήσει ξανά επτά ημέρες μετά την τελευταία
δόση του φουσιδικού οξέος.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν απαιτείται μακροχρόνια συστημική χορήγηση
φουσιδικού οξέος, π.χ. για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων, η ανάγκη
συγχορήγησης πραβαστατίνης και φουσιδικού οξέος πρέπει να εξετάζεται μόνο
κατά περίπτωση και να διεξάγεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση.
Περιπτώσεις μυοπάθειας, συμπεριλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης, έχουν
αναφερθεί με πραβαστατίνη συγχορηγούμενη με κολχικίνη, και πρέπει να
δίδεται προσοχή, όταν συνταγογραφείται η πραβαστατίνη με κολχικίνη (βλέπε
παράγραφο 4.5).
Μέτρηση της K K και ερμηνεία:
Η παρακολούθηση ρουτίνας της KK ή τα επίπεδα άλλων μυϊκών ενζύμων, δεν
συνιστάται σε ασυμπτωματικούς ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με
στατίνες. Ωστόσο, η μέτρηση της KK συνιστάται πριν από την έναρξη της
θεραπείας με στατίνη σε ασθενείς με ειδικούς προδιαθεσικούς παράγοντες και
σε ασθενείς που αναπτύσσουν μυϊκά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με στατίνη, όπως περιγράφεται παρακάτω. Εάν τα επίπεδα της KK
είναι σημαντικά αυξημένα κατά την έναρξη της θεραπείας (> 5 x ULN), τα
5
επίπεδα της KK πρέπει να επαναπροσδιορισθούν περίπου 5 έως 7 ημέρες
αργότερα για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα. Όταν μετρούνται, τα επίπεδα
της KK πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στο πλαίσιο άλλων δυνητικών
παραγόντων που μπορεί να προκαλέσουν παροδική μυϊκή κάκωση, όπως επίπονη
εξάσκηση ή μυϊκό τραύμα.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας:
πρέπει να δίδεται προσοχή σε ασθενείς με
προδιαθεσικούς παράγοντες όπως νεφρική δυσλειτουργία, υποθυρεοειδισμό,
προηγούμενο ιστορικό μυϊκής τοξικότητας με στατίνη ή φιμπράτη, προσωπικό ή
οικογενές ιστορικό κληρονομικών μυϊκών διαταραχών ή κατάχρηση
οινοπνεύματος. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να μετρώνται τα επίπεδα της KK
πριν από την έναρξη της θεραπείας. Η μέτρηση της KK πρέπει επίσης να
εξετάζεται πριν από την έναρξη της θεραπείας ατόμων μεγαλύτερων των 70
ετών ιδιαίτερα παρουσία άλλων προδιαθεσικών παραγόντων σε αυτή την
κατηγορία του πληθυσμού. Εάν τα επίπεδα της KK είναι σημαντικά αυξημένα
(> 5 x ULN) κατά την έναρξη, η θεραπεία δεν πρέπει να ξεκινήσει και τα
αποτελέσματα πρέπει να επαναπροσδιορισθούν μετά από 5-7 ημέρες. Τα
επίπεδα της KK κατά την έναρξη της θεραπείας μπορεί επίσης να φανούν
χρήσιμα σαν αναφορά σε περίπτωση μεταγενέστερης αύξησης κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με στατίνη.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας: πρέπει να συστηθεί στους ασθενείς να
αναφέρουν αμέσως ανεξήγητο μυϊκό πόνο, ευαισθησία, αδυναμία ή κράμπες.
Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να προσδιορίζονται τα επίπεδα της KK. Εάν
ανιχνευτεί φανερά αυξημένο επίπεδο KK (> 5 x ULN), η θεραπεία με στατίνη
πρέπει να διακοπεί. Η διακοπή της θεραπείας πρέπει επίσης να εξετάζεται εάν
τα μυϊκά συμπτώματα είναι σοβαρά και προκαλούν καθημερινή ταλαιπωρία,
ακόμη και αν η αύξηση της KK παραμένει 5 x ULN. Εάν τα συμπτώματα
υποχωρήσουν και τα επίπεδα της KK επιστρέψουν στα φυσιολογικά, τότε η
επανέναρξη της θεραπείας με στατίνη μπορεί να εξετασθεί σε χαμηλότερη δόση
και με στενή παρακολούθηση. Εάν σε τέτοιον ασθενή υπάρχει υποψία
κληρονομικής μυϊκής νόσου, δεν συνιστάται η επανέναρξη της θεραπείας με
στατίνη.
Διάμεση πνευμονοπάθεια:
Εξαιρετικές περιπτώσεις με διάμεση πνευμονοπάθεια έχουν αναφερθεί με
κάποιες στατίνες, ιδιαίτερα σε μακροχρόνια θεραπεία (βλέπε παράγραφο 4.8).
Τα συμπτώματα που εμφανίζονται μπορεί να περιλαμβάνουν δύσπνοια, μη
παραγωγικό βήχα και επιδείνωση της γενικής φυσικής κατάστασης (κόπωση,
απώλεια βάρους και πυρετός). Εάν υπάρχει η υπόνοια ότι ο ασθενής έχει
αναπτύξει διάμεση πνευμονοπάθεια, η θεραπεία με στατίνη πρέπει να διακοπεί.
Σακχαρώδης Διαβήτης:
Ορισμένα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι στατίνες ως κατηγορία αυξάνουν την
γλυκόζη στο αίμα σε ορισμένους ασθενείς, με υψηλό κίνδυνο για μελλοντικό
διαβήτη, μπορεί να παράγουν ένα επίπεδο υπεργλυκαιμίας όπου επίσημη
φροντίδα του διαβήτη είναι η κατάλληλη. Όμως αυτός ο κίνδυνος,
αντισταθμίζεται από την μείωση του αγγειακού κινδύνου με τις στατίνες και
συνεπώς δεν θα πρέπει να είναι λόγος για τη διακοπή της θεραπείας με
στατίνες. Οι ασθενείς σε κίνδυνο (γλυκόζη νηστείας 5,6 έως 6,9 mmol/L,
BMI>30kg/m
2
, αυξημένα τριγλυκερίδια, υπέρταση) θα πρέπει να
παρακολουθούνται κλινικά και βιοχημικά σύμφωνα με τις εθνικές
κατευθυντήριες οδηγίες.
