ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
L
O
B
I
V
O
N
®
(Nebivolol)
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
LOBIVON
5mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Kάθε δισκίο Lobivon περιέχει 5mg νεμπιβολόλη (ως υδροχλωρική
νεμπιβολόλη): 2,5mg του SRRR-νεμπιβολόλη (ή d-νεμπιβολόλη)
και 2,5mg του RSSS-νεμπιβολόλη (ή l-νεμπιβολόλη)
Έκδοχα με γνωστές δράσεις: κάθε δισκίο περιέχει 141,75mg
μονοϋδρική λακτόζη (βλέπε παρ.4.4 και 6.1)
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παρ.6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίo.
Λευκό, στρογγυλό, σταυρωτά-διχοτομούμενο δισκίο
Το δισκίο μπορεί να διαιρεθεί σε ίσα τέταρτα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
5.
5.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπέρταση
Θεραπεία της .ιδιοπαθούς υπέρτασης
( ) Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια ΧΚΑ
Θεραπεία της σταθεροποιημένης ήπιας και μέτριας χρόνιας
καρδιακής ανεπάρκειας ως πρόσθετη αγωγή στη συνήθη θεραπεία,
σε ηλικιωμένους ασθενείς ≥ 70 ετών.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Υπέρταση
Ενήλικες
H δόση είναι 1 δισκίο (5mg) την ημέρα, κατά προτίμηση την ίδια
ώρα κάθε ημέρα.
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι εμφανής 1 - 2 εβδομάδες
από την έναρξη της θεραπείας.
Συνήθως, το βέλτιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μόνο μετά από 4
εβδομάδες θεραπείας.
NL/H/102+103/001/R/003
Σε συνδυασμό με άλλους αντιϋπερτασικούς παράγοντες
:
Οι β-αποκλειστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνοι τους ή μαζί
με άλλους αντιϋπερτασικούς παράγοντες.
Μέχρι σήμερα, πρόσθετο αντιυπερτασικό αποτέλεσμα
παρατηρήθηκε μόνο όταν το Lobivon 5mg συνδυάστηκε με
υδροχλωροθειαζίδη σε δόσεις των 12,5 - 25mg.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η συνιστώμενη αρχική δόση
είναι 2,5mg την ημέρα. Αν θεωρηθεί απαραίτητο, η ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί σε 5mg.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
:
Τα δεδομένα σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια ή με ηπατική
δυσλειτουργία είναι περιορισμένα. Γι'αυτό η χρήση του Lobivon
5mg αντενδείκνυται σ'αυτούς τους ασθενείς.
Ηλικιωμένοι
:
Σε ασθενείς άνω των 65 ετών, η συνιστώμενη αρχική δόση είναι
2,5mg την ημέρα. Αν θεωρηθεί απαραίτητο, η δόση μπορεί να
αυξηθεί σε 5mg. Εντούτοις, λόγω της περιορισμένης εμπειρίας σε
ασθενείς άνω των 75 ετών, σ’αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται
προσοχή και στενή παρακολούθηση.
Παιδιατρικός πλησθυσμός:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Lobivonσε παιδιά και
εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Συνεπώς. η χορήγηση σε παιδιά
και εφήβους δεν συνιστάται.
Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια
Η θεραπεία της σταθεροποιημένης χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας
πρέπει να ξεκινήσει με σταδιακή αύξηση της δόσης μέχρι να
επιτευχθεί η κατάλληλη ατομική δόση συντήρησης.
Οι ασθενείς πρέπει να έχουν σταθεροποιημένη χρόνια καρδιακή
ανεπάρκεια χωρίς οξεία ανεπάρκεια κατά την διάρκεια των
προηγούμενων έξι εβδομάδων.
Συνιστάται ο θεράπων γιατρός να έχει εμπειρία στην
αντιμετώπιση της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας.
Στους ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με καρδιοαγγειακά
φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των διουρητικών και/ή της
διγοξίνης και/ή των αναστολέων ΜΕΑ και/ή των ανταγωνιστών
της αγγειοτενσίνης ΙΙ, η δοσολογία αυτών των φαρμάκων πρέπει
να σταθεροποιηθεί κατά την διάρκεια των προηγούμενων δύο
εβδομάδων πριν από την έναρξη της θεραπείας με το Lobivon.
