Αυξήσεις στο κάλιο του ορού έχουν παρατηρηθεί σε μερικούς ασθενείς που λάμβαναν
θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της λισινοπρίλης. Στους
ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο για ανάπτυξη υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνονται εκείνοι
με νεφρική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, ή εκείνοι που λαμβάνουν ταυτόχρονα
καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα αλάτων που
περιέχουν κάλιο, ή εκείνοι οι ασθενείς που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που σχετίζονται με
αυξήσεις του καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη). Εάν η ταυτόχρονη χρήση των παραπάνω
αναφερόμενων παραγόντων κρίνεται απαραίτητη, συνιστάται η τακτική παρακολούθηση
του καλίου του ορού (βλ. παράγραφο 4.5).
Διαβητικοί ασθενείς
Σε διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος αντιδιαβητικούς παράγοντες
ή ινσουλίνη, ο γλυκαιμικός έλεγχος πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια
του πρώτου μήνα της αγωγής με έναν αναστολέα του ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.5).
Yπερευαισθησία/Aγγειοοίδημα
Aγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, της γλώσσας, της γλωττίδας
και/ή του λάρυγγα αναφέρεται όχι συχνά σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκαν
αναστολείς του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης, συμπεριλαμβανομένης της
Λισινοπρίλης. Aυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της θεραπείας.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η Λισινοπρίλη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και ο ασθενής να
τίθεται υπό την κατάλληλη θεραπεία και παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η
πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων πριν την απομάκρυνσή του. Ακόμα και σ' εκείνες τις
περιπτώσεις που το οίδημα περιορίζεται στη γλώσσα, χωρίς να προκαλεί δυσφορία στην
αναπνοή, οι ασθενείς χρειάζονται παρατεταμένη παρακολούθηση γιατί η θεραπεία με
αντιϊσταμινικά και κορτικοστεροειδή μπορεί να μην είναι επαρκής.
Πολύ σπάνια αγγειοοίδημα το οποίο σχετίζεται με οίδημα του λάρυγγα και της γλώσσας
μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν οίδημα της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα είναι
πιθανό να υποστούν απόφραξη των αεροφόρων οδών, ειδικά εκείνοι με ιστορικό
εγχειρήσεων των αεροφόρων οδών. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να χορηγηθεί
αμέσως η κατάλληλη θεραπεία. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση αδρεναλίνης
και/ή την συντήρηση μιας ανοικτής αεροφόρου οδού.
Ο ασθενής πρέπει να τίθεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η
πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων. Οι αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της
Αγγειοτασίνης μπορούν να προκαλέσουν σε μεγαλύτερη συχνότητα αγγειοοίδημα στους
μαύρους ασθενείς.
Ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος που δεν σχετίζεται με χορήγηση αναστολέων του
Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης μπορεί να διατρέξουν αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης αγγειοοιδήματος όταν λαμβάνουν Α-ΜΕΑ (βλέπε παρ. 4.3).
Η χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις
υπερευαισθησίας σε ασθενείς με ιστορικό ή όχι αλλεργιών ή βρογχικού άσθματος.
Έξαρση ή ενεργοποίηση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου έχει αναφερθεί με
χρήση θειαζιδικών διουρητικών.
Aπευαισθητοποίηση
Ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς του Mετατρεπτικού Eνζύμου της Aγγειοτασίνης
κατά τη διάρκεια θεραπείας απευαισθητοποίησης (π.χ. δηλητήριο υμενοπτέρων),
εμφάνισαν αναφυλακτικές αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, αυτές οι αντιδράσεις
αποφεύχθηκαν όταν διεκόπη προσωρινά η χορήγηση αναστολέα του Mετατρεπτικού
Eνζύμου της Aγγειοτασίνης, αλλά εμφανίστηκαν πάλι όταν επαναχορηγήθηκε από
αμέλεια.
6