ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
innohep® 8.000 anti Xa IU/0,4ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
innohep® 10.000 anti Xa IU/0,5ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
innohep® 12.000 anti Xa IU/0,6ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
innohep® 14.000 anti Xa IU/0,7ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
innohep® 16.000 anti Xa IU/0,8ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
innohep® 18.000 anti Xa IU/0,9ml PF.SYR. Ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Tinzaparin sodium 20.000 anti-Xa IU/ml
Έκδοχα με γνωστή δράση:
Sodium metabisulfite (1,83 mg/ml) και νάτριο (συνολικά < 23 mg/δόση).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένες σύριγγες.
Άχρωμο ή υποκίτρινο υδατικό διάλυμα, χωρίς θολότητα και χωρίς ουσίες που
καθιζάνουν ή αιωρούνται.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της φλεβικής θρόμβωσης και θρομβοεμβολικής νόσου,
συμπεριλαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και της πνευμονικής
εμβολής σε ενήλικες.
Μακροχρόνια θεραπεία της φλεβικής θρομβοεμβολής και πρόληψη των
υποτροπών σε ενήλικες ασθενείς με ενεργό καρκίνο.
Για ορισμένους ασθενείς με πνευμονική εμβολή (π.χ. αυτούς με σοβαρή
αιμοδυναμική αστάθεια) εναλλακτική αγωγή, όπως χειρουργική αντιμετώπιση
ή θρομβόλυση, μπορεί να ενδείκνυται.
4.2. Δοσολογία και Τρόπος Χορήγησης
Δοσολογία
Θεραπεία σε ενήλικες
175 Anti-Xa IU/kg βάρους σώματος χορηγούμενη υποδορίως μια φορά την ημέρα
για τουλάχιστον 6 ημέρες και μέχρι να επιτευχθεί επαρκής από του στόματος
αντιπηκτική αγωγή.
Μακροχρόνια αγωγή σε ενήλικες ασθενείς με ενεργό καρκίνο
2
175 Anti-Xa IU/kg βάρους σώματος χορηγούμενο με υποδόρια ένεση μια φορά την
ημέραγια συνιστώμενη διάρκεια θεραπείας 6 μηνών. Το όφελος της συνέχισης
της αντιπηκτικής αγωγής πέραν των 6 μηνών θα πρέπει να αξιολογείται.
Νευραξονική αναισθησία
Θεραπευτικές δόσεις innohep (175 IU/kg) αντενδείκνυται σε ασθενείς που
λαμβάνουν νευραξονική αναισθησία, βλ. παράγραφο 4.3. Εάν έχει
προγραμματισθεί νευραξονική αναισθησία, το innohep θα πρέπει να διακόπτεται
τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη διενέργεια της διαδικασίας. Η
επαναχορήγηση του innohep® δεν θα πρέπει να αρχίζει νωρίτερα από τουλάχιστον
4-6 ώρες μετά τη χρήση της νωτιαίας αναισθησίας ή μετά την αφαίρεση του
καθετήρα.
Εναλλαξιμότητα
Για εναλλαξιμότητα με άλλες ΗΧΜΒ, βλ. παράγραφο 4.4.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του innohep σε παιδιά ηλικίας κάτω των
18 ετών δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί. Τα παρόντα διαθέσιμα δεδομένα
περιγράφονται στην παράγραφο 5.2, αλλά δεν μπορεί να γίνει σύσταση για τη
δοσολογία.
Νεφρική βλάβη
Εάν υπάρχει υποψία νεφρικής βλάβης, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να
αξιολογείται με τη χρήση ενός τύπου που βασίζεται στην κρεατινίνη του ορού
για να εκτιμηθούν τα επιπέδα κάθαρσης της κρεατινίνης.
