EPI H H T N XAPAKTHPI TIK N TOY POIONTOΠ Λ Ψ Ω Σ Ω Π Σ
1. ONOMAΣIA TOY ΦAPMAKEYTIKOY ΠPOIONTOΣ
ZESTORETIC
2. ΠOIOTIKH KAI ΠOΣOTIKH ΣYNΘEΣH
Δισκία που περιέχουν:
Lisinopril dihydrate ισοδύναμη με 20mg lisinopril anhydrous και 12,5mg Hydrochlorothiazide.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦAPMAKOTEXNIKH MOPΦH
Δισκίο.
4. KΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές Eνδείξεις
Υπέρταση για ασθενείς στους οποίους θεωρείται κατάλληλη η συνδυασμένη θεραπεία
(βλέπε παραγράφους 4.3, 4.4, 4.5 και 5.1).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Yπέρταση
H συνήθης δόση χορηγείται άπαξ ημερησίως. Όπως με όλα τα φαρμακευτικά
ιδιοσκευάσματα τα οποία χορηγούνται μια φορά την ημέρα, το Zestoretic πρέπει να
λαμβάνεται την ίδια ώρα κάθε μέρα. Γενικά, αν το θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν
επιτυγχάνεται με αυτή τη δοσολογία, σε διάρκεια 2-4 εβδομάδων η δόση μπορεί να
αυξηθεί σε δύο δισκία χορηγούμενα μια φορά την ημέρα.
N εφρική A νεπάρκεια
Oι θειαζίδες μπορεί να μην είναι τα κατάλληλα διουρητικά για χορήγηση σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια και είναι μη αποτελεσματικές όταν οι τιμές κάθαρσης της
κρεατινίνης είναι < 30ml/min (δηλαδή μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια).
Tο Zestoretic δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως αρχική θεραπεία σε οποιονδήποτε ασθενή
με νεφρική ανεπάρκεια.
Σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μεταξύ 30 και 80ml/min, το Zestoretic μπορεί να
χρησιμοποιηθεί μόνο μετά από τιτλοποίηση καθενός των συστατικών του. H
συνιστώμενη αρχική δόση της lisinopril, όταν χρησιμοποιείται μόνη της σε ήπια νεφρική
ανεπάρκεια, είναι 5 έως 10mg.
Προηγούμενη Θεραπεία με Διουρητικά
Συμπτωματική υπόταση μπορεί να εμφανισθεί με την αρχική δόση του Zestoretic. Aυτό
είναι πιθανότερο να συμβεί σε ασθενείς με μειωμένο όγκο υγρών και/ή άλατος, ως
1
επακόλουθο προηγούμενης θεραπείας με διουρητικά. H θεραπεία με διουρητικά θα πρέπει
να διακόπτεται 2 έως 3 ημέρες πριν από την έναρξη της θεραπείας με Zestoretic. Eάν
αυτό δεν είναι δυνατό, η θεραπεία θα πρέπει να αρχίζει μόνο με lisinopril, με μια δόση των
5mg.
Παιδιατρική χρήση
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια για την χορήγηση του Zestoretic στα παιδιά δεν
έχει τεκμηριωθεί.
Χρήση στους ηλικιωμένους
Σε κλινικές μελέτες δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή στην ανεκτικότητα και την
αποτελεσματικότητα, κατά την συγχορήγηση Lisinopril και Hydrochlorothiazide, σε
ηλικιωμένους και σε νεώτερους υπερτασικούς ασθενείς.
Η χορήγηση Lisinopril σε μια ημερήσια δοσολογία 20-80mg, ήταν το ίδιο αποτελεσματική
σε ηλικιωμένους (ηλικίας 65 ετών ή μεγαλύτεροι) και μη ηλικιωμένους υπερτασικούς
ασθενείς. Στους ηλικιωμένους υπερτασικούς ασθενείς, η μονοθεραπεία με Lisinopril ήταν
το ίδιο αποτελεσματική στην μείωση της διαστολικής αρτηριακής πίεσης όσο και η
μονοθεραπεία είτε με Hydrochlorothiazide είτε με Atenolol. Σε κλινικές μελέτες η ηλικία δεν
επηρέασε την ανεκτικότητα στην Lisinopril.
4.3 Aντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη Λισινοπρίλη, σε οποιοδήποτε συστατικό του προϊόντος ή σε
οποιοδήποτε
Α-ΜΕΑ.
Υπερευαισθησία στη Υδροχλωροθειαζίδη ή σε άλλα παράγωγα της σουλφοναμίδης.
Ιστορικό αγγειοοιδήματος που έχει συσχετισθεί με προηγούμενη χορήγηση α-ΜΕΑ.
Κληρονομικό ή ιδιοπαθές αγγειοοίδημα.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παρ. 4.4. και 4.6).
Σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30ml/min)
Aνουρία
Σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
Η ταυτόχρονη χρήση του Zestoretic με προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία (GFR
<60ml/min/1,73m
2
) (βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Συμπτωματική υπόταση
Συμπτωματική υπόταση μπορεί να εμφανισθεί σπάνια σε ασθενείς με μη επιπλεγμένη
υπέρταση, αλλά είναι πιθανότερο να συμβεί εάν ο ασθενής έχει μειωμένο όγκο υγρών,
π.χ. μετά από προηγούμενη θεραπεία με διουρητικά, δίαιτα με περιορισμό άλατος,
αιμοκάθαρση, διάρροια ή έμετο ή με κακοήθη υπέρταση εξαρτώμενη από την ρενίνη (βλ.
παρ. 4.5 και 4.8). Σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει να γίνεται περιοδικός προσδιορισμός
των ηλεκτρολυτών στον ορό, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα.
Οι ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο συμπτωματικής υπότασης πρέπει να βρίσκονται κάτω
από ιατρική παρακολούθηση κατά την έναρξη της θεραπείας και τη ρύθμιση της δόσης.
Iδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται όταν η θεραπεία χορηγείται σε ασθενείς με
ισχαιμική καρδιοπάθεια ή εγκεφαλική αγγειακή νόσο, επειδή μια υπερβολική μείωση της
2
αρτηριακής πίεσης μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Eάν εμφανισθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και, αν κριθεί
αναγκαίο, να του χορηγηθεί ενδοφλεβίως διάλυμα φυσιολογικού ορού. Eνα παροδικό
υποτασικό επεισόδιο δεν αποτελεί αντένδειξη για περαιτέρω χορήγηση. Aφού
αποκατασταθεί ο όγκος του αίματος και η αρτηριακή πίεση, είναι δυνατή η επανέναρξη
της θεραπείας σε μειωμένη δοσολογία ή με κατάλληλη χορήγηση του κάθε ενός
συστατικού μόνου του.
Ορισμένοι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που έχουν φυσιολογική ή χαμηλή αρτηριακή
πίεση, ενδέχεται να παρουσιάσουν επιπλέον μείωση της συστηματικής αρτηριακής πίεσης
με τη λισινοπρίλη. Η δράση αυτή είναι αναμενόμενη και συνήθως δεν αποτελεί λόγο για τη
διακοπή της θεραπείας. Σε περίπτωση που η υπόταση γίνει συμπτωματική, μπορεί να είναι
απαραίτητη η μείωση της δόσης ή η διακοπή του Zestoretic.
Στένωση αορτής και μιτροειδούς βαλβίδας / υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Όπως και με άλλους αναστολείς του ΜΕΑ, η λισινοπρίλη πρέπει να χορηγείται με
προσοχή σε ασθενείς με στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας και απόφραξη της οδού
εκροής της αριστερής κοιλίας, όπως στένωση της αορτής ή υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια.
