Kybernin P
CCDS PRAC recommendation 12/2016
EOF Ref.:
Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά υπό την επιτήρηση ιατρού, έμπειρου στη θεραπεία
ασθενών με ανεπάρκεια αντιθρομβίνης.
Δοσολογία
Στη συγγενή ανεπάρκεια, η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται για κάθε
ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη το οικογενειακό ιστορικό θρομβοεμβολικών
επεισοδίων, τους πραγματικούς κλινικούς παράγοντες κινδύνου και την
εργαστηριακή αξιολόγηση.
Η δοσολογία και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης στην επίκτητη
ανεπάρκεια εξαρτώνται από τα επίπεδα της αντιθρομβίνης στο πλάσμα, την
παρουσία σημείων αυξημένου μεταβολισμού, την υποκείμενη νόσο και τη
βαρύτητα της κλινικής κατάστασης. Η χορηγητέα ποσότητα και η συχνότητα
χορήγησης πρέπει πάντοτε να καθορίζονται με βάση την κλινική
αποτελεσματικότητα και την εργαστηριακή αξιολόγηση στη συγκεκριμένη
περίπτωση.
Ο αριθμός των μονάδων της αντιθρομβίνης που χορηγούνται, εκφράζεται σε
Διεθνείς Μονάδες (IU), οι οποίες αντιστοιχούν στα σημερινά πρότυπα του
Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) για την αντιθρομβίνη. Η δραστικότητα
της αντιθρομβίνης στο πλάσμα εκφράζεται είτε ποσοστιαία (σε σχέση με το
φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα) ή σε Διεθνείς Μονάδες (σε σχέση με τα Διεθνή
Πρότυπα για την αντιθρομβίνη στο πλάσμα).
Μια διεθνής μονάδα (IU) δραστικότητας αντιθρομβίνης ισοδυναμεί με την
ποσότητα αντιθρομβίνης σε ένα ml φυσιολογικού ανθρώπινου πλάσματος. Ο
υπολογισμός της απαιτούμενης δόσης της αντιθρομβίνης βασίζεται στο
εμπειρικό εύρημα ότι 1 Διεθνής Μονάδα (IU) αντιθρομβίνης ανά kg σωματικού
βάρους αυξάνει τη δραστικότητα της αντιθρομβίνης στο πλάσμα κατά 1,5%
περίπου.
Η αρχική δόση καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:
Απαιτούμε
νες
μονάδες
=
σωματικό βάρος [kg] x (100 - πραγματική δραστικότητα αντιθρομβίνης
[%]) x 2/3
Η αρχική στοχευόμενη δραστικότητα αντιθρομβίνης εξαρτάται από την κλινική
κατάσταση. Όταν καθορίζεται η ένδειξη για την υποκατάσταση της
αντιθρομβίνης, η δόση πρέπει να είναι αρκετή ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή
δραστικότητα αντιθρομβίνης και να διατηρηθούν τα αποτελεσματικά επίπεδα.
Η δοσολογία πρέπει να καθορίζεται και να παρακολουθείται βάσει των
εργαστηριακών μετρήσεων της δραστικότητας της αντιθρομβίνης, που πρέπει
να διενεργούνται τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα μέχρι να σταθεροποιηθεί ο
ασθενής και στη συνέχεια μια φορά την ημέρα, κατά προτίμηση λίγο πριν από
την επόμενη έγχυση. Για τη διόρθωση της δοσολογίας πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη τόσο τα σημεία του αυξημένου μεταβολισμού της αντιθρομβίνης
σύμφωνα με τον εργαστηριακό έλεγχο, όσο και η κλινική πορεία. Η
δραστικότητα της αντιθρομβίνης πρέπει να διατηρείται σε επίπεδα άνω του 80
% για τη διάρκεια της θεραπείας, εκτός εάν τα κλινικά δεδομένα υποδεικνύουν
διαφορετικά αποτελεσματικά επίπεδα.
Η συνήθης δόση εκκίνησης στη συγγενή ανεπάρκεια είναι 30-50 IU/kg.
3