Λακτόζη: το προϊόν αυτό περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας λακτάσης Lapp ή
6
δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το
φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Φιμπράτες: η χρήση φιμπράτων μόνων τους σχετίζεται σποραδικά με
μυοπάθεια. Αυξημένος κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με τους
μυς, συμπεριλαμβανομένης και της ραβδομυόλυσης, έχουν αναφερθεί όταν
συγχορηγούνται φιμπράτες με άλλες στατίνες. Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες
δεν μπορούν να αποκλεισθούν με την πραβαστατίνη, επομένως η ταυτόχρονη
χρήση πραβαστατίνης και φιμπράτων (π.χ. γεμφιβροζίλη, φαινοφιβράτη) πρέπει
γενικώς να αποφεύγεται (βλέπε παράγραφο 4.4). Εάν ο συνδυασμός αυτός
θεωρηθεί απαραίτητος, απαιτείται προσεκτική κλινική παρακολούθηση και
παρακολούθηση της KK των ασθενών στους οποίους χορηγείται τέτοια αγωγή.
Χολεστυραμίνη/Κολεστιπόλη: ταυτόχρονη χορήγηση είχε ως αποτέλεσμα
την κατά 40 έως 50% μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της πραβαστατίνης. Δεν
υπάρχει κλινικά σημαντική μείωση της βιοδιαθεσιμότητας ή της θεραπευτικής
δράσης της, όταν η πραβαστατίνη χορηγήθηκε μια ώρα πριν ή τέσσερις ώρες
μετά τη χολεστυραμίνη ή μια ώρα πριν την κολεστιπόλη (βλέπε παράγραφο 4.2).
Κυκλοσπορίνη: ταυτόχρονη χορήγηση πραβαστατίνης και κυκλοσπορίνης
οδηγεί σε κατά 4 περίπου φορές αύξηση της συστηματικής έκθεσης της
πραβαστατίνης. Σε ορισμένους ασθενείς, ωστόσο, η αύξηση της έκθεσης της
πραβαστατίνης μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Συνιστάται η κλινική και
βιοχημική παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν αυτό το συνδυασμό
(βλέπε παράγραφο 4.2).
Ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ: όπως και με άλλους αναστολείς της HMG-
CoA αναγωγάσης, η έναρξη της θεραπείας ή η ανοδική τιτλοποίηση της δόσης
της πραβαστατίνης σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα ανταγωνιστές της
βιταμίνης Κ (π.χ. βαρφαρίνη ή άλλο κουμαρινικό αντιπηκτικό) μπορεί να
οδηγήσει σε αύξηση του Διεθνούς Ομαλοποιημένου Λόγου (International Normalised
Ratio, INR). Η διακοπή ή η καθοδική τιτλοποίηση της πραβαστατίνης μπορεί να
οδηγήσει σε μείωση της INR. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απαιτείται κατάλληλη
παρακολούθηση της INR.
Μακρολίδια: τα μακρολίδια ενδέχεται να αυξήσουν την έκθεση στη στατίνη,
όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό.
Η πραβαστατίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή μαζί με άλλα
μακρολιδικά αντιβιοτικά (π.χ. ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, ροξιθρομυκίνη)
λόγω ενδεχόμενου αυξημένου κινδύνου μυοπάθειας.
Σε μια από δύο μελέτες αλληλεπίδρασης με πραβαστατίνη και ερυθρομυκίνη,
παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση της AUC (70%) και της C
max
(121%)
της πραβαστατίνης. Σε μια παρόμοια μελέτη με κλαριθρομυκίνη, παρατηρήθηκε
μια στατιστικά σημαντική αύξηση της AUC (110%) και της C
max
(127%).
Παρόλο
που οι αλλαγές αυτές ήταν μικρές, πρέπει να δίδεται προσοχή όταν η
πραβαστατίνη συνδυάζεται με ερυθρομυκίνη ή κλαριθρομυκίνη.
Βαρφαρίνη και άλλα από του στόματος αντιπηκτικά: οι παράμετροι
βιοδιαθεσιμότητας στη σταθερή κατάσταση για την πραβαστατίνη δεν άλλαξαν
μετά τη χορήγηση με βαρφαρίνη. Χρόνια λήψη των δύο προϊόντων δεν
προκάλεσε αλλαγές στην αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης.
7
Φουσιδικό οξύ: ο κίνδυνος μυοπάθειας, περιλαμβανομένης και της
ραβδομυόλυσης, μπορεί να αυξηθεί από την ταυτόχρονη συστημική χορήγηση
φουσιδικού οξέος με στατίνες. Ο μηχανισμός της αλληλεπίδρασης αυτής (είτε
βασίζεται στη φαρμακοκινητική ή στη φαρμακοδυναμική ή και στις δυο) είναι
ακόμα άγνωστος. Υπάρχουν αναφορές ραβδομυόλυσης (περιλαμβανομένων και
θανάτων) σε ασθενείς που έχουν λάβει αυτόν τον συνδυασμό.
Εάν η αγωγή με φουσιδικό οξύ είναι απαραίτητη, η θεραπεία με πραβαστατίνη
θα πρέπει να διακόπτεται καθ’ όλη την διάρκεια χορήγησης του φουσιδικού
οξέος (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4).
Κολχικίνη: Προφυλάξεις κατά τη χρήση: Λόγω του αυξημένου κινδύνου
μυοπάθειας/ραβδομυόλυσης, συνιστάται κλινική και βιολογική παρακολούθηση,
ιδιαίτερα κατά την έναρξη του συνδυασμού πραβαστατίνης με κολχικίνη.