Nεφρική Δυσλειτουργία
Oι θειαζίδες δεν είναι ίσως τα κατάλληλα διουρητικά για χορήγηση σε ασθενείς με
βεβαρημένη νεφρική λειτουργία και είναι μη αποτελεσματικές όταν οι τιμές κάθαρσης
της κρεατινίνης είναι 30ml/min και κάτω (δηλαδή μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια).
Tο Zestoretic δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης < 80ml/min) έως ότου η τιτλοποίηση των επί μέρους συστατικών δείξει ότι
οι αναγκαίες δόσεις είναι οι ίδιες με αυτές που υπάρχουν στο συνδυασμό.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η υπόταση μετά την έναρξη της θεραπείας με
αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της νεφρικής
λειτουργίας. Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, συνήθως αναστρέψιμη, έχει αναφερθεί σε αυτή
την κατάσταση.
Σε μερικούς ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή στένωση
της αρτηρίας μονήρους νεφρού, στους οποίους έχουν χορηγηθεί αναστολείς του
Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης, έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις της ουρίας
αίματος και της κρεατινίνης του ορού, οι οποίες είναι συνήθως αναστρέψιμες μετά τη
διακοπή της θεραπείας. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Όταν συνυπάρχει και νεφραγγειακή υπέρταση υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής
υπότασης και νεφρικής ανεπάρκειας. Σ΄ αυτούς τους ασθενείς η θεραπεία πρέπει να
ξεκινάει κάτω από ιατρική παρακολούθηση με χαμηλές δόσεις και προσεκτική αύξηση
των δόσεων. Επειδή η θεραπεία με διουρητικά είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας στα
ανωτέρω, η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται κατά την διάρκεια των
πρώτων εβδομάδων θεραπείας με το Zestoretic.
Mερικοί υπερτασικοί ασθενείς χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική νόσο, εμφάνισαν
μικρή συνήθως και παροδική αύξηση της ουρίας του αίματος και της κρεατινίνης του
ορού, όταν η Λισινοπρίλη χορηγήθηκε ταυτόχρονα με ένα διουρητικό.
3
Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία.
Μπορεί να είναι απαραίτητη η μείωση της δόσης ή/και η διακοπή του διουρητικού ή/και
της λισινοπρίλης.
Προηγούμενη θεραπεία με διουρητικά
Η θεραπεία με διουρητικά πρέπει να σταματήσει για 2-3 ημέρες πριν την έναρξη της
θεραπείας με Zestoretic. Eάν αυτό δεν είναι δυνατόν η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει με
Λισινοπρίλη 5mg.
Μεταμόσχευση νεφρού
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, δεδομένου ότι δεν υπάρχει εμπειρία με ασθενείς που
έκαναν πρόσφατα μεταμόσχευση νεφρού.
Αναφυλακτικές αντιδράσεις σε ασθενείς σε Aιμοδιύλιση
H χρήση του Zestoretic δεν ενδείκνυται σε ασθενείς που χρειάζονται αιμοδιύλιση λόγω
νεφρικής ανεπάρκειας. Σε ασθενείς που υφίστανται αιμοδιύλιση με μεμβράνες υψηλής
διαπερατότητας (π.χ. AN69) και αφαίρεση LDL με θειϊκή δεξτράνη και συγχρόνως
λαμβάνουν αναστολέα του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης έχουν αναφερθεί
αναφυλακτικές αντιδράσεις (οίδημα στη γλώσσα και στα χείλη που συνοδεύεται από
δύσπνοια και πτώση της πίεσης). Σ' αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη
προσοχή ώστε να χρησιμοποιείται διαφορετικός τύπος μεμβράνης διύλισης ή
διαφορετική κατηγορία αντιυπερτασικών.
Αναφυλακτικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια αφαίρεσης LDL
(Λιπιδιοαφαίρεση)
Σπάνια παρουσιάστηκαν απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτικές αντιδράσεις κατά τη
διάρκεια αφαίρεσης LDL με θειική δεξτράνη. Αυτές οι αντιδράσεις μπορούν να
αποφευχθούν με τη προσωρινή διακοπή της θεραπείας με αναστολείς-ΜΕΑ, πριν την κάθε
αφαίρεση.
Hπατική Δυσλειτουργία
Oι θειαζίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με βεβαρημένη ηπατική
λειτουργία ή προοδευτικά επιδεινούμενη ηπατική νόσο, επειδή μικρές μεταβολές του
ισοζυγίου υγρών και ηλεκτρολυτών μπορεί να επισπεύσουν την εμφάνιση ηπατικού
κώματος (βλ. παρ. 4.3).
Πολύ σπάνια, οι αναστολείς-ΜΕΑ έχουν συσχετιστεί με ένα σύνδρομο το οποίο αρχίζει με
χολοστατικό ίκτερο ή ηπατίτιδα και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο νέκρωση και (μερικές
φορές) θάνατο. Ο μηχανισμός του συνδρόμου δεν είναι γνωστός. Οι ασθενείς που
λαμβάνουν Λισινοπρίλη/Yδροχλωροθειαζίδη και αναπτύσσουν ίκτερο ή αύξηση των
ηπατικών ενζύμων πρέπει να σταματούν τη θεραπεία και να τυγχάνουν της απαραίτητης
ιατρικής παρακολούθησης.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(ΣΡΑΑ)
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των
υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (περιλαμβανομένης της οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RASS) μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων
ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης δεν συνιστάται (βλ.
παραγράφους 4.5 και 5.1).
4
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό θα πρέπει να
λάβει χώρα μόνο κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής πίεσης.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα πρέπει
να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Xειρουργική/Aναισθησία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεγάλη χειρουργική επέμβαση ή κατά τη διάρκεια
αναισθησίας με φάρμακα που προκαλούν υπόταση, η Λισινοπρίλη μπορεί να αναστείλει
την παραγωγή αγγειοτασίνης II, απότοκο της αντιρροπιστικώς ελευθερούμενης ρενίνης.
Eάν εμφανισθεί υπόταση, η οποία θα θεωρηθεί ότι οφείλεται σ' αυτόν τον μηχανισμό,
μπορεί να αντιμετωπισθεί με αποκατάσταση του κυκλοφορούντος όγκου υγρών.
Mεταβολικές και Eνδοκρινικές Eπιδράσεις
H θεραπεία με Α-ΜΕΑ και θειαζίδες μπορεί να επηρεάσει την ανοχή στη γλυκόζη. Mπορεί
να χρειασθεί αναπροσαρμογή της δοσολογίας των αντιδιαβητικών φαρμάκων,
συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης.
Στους διαβητικούς ασθενείς, στους οποίους χορηγείται αντιδιαβητική θεραπεία από το
στόμα ή ινσουλίνη, πρέπει να υπάρχει εντατικός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης στο
αίμα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα θεραπείας με αναστολείς-ΜΕΑ.
Ο λανθάνων διαβήτης μπορεί να γίνει κλινικά έκδηλος κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με θειαζιδικά διουρητικά.
Aύξηση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων μπορεί να σχετίζεται με τη
θεραπεία με θειαζιδικά διουρητικά.
H θεραπεία με θειαζίδες μπορεί να επισπεύσει την εμφάνιση υπερουριχαιμίας και/ή
ουρικής αρθρίτιδας σε ορισμένους ασθενείς. Ωστόσο, η Λισινοπρίλη μπορεί να αυξήσει το
ουρικό οξύ στα ούρα και έτσι μπορεί να μειώσει την υπερουριχαιμική δράση της
hydrochlorothiazide.
Διαταραχή του ισοζυγίου ηλεκτρολυτών
Όπως με κάθε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με διουρητικά, πρέπει να γίνεται
περιοδικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών στον ορό σε κατάλληλα χρονικά
διαστήματα.