Δεν συνιστάται χρήση σε ασθενείς με επίπεδα κάθαρσης της κρεατινίνης <30
mL/minute, καθώς δεν έχει τεκμηριωθεί η δοσολογία σε αυτόν τον πληθυσμό. Τα
διαθέσιμα στοιχεία δεν καταδεικνύουν συσσώρευση σε ασθενείς με επίπεδα
κάθαρσης της κρεατινίνης έως και 20 mL/minute. Όταν απαιτείται σε αυτούς τους
ασθενείς, η αγωγή με innohep μπορεί να ξεκινήσει με παρακολούθηση των anti-Xa
επιπέδων, εάν το όφελος υπερτερεί του κινδύνου (βλέπε παράγραφο 4.4: Νεφρική
βλάβη). Σε αυτή την περίπτωση, η δόση του innohep θα πρέπει να προσαρμόζεται,
εάν είναι απαραίτητο, με βάση την anti-Xa δραστικότητα. Εάν το επίπεδο anti-Xa
είναι κάτω ή πάνω από το επιθυμητό εύρος, η δόση του innohep θα πρέπει να
αυξηθεί ή να μειωθεί αντίστοιχα, και η μέτρηση anti-Xa θα πρέπει να επαναληφθεί
μετά από 3-4 νέες δόσεις. Αυτή η προσαρμογή της δόσης θα πρέπει να
επαναλαμβάνεται έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό anti-Xa επίπεδο. Ενδεικτικά,
τα μέσα επίπεδα 4 με 6 ώρες μετά τη χορήγηση σε υγιείς εθελοντές και ασθενείς
χωρίς σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια ήταν μεταξύ 0,5 και 1,5 IU/anti-factor Xa IU/ml. Ο
προσδιορισμός της Anti-factor Xa δραστικότητας έγινε με χρωμοτογραφική
μέθοδο.
Ηλικιωμένοι
Το innohep® θα πρέπει να χρησιμοποιείται στους ηλικιωμένους σε ενδεδειγμένες
δόσεις. Συνιστάται προσοχή στη θεραπεία των ηλικιωμένων ασθενών με νεφρική
βλάβη. Εάν υπάρχει υποψία νεφρικής βλάβης, βλέπε παράγραφο 4.2: Νεφρική
βλάβη και παράγραφο 4.4: Νεφρική βλάβη.
3
Τρόπος χορήγησης
Τα παρεντερικά προϊόντα θα πρέπει να πρέπει να εξετάζονται οπτικά πριν τη
χορήγηση. Μην το χρησιμοποιείτε εάν παρατηρήσετε θολερότητα ή ίζημα. Το
υγρό μπορεί να αποκτήσει κίτρινη απόχρωση κατά τη φύλαξη, αλλά εξακολουθεί
να είναι κατάλληλο για χρήση.
Η χορήγηση γίνεται με υποδόρια ένεση. Αυτό μπορεί να γίνει στη κοιλιακή χώρα,
την εξωτερική πλευρά του μηρού, χαμηλά στη μέση, στο μηρό ή στο άνω μέρος
του βραχίονα. Μην κάνετε ένεση στην περιοχή γύρω από τον ομφαλό, κοντά σε
ουλές ή τραύματα. Για ενέσεις στη κοιλιακή χώρα ο ασθενής θα πρέπει να είναι
σε ύπτια θέση, εναλάσσοντας τις περιοχές που γίνεται η ένεση μεταξύ αριστερής
και δεξιάς πλευράς. Ο φυσαλίδα εντός της σύριγγας δεν πρέπει να
απομακρύνεται. Κατά τη διάρκεια της ένεσης, το δέρμα πρέπει να σχηματίζει
πτυχή.
Οι δόσεις χορηγούνται ανά 1.000 IU που αντιστοιχούν σε 0,05 mL στη
διαβάθμιση της σύριγγας. Η υπολογιζόμενη δόση, με βάση το σωματικό βάρος
του ασθενούς, θα πρέπει επομένως να στρογγυλοποιείται προς τα πάνω ή προς
τα κάτω ανάλογα με την περίπτωση. Εάν είναι αναγκαίο, οποιαδήποτε περίσσεια
όγκου θα πρέπει να απορρίπτεται, για να επιτευχθεί η κατάλληλη δοσολογία
πριν από την υποδόρια ένεση.