Νικοτινικό οξύ: ο κίνδυνος μυϊκής τοξικότητας αυξάνεται, όταν οι στατίνες
χορηγούνται ταυτόχρονα με νικοτινικό οξύ. Σε μια μελέτη, Κινέζοι ασθενείς
που έλαβαν νικοτινικό οξύ και λαροπιράντη ταυτόχρονα με σιμβαστατίνη
αναφέρθηκε ότι παρουσίασαν υψηλότερη επίπτωση μυοπάθειας και
ραβδομυόλυσης σε σύγκριση με τους Καυκάσιους.
Ριφαμπικίνη: σε μια μελέτη αλληλεπίδρασης, όπου η πραβαστατίνη
χορηγήθηκε μαζί με ριφαμπικίνη, παρατηρήθηκε σχεδόν 3-πλάσια αύξηση στην
AUC και την C
max
της πραβαστατίνης. Ως εκ τούτου, πρέπει να δίνεται προσοχή,
όταν συνδυάζεται η πραβαστατίνη με τη ριφαμπικίνη, αν και οι δύο δίνονται
ταυτόχρονα. Δεν αναμένεται να υπάρξει αλληλεπίδραση, εάν η δοσολογία τους
γίνεται ξεχωριστά με διαφορά τουλάχιστον δύο ώρες.
Λεναλιδομίδη: Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ραβδομυόλυσης, όταν οι στατίνες
συνδυάζονται με λεναλιδομίδη. Είναι δικαιολογημένη η ενισχυμένη κλινική και
βιολογική παρακολούθηση, ιδίως κατά τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας.
Προϊόντα που μεταβολίζονται από το κυτόχρωμα P450: η πραβαστατίνη
δεν μεταβολίζεται σε κλινικά σημαντικό βαθμό από το σύστημα του
κυτοχρώματος P450. Γι' αυτό τα προϊόντα που μεταβολίζονται από το
κυτόχρωμα P450 ή οι αναστολείς του συστήματος του κυτοχρώματος P450
μπορεί να προστεθούν σε ένα σταθερό σχήμα πραβαστατίνης χωρίς την
πρόκληση σημαντικών αλλαγών των επιπέδων πραβαστατίνης στο πλάσμα,
όπως έχει παρατηρηθεί με άλλες στατίνες. Η απουσία σημαντικών
φαρμακοκινητικών αλληλεπιδράσεων με την πραβαστατίνη έχει ειδικά
καταδειχθεί για αρκετά προϊόντα, ιδιαίτερα γι' αυτά που είναι
υποστρώματα/αναστολείς του CYP3A4, π.χ. διλτιαζέμη, βεραπαμίλη,
ιτρακοναζόλη, κετοκοναζόλη, αναστολείς της πρωτεάσης, χυμός γκρέϊπ φρουτ
και αναστολείς του CYP2C9 (π.χ. φλουκοναζόλη).
Άλλα προϊόντα: σε μελέτες αλληλεπίδρασης, καμία στατιστικά σημαντική
διαφορά στη βιοδιαθεσιμότητα δεν παρατηρήθηκε όταν χορηγήθηκε
πραβαστατίνη με ακετυλοσαλικυλικό οξύ, αντιόξινα (όταν χορηγούνται μια ώρα
πριν από την πραβαστατίνη), νικοτινικό οξύ ή probucol.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση: η πραβαστατίνη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και
πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες με δυνατότητα να κυοφορήσουν μόνο όταν
τέτοιες ασθενείς είναι απίθανο να συλλάβουν και έχουν πληροφορηθεί για τον
πιθανό κίνδυνο. Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται σε έφηβες με δυνατότητα
κυοφορίας, ώστε να διασφαλισθεί η σωστή κατανόηση του πιθανού κινδύνου
8
που σχετίζεται με τη θεραπεία πραβαστατίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.
Εάν μια ασθενής προγραμματίζει να μείνει έγκυος ή μείνει έγκυος, ο γιατρός
πρέπει να ενημερωθεί αμέσως και η πραβαστατίνη να διακοπεί λόγω του
πιθανού κινδύνου για το έμβρυο (βλέπε παράγραφο 4.3).
Γαλουχία: μια μικρή ποσότητα πραβαστατίνης απεκκρίνεται στο ανθρώπινο
γάλα, γι' αυτό η πραβαστατίνη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού
(βλέπε παράγραφο 4.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η πραβαστατίνη έχει αμελητέα ή καθόλου επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανών. Ωστόσο, όταν οδηγείτε οχήματα ή χρησιμοποιείτε
μηχανές, πρέπει να λαμβάνετε υπόψη σας ότι μπορεί κατά τη διάρκεια της
θεραπείας να εμφανισθούν ζάλη και οπτικές διαταραχές.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότητες των ανεπιθύμητων ενεργειών έχουν καταταγεί σύμφωνα με τα
ακόλουθα: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100, < 1/10), όχι συχνές
(≥ 1/1.000, < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000, < 1/1.000), πολύ σπάνιες
(< 1/10.000). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Κλινικές μελέτες: το PRAVACHOL έχει μελετηθεί στα 40 mg σε επτά
τυχαιοποιημένες διπλά-τυφλές ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες, που
περιελάμβαναν περισσότερους από 21.000 ασθενείς, οι οποίοι έλαβαν
πραβαστατίνη (n = 10.764) ή εικονικό φάρμακο (n = 10.719), που
αντιπροσωπεύουν περισσότερα από 47.000 έτη ασθενών έκθεσης στην
πραβαστατίνη. Περισσότεροι από 19.000 ασθενείς παρακολουθήθηκαν κατά
μέσο όρο για 4,8-5,9 έτη.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί. Καμία από αυτές δεν
συνέβη σε ποσοστό μεγαλύτερο του 0,3% στην ομάδα της πραβαστατίνης σε
σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Όχι συχνές: ζάλη,
κεφαλαλγία, διαταραχή
ύπνου, αϋπνία
Οφθαλμικές διαταραχές: Όχι συχνές: διαταραχή
της όρασης
(περιλαμβανομένων θάμβους
οράσεως και διπλωπίας)
Γαστρεντερικές διαταραχές: Όχι συχνές:
δυσπεψία/αίσθημα καύσου,
κοιλιακό άλγος,
ναυτία/έμετος,
δυσκοιλιότητα, διάρροια,