Η αρχική τιτλοποίηση της δόσης θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με
τις ακόλουθες οδηγίες, σε μεσοδιαστήματα των 1-2 εβδομάδων
ανάλογα με την ανοχή του ασθενή:
2
1.25mg νεμπιβολόλη, με αύξηση σε 2.5mg νεμπιβολόλη μία φορά
την ημέρα, ακολούθως αύξηση στα 5mg μία φορά ημερησίως και
μετά στα 10mg μία φορά την ημέρα.
Η μέγιστη συνιστώμενη δοσολογία είναι 10mg νεμπιβολόλης μία
φορά την ημέρα.
Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται από έμπειρο γιατρό για 2
ώρες τουλάχιστον μετά την χορήγηση της πρώτης δόσης και μετά
από κάθε αύξηση της δοσολογίας, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι η
κλινική κατάστασή του παραμένει σταθερή (ειδικά όσον αφορά
στην πίεση του αίματος, στον καρδιακό ρυθμό, στην αγωγή του
ερεθίσματος και στα σημεία επιδείνωσης της καρδιακής
ανεπάρκειας).
Η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών μπορεί να αποτρέψει το
σύνολο των ασθενών που βρίσκονται σε θεραπεία με τη μέγιστη
συνιστώμενη δόση. Εάν είναι απαραίτητο, η δόση που επιτεύχθηκε
μπορεί να μειωθεί βαθμιαία και να επαναεισαχθεί κατάλληλα.
Κατά τη διάρκεια τιτλοποίησης της δόσης, σε περίπτωση
επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας ή της μη ανοχής,
συνιστάται πρώτα να μειωθεί η δόση της νεμπιβολόλης , ή να
διακοπεί αμέσως αν είναι απαραίτητο (σε περίπτωση σοβαρής
υπότασης, επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας με οξύ
πνευμονικό οίδημα, καρδιογενής καταπληξία (σοκ), συμπτωματική
βραδυκαρδιά ή AV κολποκοιλιακό αποκλεισμό).
Η θεραπεία της σταθεροποιημένης χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας
με τη νεμπιβολόλη είναι γενικά μία μακροχρόνια θεραπεία.
Η θεραπεία με τη νεμπιβολόλη δεν συνιστάται να διακόπτεται
απότομα καθώς μπορεί να προκαλέσει προσωρινή επιδείνωση της
καρδιακής ανεπάρκειας. Εάν η διακοπή είναι απαραίτητη, η δόση
θα πρέπει να μειώνεται σταδιακά και να υποδιπλασιάζεται σε
εβδομαδιαία διαστήματα.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας σε ήπια έως μέτρια
νεφρική ανεπάρκεια, καθώς η τιτλοδότηση έως τη μέγιστη ανεκτή
δόση είναι εξατομικευμένη. Δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κρεατινίνη ορού ≥ 250μmol/L).
Συνεπώς, η χρήση της νεμπιβολόλης σε αυτούς τους ασθενείς δε
συνιστάται.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
Τα δεδομένα σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια είναι
περιορισμένα. Συνεπώς, η χρήση του Lobivon® σε αυτούς τους
ασθενείς αντενδείκνυται.
Ηλικιωμένοι
3
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας, αφού γίνεται
εξατομικευμένη τιτλοδότηση στη μέγιστη ανεκτή δόση.
Παιδιατρικός πλησθυσμός:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Lobivon σε παιδιά και
εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί.
Συνεπώς. η χορήγηση σε παιδιά και εφήβους δεν συνιστάται. Δεν
υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Τρόπος Χορήγησης
Από του στόματος
Τα δισκία μπορεί να λαμβάνονται με τα γεύματα
4.3. Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6
- Ηπατική ανεπάρκεια ή ηπατική δυσλειτουργία
- Οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιογενής καταπληξία ή
επεισόδια μη αντιρροπούμενης καρδιακής ανεπάρκειας που
απαιτούν ενδοφλέβια χορήγηση ινοτρόπων φαρμάκων.
Επιπλέον, όπως και με άλλους β-αδρενεργικούς αποκλειστές, το
Lobivon®
αντενδείκνυνται σε :
σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, συμπεριλαμβανομένου και
του
φλεβοκομβικού αποκλεισμού
δευτέρου και τρίτου βαθμού καρδιακό αποκλεισμό (χωρίς
βηματοδότη).
ιστορικό βρογχόσπασμου και βρογχικού άσθματος.