Οδηγός κατάλληλης δοσολογίας για
διαφορετικά βάρη σώματος - 175 IU/kg βάρους
σώματος υποδορίως, μία φορά την ημέρα
Kg*
Διεθνής
μονάδες (IU)
Όγκος
έγχυσ
ης (ml)
20.000 IU/ml σε
διαβαθμισμένε
ς σύριγγες
32-37 6.000 0.30
38-42 7.000 0.35
43-48 8.000 0.40
49-54 9.000 0.45
55-59 10.000 0.50
60-65 11.000 0.55
66-71 12.000 0.60
72-77 13.000 0.65
78-82 14.000 0.70
83-88 15.000 0.75
89-94 16.000 0.80
95-99 17.000 0.85
100-105 18.000 0.90
ια ασθενείς που ζυγίζουν <32kg ή >105 kg, ο ίδιος υπολογισμός ως ανωτέρω
θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να καθορισθεί η κατάλληλη δόση/όγκος
4.3. Αντενδείξεις
4
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ενεργός ή ιστορικό ανοσολογικής επαγόμενης από ηπαρίνη θρομβοκυττοπενίας
ύπου ΙΙ) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ενεργή μείζονα αιμορραγία ή συνθήκες που προδιαθέτουν για μείζονα
αιμορραγία. Μείζων αιμορραγία ορίζεται όταν πληροί οποιοδήποτε από αυτά τα
τρία κριτήρια:
α) συμβαίνει σε μία σημαντική περιοχή ή όργανο (π. ενδοκρανιακή,
ενδορραχιαία, ενδοφθάλμια, οπισθοπεριτοναϊκή, ενδοαρθρική ή περικαρδιακή,
ενδομητρική ή ενδομυική με σύνδρομο διαμερίσματος),
β) προκαλεί πτώση του επιπέδου αιμοσφαιρίνης της τάξης των 20 g/L (1,24
mmol/L) ή περισσότερο, ή γ) οδηγεί σε μετάγγιση δύο ή περισσότερων μονάδων
πλήρους αίματος ή ερυθρών κυττάρων.
Σηπτική ενδοκαρδίτιδα
Οι θεραπευτικές δόσεις του innohep® (175 IU/kg) αντενδείκνυνται σε ασθενείς
που λαμβάνουν νευραξονική αναισθησία. Εάν έχει προγραμματιστεί
νευραξονική αναισθησία, το innohep® θα πρέπει να διακοπεί τουλάχιστον 24
ώρες πριν την εκτέλεση της διαδικασίας.
Το innohep® δεν θα πρέπει να επαναχορηγηθεί νωρίτερα από τουλάχιστον 4-6
ώρες μετά τη χρήση της νωτιαίας αναισθησίας ή μετά την αφαίρεση του
καθετήρα. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία και
συμπτώματα νευρολογικής βλάβης.
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Αιμορραγία
Συνιστάται προσοχή όταν το innohep® χορηγείται σε ασθενείς με κίνδυνο
αιμορραγίας. Για ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο μείζονος αιμορραγίας βλέπε
παράγραφο 4.3. Ο συνδυασμός με φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τη
λειτουργία των αιμοπεταλίων ή του συστήματος πήξης θα πρέπει να
αποφεύγεται ή να παρακολουθείται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ενδομυϊκές ενέσεις
Το innohep® δεν πρέπει να χορηγείται με ενδομυϊκή ένεση εξ’ αιτίας του κινδύνου
δημιουργίας αιματώματος. Εξ’ αιτίας του κινδύνου δημιουργίας αιματώματος, η
ταυτόχρονη χρήση ενδομυϊκών ενέσεων θα πρέπει να αποφεύγεται.
Θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη
Ο αριθμός των αιμοπεταλίων θα πρέπει να μετράται πριν την έναρξη της
θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια εξ’ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης
ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II).. Το
innohep πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν ανοσολογική
θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) (βλέπε παράγραφο 4.3 και
4.8).
5
Ο αριθμός των αιμοπεταλίων συνήθως θα ομαλοποιηθεί εντός 2 έως 4
εβδομάδων μετά τη διακοπή.
Τακτική παρακολούθηση του αριθμού των αιμοπεταλίων εφαρμόζεται και για την
μακροχρόνια θεραπεία της θρόμβωσης που σχετίζεται με καρκίνο, ειδικά κατά
τον πρώτο μήνα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καρκίνος και οι θεραπείες του όπως η
χημειοθεραπεία μπορεί επίσης να προκαλέσει θρομβοκυττοπενία.