μετεωρισμός
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Όχι συχνές:
κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση,
ανωμαλία του τριχωτού της
κεφαλής/τριχοφυΐας
(περιλαμβανομένης της
αλωπεκίας)
9
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: Όχι συχνές:
ανώμαλη ούρηση
(περιλαμβανομένων
δυσουρίας, συχνουρίας,
νυκτουρίας)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού: Όχι συχνές:
σεξουαλική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές: Όχι συχνές: κόπωση
Συμβάματα ιδιαίτερης κλινικής σημασίας
Σκελετικοί μύες: έχουν αναφερθεί σε κλινικές δοκιμές, επιπτώσεις στους
σκελετικούς μύες, όπως π.χ. μυοσκελετικός πόνος συμπεριλαμβανομένης
αρθραλγίας, μυϊκές κράμπες, μυαλγία, μυϊκή αδυναμία και αυξημένα επίπεδα
KK. Το ποσοστό της μυαλγίας (1,4% για την πραβαστατίνη έναντι 1,4% για το
εικονικό φάρμακο) και της μυϊκής αδυναμίας (0,1% για την πραβαστατίνη
έναντι < 0,1% για το εικονικό φάρμακο) καθώς και η συχνότητα εμφάνισης του
επιπέδου της KK > 3 x ULN και > 10 x ULN στις μελέτες "Cholesterol and
Recurrent Events (CARE)", "West of Scotland Coronary Prevention Study
(WOSCOPS)" και "Long-Term Intervention with pravastatin in Ischemic Disease
(LIPID)" ήταν παρόμοιο με αυτό για το εικονικό φάρμακο (1,6% για την
πραβαστατίνη έναντι 1,6% για το εικονικό φάρμακο και 1,0% για την
πραβαστατίνη έναντι 1,0% για το εικονικό φάρμακο, αντίστοιχα) (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Επιδράσεις στο ήπαρ: έχουν αναφερθεί αυξήσεις των τρανσαμινασών ορού.
Στις τρεις μακροχρόνιες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες
CARE, WOSCOPS και LIPID, χαρακτηριστικές ανωμαλίες της ALT και της AST
(> 3 x ULN) παρατηρήθηκαν με παρόμοια συχνότητα (≤ 1,2%) και στις δύο
ομάδες θεραπείας.
Μετά την κυκλοφορία
Επιπλέον των παραπάνω, τα παρακάτω ανεπιθύμητα συμβάματα έχουν
αναφερθεί κατά τη διάρκεια της εμπειρίας μετά την κυκλοφορία της
πραβαστατίνης:
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: περιφερική πολυνευροπάθεια, ιδιαιτέρως εάν χρησιμοποιείται
για μεγάλο χρονικό διάστημα, παραισθησία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: αντιδράσεις υπερευαισθησίας: αναφυλαξία, αγγειοοίδημα,
σύνδρομο προσομοιάζον προς ερυθηματώδη λύκο
Γαστρεντερικές διαταραχές:
Πολύ σπάνιες: παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Πολύ σπάνιες: ίκτερος, ηπατίτιδα, κεραυνοβόλος ηπατική νέκρωση
Μη γνωστές: θανατηφόρος και μη θανατηφόρος ηπατική ανεπάρκεια
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Πολύ σπάνιες: ραβδομυόλυση, που μπορεί να σχετισθεί με οξεία νεφρική
ανεπάρκεια δευτερογενώς ως προς μυοσφαιρινουρία, μυοπάθεια (βλέπε
παράγραφο 4.4), μυοσίτιδα, πολυμυοσίτιδα
10
Όχι συχνές: Διαταραχές τένοντα, και ιδιαίτερα τενοντίτιδα, μερικές φορές με
επιπλοκή ρήξης.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Σπάνιες: Αντίδραση από φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες: Δερματομυοσίτιδα
Μη γνωστές: εξάνθημα, περιλαμβανομένου του λειχηνοειδούς εξανθήματος
Επίδραση της κατηγορίας:
Εφιάλτες
Απώλεια μνήμης
Κατάθλιψη
Εξαιρετικές περιπτώσεις με διάμεση πνευμονοπάθεια, ιδιαίτερα σε
μακροχρόνια θεραπεία (βλέπε παράγραφο 4.4)
Σακχαρώδης Διαβήτης: Η συχνότητα θα εξαρτάται από την παρουσία ή
απουσία παραγόντων κινδύνου (γλυκόζη νηστείας στο αίμα 5,6 mmol/L,
BMI>30kg/m
2
, αυξημένα τριγλυκερίδια, ιστορικό υπέρτασης).
Μυοσκελετικές διαταραχές:
Μη γνωστή συχνότητα: Ανοσολογικά διαμεσολαβούμενη νεκρωτική μυοπάθεια
(βλ. παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες
(βλέπε λεπτομέρειες παρακάτω).
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 213 2040380/337
Φαξ: + 30 210 6549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Μέχρι στιγμής υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με υπερδοσολογία
πραβαστατίνης. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία σε περίπτωση υπερδοσολογίας. Σε
11
περίπτωση υπερδοσολογίας ο ασθενής πρέπει να αντιμετωπίζεται
συμπτωματικά και να λαμβάνονται υποστηρικτικά μέτρα όπως απαιτείται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΈΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: παράγοντες που μειώνουν τα λιπίδια του
ορού/μειωτικά χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων/αναστολείς της αναγωγάσης
HMG-CoA, κωδικός ATC: C10AA03.
Μηχανισμός δράσης:
Η πραβαστατίνη είναι ένας ανταγωνιστικός αναστολέας της αναγωγάσης του
3-υδρόξυ-3-μεθυλογλουταρυλικού-συνενζύμου Α (HMG-CoA), του ενζύμου που
καταλύει το πρώιμο, καθοριστικό της ταχύτητας, στάδιο της βιοσύνθεσης της
χοληστερόλης, και επιτυγχάνει την υπολιπιδαιμική της δράση με δύο τρόπους.
