Η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη, η οποία περιέχεται στο Buscopan Plus,
ασκεί σπασμολυτική δράση στους λείους μύες του γαστρεντερικού
σωλήνα, των χοληφόρων και του ουροποιογεννητικού. Ως παράγωγο του
τεταρτοταγούς αμμωνίου, η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δεν εισέρχεται
στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Επομένως, αντιχολινεργικές
ανεπιθύμητες ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα δε συμβαίνουν.
Περιφερική αντιχολινεργική δράση προκύπτει από αποκλεισμό των
γαγγλίων μέσα στο σπλαχνικό τοίχωμα καθώς και μιας
αντιμουσκαρινικής δράσης.
Η παρακεταμόλη, η οποία περιέχεται στο Buscopan Plus, έχει
αναλγητικές και αντιπυρετικές δράσεις, μαζί με μια πολύ αδύναμη
αντιφλεγμονώδη δράση. Ο μηχανισμός δράσης της είναι πιθανά
παρόμοιος με εκείνο του ακετυλοσαλικυλικού οξέος. Αναστέλλει ισχυρά
την κεντρική σύνθεση προσταγλανδίνης αλλά μόνο αδύναμα αναστέλλει
την περιφερική σύνθεση προσταγλανδίνης. Επίσης αναστέλλει τη δράση
των ενδογενών πυρετογόνων στο κέντρο ρύθμισης της θερμοκρασίας
στον υποθάλαμο.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη
Απορρόφηση
Ως ένωση του τεταρτοταγούς αμμωνίου, η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη
είναι αρκετά πολική, αλλά παρόλ’αυτά απορροφάται μόνο μερικώς μετά
από χορήγηση από το στόμα (8%) ή από το ορθό (3%). Μετά από
χορήγηση από το στόμα μεμονωμένων δόσεων βουτυλοβρωμιούχου
υοσκίνης μεταξύ 20 και 400mg, οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα βρέθηκαν μεταξύ 0,11ng/ml και 2,04ng/ml σε περίπου 2 ώρες. Στο
ίδιο εύρος δόσεων, οι παρατηρούμενες μέσες τιμές AUC
0-
tz
κυμαίνονταν
από 0.37 έως 10,7 ng h/ml. Οι διάμεσες τιμές απόλυτης
βιοδιαθεσιμότητες των διαφορετικών φαρμακοτεχνικών μορφών, δηλαδή
επικαλυμμένα δισκία, υπόθετα και στοματικό διάλυμα, που περιέχουν
100mg βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης το καθένα βρέθηκαν να είναι
μικρότερες από 1%.
Κατανομή
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η ουσία κατανέμεται ταχέως (t
1/2α
=4
min, t
1/2β
=29 min) στους ιστούς. Ο όγκος κατανομής είναι 128L (που
αντιστοιχεί σε περίπου 1,7l/kg).
Εξαιτίας της υψηλής της συγγένειας με μουσκαρινικούς και
νικοτινικούς υποδοχείς η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη κατανέμεται
κυρίως σε μυϊκά κύτταρα της κοιλιακής και πυελικής χώρας όπως και
στα εσωτερικά γάγγλια των κοιιακών οργάνων. Μετά από την από του
στόματος και την ενδοφλέβια χορήγηση, η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη
συγκεντρώνεται στις θέσεις δράσης: στο γαστρεντερικό σωλήνα, στη
χοληδόχο κύστη, στα χοληφόρα, στο ήπαρ και στους νεφρούς. Παρόλα τα
βραχείας διάρκειας και εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα αίματος, η
βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη παραμένει διαθέσιμη στο σημείο δράσης
εξαιτίας της υψηλής ιστικής συγγένειας. Η αυτοραδιογραφία
επιβεβαιώνει ότι η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δε διαπερνάει τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη έχει μικρή