Υπερκαλιαιμία
Τα προϊόντα ηπαρίνης μπορεί να καταστείλουν την επινεφριδιακή έκκριση
αλδοστερόνης που οδηγεί σε υπερκαλιαιμία. Στους παράγοντες κινδύνου
περιλαμβάνονται ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,
προϋπάρχουσα μεταβολική οξέωση, αυξημένο κάλιο του ορού πριν την έναρξη
της θεραπείας, ταυτόχρονη θεραπεία με φάρμακα τα οποία μπορεί να αυξήσουν
το επίπεδο καλίου στο πλάσμα, και μακροχρόνια χρήση του innohep. Σε
ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο, θα πρέπει να μετρούνται τα επίπεδα του
καλίου πριν την έναρξη του innohep καθώς και να παρακολουθούνται τακτικά
στη συνέχεια. Η υπερκαλιαιμία που σχετίζεται με την ηπαρίνη είναι συνήθως
αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας, ωστόσο μπορεί να χρειαστεί να
εξεταστεί η εφαρμογή άλλων μεθόδων εάν η θεραπεία με innohep θεωρείται
ζωτικής σημασίας (π.χ. μείωση της πρόσληψης καλίου, διακοπή άλλων
φαρμάκων που μπορεί να επηρεάζουν την ισορροπία του καλίου).
Προσθετικές καρδιακές βαλβίδες
Έχουν αναφερθεί αποτυχίες της θεραπείας σε ασθενείς με προσθετικές
καρδιακές βαλβίδες που λαμβάνουν πλήρεις αντιπηκτικές δόσεις innohep και
άλλες ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους. Το innohep δεν μπορεί να συνιστάται
για χρήση σε αυτόν τον πληθυσμό.
Νεφρική βλάβη
Δεν συνιστάται χρήση σε ασθενείς με επίπεδα κάθαρσης της κρεατινίνης <30
mL/minute, καθώς δεν έχει τεκμηριωθεί η δοσολογία σε αυτόν τον πληθυσμό. Τα
διαθέσιμα στοιχεία δεν καταδεικνύουν συσσώρευση σε ασθενείς με επίπεδα
κάθαρσης της κρεατινίνης έως και 20 mL/minute. Όταν απαιτείται σε αυτούς τους
ασθενείς, η θεραπεία με innohep πρέπει να χορηγείται προσεκτικά με
παρακολούθηση των anti-Xa επιπέδων, εάν το όφελος υπερτερεί του κινδύνου (βλ.
παράγραφο 4.2).
Παρόλο που η παρακολούθηση των anti-Xa παραμένει ένας αδύνατος δείκτης
πρόβλεψης του κινδύνου αιμορραγίας, είναι η πιο κατάλληλη μέτρηση των
φαρμακοδυναμικών επιδράσεων του innohep®.
Ηλικιωμένοι
Οι ηλικιωμένοι είναι περισσότερο πιθανό να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία,
(βλέπε παράγραφο 4.4: Νεφρική βλάβη), συνεπώς θα πρέπει να δίνεται προσοχή
όταν συνταγογραφείται το innohep στους ηλικιωμένους.
Εναλλαξιμότητα
Οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
εναλλακτικά λόγω διαφορών στις φαρμακοκινητικές και βιολογικές
6
δραστικότητες. Η εναλλαγή σε μια άλλη ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους,
ειδικά κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας χρήσης, πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη
προσοχή και πρέπει να ακολουθούνται συγκεκριμένες οδηγίες δοσολογίας για
κάθε ιδιοσκεύασμα.
Προειδοποιήσεις για τα έκδοχα
Το innohep 20.000 anti-Xa IU/mL περιέχει μεταδιθειώδες νάτριο (sodium metabisulfite).
Το μεταδιθειώδες νάτριο μπορεί σπάνια να προκάλεσει σοβαρές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας και βρογχόσπασμου. Οι μορφές innohep που περιέχουν
μεταδιθειώδες νάτριο πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με
άσθμα.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol νάτριο (23 mg) ανά
δόση, δηλ. ουσιαστικά είναι «ελεύθερο νατρίου».
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η αντιπηκτική δράση του innohep μπορεί να ενισχυθεί από άλλα φάρμακα που
επηρεάζουν τον πηκτικό μηχανισμό, όπως αυτά που αναστέλλουν την
λειτουργία των αιμοπεταλίων (π.χ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ και άλλα μη
στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα), θρομβολυτικοί παράγοντες,
ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ, ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C, άμεσοι
αναστολείς παραγόντων Xa και IIa. Τέτοιοι συνδυασμοί θα πρέπει να
αποφεύγονται ή να παρακολουθούνται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.4).