Πρώτον, με την αναστρέψιμη και ειδική ανταγωνιστική αναστολή της
αναγωγάσης HMG-CoA, επιτυγχάνει μέτρια μείωση της σύνθεσης
ενδοκυτταρικής χοληστερόλης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του
αριθμού των LDL-υποδοχέων στην επιφάνεια των κυττάρων και τον ενισχυμένο
διαμεσολαβούμενο από υποδοχείς καταβολισμό, και κάθαρση της LDL-C της
κυκλοφορίας.
Δεύτερον, η πραβαστατίνη παρεμποδίζει την παραγωγή LDL παρεμποδίζοντας
την ηπατική σύνθεση της VLDL-χοληστερόλης, δηλαδή την πρόδρομο ουσία της
LDL-C.
Τόσο σε υγιείς όσο και σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία, η νατριούχος
πραβαστατίνη μειώνει τις ακόλουθες τιμές λιπιδίων: ολική χοληστερόλη, LDL-
C, απολιποπρωτεΐνη Β, VLDL-χοληστερόλη και τριγλυκερίδια, ενώ η HDL-
χοληστερόλη και η απολιποπρωτεΐνη Α, αυξάνονται.
Κλινική αποτελεσματικότητα:
Πρωτογενής πρόληψη
Η μελέτη WOSCOPS ήταν τυχαιοποιημένη διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο, μεταξύ 6.595 αρρένων ασθενών ηλικίας από 45 έως 64 ετών με
μέτρια έως σοβαρή υπερχοληστερολαιμία (LDL-C: 155-232 mg/dl
[4,0-6,0 mmol/l] και χωρίς ιστορικό EM, στους οποίους χορηγήθηκε θεραπεία για
μέση διάρκεια 4,8 έτη με ημερήσια δόση 40 mg πραβαστατίνης ή εικονικού
φαρμάκου ως συμπληρωματικού της δίαιτας. Στους ασθενείς που έλαβαν
πραβαστατίνη τα αποτελέσματα έδειξαν:
- μια μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο και μη
θανατηφόρο EM μείωση του σχετικού κινδύνου [RRR] ήταν 31%,
p= 0,0001 με απόλυτο κίνδυνο 7,9% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου
και 5,5% στους ασθενείς που χορηγήθηκε πραβαστατίνη), η δράση σε
αυτούς τους αθροιστικούς ρυθμούς καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι
φανερή ήδη από τους 6 μήνες θεραπείας,
12
- μια μείωση στο συνολικό αριθμό θανάτων από καρδιαγγειακό σύμβαμα
(RRR 32%, p = 0,03),
- όταν οι παράγοντες κινδύνου ελήφθησαν υπόψη, παρατηρήθηκε RRR 24%
(p= 0,039) στη συνολική θνησιμότητα μεταξύ των ασθενών στους οποίους
χορηγήθηκε πραβαστατίνη,
- μια μείωση του σχετικού κινδύνου υποβολής σε διαδικασία επαναγγείωσης
του μυοκαρδίου (επέμβαση παρακαμπτηρίου μοσχεύματος της στεφανιαίας
αρτηρίας ή στεφανιαία αγγειοπλαστική) κατά 37% (p= 0,009) και
στεφανιαίας αγγειογραφίας κατά 31% (p = 0,007).
Η ωφέλεια της θεραπείας με τα προαναφερόμενα κριτήρια δεν είναι γνωστή σε
ασθενείς άνω των 65 ετών, που δεν μπορούσαν να περιληφθούν στη μελέτη.
Λόγω της απουσίας δεδομένων για ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία που
σχετίζεται με επίπεδο τριγλυκεριδίων υψηλότερο των 6 mmol/L (5,3 g/L) μετά
από δίαιτα 8 εβδομάδων, στη μελέτη αυτή, η ωφέλεια της θεραπείας με
πραβαστατίνη δεν τεκμηριώθηκε σε αυτή την κατηγορία ασθενών.
Δευτερογενής πρόληψη
Η μελέτη LIPID ήταν μια πολυκεντρική τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη που συνέκρινε τα αποτελέσματα της
πραβαστατίνης (40 mg μια φορά την ημέρα) με εικονικό φάρμακο σε 9.014
ασθενείς ηλικίας από 31 έως 75 χρονών για μέση διάρκεια 5,6 έτη με
φυσιολογικά έως αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ορού (αρχική τιμή
χοληστερόλης = 155 έως 271 mg/dl [4,0-7,0 mmol/l], μέση ολική χοληστερόλη
= 219 mg/dl [5,66 mmol/l]) και με διάφορα επίπεδα τριγλυκεριδίων μέχρι και
έως 443 mg/dl [5,0 mmol/l] και με ιστορικό EM ή ασταθούς στηθάγχης τους
προηγούμενους 3 έως 36 μήνες. Η θεραπεία με πραβαστατίνη μείωσε σημαντικά
το σχετικό κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο (ΣΝ) κατά 24% (p = 0,0004,
με απόλυτο κίνδυνο 6,4% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου και 5,3% στους
ασθενείς που χορηγήθηκε πραβαστατίνη), το σχετικό κίνδυνο στεφανιαίων
συμβαμάτων (είτε θάνατο από ΣΝ ή μη θανατηφόρο ΕΜ) κατά 24% (p < 0,0001)
και το σχετικό κίνδυνο θανατηφόρου ή μη θανατηφόρου EM κατά 29%
(p < 0,0001). Στους ασθενείς που έλαβαν πραβαστατίνη, τα αποτελέσματα
έδειξαν:
- μια μείωση του σχετικού κινδύνου ολικής θνησιμότητας κατά 23%
(p < 0,0001) και καρδιαγγειακής θνησιμότητας κατά 25% (p < 0,0001),
- μια μείωση του σχετικού κινδύνου υποβολής σε διαδικασίες
επαναγγείωσης του μυοκαρδίου (παρακαμπτήριο μόσχευμα στεφανιαίας
αρτηρίας ή διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική στεφανιαίων) κατά 20%
(p < 0,0001),
- μια μείωση του σχετικού κινδύνου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
κατά 19% (p < 0,048).