Οι θειαζίδες συμπεριλαμβανομένης της υδροχλωροθειαζίδης, μπορεί να προκαλέσουν
διαταραχή του ισοζυγίου ηλεκτρολυτών-υγρών (υποκαλιαιμία, υπονατριαιμία, και
υποχλωραιμική αλκάλωση). Τα πρόδρομα συμπτώματα της διαταραχής του ισοζυγίου
ηλεκτρολυτών-υγρών είναι: ξηροστομία, δίψα, αδυναμία, λήθαργος, ζάλη, μυϊκοί πόνοι ή
κράμπες, μυϊκή κόπωση, υπόταση, ολιγουρία, ταχυκαρδία και γαστρεντερικές
διαταραχές όπως ναυτία και έμετος. Υπονατριαιμία από αραίωση μπορεί να συμβεί σε
ασθενείς με οίδημα, το καλοκαίρι. Η έλλειψη χλωρίου είναι γενικά ήπια και δεν
χρειάζεται θεραπεία. Οι θειαζίδες δεν έχουν δείξει ότι αυξάνουν την απέκκριση
μαγνησίου από τα ούρα, που μπορεί να οδηγήσει σε υπομαγνησιαιμία.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα και μπορεί να
προκαλέσουν διαλείπουσα και ελαφριά αύξηση του ασβεστίου του ορού. Εκσεσημασμένη
υπερασβεστιαιμία μπορεί να είναι ένδειξη λανθάνοντος υπερπαραθυρεοειδισμού. Η
χορήγηση θειαζίδων θα πρέπει να διακόπτεται πριν την διεξαγωγή εξετάσεων σχετικά με
τη λειτουργία του παραθυρεοειδούς.
Υπερκαλιαιμία
5
Αυξήσεις στο κάλιο του ορού έχουν παρατηρηθεί σε μερικούς ασθενείς που λάμβαναν
θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της λισινοπρίλης. Στους
ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο για ανάπτυξη υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνονται εκείνοι
με νεφρική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, ή εκείνοι που λαμβάνουν ταυτόχρονα
καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα αλάτων που
περιέχουν κάλιο, ή εκείνοι οι ασθενείς που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που σχετίζονται με
αυξήσεις του καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη). Εάν η ταυτόχρονη χρήση των παραπάνω
αναφερόμενων παραγόντων κρίνεται απαραίτητη, συνιστάται η τακτική παρακολούθηση
του καλίου του ορού (βλ. παράγραφο 4.5).
Διαβητικοί ασθενείς
Σε διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος αντιδιαβητικούς παράγοντες
ή ινσουλίνη, ο γλυκαιμικός έλεγχος πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια
του πρώτου μήνα της αγωγής με έναν αναστολέα του ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.5).
Yπερευαισθησία/Aγγειοοίδημα
Aγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, της γλώσσας, της γλωττίδας
και/ή του λάρυγγα αναφέρεται όχι συχνά σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκαν
αναστολείς του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης, συμπεριλαμβανομένης της
Λισινοπρίλης. Aυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της θεραπείας.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η Λισινοπρίλη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και ο ασθενής να
τίθεται υπό την κατάλληλη θεραπεία και παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η
πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων πριν την απομάκρυνσή του. Ακόμα και σ' εκείνες τις
περιπτώσεις που το οίδημα περιορίζεται στη γλώσσα, χωρίς να προκαλεί δυσφορία στην
αναπνοή, οι ασθενείς χρειάζονται παρατεταμένη παρακολούθηση γιατί η θεραπεία με
αντιϊσταμινικά και κορτικοστεροειδή μπορεί να μην είναι επαρκής.
Πολύ σπάνια αγγειοοίδημα το οποίο σχετίζεται με οίδημα του λάρυγγα και της γλώσσας
μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν οίδημα της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα είναι
πιθανό να υποστούν απόφραξη των αεροφόρων οδών, ειδικά εκείνοι με ιστορικό
εγχειρήσεων των αεροφόρων οδών. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να χορηγηθεί
αμέσως η κατάλληλη θεραπεία. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση αδρεναλίνης
και/ή την συντήρηση μιας ανοικτής αεροφόρου οδού.
Ο ασθενής πρέπει να τίθεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η
πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων. Οι αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της
Αγγειοτασίνης μπορούν να προκαλέσουν σε μεγαλύτερη συχνότητα αγγειοοίδημα στους
μαύρους ασθενείς.
Ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος που δεν σχετίζεται με χορήγηση αναστολέων του
Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης μπορεί να διατρέξουν αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης αγγειοοιδήματος όταν λαμβάνουν Α-ΜΕΑ (βλέπε παρ. 4.3).
Η χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις
υπερευαισθησίας σε ασθενείς με ιστορικό ή όχι αλλεργιών ή βρογχικού άσθματος.
Έξαρση ή ενεργοποίηση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου έχει αναφερθεί με
χρήση θειαζιδικών διουρητικών.
Aπευαισθητοποίηση
Ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης
κατά τη διάρκεια θεραπείας απευαισθητοποίησης (π.χ. δηλητήριο υμενοπτέρων),
εμφάνισαν αναφυλακτικές αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, αυτές οι αντιδράσεις
αποφεύχθηκαν όταν διεκόπη προσωρινά η χορήγηση αναστολέα του Mετατρεπτικού
Eνζύμου της Aγγειοτασίνης, αλλά εμφανίστηκαν πάλι όταν επαναχορηγήθηκε από
αμέλεια.
6
Ουδετεροπενία/Ακοκκιοκυττάρωση
Ουδετεροπενία/Ακοκκιοκυττάρωση, θρομβοκυτοπενία και αναιμία έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν αναστολείς-ΜΕΑ. Ουδετεροπενία εμφανίζεται σπάνια σε
ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου.
Η ουδετεροπενία/ακοκκιοκυττάρωση είναι αναστρέψιμες μετά την διακοπή του
αναστολέα του ΜΕΑ.
Η Λισινοπρίλη πρέπει να χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με αγγειακή νόσο
του κολλαγόνου, με ανοσοκατασταλτική θεραπεία, θεραπεία με allopurinol ή procainamide ή
συνδυασμό όλων αυτών των επιπλεγμένων παραγόντων, ειδικά όταν υπάρχει νεφρική
δυσλειτουργία.
Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς αναπτύσσουν σοβαρές λοιμώξεις, οι οποίες σε μερικές
περιπτώσεις δεν αποκρίνονται στην εντατική αντιβιοτική θεραπεία. Αν η Λισινοπρίλη
χρησιμοποιηθεί σ’ αυτούς τους ασθενείς, πρέπει να γίνεται περιοδική παρακολούθηση
των λευκών αιμοσφαιρίων, και οι ασθενείς πρέπει να αναφέρουν κάθε ένδειξη λοίμωξης.
Φυλή
Η ανάπτυξη αγγειοοιδήματος από αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της
Αγγειοτασίνης εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στους μαύρους ασθενείς απ’ ότι
στους υπόλοιπους. Όπως και με άλλα σκευάσματα που περιέχουν αναστολείς-ΜΕΑ, η
Λισινοπρίλη μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματική στην μείωση της αρτηριακής
πίεσης σε μαύρους ασθενείς απ’ ότι στους υπόλοιπους, πιθανόν λόγω υψηλότερης
επίπτωσης χαμηλότερων επιπέδων ρενίνης στον πληθυσμό μαύρων υπερτασικών.
Bήχας
Bήχας έχει αναφερθεί κατά τη χρήση αναστολέων του Mετατρεπτικού Eνζύμου της
Aγγειοτασίνης. Xαρακτηριστικά, ο βήχας αυτός είναι ξηρός, μη παραγωγικός, επίμονος
και υποχωρεί μετά τη διακοπή της θεραπείας. O βήχας που προκαλείται από αναστολέα
του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψιν στη
διαφορική διάγνωση του βήχα.