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Αντιπηκτική αγωγή σε έγκυες γυναίκες απαιτεί τη φροντίδα εξειδικευμένου
ιατρού.
Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε
σχέση με την αναπαραγωγική τοξικότητα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων σε έγκυες γυναίκες (περισσότερες από 2.200
εκβάσεις εγκυμοσύνης) δεν καταδεικνύει δυσμορφική ούτε εμβρυϊκή/νεογνική
τοξικότητα από την τινζαπαρίνη. Η τινζαπαρίνη δεν διαπερνά τον πλακούντα.
Το innohep μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια όλων των τριμήνων της
εγκυμοσύνης εάν είναι κλινικά αναγκαίο.
Επισκληρίδιος αναισθησία:
Εξ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος, οι θεραπευτικές
δόσεις innohep (175 IU/kg) αντενδείκνυνται σε ασθενείς που λαμβάνουν
νευραξονική αναισθησία. Συνεπώς, η επισκληρίδιος αναισθησία σε έγκυες
γυναίκες θα πρέπει πάντα να καθυστερεί για τουλάχιστον 24 ώρες μετά τη
χορήγηση της τελευταίας θεραπευτικής δόσης innohep. Προφυλακτικές δόσεις
μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εφ’ όσον μεσολαβεί μία ελάχιστη καθυστέρηση 12
ωρών μεταξύ της τελευταίας χορήγησης innohep και της τοποθέτησης βελόνας ή
καθετήρα.
7
Έγκυες γυναίκες με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες:
Έχουν αναφερθεί αποτυχίες της θεραπείας σε έγκυες γυναίκες με προσθετικές
καρδιακές βαλβίδες, που λαμβάνουν πλήρεις αντιπηκτικές δόσεις innohep και
άλλων ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους. Το innohep δεν μπορεί να
συνιστάται για χρήση σε αυτόν τον πληθυσμό.
Θηλασμός
Δεδομένα σε ζώα δείχνουν ότι η έκκριση innohep στο μητρικό γάλα είναι
ελάχιστη.
Είναι άγνωστο εαν η τινζαπαρίνη εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Παρόλο που η
από του στόματος απορρόφηση των ηπαρίνων χαμηλού μοριακού βάρους είναι
απίθανη, ο κίνδυνος στα νεογέννητα/βρέφη δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε
ασθενείς σε κίνδυνο, η συχνότητα εμφάνισης φλεβικής θρομβοεμβολής είναι
ιδιαίτερα υψηλή κατά τις πρώτες έξι εβδομάδες μετά τη γέννηση του παιδιού.
Πρέπει να παρθεί μία απόφαση εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί/θα
αποφευχθεί η θεραπεία με innohep, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού
για το παιδί και το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες με innohep όσον αφορά τη γονιμότητα.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το innohep δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανών.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, είναι τα αιμορραγικά
επεισόδια, δευτερογενής αναιμία λόγω αιμορραγίας και αντιδράσεις στο
σημείο της ένεσης.
Αιμορραγία μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε όργανο και να έχει
διαφορετικούς βαθμούς βαρύτητας. Επιπλοκές μπορεί να παρουσιαστούν, ιδίως
όταν χορηγούνται μεγάλες δόσεις. Παρόλο που οι μείζονες αιμορραγίες είναι
ασυνήθεις, έχει αναφερθεί θάνατος ή μόνιμη ανικανότητα σε ορισμένες
περιπτώσεις.
Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II)
εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε 5 με 14 μέρες από τη λήψη της πρώτης
δόσης. Επιπλέον, έχει περιγραφεί μία μορφή ταχείας εκδήλωσης σε ασθενείς οι
οποίοι έχουν εκτεθεί κατά το παρελθόν στην ηπαρίνη. Η ανοσολογική
θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) μπορεί να σχετίζεται με
αρτηριακή και φλεβική θρόμβωση. Το innohep πρέπει να διακόπτεται σε όλες τις
περιπτώσεις ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Σε σπάνιες περιπτώσεις, το innohep μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία λόγω
υποαλδοστερονισμού. Στους ασθενείς σε κίνδυνο περιλαμβάνονται αυτοί με
σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική βλάβη (βλέπε παράγραφο 4.4).