Η μελέτη CARE ήταν μια τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο μελέτη που συνέκρινε τα αποτελέσματα της πραβαστατίνης (40 mg
μια φορά την ημέρα) στο θάνατο από ΣΝ και το μη θανατηφόρο ΕΜ για κατά
μέσο όρο 4,9 έτη σε 4.159 ασθενείς ηλικίας από 21 έως 75 ετών, με
φυσιολογικά επίπεδα ολικής χοληστερόλης (αρχική μέση ολική χοληστερόλη
< 240mg/dl), που είχαν υποστεί ΕΜ τους προηγούμενους 3 έως 20 μήνες. Η
θεραπεία με πραβαστατίνη μείωσε σημαντικά:
- το ποσοστό υποτροπιάζοντος στεφανιαίου συμβάματος (είτε θάνατος από
στεφανιαία νόσο είτε μη θανατηφόρο ΕΜ) κατά 24% (p = 0,003, εικονικό
φάρμακο 13,3%, πραβαστατίνη 10,4%),
13
- το σχετικό κίνδυνο υποβολής σε διαδικασίες επαναγγείωσης
(παρακαμπτήριο μόσχευμα στεφανιαίας αρτηρίας ή διαδερμική διαυλική
αγγειοπλαστική στεφανιαίων) κατά 27% (p < 0,001).
Ο σχετικός κίνδυνος αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου επίσης μειώθηκε κατά
32% (p = 0,032), και του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή παροδικού
ισχαιμικού επεισοδίου (ΤΙΑ) μαζί κατά 27% (p = 0,02).
H ωφέλεια από τη θεραπεία με τα παραπάνω κριτήρια δεν είναι γνωστή για
ασθενείς πάνω από 75 ετών, που δεν μπορούσαν να περιληφθούν στις μελέτες
CARE και LIPID.
Λόγω της απουσίας δεδομένων για ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία που
σχετίζεται με επίπεδο τριγλυκεριδίων μεγαλύτερο των 4 mmol/l (3,5 g/l) ή
περισσότερο από 5 mmol/l (4,45 g/l) μετά από δίαιτα 4 έως 8 εβδομάδων, στις
μελέτες CARE και LIPID αντίστοιχα, η ωφέλεια της θεραπείας με πραβαστατίνη
δεν έχει τεκμηριωθεί για αυτόν τον τύπο ασθενούς.
Στις μελέτες CARE και LIPID, περίπου το 80% των ασθενών έλαβαν
ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ΑΣΟ) ως μέρος του θεραπευτικού σχήματος.
Μεταμόσχευση καρδιάς και νεφρού
Η αποτελεσματικότητα της πραβαστατίνης σε ασθενείς που λαμβάνουν
ανοσοκατασταλτική θεραπεία ακολουθεί:
- Η μεταμόσχευση καρδιάς αξιολογήθηκε σε μια προοπτική, τυχαιοποιημένη
ελεγχόμενη μελέτη (n = 97). Στους ασθενείς χορηγήθηκε συγχρόνως
πραβαστατίνη (20 - 40 mg) ή τίποτα και ένα καθιερωμένο
ανοσοκατασταλτικό θεραπευτικό σχήμα κυκλοσπορίνης, πρεδνισόνης και
αζαθειοπρίνης. Η θεραπεία με πραβαστατίνη μείωσε σημαντικά το ρυθμό
της καρδιακής απόρριψης λόγω αιμοδυναμικής καταστολής στον ένα
χρόνο, βελτίωσε την επιβίωση ενός έτους (p = 0,025) και μείωσε τον
κίνδυνο στεφανιαίας αγγειοπάθειας στο μόσχευμα όπως διαπιστώθηκε με
αγγειογραφία και αυτοψία (p = 0,049).
- Η μεταμόσχευση νεφρού αξιολογήθηκε σε μια προοπτική μη ελεγχόμενη,
μη τυχαιοποιημένη μελέτη (n = 48) διάρκειας 4 μηνών. Οι ασθενείς έλαβαν
ταυτόχρονα είτε πραβαστατίνη (20 mg) ή τίποτα και ένα καθιερωμένο
ανοσοκατασταλτικό θεραπευτικό σχήμα κυκλοσπορίνης και πρεδνισόνης.
Σε ασθενείς μετά τη μεταμόσχευση νεφρού, η πραβαστατίνη μείωσε
σημαντικά τόσο τις περιπτώσεις των πολλαπλών απορριπτικών
επεισοδίων όσο και τις περιπτώσεις οξέων απορριπτικών επεισοδίων που
έχουν αποδειχθεί με βιοψία, και τη χρήση παλμικών ενέσεων τόσο
πρεδνισολόνης όσο και Muromonab-CD3.
Παιδιά και έφηβοι (8-18 χρονών)
Μια διπλά-τυφλή ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 214 παιδιατρικούς
ασθενείς με ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία πραγματοποιήθηκε για
περισσότερο από 2 χρόνια. Τα παιδιά (8-13 χρονών) διαχωρίστηκαν τυχαία και
έλαβαν το εικονικό φάρμακο (n= 63) ή 20 mg πραβαστατίνης την ημέρα (n= 65)
και οι έφηβοι (14-18 χρονών) διαχωρίστηκαν τυχαία και έλαβαν το εικονικό
φάρμακο (n= 45) ή 40 mg πραβαστατίνης την ημέρα (n= 41).
Η συμμετοχή στη μελέτη απαιτούσε έναν γονέα με είτε κλινική είτε μοριακή
διάγνωση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας. Η μέση αρχική τιμή LDL-C ήταν
239 mg/dl (6,2 mmol/l) και 237 mg/dl (6,1 mmol/l) στην ομάδα της πραβαστατίνης
14
(εύρος: 151-405 mg/dl [3,9-10,5 mmol/l]) και του εικονικού φαρμάκου (εύρος: 154-
375 mg/dl [4,0-9,7 mmol/l]). Από την ανάλυση των συγκεντρωτικών δεδομένων
υπήρξε σημαντική μέση ποσοστιαία μείωση της LDL-C κατά -22,9% και της
ολικής χοληστερόλης (-17,2%) τόσο στα παιδιά όσο και στους εφήβους,
παρόμοια με την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα σε ενήλικες σε θεραπεία
με 20 mg πραβαστατίνης.
