Συμπαθομιμητικοί παράγοντες:
Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να
αντισταθμίσει τη δράση των β-αδρενεργικών ανταγωνιστών. Οι β-
αδρενεργικοί παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε μη
αντιρροπούμενη α-αδρενεργική δραστηριότητα των
συμπαθομιμητικών παραγόντων με ταυτόχρονη α- και β-
αδρενεργική δράση (κίνδυνος υπέρτασης, σοβαρής βραδυκαρδίας
και καρδιακού αποκλεισμού).
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις:
Δεδομένου ότι το ισοένζυμο CYP2D6 συμμετέχει στον μεταβολισμό
της νεμπιβολόλης, η συγχορήγηση με ουσίες που αναστέλλουν αυτό
το ένζυμο, ιδίως παροξετίνη, τη φλουοξετίνη, τη θειοριδαζίνη και
την κινιδίνη μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων της
νεμπιβολόλης στο πλάσμα που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο
εξεσημασμένης βραδυκαρδίας και ανεπιθύμητων ενεργειών.
- Η συγχορήγηση της σιμετιδίνης αύξησε τα επίπεδα της
νεμπιβολόλης στο πλάσμα, χωρίς να αλλάξει την κλινική δράση.
Η συγχορήγηση με ρανιτιδίνη δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική
της νεμπιβολόλης. Δεδομένου ότι το Lobivon λαμβάνεται με το
γεύμα, ενώ τα αντιόξινα μεταξύ των γευμάτων, οι δύο θεραπείες
μπορούν να συνταγογραφηθούν μαζί.
- Όταν συνδυάζεται η νεμπιβολόλη με τη νικαρδιπίνη
εμφανίζεται ελαφριά αύξηση των επιπέδων των δύο φαρμάκων
στο πλάσμα, χωρίς να αλλάζει η κλινική τους δράση. Η
συγχορήγηση με αλκοόλ, φουροσεμίδη ή υδροχλωροθειαζίδη δεν
επηρεάζει την φαρμακοκινητική της νεμπιβολόλης.
Η νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει την φαρμακοκινητική και την
φαρμακοδυναμική της βαρφαρίνης.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η νεμπιβολόλη έχει φαρμακολογικές επιδράσεις οι οποίες μπορεί
να
είναι επιβλαβείς κατά την διάρκεια της κύησης και/ή στο
έμβρυο/νεογνό. Γενικά, οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές μειώνουν
την αιμάτωση του πλακούντα, η οποία έχει συσχετισθεί με
επιβράδυνση της ανάπτυξης, ενδομήτριο εμβρυϊκό θάνατο, αποβολή
ή πρώϊμο τοκετό. Ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. υπογλυκαιμία, και
βραδυκαρδία) μπορεί να συμβούν στο έμβρυο και στο νεογνό. Εάν
η θεραπεία με β-αδρενεργικούς αποκλειστές είναι απαραίτητη, θα
προτιμηθούν οι β1-εκλεκτικοί αδρενεργικοί αποκλειστές.
Η νεμπιβολόλη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της
κύησης εκτός εάν είναι απολύτως απαραίτητο. Εάν η θεραπεία με
τη νεμπιβολόλη θεωρείται απαραίτητη, η μητρο-πλακουντιακή
αιματική ροή και η ανάπτυξη του εμβρύου πρέπει να
παρακολουθούνται. Εναλλακτική θεραπεία θα πρέπει να
χορηγηθεί σε περιπτώσεις επιβλαβών επιδράσεων κατά την
εγκυμοσύνη ή στο έμβρυο. Το νεογνό θα πρέπει να βρίσκεται υπό
στενή προσοχή. Γενικά, συμπτώματα υπογλυκαιμίας και
βραδυκαρδίας πρέπει να αναμένονται μέσα στις 3 πρώτες ημέρες.
8