8
Σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να παρουσιαστούν σε ορισμένες
περιπτώσεις. Αυτές περιλαμβάνουν σπάνιες περιπτώσεις νέκρωσης του
δέρματος, τοξικού δερματικού εξανθήματος .χ. Stevens-Johnson syndrome),
αγγειοοιδήματος και αναφυλαξίας. Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται άμεσα
στην παραμικρή υποψία εμφάνισης τέτοιων σοβαρών αντιδράσεων.
Ο υπολογισμός της συχνότητας των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε
ανάλυση συγκεντρωτικών δεδομένων από κλινικές μελέτες και από
αυθόρμητες αναφορές.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται κατά MedDRA Κατηγορία Οργανικό
Σύστημα (SOC) και οι μεμονωμένες ανεπιθύμητες ενέργειες ταξινομούνται
ξεκινώντας με τις πιο συχνά αναφερόμενες. Εντός κάθε κατηγορίας
συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις αναφέρονται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πολύ συχνές > 1/10
Συχνές > 1/100 και < 1/10
Όχι συχνές > 1/1.000 και < 1/100
Σπάνιες > 1/10.000 και < 1/1.000
Πολύ σπάνιες < 1/10.000
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές > 1/100 και < 1/10 Αναιμία (συμπεριλαμβανομένης μείωσης της
αιμοσφαιρίνης)
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Θρομβοκυττοπενία (τύπου Ι)
(συμπεριλαμβανομένης μείωσης αριθμού
αιμοπεταλίων)
Σπάνιες > 1/10.000 και
< 1/1.000
Επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοκυττοπενία
(τύπου ΙΙ)
Θρομβοκυττάρωση
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι συχνές > 1/1.000 και
< 1/100
Υπερευαισθησία
Σπάνιες > 1/10.000 και
< 1/1.000
Αναφυλακτική αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες > 1/10.000 και <
1/1.000
Υπερκαλιαιμία
Αγγειακές διαταραχές
9
Συχνές > 1/100 και < 1/10 Αιμορραγία
Αιμάτωμα
Όχι συχνές > 1/1.000 και <
1/100
Μωλωπισμός, εκχύμωση και πορφύρα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές > 1/1.000 και <
1/100
Αυξημένο ηπατικό ένζυμο
(συμπεριλαμβανομένων αυξημένων
τρανσαμινασών, ALT, AST και GGT)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές > 1/1.000 και <
1/100
Δερματίτις (συμπεριλαμβανομένων
αλλεργικής δερματίτιδος και πομφολυγώδους
δερματίτιδος)
Εξάνθημα
Κνησμός
Σπάνιες > 1/10.000 και <
1/1.000
Τοξικό δερματικό εξάνθημα
(συμπεριλαμβανομένου Stevens-Johnson syndrome)
Νέκρωση του δέρματος
Αγγειοοίδημα
Κνίδωση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Σπάνιες > 1/10.000 και <
1/1.000
Οστεοπόρωση (σε συνδυασμό με μακροχρόνια
θεραπεία)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Σπάνιες > 1/10.000 και <
1/1.000
Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές > 1/100 και < 1/10 Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης
(συμπεριλαμβανομένων αιματώματος στο
σημείο της ένεσης, αιμορραγίας, πόνου,
κνησμού, οζιδίου, ερυθήματος και
εξαγγείωσης)
Ασθενείς με καρκίνο σε μακροχρόνια θεραπεία
μ μ μ μ (6 μ ) μ Σε ία ελέτη ασθενών ε καρκίνο σε ακροχρόνια ήνες θεραπεία ε innohep®,
μ μ μ η συνολική συχνότητα των ανεπιθύ ητων αντιδράσεων ήταν συγκρίσι η ε
μ εκείνη που παρατηρήθηκε σε άλλους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία ε innohep. Οι
10
μ μ μ , ασθενείς ε καρκίνο γενικά έχουν έναν αυξη ένο κίνδυνο αι ορραγίας ο οποίος
μ , επηρεάζεται περαιτέρω από την προχωρη ένη ηλικία τις συνυπάρχουσες