Το αποτέλεσμα της θεραπείας με πραβαστατίνη στις δύο ηλικιακές ομάδες ήταν
παρόμοιο. Η μέση επιτευχθείσα LDL-C ήταν 186 mg/dl (4,8 mmol/l) (εύρος: 67-
363 mg/dl [1,7-9,4 mmol/l]) στην ομάδα της πραβαστατίνης σε σχέση με 236 mg/dl
(6,1 mmol/l) (εύρος: 105-438 mg/dl [2,7-11,3 mmol/l]) της ομάδας του εικονικού
φαρμάκου. Στους ασθενείς που έλαβαν πραβαστατίνη δεν παρατηρήθηκαν
διαφορές σε καμία από τις ενδοκρινικές παραμέτρους που παρακολουθήθηκαν
[ACTH, κορτιζόλη, DHEAS, FSH, LH, TSH, οιστραδιόλη (κορίτσια) ή τεστοστερόνη
(αγόρια)] συγκριτικά με αυτές των ασθενών που έλαβαν το εικονικό φάρμακο.
Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ανάπτυξης, αλλαγές ορχικού όγκου ή διαφορές
στην επίδοση Tanner σε σχέση με το εικονικό φάρμακο. Η δυνατότητα της
μελέτης αυτής να διαπιστώσει διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων
θεραπείας ήταν μικρή.
Η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της θεραπείας με πραβαστατίνη στην
παιδική ηλικία για την μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας μετά την
ενηλικίωση δεν έχει αποδειχθεί.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Η πραβαστατίνη χορηγείται από του στόματος, με τη δραστική μορφή της.
Απορροφάται γρήγορα και οι μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό επιτυγχάνονται
σε 1 έως 1,5 ώρα μετά τη λήψη. Η μέση απορρόφηση για λήψη από του
στόματος, ανέρχεται στο 34%, και η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα στο 17%.
Η παρουσία τροφής στο γαστρεντερικό σωλήνα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση
της βιοδιαθεσιμότητας, αλλά η υπολιπιδαιμική δράση της πραβαστατίνης είναι
η ίδια είτε χορηγείται με είτε χωρίς τροφή.
Μετά την απορρόφηση, το 66% της πραβαστατίνης υφίσταται μεταβολισμό
πρώτης διόδου από το ήπαρ, που είναι ο κύριος τόπος δράσης της και ο κύριος
τόπος της σύνθεσης της χοληστερόλης και κάθαρσης της LDL-C. Μελέτες
in
vitro
έδειξαν ότι η πραβαστατίνη μεταφέρεται στα ηπατοκύτταρα με σημαντικά
λιγότερη πρόσληψη από άλλα κύτταρα.
Δεδομένης της εκτεταμένης πρώτης διόδου μέσω του ήπατος, η εκτίμηση της
υπολιπιδαιμικής δράσης της με βάση τις συγκεντρώσεις της πραβαστατίνης στο
πλάσμα, είναι περιορισμένης αξίας.
Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι ανάλογες προς τις δόσεις που
χορηγούνται.
Κατανομή:
Το 50% περίπου της πραβαστατίνης στην κυκλοφορία είναι συνδεδεμένο με
πρωτεΐνες του πλάσματος.
Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 0,5 l/kg.
Μια μικρή ποσότητα της πραβαστατίνης περνάει στο ανθρώπινο μητρικό γάλα.
Μεταβολισμός και αποβολή:
Η πραβαστατίνη δεν μεταβολίζεται σημαντικά από το κυτόχρωμα Ρ450, ούτε
φαίνεται να αποτελεί υπόστρωμα ή αναστολέας της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης, αλλά
υπόστρωμα για άλλες πρωτεΐνες μεταφοράς.
15
Μετά την από του στόματος χορήγηση, 20% της αρχικής δόσης απεκκρίνεται
στα ούρα και 70% στα κόπρανα. Ο χρόνος ημιζωής για την απέκκριση στο
πλάσμα της από του στόματος χορηγούμενης πραβαστατίνης είναι 1,5 έως 2
ώρες.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, το 47% της δόσης αποβάλλεται μέσω της
νεφρικής απέκκρισης και 53% μέσω χοληφόρου απέκκρισης και
βιομετασχηματισμού. Το κυριότερο προϊόν αποικοδόμησης της πραβαστατίνης
είναι ο 3-α-υδροξυ-ισομερής μεταβολίτης. Ο μεταβολίτης αυτός έχει το ένα
δέκατο μέχρι το ένα τεσσαρακοστό της δραστικότητας της μητρικής ουσίας, ως
αναστολέας της αναγωγάσης HMG-CoA.
Η συστηματική κάθαρση της πραβαστατίνης είναι 0,81 l/h/kg και η νεφρική
κάθαρση 0,38 l/h/kg, ενδεικτική σωληναριακής έκκρισης.
Πληθυσμοί σε κίνδυνο:
Παιδιατρικός ασθενής: οι μέσες τιμές C
max
και AUC για τους παιδιατρικούς
ασθενείς στο σύνολο των ηλικιών και στα δύο φύλα ήταν παρόμοιες με τις
τιμές που παρατηρήθηκαν στους ενήλικες μετά από του στόματος δόση 20 mg.
Ηπατική ανεπάρκεια: η συστηματική έκθεση στην πραβαστατίνη και τους
μεταβολίτες, ασθενών με αλκοολική κίρρωση ενισχύεται κατά περίπου 50% σε
σχέση με ασθενείς με φυσιολογική ηπατική λειτουργία.
Νεφρική δυσλειτουργία: καμία σημαντική τροποποίηση δεν παρατηρήθηκε σε
ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία. Ωστόσο, σοβαρή ή μέτρια νεφρική
ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε διπλάσια αύξηση της συστηματικής έκθεσης
στην πραβαστατίνη και τους μεταβολίτες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα,
δεν υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι για τον ασθενή από αυτούς που αναμένονται
εξαιτίας του φαρμακολογικού μηχανισμού δράσης.
