
προειδοποιήσεις κατά τη χρήση»).
• Λινκομυκίνη.
♦ Συγχορηγήσεις που δεν συνιστώνται:
• Τερφεναδίνη
Μερικά μακρολίδια παρουσιάζουν φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση με την τερφεναδίνη που οδηγεί σε
αύξηση των συγκεντρώσεων της στον ορό. Αυτό έχει σαν συνέπεια σοβαρή κοιλιακή αρρυθμία όπως
torsades de pointe. Παρόλο ότι τέτοια αντίδραση δεν έχει αναφερθεί με τη ροξιθρομυκίνη και μελέτες
σε περιορισμένο αριθμό υγιών εθελοντών δεν έχουν δείξει καμιά φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση ή
σχετικές μεταβολές του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ), εντούτοις δεν συνιστάται η συγχορήγηση
ροξιθρομυκίνης με τερφεναδίνη.
• Αστεμιζόλη, σιζαπρίδη, πιμοζίδη.
Άλλα φάρμακα όπως είναι η αστεμιζόλη, η σιζαπρίδη, ή η πιμοζίδη, τα οποία μεταβολίζονται στο ήπαρ
από το ισοένζυμο CYP3A σχετίζονται με παράταση του διαστήματος QT ή/και αρρυθμίες της καρδιάς
(torsades de pointe) λόγω αύξησης των επιπέδων τους στον ορό δευτερογενώς μετά από αλληλεπίδραση
με σημαντικούς ανασταλτές αυτού του ισοενζύμου, στα οποία περιλαμβάνονται ορισμένα
αντιμικροβιακά του τύπου των μακρολιδίων.
Μολονότι η ροξιθρομυκίνη εμφανίζει περιορισμένη ή και καθόλου ικανότητα να αλληλεπιδρά με το
CYP3A και γι αυτό να αναστέλλει το μεταβολισμό άλλων φαρμάκων που μετατρέπονται από αυτό το
ισοένζυμο, εντούτοις δεν μπορεί ούτε να διακριβωθεί ούτε να αποκλεισθεί με βεβαιότητα η πιθανότητα
κλινικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της ροξιθρομυκίνης και των προαναφερθέντων φαρμάκων. Γι’ αυτό
δεν συνιστάται η συγχορήγηση ροξιθρομυκίνης με αυτά τα φάρμακα.
♦ Προφυλάξεις κατά τη χρήση:
Σε μελέτες με εθελοντές δεν παρατηρήθηκε αλληλεπίδραση με βαρφαρίνη. Ωστόσο, αύξηση του χρόνου
προθρομβίνης ή του Διεθνούς Δείκτη Ομαλοποίησης (INR) οι οποίοι μπορούν να εξηγηθούν από
λοιμώξεις, έχει αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν ροξιθρομυκίνη και ανταγωνιστές της βιταμίνης
Κ. Θεωρείται φρόνιμη η πρακτική παρακολούθησης του INR κατά τη συνδυασμένη αγωγή
ροξιθρομυκίνης με ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ.
Σε μια in vitro μελέτη έχει παρατηρηθεί ότι η ροξιθρομυκίνη μπορεί να εκτοπίσει τη συνδεδεμένη με
πρωτεΐνη δισοπυραμίδη. Αυτό το φαινόμενο in vivo έχει σαν αποτέλεσμα αύξηση των συγκεντρώσεων
της ελεύθερης δισοπυραμίδης στον ορό. Συνεπώς θα πρέπει να παρακολουθείται το
ηλεκτροκαρδιογράφημα και, εφόσον είναι δυνατό, οι συγκεντρώσεις δισοπυραμίδης στον ορό.
• Διγοξίνη και άλλες καρδιακές γλυκοσίδες:
Μελέτη σε υγιείς εθελοντές έδειξε ότι η ροξιθρομυκίνη μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση της
διγοξίνης. Πολύ σπάνια η δράση αυτή, συνήθης για τα άλλα μακρολίδια μπορεί να καταλήξει σε
τοξικότητα από τις καρδιακές γλυκοσίδες. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με συμπτώματα όπως ναυτία,
έμετο, διάρροια, κεφαλαλγία ή ζάλη. Η τοξικότητα από καρδιακές γλυκοσίδες δυνατόν επίσης να
αποκαλύψει διαταραχές του καρδιακού ρυθμού ή/και της αγωγιμότητας. Συνεπώς θα πρέπει να
παρακολουθούνται το ΗΚΓάφημα και, αν είναι δυνατό, οι συγκεντρώσεις των καρδιακών γλυκοσίδων
στον ορό σε ασθενείς οι οποίοι αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με ροξιθρομυκίνη και διγοξίνη ή άλλες
καρδιακές γλυκοσίδες. Αυτό θεωρείται υποχρεωτικό στην περίπτωση που παρουσιαστούν συμπτώματα
τα οποία υποδηλώνουν υπερδοσολογία από καρδιακές γλυκοσίδες.
Η ροξιθρομυκίνη, όπως συμβαίνει και με τα άλλα μακρολίδια, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή
σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιαρρυθμικά της τάξης ΙΑ και της τάξης ΙΙΙ (βλ.παράγραφο 4.4. «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
♦ Συνδυασμοί που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
Η ροξιθρομυκίνη, όπως και άλλα μακρολίδια, μπορεί να αυξήσει την επιφάνεια κάτω από την καμπύλη
συγκέντρωσης-χρόνου της μιδαζολάμης καθώς και το χρόνο ημίσειας ζωής της. Γι' αυτό οι δράσεις της
μιδαζολάμης μπορεί να ενισχυθούν και να παραταθούν σε ασθενείς που λαμβάνουν ροξιθρομυκίνη. Δεν
υπάρχει πειστική απόδειξη αλληλεπίδρασης μεταξύ ροξιθρομυκίνης και τριαζολάμης.
Έχει παρατηρηθεί μια μικρή αύξηση των συγκεντρώσεων της θεοφυλλίνης ή της κυκλοσπορίνης Α στο
πλάσμα, η οποία δεν απαιτεί αλλαγές στη συνήθη δοσολογία.