, μ μ μ . , παθήσεις χειρουργικές παρε βάσεις και συγχορηγού ενα φάρ ακα Έτσι όπως
μ , μ μ ανα ενόταν η συχνότητα ε φάνισης των αι ορραγικών επεισοδίων ήταν
, μ μ μ υψηλότερη από ό τι παρατηρήθηκε στο παρελθόν σε ελέτες ε βραχυπρόθεσ η
, μ μ μ χρήση και σε παρό οια ποσοστά σε ελέτες ακροχρόνιας χρήσης αντιπηκτικών
μ .σε ασθενείς ε καρκίνο
μΠαιδιατρικός πληθυσ ός
μ μ μ μ μ Περιορισ ένα στοιχεία από ία ελέτη και ετά την κυκλοφορία δεδο ένα
μ δείχνουν ότι το προφίλ των ανεπιθύ ητων αντιδράσεων στα παιδιά και στους
μ μ .εφήβους είναι συγκρίσι ο ε αυτό των ενηλίκων
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
μ μ μ Η αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών ετά από τη χορήγηση
μ μ . άδειας κυκλοφορίας του φαρ ακευτικού προϊόντος είναι ση αντική Επιτρέπει
- μτη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους κινδύνου του φαρ ακευτικού
. μ μ μπροϊόντος Ζητείται από τους επαγγελ ατίες του το έα της υγειονο ικής
μ μπερίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογού ενες ανεπιθύ ητες
μ ενέργειες έσω μ του εθνικού συστή ατος αναφοράς. Ελλάδα Εθνικός Οργανισμός
Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα Τηλ: +30 21
32040380/337 Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9. Υπερδοσολογία
Η αιμορραγία είναι η κύρια επιπλοκή της υπερδοσολογίας. Λόγω της σχετικά
βραχείας ημίσειας ζωής του innohep (βλέπε παράγραφο 5.2), μικρές αιμορραγίες
μπορούν να αντιμετωπιστούν συντηρητικά ακολουθώντας διακοπή της
θεραπείας. Σοβαρή αιμορραγία μπορεί να απαιτήσει τη χορήγηση του
αντίδοτου protamine sulfate. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: tinzaparin, κωδικός ATC B01AB10
Η tinzaparin sodium είναι μια χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη χοίρειας
προέλευσης με λόγο anti-Xa/anti-IIa δράσης μεταξύ 1,5 και 2,5. Η tinzaparin sodium
παράγεται με ενζυματικό αποπολυμερισμό της συμβατικής μη
κλασματοποιημένης ηπαρίνης. Όπως η συμβατική ηπαρίνη, η tinzaparin sodium δρά
ως αντιπηκτικό ενισχύοντας την εξαρτώμενη από αντιθρομβίνη ΙΙΙ αναστολή
ενεργοποιημένων παραγόντων πήξης, κυρίως του παράγοντα Xa.
Η βιολογική δραστικότητα του innohep καθορίζεται βάσει του πρώτου διεθνούς
προτύπου για ηπαρίνες ΧΜΒ και εκφράζεται σε anti-Xa διεθνείς μονάδες (I.U.).
Η anti-Xa δραστικότητα της tinzaparin sodium δεν είναι μικρότερη από 70 και
μεγαλύτερη από 120 IU/mg. Η anti-ΙΙa δραστικότητα της tinzaparin sodium είναι
11
περίπου 55 IU/mg.Η χαρακτηριστική τιμή του μέσου μοριακού βάρους της tinzaparin
sodium είναι περίπου 6.500 Da. Το ποσοστό αλυσίδων με μοριακό βάρος
χαμηλότερο 2.000 Da δεν είναι περισσότερο από 10,0 τοις εκατό. Το ποσοστό
αλυσίδων με μοριακό βάρος μεταξύ 2.000 και 8.000 κυμαίνεται μεταξύ 60,0 και
72,0 τοις εκατό (τυπικά 66%). Το ποσοστό αλυσίδων με μοριακό βάρος πάνω από
8.000 κυμαίνεται μεταξύ 22,0 και 36,0 τοις εκατό.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα με βάση την anti-Xa δραστικότητα μετά από
υποδόρια χορήγηση είναι περίπου 90% και ο χρόνος για να επιτευχθεί μέγιστη
δραστικότητα είναι 4-6 ώρες. Ο τελικός χρόνος απομάκρυνσης της ημίσειας
ζωής είναι περίπου 3,7 ώρες. Λόγω της μακράς ημίσειας ζωής της
φαρμακολογικής δράσης του innohep®, η χορήγηση μια φορά την ημέρα είναι
επαρκής.
