Σε χορήγηση επαναλαμβανόμενων δόσεων έως 100 mg ανά ημέρα ή μιας εφάπαξ
δόσης 500 mg, μικρές αυξήσεις του καρδιακού ρυθμού μερικών παλμών το λεπτό
επέφεραν βράχυνση του διαστήματος QT χωρίς σημαντική επίδραση στο
καταλλήλως διορθωμένο διάστημα QTc.
Η χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση μελετήθηκε ως κλινικό πρότυπο για κνιδωτικές
καταστάσεις, δεδομένου ότι η υποκείμενη παθοφυσιολογία είναι παρόμοια
ανεξάρτητα από την αιτιολογία και επειδή οι χρόνιοι ασθενείς μπορούν πιο
εύκολα να στρατευθούν προοπτικά. Από τη στιγμή που η απελευθέρωση
ισταμίνης είναι ένας αιτιώδης παράγοντας σε όλες τις κνιδωτικές νόσους, το
ebastine αναμένεται να είναι αποτελεσματικό στο να παρέχει συμπτωματική
ανακούφιση για άλλες κνιδωτικές καταστάσεις, επιπλέον της χρόνιας
ιδιοπαθούς κνίδωσης, όπως υποδεικνύεται στις κλινικές κατευθυντήριες
γραμμές.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το ebastine απορροφάται ταχέως και υπόκειται σε εκτεταμένo μεταβολισμό
πρώτης διόδου μετά από του στόματος χορήγηση. Το ebastine μετατρέπεται
σχεδόν πλήρως στο φαρμακολογικά δραστικό όξινο μεταβολίτη, carebastine.
Μετά από τη χορήγηση μίας εφάπαξ δόσης 10 mg, οι μέγιστες συγκεντρώσεις
του μεταβολίτη στο πλάσμα εμφανίζονται μέσα σε 2,6 έως 4 ώρες και τα
επίπεδά τους κυμαίνονται από 80 έως 100 ng/ml. Ο χρόνος ημιζωής του όξινου
μεταβολίτη είναι 15 με 19 ώρες ενώ το 66% του φαρμάκου απεκκρίνεται στα
ούρα κυρίως με τη μορφή συζευγμένων μεταβολιτών. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση 10 mg εφάπαξ ημερησίως μέσα σε 3 έως 5 ημέρες
επιτυγχάνεται σταθεροποιημένη κατάσταση και οι ανώτατες συγκεντρώσεις
στο πλάσμα κυμαίνονται από 130 έως 160 ng/ml.
In vitro μελέτες που διεξήχθησαν με ανθρώπινα ηπατικά μικροσώματα
καταδεικνύουν πως το ebastine μεταβολίζεται προς carebastine κυρίως μέσω
της οδού CYP3A4. Ταυτόχρονη χορήγηση ebastine με κετοκοναζόλη ή
ερυθρομυκίνη (και οι δύο είναι αναστολείς του CYP3A4) σε υγιείς εθελοντές
συνδέεται με σημαντική αύξηση στο πλάσμα των συγκεντρώσεων του ebastine
και του carebastine, ιδιαίτερα με την κετοκοναζόλη (βλ. παράγραφο 4.5
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης).
Τόσο το ebastine όσο και το carebastine συνδέονται ισχυρά με τις πρωτεΐνες
σε ποσοστό 97%.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές
αλλαγές στη φαρμακοκινητική του προϊόντος σε σύγκριση με εκείνη των
ενηλίκων εθελοντών.
Σε ασθενείς με ήπια, μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια οι οποίοι ελάμβαναν
ημερήσιες δόσεις ebastine 20 mg, καθώς και σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ηπατική ανεπάρκεια που ελάμβαναν 20 mg ebastine, ή με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια που ελάμβαναν 10 mg ebastine, οι συγκεντρώσεις του ebastine και του
carebastine στο πλάσμα επιτυγχάνονται κατά τη διάρκεια της πρώτης και της
πέμπτης ημέρας θεραπείας και ήταν παρόμοιες με αυτές που επιτυγχάνονται σε
υγιείς εθελοντές. Συνεπώς, το φαρμακοκινητικό προφίλ του ebastine και των