Λίθιο
Γενικά δεν συνιστάται ο συνδυασμός λιθίου με α-ΜΕΑ (βλ. παρ. 4.5.)
Δοκιμασία Anti-doping
Η υδροχλωροθειαζίδη που περιέχεται στο φάρμακο αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει
θετικό αποτέλεσμα σε μια δοκιμασία anti-doping.
Kύηση
Δεν θα πρέπει να ξεκινάει θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης (α-ΜΕΑ) κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν η συνέχιση της
θεραπείας με α-ΜΕΑ θεωρείται αναγκαία, ασθενείς που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει
να αλλάξουν αντιυπερτασική θεραπεία με κάποια άλλη η οποία να έχει αναγνωρισμένο
προφίλ ασφαλείας για την χρήση του φαρμάκου κατά την κύηση. Εάν διαπιστωθεί
εγκυμοσύνη κατά τη χρήση του φαρμάκου, η θεραπεία με α-ΜΕΑ θα πρέπει να διακοπεί
άμεσα και εάν απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινήσει κάποια εναλλακτική θεραπεία (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.6).
4.5 Aλληλεπιδράσεις με Άλλα Φαρμακευτικά Προϊόντα και Άλλες Μορφές
Αλληλεπίδρασης
Άλλοι Αντιυπερτασικοί παράγοντες
7
Ταυτόχρονη χρήση με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες μπορεί να αυξήσει την
υποτασική δράση του Zestoretic.
Ο συνδυασμός της λισινοπρίλης με φάρμακα που περιέχουν αλισκιρένη πρέπει να
αποφεύγεται (βλ. παράγραφο 4.3 και 4.4).
Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της συνδυασμένης
χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης
συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα ανεπιθυμήτων συμβάντων όπως η υπόταση, η
υπερκαλιαιμία και η μειωμένη νεφρική λειτουργία (περιλαμβανομένης της οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας) σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνου παράγοντα που δρα στο
σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και
5.1).
Λίθιο
Έχει αναφερθεί κατά την ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων του MEA με λίθιο,
αναστρέψιμη αύξηση των συγκεντρώσεων του λιθίου στο πλάσμα και τοξικότητα. Τα
διουρητικά με τους αναστολείς του ΜΕΑ μειώνουν τη νεφρική κάθαρση του λιθίου και
επιτείνουν την τοξικότητα του. Ταυτόχρονη χορήγηση λιθίου και Ζestoretic δεν
συνιστάται, αλλά αν η συγχορήγηση αποδειχθεί απαραίτητη, τα επίπεδα του λιθίου του
ορού πρέπει να παρακολουθούνται συχνά (βλ. παρ. 4.4).
Συμπληρώματα καλίου, καλιοσυντηρητικών παραγόντων ή υποκατάστατα
άλατος που περιέχουν κάλιο και άλλα φάρμακα που ενδέχεται να αυξήσουν τα
επίπεδα του καλίου στον ορό
H καλιοαπεκκριτική δράση των θειαζιδικών διουρητικών, συνήθως μειώνεται από την
καλιοσυντηρητική δράση της Λισινοπρίλης. H χρήση συμπληρωμάτων καλίου,
καλιοσυντηρητικών παραγόντων ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο και
άλλων φαρμάκων που ενδέχεται να αυξήσουν τα επίπεδα του καλίου στον ορό (π.χ.
ηπαρίνη ή κοτριμοξαζόλη), ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία ή σε
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του καλίου
του ορού. Eάν θεωρείται απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγηση του Zestoretic και ενός
οποιουδήποτε από τους παραπάνω αναφερθέντες παράγοντες, θα πρέπει να χορηγούνται
με προσοχή και με συχνή παρακολούθηση των επιπέδων καλίου στον ορό (βλ. παρ. 4.4).
Φάρμακα που σχετίζονται με κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (torsades de
pointes)
Λόγω του κινδύνου υποκαλιαιμίας, απαιτείται προσοχή εάν η υδροχλωροθειαζίδη
χορηγηθεί ταυτόχρονα με φάρμακα που σχετίζονται με κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην
ριπιδίου, π.χ. κάποια αντιαρρυθμικά, αντιψυχωσικά και άλλα φάρμακα που είναι γνωστό
ότι προκαλούν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά/αντιψυχωσικά/αναισθητικά
Ταυτόχρονη χρήση συγκεκριμένων αναισθητικών φαρμάκων, τρικυκλικών
αντικαταθλιπτικών, και αντιψυχωσικών με αναστολείς-ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε
επιπλέον μείωση της αρτηριακής πίεσης (βλ. παρ. 4.4).
Μη στεροειδή αντι-φλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), συμπεριλαμβανομένου του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος
Η χρόνια χορήγηση των ΜΣΑΦ (περιλαμβανομένων και των εκλεκτικών αναστολέων της
κυκλοοξυγενάσης-2) μπορεί να μειώσει την αντιυπερτασική δράση ενός αναστολέα του
ΜΕΑ. Τα ΜΣΑΦ και οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να ασκήσουν αθροιστική δράση στην
8
επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Αυτές οι δράσεις είναι συνήθως αναστρέψιμες.
Σπάνια, μπορεί να παρουσιασθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ειδικά σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική λειτουργία, όπως οι ηλικιωμένοι ή οι αφυδατωμένοι ασθενείς.
Χρυσός
Σε ασθενείς που λαμβάνουν α-ΜΕΑ έχουν αναφερθεί συχνότερα αντιδράσεις τύπου λήψης
νιτρωδών (συμπτώματα αγγειοδιαστολής συμπεριλαμβανομένων της έξαψης, ναυτίας,
ζαλάδας και υπότασης, που μπορεί να είναι σοβαρά) όταν ακολουθούνται από ενέσιμο
χρυσό (για παράδειγμα χρυσοθειομηλικό νάτριο).
Συμπαθητικομιμητικά
Μπορεί να ελαττώσουν τις αντιυπερτασικές ιδιότητες των αναστολέων του ΜΕΑ.
Αντιδιαβητικά φάρμακα
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ
και αντιδιαβητικών φαρμάκων (ινσουλίνες, αντιδιαβητικά από το στόμα), μπορεί να
προκαλέσει αύξηση της υπογλυκαιμικής δράσης με κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Το φαινόμενο
αυτό είναι περισσότερο πιθανό να συμβεί τις πρώτες εβδομάδες της συνδυασμένης
θεραπείας και σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Amphotericin B (παρεντερική), carbenoxolone, κορτικοστεροειδή, κορτικοτροπίνη
(ACTH) ή διεγερτικά υπακτικά. Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να επιδεινώσει την
διαταραχή του ισοζυγίου των ηλεκτρολυτών ειδικά την υποκαλιαιμία.
Άλατα ασβεστίου
Όταν χορηγούνται μαζί με θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να εμφανισθούν αυξημένα
επίπεδα ασβεστίου στον ορό, λόγω μειωμένης απέκκρισης αυτών.
Καρδιακές γλυκοσίδες
Τα θειαζιδικά διουρητικά όταν χορηγούνται μαζί με καρδιακές γλυκοσίδες αυξάνεται η
πιθανότητα τοξικού δακτυλιδισμού λόγω της υποκαλιαιμίας που προκαλούν.
Χολεστυραμίνη και κολεστιπόλη
Αυτές οι ουσίες μπορεί να καθυστερήσουν ή να μειώσουν την απορρόφηση της
υδροχλωροθειαζίδης. Ως εκ τούτου τα σουλφοναμιδικά διουρητικά θα πρέπει να
λαμβάνονται τουλάχιστον 1 ώρα πριν ή 4-6 ώρες μετά τη λήψη αυτών των παραγόντων.