Η tinzaparin sodium υφίσταται ήσσονος σημασίας μεταβολισμό στο ήπαρ μέσω
αποπολυμερισμού και απεκκρίνεται μέσω των νεφρών ως αμετάβλητη ή σχεδόν
αμετάβλητη μορφή.
Η φαρμακοκινητική δράση του innohep έχει μελετηθεί σε έγκυες γυναίκες. Από
τα δεδομένα της συνεχούς παρακολούθησης της φαρμακοκινητικής σε 55
εγκυμοσύνες προκύπτει ότι οι φαρμακοκινητικές παράμετροι δεν διαφέρουν
έναντι της μη ύπαρξης κυήσεως. Παρατηρήθηκε μικρή, αλλά μη στατιστικά
σημαντική, μείωση στα anti-Xa επίπεδα με την εξέλιξη της κύησης.
Συνιστάται μερική παρακολούθηση των ανωτέρων επιπέδων anti-Xa 4 ώρες μετά τη χορήγηση
της
tinzaparin sodium κατά τις πρώτες εβδομάδες της αγωγής όπως και αργότερα κατά την κύηση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Προκαταρτικά δεδομένα σχετικά με τη χρήση της τινζαπαρίνης υποδεικνύουν
ότι τα μικρότερα παιδιά συμπεριλαμβανομένων των νεογνών και βρεφών
αποβάλλουν την τινζαπαρίνη ταχύτερα και συνεπώς ενδέχεται να χρειάζονται
υψηλότερες δόσεις σε σχέση με μεγαλύτερα παιδιά. Ωστόσο, τα δεδομένα δεν
είναι επαρκή ώστε να επιτρέψουν συστάσεις για τη δοσολογία, βλέπε
παράγραφο 4.2.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι ηπαρίνες και οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους (HXMB) είναι γενικά
ελάχιστα τοξικές, και αυτό ισχύει και για την tinzaparin sodium. Η πιο σημαντική
επίδραση που παρατηρήθηκε σε έρευνες για οξεία, ημιοξεία και χρόνια
τοξικότητα, αναπαραγωγική τοξικότητα και για μεταλλακτική τοξικότητα
αναφέρεται σε αιμορραγίες που προκαλούνται από πολύ μεγάλες δόσεις.
Μετά από ενδομυική χορήγηση των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους σε ζώα,
παρατηρήθηκε νεκρωτικό αιμάτωμα.
Οστεοπορωτικές βλάβες αναπτύχθηκαν σε μία μελέτη 12 μηνών σε αρουραίους.
Μελέτες σε πειραματόζωα σε αρουραίους και κουνέλια δεν έδειξαν τερατογόνο
δράση των HXMB σε δόσεις έως και 25 mg/kg σωματικού βάρους. Τα έμβρυα που
είχαν εκτεθεί προγεννητικά έως 10 mg/kg σωματικού βάρους βρέθηκαν να έχουν
χαμηλότερα σωματικά βάρη από αυτά στην ομάδα ελέγχου.
12
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Sodium metabisulfite (E223)
Sodium hydroxide
Water for injection.
6.2. Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα.
6.3. Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Προγεμισμένη (διαβαθμισμένη) σύριγγα με συσκευή προστασίας από τη βελόνα,
που κλείνει με προστατευτικό πώμα και έμβολο και περιέχει:
0,4 ml (8.000 anti-Xa IU)
0,5 ml (10.000 anti-Xa IU)
0,6 ml (12.000 anti-Xa IU)
0,7 ml (14.000 anti-Xa IU)
0,8 ml (16.000 anti-Xa IU)
0,9 ml (18.000 anti-Xa IU)
Μεγέθη συσκευασίας: 2 ή 10 σύριγγες
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
LEO Pharmaceutical Hellas S.A.
Λ. Κύμης & Σενέκα 10 – 145 64 Κηφισιά
ΤΗΛ. 2106834322
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
27914/10-05-2016 (0,4 ml)
57059/18-07-2013 (0,5 ml)
27916/10-05-2016 (0,6 ml)
57060/18-07-2013 (0,7 ml)
27918/10-05-2016 (0,8 ml)
57061/18-07-2013 (0,9 ml)
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
21-5-1997/18-07-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13