Μελέτες με επαναλαμβανόμενη δόση δείχνουν ότι η πραβαστατίνη μπορεί να
προκαλέσει ηπατοτοξικότητα και μυοπάθεια διαφόρων βαθμών. Σε γενικές
γραμμές, ουσιαστικές επιδράσεις σε αυτούς τους ιστούς ήταν ορατές σε δόσεις
50 φορές ή μεγαλύτερες της μέγιστης ανθρώπινης δόσης mg/kg.
Γενετικές τοξικολογικές μελέτες
in vitro
και
in vivo
δεν έδειξαν κανένα
τεκμήριο μεταλλαξιογόνου δυναμικού.
Μια μελέτη καρκινογένεσης 2 ετών σε ποντικούς, με χορήγηση πραβαστατίνης
δείχνει ότι σε δόσεις των 250 και 500 mg/kg/ημέρα (≥ 310 φορές τη μέγιστη
ανθρώπινη δόση mg/kg), παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές αυξήσεις των
κρουσμάτων ηπατοκυτταρικών καρκινωμάτων σε άρρενες και θήλεις, και
αδενώματα των πνευμόνων μόνο στα θήλεα. Μια μελέτη καρκινογένεσης 2 ετών
σε αρουραίους δείχνει ότι σε δόση 100 mg/kg/ημέρα (= 125 φορές μεγαλύτερη
της μέγιστης ανθρώπινης δόσης mg/kg δόσης), παρατηρήθηκε στατιστικά
σημαντική αύξηση στα κρούσματα ηπατοκυτταρικών καρκινωμάτων μόνο στους
άρρενες.
Όταν χορηγήθηκε σε νεαρούς αρουραίους (μεταγεννητικές ημέρες [PND] από 4
μέχρι 80), σε δόσεις 5 έως 45 mg/kg/ημέρα, παρατηρήθηκε λέπτυνση του
τυλώδους σώματος σε επίπεδα πραβαστατίνης στον ορό περίπου 1 φορά (AUC)
της μέγιστης παιδιατρικής και εφηβικής δόσης των 40 mg. Σε επίπεδα
πραβαστατίνης περίπου 2 φορές (AUC) της ανθρώπινης δόσης των 40 mg,
16
παρατηρήθηκαν νευροσυμπεριφορικές μεταβολές (ενισχυμένη αντανακλαστική
ανταπόκριση και αυξημένα λάθη με εκπαίδευση μάθησης σε υδάτινο
λαβύρινθο). Δεν παρατηρήθηκε καμία λέπτυνση του τυλώδους σώματος σε
αρουραίους με δόση πραβαστατίνης (≥ 250 mg/kg/ημέρα) ξεκινώντας την PND 35
για 3 μήνες υποδεικνύοντας αυξημένη ευαισθησία σε νεότερους αρουραίους. Η
αιτία και η σημασία της λέπτυνσης του τυλώδους σώματος και των
νευροσυμπεριφορικών επιδράσεων στους νεαρούς αρουραίους είναι άγνωστα.
Μεταβολή των τελικών σημείων σπέρματος και μειωμένη γονιμότητα
παρατηρήθηκαν σε άρρενες με 335 φορές (AUC) την ανθρώπινη δόση. Τα επίπεδα
όπου δεν παρατηρήθηκαν παρενέργειες για τα αναπαραγωγικά τελικά σημεία
ήταν 1 (άρρεν) και 2 (θήλυ) φορές (AUC) της ανθρώπινης δόσης των 40 mg.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Καρμελλόζη νατριούχος διασταυρούμενη
Λακτόζη μονοϋδρική
Στεατικό μαγνήσιο
Οξείδιο του μαγνησίου, Βαρύ
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Ποβιδόνη
Κίτρινο οξείδιο του σιδήρου Ε172.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25C. Φυλάσσετε στην αρχική
συσκευασία για να προστατεύεται από την υγρασία και το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασίες με κυψέλες PVC/PE/PVDC/Aluminium των 10, 14, 28 και 84 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
1.Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία διαδικασία
PRAVACHOL 20 mg: 10, 14, 28 και 84 δισκία
PRAVACHOL 40 mg: 14, 28 και 84 δισκία
2.Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην ελληνική αγορά
PRAVACHOL 20 mg: 14 δισκία
PRAVACHOL 40 mg: 14 δισκία
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
μ .Κα ία ειδική υποχρέωση
17
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα:
BRISTOL – MYERS SQUIBB A.E.
Αττικής 49-53 & Προποντίδος 2
152 35 Βριλήσσια, Αττική
Τηλ.: 210 6074300
Κύπρος:
ΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ & ΥΙΟΣ ΕΠΕ
P.O. BOX 225 78
1522 Λευκωσία, Κύπρος
Κάτοχος Άδειας Παράλληλης Εισαγωγής:
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΥΠΡΟΥ
Τ.Θ. 21005
1500 Λευκωσία
Τηλ.: 22 863 125
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα: Δισκία 20 mg: 77366/7-12-2006
Δισκία 40 mg: 77378/7-12-2006
Κύπρος: Δισκία 20 mg: 13437
Δισκία 40 mg: 20260
Άδεια Παράλληλης Εισαγωγής: Δισκία 20 mg: Ρ00006/18-5-2010
Δισκία 40 mg: Ρ00007/18-5-2010
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Πρώτη έγκριση:
Ελλάδα: 3 Μαΐου 1990
Κύπρος: Δισκία 20 mg: 1 Ιουλίου 1991
Δισκία 40 mg: 28 Αυγούστου 2007
Ημερομηνία πρώτης Άδειας Παράλληλης Εισαγωγής: 18 Μαΐου 2010
Ανανέωση της άδειας κυκλοφορίας:
Ελλάδα: 7 Δεκεμβρίου 2006
Κύπρος: Δισκία 20 mg: 2 Ιουνίου 2006
Ανανέωση της Άδειας Παράλληλης Εισαγωγής: 25 Σεπτεμβρίου 2015
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18