Μη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά (χλωριούχος τουβοκουραρίνη)
Η επίδραση αυτών των παραγόντων μπορεί να ενισχυθεί από την υδροχλωροθειαζίδη.
Τριμεθοπρίμη
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και θειαζίδων με τριμεθοπρίμη αυξάνει τον
κίνδυνο υπερκαλιαιμίας.
Σοταλόλη
Η υποκαλιαιμία που προκαλείται από τις θειαζίδες μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
αρρυθμίας με τη σοταλόλη.
Αλλοπουρινόλη
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και αλλοπουρινόλης αυξάνει τον κίνδυνο
νεφρικής βλάβης και μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο λευκοπενίας.
Κυκλοσπορίνη
9
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και κυκλοσπορίνης αυξάνει τον κίνδυνο
νεφρικής βλάβης και υπερκαλιαιμίας.
Λοβαστατίνη
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και λοβαστατίνης αυξάνει τον κίνδυνο
υπερκαλιαιμίας.
Κυτταροστατικά, ανοσοκατασταλτικά, προκαϊναμίδη
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο
λευκοπενίας (βλ. παρ. 4.4).
Άλλες Ταυτόχρονες Θεραπείες
Ταυτόχρονη θεραπεία με ενεργοποιητές του ιστικού πλασμινογόνου μπορεί να αυξήσει
τον κίνδυνο για αγγειοοίδημα.
Η επίδραση της υδροχλωροθειαζίδης στην μείωση του καλίου μπορεί να αναμένεται να
ενισχύεται από φάρμακα που συνδέονται με απώλεια καλίου και υποκαλιαιμία (π.χ. άλλα
καλιουρητικά διουρητικά, καθαρτικά, αμφοτερικίνη, καρβενοξολόνη, παράγωγα του
σαλικυλικού οξέος).
Η υποκαλιαιμία μπορεί να ευαισθητοποιήσει ή να μεγεθύνει την απόκριση της καρδιάς
στις τοξικές επιδράσεις της δακτυλίτιδας (π.χ. αυξημένη κοιλιακή ευερεθιστότητα).
Η θεραπεία με ένα θειαζιδικό διουρητικό μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της ινσουλίνης
και να οδηγήσει σε αναπροσαρμογή της αντιδιαβητικής αγωγής.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την αρτηριακή ανταπόκριση στην νοραδρεναλίνη, αλλά
όχι αρκετά ώστε να αποκλείσουν την αποτελεσματικότητα του υπερτασικού παράγοντα
για θεραπευτική χρήση.
Μπορεί να αναπτυχθεί υποκαλιαιμία κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης χρήσης με στεροειδή
ή αδρενοκορτοκοτροπική ορμόνη (ACTH).
Η απορρόφηση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνεται από την χολεστιπόλη και την
χολεστυραμίνη.
Τα θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα ασβεστίου στον ορό λόγω της
μειωμένης απέκκρισης. Εάν πρέπει να συνταγογραφηθούν συμπληρώματα ασβεστίου ή
Βιταμίνη D, τα επίπεδα ασβεστίου στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση να
προσαρμόζεται ανάλογα.
Η υπεργλυκαιμική επίδραση της διαζοξίδης μπορεί να ενισχυθεί από τις θειαζίδες.
Οι θειαζίδες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για ανεπιθύμητες ενέργειες που
προκαλούνται από την αμανταδίνη.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την νεφρική απέκκριση κυτταροτοξικών φαρμακευτικών
προϊόντων (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρεξάτη) και να ενισχύσουν τις
μυελοκατασταλτικές επιδράσεις τους.
Η ορθοστατική υπόταση μπορεί να επιδεινωθεί με ταυτόχρονη πρόσληψη αλκοόλ,
βαρβιτουρικών ή αναισθητικών.
10
Ταυτόχρονη θεραπεία με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπερουριχαιμίας
και επιπλοκών τύπου αρθρίτιδας.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Το Zestoretic μπορεί να έχει ήπια έως μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανημάτων (βλ. παρ. 4.7).
4.6 Kύηση και γαλουχία
Kύηση
Αναστολείς του ΜΕΑ:
Η χρήση των αναστολέων μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (α-ΜΕΑ) δεν
συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλέπε παράγραφο 4.4). Η
χρήση των α-ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου
της κύησης (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4)
Δεν υπάρχουν οριστικά επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης
μετά από χρήση αναστολέων ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης.
Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί μία μικρή αύξηση εμφάνισης κινδύνου. Ασθενείς που
σχεδιάζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να αλλάξουν αντιυπερτασική θεραπεία με κάποια άλλη η
οποία να έχει αναγνωρισμένο προφίλ ασφαλείας για την χρήση του φαρμάκου κατά την
κύηση, εκτός εάν η συνέχιση της θεραπείας με AIIRAs/α-MEA θεωρείται απολύτως
αναγκαία.
Εάν διαπιστωθεί εγκυμοσύνη κατά τη χρήση του φαρμάκου, η θεραπεία με α-ΜΕΑ θα
πρέπει να διακοπεί άμεσα και εάν απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινήσει κάποια εναλλακτική
θεραπεία.
Η έκθεση σε θεραπεία α-ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου είναι
γνωστό ότι επιφέρει εμβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική λειτουργία,
ολιγοϋδράμνιο, καθυστέρηση οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική τοξικότητα
(νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία), βλέπε επίσης 5.3 “Προκλινικά στοιχεία
ασφάλειας”.
Εάν η έκθεση σε α-ΜΕΑ έχει συμβεί από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, συνιστάται να
γίνεται ένας έλεγχος με υπερηχογράφημα των νεφρών και του κρανίου του εμβρύου.
Βρέφη, των οποίων οι μητέρες έπαιρναν α-ΜΕΑ θα πρέπει να παρακολουθηθούν
προσεκτικά για υπόταση (βλέπε επίσης παραγράφους 4.3 και 4.4.).
Υδροχλωροθειαζίδη
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με την υδροχλωροθειαζίδη κατά τη διάρκεια της κύησης,
ειδικά κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Οι μελέτες σε ζώα είναι ανεπαρκείς. Η
υδροχλωροθειαζίδη διαπερνά τον πλακούντα. Με βάση το φαρμακολογικό μηχανισμό
δράσης της υδροχλωροθειαζίδης η χρήση της κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο μπορεί
να διακυβεύσει την αιμάτωση του εμβρύου-πλακούντα και μπορεί να προκαλέσει
εμβρυϊκές και νεογνικές διαταραχές όπως ίκτερος, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και
θρομβοκυτοπενία. Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για το οίδημα
της εγκυμοσύνης, την υπέρταση της κύησης ή την προεκλαμψία, λόγω του κινδύνου
μείωσης του όγκου του πλάσματος και υποαιμάτωσης του πλακούντα, χωρίς ευεργετική
επίδραση στη νόσο. Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για ιδιοπαθή
υπέρταση σε έγκυες γυναίκες εκτός από σπάνιες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει άλλη
θεραπεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Γαλουχία
11
Αναστολείς του ΜΕΑ:
Eπειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του Ζestoretic κατά τη διάρκεια
της γαλουχίας, το Ζestoretic δεν συνιστάται και πρέπει να προτιμώνται εναλλακτικές
θεραπείες με αποδεδειγμένη ασφάλεια, ειδικά κατά την γαλουχία ενός νεογέννητου ή
πρόωρου βρέφους.
Υδροχλωροθειαζίδη
Η υδροχλωροθειαζίδη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα σε μικρές ποσότητες. Οι
θειαζίδες σε υψηλές δόσεις προκαλώντας έντονη διούρηση μπορεί να αναστείλουν την
παραγωγή γάλακτος. Δεν συνιστάται η χορήγηση Zestoretic κατά τη διάρκεια του
θηλασμού. Σε περίπτωση που το Ζestoretic χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του
θηλασμού, οι δόσεις πρέπει να διατηρούνται σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα.
