αποτέλεσμα του ελέγχου είναι θετικό είτε σε περίπτωση ανίχνευσης του ενός
είτε των δύο HLA-B*1502 αλληλόμορφων, και αρνητικό σε περίπτωση μη
ανίχνευσης των HLA-B*1502 αλληλόμορφων. Με παρόμοιο τρόπο, σε
περίπτωση ελέγχου της παρουσίας του αλληλόμορφου HLA-Α*3101, συνιστάται
υψηλής ανάλυσης “γονοτυπικός έλεγχος HLA-Α*3101”. Το αποτέλεσμα του
ελέγχου είναι θετικό είτε σε περίπτωση ανίχνευσης του ενός είτε των δύο
HLA-Α*3101 αλληλόμορφων, και αρνητικό σε περίπτωση μη ανίχνευσης των
HLA-Α*3101 αλληλόμορφων.
Κίνδυνος αιφνίδιας επιδείνωσης
Έχει αναφερθεί κίνδυνος αιφνίδιας επιδείνωσης κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με Trileptal. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος εμφανίζεται κυρίως σε παιδία
ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και σε ενήλικες. Στην περίπτωση αυτή, η
θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί.
Υπονατριαιμία
Σε ποσοστό μέχρι 2,7 % των ασθενών που λαμβάνουν Trileptal, έχουν
παρατηρηθεί επίπεδα νατρίου του ορού κάτω από 125 mmol/l, συνήθως χωρίς
συμπτωματολογία και χωρίς να απαιτείται ρύθμιση της θεραπείας. Η εμπειρία
από κλινικές μελέτες δείχνει ότι τα επίπεδα νατρίου του ορού επιστρέφουν
στο φυσιολογικό, όταν μειωθεί η δόση του Trileptal, όταν διακόπτεται η αγωγή
ή όταν ο ασθενής αντιμετωπίζεται συντηρητικά (π.χ. περιορισμός λήψης
υγρών). Σε ασθενείς με προϋπάρχουσες νεφρικές καταστάσεις που
συσχετίζονται με χαμηλό νάτριο (π.χ. σύνδρομο που προσομοιάζει σε μη
φυσιολογική έκκριση της ΑDH) ή σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη
θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν το νάτριο (π.χ. διουρητικά,
desmopressin) καθώς επίσης και Μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (π.χ.
ινδομεθακίνη), πρέπει τα επίπεδα του νατρίου του ορού να προσδιορίζονται
πριν από την έναρξη της θεραπείας. Εν συνεχεία, τα επίπεδα νατρίου του ορού
πρέπει να προσδιορίζονται μετά από περίπου δύο εβδομάδες και στη συνέχεια
ανά μηνιαία διαστήματα για τους τρεις πρώτους μήνες της θεραπείας ή
σύμφωνα με τις κλινικές ανάγκες. Πιθανόν αυτοί οι παράγοντες κινδύνου να
ισχύουν ιδιαίτερα στους υπερήλικες ασθενείς. Για ασθενείς σε θεραπεία με
Trileptal όταν ξεκινούν να παίρνουν φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν το
νάτριο, πρέπει να ακολουθείται η ίδια αντιμετώπιση ως προς τον έλεγχο του
νατρίου. Γενικά εάν κατά τη θεραπεία με Trileptal εμφανισθούν κλινικά
συμπτώματα που υποδηλώνουν υπονατριαιμία (βλ. παράγραφο 4.8), θα πρέπει
να γίνεται μέτρηση του νατρίου του ορού. Οι άλλοι ασθενείς θα πρέπει να
κάνουν μέτρηση του νατρίου του ορού, σαν ένα μέρος των συνήθων
εργαστηριακών εξετάσεων.
Όλοι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και δευτερογενή καρδιακή
ανεπάρκεια πρέπει να ζυγίζονται τακτικά για να γίνεται αντιληπτή η τυχόν
κατακράτηση υγρών. Σε περίπτωση κατακράτησης υγρών ή επιδείνωσης της
καρδιακής λειτουργίας, πρέπει να ελέγχεται το νάτριο ορού. Εάν παρατηρηθεί
υπονατριαιμία, ο περιορισμός της λήψης υγρών είναι αποτελεσματικό μέτρο
αντιμετώπισης. Καθώς η oxcarbazepine, πολύ σπάνια, μπορεί να οδηγήσει σε
διαταραχή της καρδιακής αγωγιμότητας, ασθενείς με προϋπάρχουσες
διαταραχές αγωγιμότητας (π.χ. κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αρρυθμία)
πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
Υποθυρεοειδισμός
Ο υποθυρεοειδισμός αποτελεί ανεπιθύμητη ενέργεια (με μη γνωστή
συχνότητα, βλ. παράγραφο 4.8) της χορήγησης οxcarbazepine. Λαμβάνοντας
υπόψη τη σημασία των θυροειδικών ορμονών στην ανάπτυξη των παιδιών