4.7 Eπίδραση στην Ικανότητα Οδήγησης και Χειρισμού Μηχανών
Όπως και με άλλα αντιυπερτασικά, το Zestoretic μπορεί να έχει ήπια έως μέτρια επίδραση
στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ειδικά κατά την έναρξη της θεραπείας ή όταν η δόση έχει τροποποιηθεί, καθώς επίσης
και όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το αλκοόλ, αλλά οι επιδράσεις αυτές
εξαρτώνται από την ευαισθησία του ατόμου.
Κατά την οδήγηση οχημάτων ή το χειρισμό μηχανών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι
περιστασιακά μπορεί να νιώσετε ζάλη ή κούραση.
4.8 Aνεπιθύμητες Eνέργειες
Λισινοπρίλη και/ή Yδροχλωροθειαζίδη με τις ακόλουθες συχνότητες.
Πολύ συχνές (≥ 10%), Συνήθεις (≥ 1%, < 10%), Ασυνήθεις (≥ 0,1, < 1%), Σπάνιες (≥
0,01, < 0,1%), Πολύ σπάνιες (< 0,01%) μη γνωστές (δεν μπορούν να προσδιοριστούν από
τα υπάρχοντα στοιχεία):
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι βήχας, ζάλη, υπόταση και
κεφαλαλγία που μπορεί να συμβούν σε 1 έως 10% των ασθενών. Σε κλινικές μελέτες οι
ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν συνήθως ήπιες και παροδικές και στις περισσότερες
περιπτώσεις δεν χρειάσθηκε διακοπή της θεραπείας.
Λισινοπρίλη
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Μείωση των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη.
Πολύ σπάνιες: Καταστολή του μυελού των οστών, αναιμία, θρομβοκυτοπενία,
λευκοπενία, ουδετεροπενία, ακοκκιοκυταραιμία (βλέπε παρ.4.4),
αιμολυτική αναιμία, λεμφαδενοπάθεια, αυτοάνοση νόσος.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης Πολύ σπάνιες: Υπογλυκαιμία.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος και ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές: Ζαλάδα, Πονοκέφαλος, λιποθυμία.
Όχι συχνές: Παραισθησία, ίλιγγος, διαταραχές γεύσης, διαταραχές του ύπνου,
μεταβολές διάθεσης
Σπάνιες: Διανοητική σύγχυση
Mη γνωστή: Συμπτώματα κατάθλιψης, ψευδαισθήσεις
Καρδιακές και Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Ορθοστατική υπόταση
12
Όχι συχνές: Έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο,
πιθανότατα δευτερογενή λόγω της σοβαρής υπότασης σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, βλ.
παρ. 4.4), αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία ( Σύνδρομο Raynauds.
Μη γνωστή: Έξαψη
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Συχνές: Βήχας (βλ. παρ. 4.4).
Όχι συχνές: Ρινίτιδα.
Πολύ σπάνιες: Βρογχόσπασμος, παραρρινοκολπίτιδα, αλλεργική
κυψελιδίτις/ηωσινοφιλική πνευμονία
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Συχνές: Διάρροια, Έμετος.
Όχι συχνές: Ναυτία, κοιλιακό άλγος και δυσπεψία
Σπάνιες: Ξηροστομία.
Πολύ σπάνιες: Παγκρεατίτιδα, εντερικό αγγειοοίδημα,
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Αυξημένα ηπατικά ένζυμα και χολερυθρίνη
Πολύ σπάνιες: Ηπατοκυτταρική ή χολοστατική ηπατίτιδα, ίκτερος και ηπατική
ανεπάρκεια (βλέπε παρ. 4.4)*
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Εξάνθημα, κνησμός,
Σπάνιες: Υπερευαισθησία/αγγειονευρωτικό οίδημα: αγγειονευρωτικό οίδημα του
προσώπου, των άκρων, των χειλέων, γλώσσας, γλωττίδας, και/ή
λάρυγγα (βλέπε παρ. 4.4), κνίδωση, αλωπεκία, ψωρίαση.
Πολύ σπάνιες: Εφίδρωση, πέμφιγα, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, Σύνδρομο Stevens
Johnson, πολύμορφο ερύθημα, δερματικό ψευδολέμφωμα.**
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές: Νεφρική δυσλειτουργία.
Σπάνιες: Ουραιμία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Πολύ σπάνιες: Ολιγουρία/ανουρία.
Διαταραχές του Αναπαραγωγικού Συστήματος και του μαστού
Όχι συχνές: Ανικανότητα.
Σπάνιες: Γυναικομαστία
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος
Σπάνιες: Σύνδρομο Απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH)
Γενικές διαταραχές και βλάβη στη θέση χορήγησης
Όχι συχνές: Εξασθένιση, Κόπωση
Παρακλινικές εξετάσεις
Όχι συχνές: Αύξηση στην ουρία αίματος, αύξηση στην κρεατινίνη ορού,
Υπερκαλιαιμία.
Σπάνιες: Υπονατριαιμία.
* Πολύ σπάνια, έχει αναφερθεί ηπατίτιδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική
ανεπάρκεια. Οι ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν Zestoretic και εκδηλώνουν ίκτερο ή
13
σημαντική αύξηση των ηπατικών ενζύμων πρέπει να διακόψουν το Zestoretic και να
λάβουν την κατάλληλη θεραπεία.
** Έχει αναφερθεί ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων το οποίο περιλαμβάνει ένα ή και
περισσότερα
συμπτώματα: πυρετός, αγγειίτις, μυαλγία, αρθραλγία/αρθρίτιδα, αυξημένους τίτλους
αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ), αυξημένη ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ),
ηωσινοφιλία και λευκοκυττάρωση, ερύθημα, φωτοευαισθησία ή άλλες δερματολογικές
εκδηλώσεις.
Υδροχλωροθειαζίδη (άγνωστες συχνότητες)
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: Σιελαδενίτιδα.
Διαταραχές του Αιμοποιητικού και του Λεμφικού Συστήματος
Λευκοπενία, ουδετεροπενία/ακοκκιοκυταραιμία, θρομβοκυτοπενία, απλαστική αναιμία,
αιμολυτική αναιμία, μυελοκαταστολή.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Ανορεξία, υπεργλυκαιμία, γλυκοζουρία, υπερουριχαιμία, διαταραχή ισοζυγίου
ηλεκτρολυτών (συμπεριλαμβανομένης της υπονατριαιμίας, της υποκαλιαιμίας, της
υποχλωραιμικής αλκάλωσης και της υπομαγνησιαιμίας), αύξηση της χοληστερόλης και
των τριγλυκεριδίων, ουρική αρθρίτιδα).
Ψυχιατρικές διαταραχές
Ανησυχία, κατάθλιψη, διαταραχές του ύπνου.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Ανορεξία, παραισθησία, αίσθημα ελαφριάς κεφαλής
Διαταραχές της όρασης
Ξανθοψία, παροδικό θάμβος όρασης, οξεία μυωπία και οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές
Ορθοστατική υπόταση
Αγγειακές διαταραχές
Νεκρωτική αγγειίτιδα (αγγειίτιδα, επιδερμική αγγειίτιδα)
Διαταραχές του Αναπνευστικού συστήματος, θώρακα Μεσοθωρακίου
Αναπνευστική δυσφορία (συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίτιδας και του πνευμονικού
οιδήματος).
Γαστρεντερικές διαταραχές
Γαστρικός ερεθισμός, διάρροια, δυσκοιλιότητα, παγκρεατίτιδα.
Διαταραχές του χολο-ηπατικού συστήματος
Ίκτερος (ενδοηπατικός χολοστατικός ίκτερος)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
14
Αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, εξάνθημα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος,
δερματικός ερυθηματώδης λύκος, κνίδωση, αναφυλακτικές αντιδράσεις, τοξική
επιδερμική νεκρόλυση.
Διαταραχές μυοσκελετικές, του συνδετικού ιστού και των οστών
Μυϊκοί σπασμοί, μυϊκή αδυναμία.
Διαταραχές του Νεφρικού και Ουροποιητικού Συστήματος
Νεφρική δυσλειτουργία, διάμεση νεφρίτιδα.
Γενικές διαταραχές
Πυρετός, αδυναμία.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας
κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή
παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται
από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό
Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337,
Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr.
4.9 Yπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία για υπερδοσολογία στους ανθρώπους. Tα συμπτώματα
της υπερδοσολογίας με Α-ΜΕΑ είναι υπόταση, καταπληξία, ηλεκτρολυτικές διαταραχές,
νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμός, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμού, βραδυκαρδία, ζάλη,
άγχος και βήχας.
Η συνιστώμενη θεραπεία της υπερδοσολογίας είναι η ενδοφλέβια έγχυση φυσιολογικού
ορού. Εάν εμφανιστεί υπόταση ο ασθενής πρέπει να τοποθετείται στη θέση
αντιμετώπισης καταπληξίας. Εάν είναι διαθέσιμα, πρέπει να εξετασθεί η ενδοφλέβια
χορήγηση αγγειοτασίνης ΙΙ και/ή κατεχολαμινών.
Εάν η λήψη είναι πρόσφατη, πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα για την αποφυγή της
απορρόφησης της Λισινοπρίλης (π.χ. έμετος, πλύση στομάχου, χορήγηση προσροφητικών
ουσιών και θεϊικού νατρίου). Η Λισινοπρίλη μπορεί να απομακρυνθεί από την κυκλοφορία
με αιμοκάθαρση (βλέπε παρ. 4.4).
Η χρήση βηματοδότη ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της βραδυκαρδίας που
ανθίσταται στα φαρμακευτικά μέσα.
Τα ζωτικά σημεία, οι ηλεκτρολύτες ορού και η συγκέντρωση της κρεατινίνης πρέπει να
παρακολουθούνται συχνά.
Πρόσθετα συμπτώματα της υπερδοσολογίας της υδροχλωροθειαζίδης είναι αύξηση της
διούρησης, διαταραχές της συνείδησης (συμπεριλαμβάνεται το κώμα), σπασμοί, πάρεση,
καρδιακές αρρυθμίες και νεφρική ανεπάρκεια. Βραδυκαρδία ή άλλες αντιδράσεις από τη
διέγερση του πνευμονογαστρικού πρέπει να αντιμετωπίζονται με χορήγηση ατροπίνης.
Eάν έχει επίσης χορηγηθεί δακτυλίτιδα, η υποκαλιαιμία μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση
τοξικού δακτυλιτισμού.
5. ΦAPMAKOΛOΓIKEΣ IΔIOTHTEΣ
Κωδικός ΑΤC: C09BA03
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
15
Tο Zestoretic είναι ένας σταθερός συνδυασμός ενός αναστολέα ΜΕΑ, της Lisinopril και ενός
θειαζιδικού διουρητικού, Hydrochlorothiazide. Τα δύο αυτά συστατικά έχουν
συμπληρωματική δράση και προκαλούν ένα επιπρόσθετο αντιυπερτασικό αποτέλεσμα.
Lisinopril
Η Lisinopril είναι αναστολέας της πεπτιδυλικής διπεπτιδάσης.
Η Lisinopril είναι αναστολέας του Μετρατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) που
καταλύει την αντίδραση μετατροπής της αγγειοτασίνης Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ. Η
αγγειοτασίνη ΙΙ διεγείρει την παραγωγή της αλδοστερόνης από τον επινεφριδιακό φλοιό.
H αναστολή του MEA έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της αγγειοτασίνης II
που συνεπάγεται μείωση της αγγειοσυσπαστικής δραστηριότητας και ελάττωση
έκκρισης της αλδοστερόνης. Η τελευταία μείωση της αλδοστερόνης μπορεί να οδηγήσει
σε αύξηση του καλίου του ορού.
Παρόλο που ο βασικός μηχανισμός, μέσω του οποίου η λισινοπρίλη μειώνει την
αρτηριακή πίεση, είναι η καταστολή του συστήματος Ρενίνης-Αγγειοτασίνης-
Αλδοστερόνης, η λισινοπρίλη έχει αντιυπερτασικό αποτέλεσμα ακόμα και σε
υπερτασικούς ασθενείς με χαμηλά επίπεδα ρενίνης. Το ΜΕΑ είναι ταυτόσημο της
Κινινάσης ΙΙ, ένα ένζυμο το οποίο αποικοδομεί την βραδυκινίνη. Παραμένει να
διευκρινισθεί αν τα αυξημένα επίπεδα βραδυκινίνης, ένα ισχυρό αγγειοδιασταλτικό
πεπτίδιο, παίζουν ρόλο στις θεραπευτικές ιδιότητες των αναστολέων του ΜΕΑ.
Hydrochlorothiazide
H Hydrochlorothiazide είναι ένας διουρητικός και αντιυπερτασικός παράγοντας. Eπηρεάζει
το μηχανισμό επαναπορρόφησης ηλεκτρολυτών από το άπω εσπειραμένο νεφρικό
σωληνάριο. Aυξάνει την απέκκριση νατρίου και χλωρίου κατά περίπου ισοδύναμες
ποσότητες. H αποβολή νατρίου μπορεί να συνοδεύεται από κάποια απώλεια ιόντων
καλίου και διττανθρακικών. Ο αντιυπερτασικός μηχανισμός δράσης των θειαζιδικών
διουρητικών είναι άγνωστος. Τα θειαζιδικά διουρητικά συνήθως δεν επηρεάζουν την
φυσιολογική αρτηριακή πίεση.
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες ONTARGET (ONgoing Telmisartan
Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η VA NEPHRON-D (The
Veterans Affairs Nephropathy in Diabetes)) έχουν εξετάσει τη χρήση του συνδυασμού ενός
αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των υποδοχέων αγγειοτενσίνης II.
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακής ή
εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 συνοδευόμενο από ένδειξη
βλάβης τελικού οργάνου.
Η VA NEPHRON-D ήταν μία μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και
διαβητική νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντική ωφέλιμη επίδραση στις νεφρικές και/ή στις
καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ παρατηρήθηκε ένας αυξημένος
κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής βλάβης και/ή υπότασης σε σύγκριση με τη
μονοθεραπεία.
Δεδομένων των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, αυτά τα αποτελέσματα είναι
επίσης σχετικά για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχεών αγγειοτενσίνης ΙΙ
δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal Disease Endpoints)
ήταν μία μελέτη σχεδιασμένη να ελέγξει το όφελος της προσθήκης αλισκιρένης σε μία
πρότυπη θεραπεία με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή έναν αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης
16
ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή
νόσο ή και τα δύο. Η μελέτη διεκόπη πρόωρα λόγω ενός αυξημένου κινδύνου
ανεπιθύμητων εκβάσεων. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν
και τα δύο αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα συμβάντα και τα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα
ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και νεφρική δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν
συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ταυτόχρονη χορήγηση lisinopril και hydrochlorothiazide έχει μικρή ή καθόλου επίδραση στην
βιοδιαθεσιμότητα της κάθε ουσίας. Το κοινό δισκίο είναι βιοισοδύναμο με την
ταυτόχρονη χορήγηση των ουσιών χωριστά.
Απορρόφηση
Mετά την χορήγηση Λισινοπρίλης από το στόμα, οι μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό
επιτυγχάνονται μέσα σε περίπου 7 ώρες, παρ' όλο που υπήρξε μία τάση προς μικρή
καθυστέρηση στον χρόνο που απαιτείται για να επιτευχθούν οι μέγιστες συγκεντρώσεις
στον ορό, στους ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Mε βάση την ανάκτηση από τα ούρα, ο μέσος βαθμός απορρόφησης της Λισινοπρίλης
είναι περίπου 25%, με διαφοροποίηση μεταξύ των ασθενών (6-60%), σε όλο το
δοσολογικό εύρος που εξετάστηκε (5-80mg).
H απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μειώνεται περίπου στο 16% σε ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια. H απορρόφηση της Λισινοπρίλης δεν επηρεάζεται από την παρουσία τροφής.
Κατανομή
Η Λισινοπρίλη δεν φαίνεται να συνδέεται με άλλες πρωτεΐνες του ορού εκτός από το
κυκλοφορούν ΜΕΑ. Μελέτες με αρουραίους δείχνουν ότι η Λισινοπρίλη διαπερνά
ελάχιστα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
Απομάκρυνση
Η Λισινοπρίλη δεν μεταβολίζεται και το φάρμακο που απορροφήθηκε αποβάλλεται
αναλλοίωτο εξ’ ολοκλήρου στα ούρα. Μετά από πολλαπλές δόσεις η Λισινοπρίλη έχει
ημιπερίοδο ζωής 12,6 ώρες.
Η κάθαρση της Λισινοπρίλης σε υγιείς ασθενείς είναι περίπου 50ml/min. Οι φθίνουσες
συγκεντρώσεις στον ορό, παρουσιάζουν παρατεταμένη τελική φάση που δεν συμβάλλει
στην συσσώρευση του φαρμάκου. Αυτή η τελική φάση παρουσιάζει κορεσμό δέσμευσης
με το ΜΕΑ και δεν είναι δοσοεξαρτώμενη.
Διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας
Η διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς με κίρρωση του ήπατος είχε ως
αποτέλεσμα την μείωση της απορρόφησης της Λισινοπρίλης (περίπου 30% όπως
υπολογίσθηκε με την ανάκτηση στα ούρα) αλλά λόγω της μειωμένης κάθαρσης του
φαρμάκου υπάρχει αυξημένη έκθεση (περίπου 50%) του ασθενούς σε σχέση με τους
υγιείς.
Διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας
Η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας μειώνει την απομάκρυνση της Λισινοπρίλης, η
οποία αποβάλλεται μέσω των νεφρών, αλλά αυτή η μείωση είναι κλινικά σημαντική όταν
ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης είναι κάτω από 30ml/min.
17
Πίνακας 1: Φαρμακοκινητικές παράμετροι της Λισινοπρίλης σε διαφορετικές ομάδες
νεφροπαθών μετά από πολλαπλές δόσεις των 5mg.
Νεφρική
Λειτουργία
Κάθαρση
Κρεατινίνης
n Cmax
(ng/ml)
Tmax
(hr)
AUC
(0-24 hrs)
(ng/hr/ml)
t
½
(hr)
> 80ml/min 6 40.3 6 492+/-172 6.0+/-1.1
30-80ml/min 6 36.6 8 555+/-364 11.8+/-1.9
5-30ml/min 6 106.7 8 2228+/-938 19.5+/-5.2
Με κάθαρση κρεατινίνης 30-80ml/min, η μέση AUC αυξάνεται μόνο κατά 13%, ενώ
αύξηση του μέσου AUC 4 με 5 φορές παρατηρείται με κάθαρση κρεατινίνης 5-30ml/min.
H Λισινοπρίλη μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση. Μετά από 4 ώρες αιμοκάθαρσης
οι συγκεντρώσεις της Λισινοπρίλης του ορού μειώνονται κατά μέσο όρο 60%, με
κάθαρση κατά την αιμοδιύλιση μεταξύ 40 και 55ml/min.
K αρδιακή Ανεπάρκεια
Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν μεγαλύτερη έκθεση στην Λισινοπρίλη σε
σύγκριση με τους υγιείς (αύξηση του ΑUC κατά μέσο όρο 125%), αλλά με βάση την
ανάκτηση από τα ούρα, ο βαθμός απορρόφησης της Λισινοπρίλης μειώνεται περίπου 16%
όταν συγκρίνονται με υγιείς.
Ηλικιωμένοι
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα στο αίμα και μεγαλύτερες τιμές
για την περιοχή κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης-χρόνου (αύξηση περίπου 60%), σε
σχέση με νεότερους ασθενείς.
Hydrochlorothiazide: Όταν τα επίπεδα του πλάσματος ελέγχθησαν για 24 ώρες
τουλάχιστον, η ημιπερίοδος ζωής που παρατηρήθηκε στο πλάσμα κυμάνθηκε μεταξύ 5,6
και 14,8 ωρών. Tουλάχιστον το 61% της χορηγούμενης από το στόμα δόσης
απεκκρίνεται αναλλοίωτο μέσα σε 24 ώρες. Μετά την χορήγηση από το στόμα η
διούρηση ξεκινάει μέσα σε 2 ώρες, φτάνοντας την μεγαλύτερη ποσότητα σε 4 ώρες και
διαρκεί 6-12 ώρες. H Hydrochlorothiazide διαπερνά τον πλακούντα αλλά όχι τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
5.3 Προκλινικά Δεδομένα για την Ασφάλεια
Τα προκλινικά στοιχεία, με βάση κλασικές μελέτες γενικής φαρμακολογίας, δεν έδειξαν
κίνδυνο για τον άνθρωπο, τοξικότητα στην επαναλαμβανόμενη δόση, γονιδιακή
τοξικότητα και καρκινογόνο δράση.
Οι αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης σαν κατηγορία φαρμάκων
έχουν κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες, στα τελικά στάδια εμβρυογένεσης, οι οποίες
οδηγούν σε θάνατο του εμβρύου και συγγενείς ανωμαλίες που επηρεάζουν ειδικά το
κρανίο. Εμβρυϊκή τοξικότητα, ανωμαλίες ανάπτυξης και ανοικτός αρτηριακός πόρος
έχουν επίσης αναφερθεί. Οι ανωμαλίες ανάπτυξης προέρχονται από την απευθείας δράση
των Αναστολέων-ΜΕΑ στο εμβρυϊκό σύστημα Ρενίνης-Αγγειοτασίνης-Αλδοστερόνης και σε
ένα μικρό ποσοστό λόγω της ισχαιμίας που προκαλείται από την υπόταση της μητέρας,
18
την μειωμένη εμβρυοπλακουντιακή ροή αίματος και την μειωμένη μεταφορά
οξυγόνου/θρεπτικών στοιχείων στο έμβρυο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Mannitol, calcium hydrogen phosphate, starch maize, starch pregelatinised, magnesium stearate.
6.2 Aσυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
30 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Nα φυλάσσεται σε θερμοκρασία κάτω των 25
o
C, σε χώρο ξηρό και με προφύλαξη από το
φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Zestoretic 20mg/12,5mg: Κουτιά των 14 δισκίων σε ημερολογιακό blister.
7. KATOXOΣ THΣ AΔEIAΣ KYKΛOΦOPIAΣ
AstraZeneca Α.E.,
Θεοτοκοπούλου 4 & Αστροναυτών,
151 25 Μαρούσι Αθήνα
Τηλ.: 210 6871500
8. APIΘMOΣ(ΟΙ) AΔEIAΣ KYKΛOΦOPIAΣ
Zestoretic 20mg/12,5mg: 37776/07 / 16-07-2008
9. HMEPOMHNIA THΣ ΠPΩTHΣ AΔEIAΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Zestoretic 20mg/12,5mg: 04-12-1992
10. HMEPOMHNIA ANAΘEΩPHΣHΣ TOY KEIMENOY
19