φαιοχρωμοκύτωμα που δεν αντιμετωπίζεται.
μεταβολική οξέωση.
βραδυκαρδία (καρδιακός ρυθμός < 60 παλμούς/λεπτό πριν
από την έναρξη της θεραπείας)
υπόταση (συστολική πίεση του αίματος < 90mmHg)
. σοβαρές περιφερικές κυκλοφορικές διαταραχές
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Βλέπε επίσης παρ.4.8. «Ανεπιθύμητες ενέργειες».
Οι ακόλουθες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις αφορούν γενικά
τους β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές.
Αναισθησία
-
Η συνέχιση της αγωγής με β-αποκλειστές μείωνει τον κίνδυνο
αρρυθμιών κατά τη διάρκεια της εισαγωγής στην αναισθησία και
της διασωλήνωσης.
Οταν έχει αποφασισθεί να διακοπεί ο β-αποκλειστής κατά την
προετοιμασία για χειρουργείο, ο β-αδρενεργικός ανταγωνιστής θα
πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν.
Προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη χρήση ορισμένων αναισθητικών
φαρμάκων τα οποία προκαλούν καταστολή του μυοκαρδίου. Ο
4
ασθενής μπορεί να προστατευθεί από βαγοτονικές αντιδράσεις με
ενδοφλέβια χορήγηση ατροπίνης.
Καρδιαγγειακό
Γενικά, οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές δεν θα πρέπει να
χορηγούνται σε ασθενείς με μη αντιμετωπιζόμενη συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια, εκτός εάν η κατάστασή τους έχει
σταθεροποιηθεί.
Σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο, η διακοπή της
θεραπείας με τον β-αδρενεργικό ανταγωνιστή θα πρέπει να γίνεται
σταδιακά, π.χ. σε διάστημα 1 - 2 εβδομάδων. Εάν είναι
απαραίτητο, θα πρέπει ταυτόχρονα να ξεκινάει θεραπεία
αντικατάστασης , για να προληφθούν οι παροξυσμοί της
στηθάγχης.
- Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές μπορεί να προκαλέσουν
βραδυκαρδία: εάν ο σφυγμός μειωθεί σε λιγότερους από 50 - 55
παλμούς ανά λεπτό κατά την ανάπαυση ή/και ο ασθενής
εμφανίσει συμπτώματα που υποδηλώνουν βραδυκαρδία, η δόση θα
πρέπει να μειωθεί.
- Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
με προσοχή:
σε ασθενείς με περιφερικές κυκλοφορικές διαταραχές
(σύνδρομο ή νόσο Raynaud, διαλλείπουσα χωλότητα), επειδή
μπορεί να επέλθει έξαρση αυτών των διαταραχών;
σε ασθενείς με πρώτου βαθμού καρδιακό αποκλεισμό,
εξ'αιτίας του αρνητικού αποτελέσματος των β-αποκλειστών
στον χρόνο αγωγιμότητας.
σε ασθενείς με στηθάγχη Prinzmetal λόγω της μη
αντιρροπούμενης αγγειοσυσταλτικής δράσης των άλφα-
υποδοχέων στις στεφανιαίες αρτηρίες. Οι β-αδρενεργικοί
ανταγωνιστές μπορεί να αυξήσουν τον αριθμό και τη
διάρκεια των επεισοδίων στηθάγχης.
Ο συνδυασμός της νεμπιβολόλης με ανταγωνιστές των διαύλων
του ασβεστίου τύπου βεραπαμίλης και διλτιαζέμης, με
αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας Ι, και με κεντρικώς δρώντα
αντιυπερτασικά φάρμακα γενικά δε συνιστάται. Για λεπτομέρειες
παρακαλώ ανατρέξτε στην παράγραφο 4.5.
Μεταβολισμός/Ενδοκρινολογικά
- To Lobivon δεν επηρεάζει τα επίπεδα γλυκόζης σε διαβητικούς
ασθενείς. Εντούτοις, προσοχή θα πρέπει να δίνεται σε
διαβητικούς ασθενείς καθώς η νεμπιβολόλη μπορεί να συγκαλύψει
ορισμένα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας (ταχυκαρδία, αίσθημα
παλμών).
Οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές μπορούν να συγκαλύψουν
συμπτώματα ταχυκαρδίας σε υπερθυρεοειδισμό. Η απότομη
διακοπή μπορεί να επιδεινώσει αυτά τα συμπτώματα.
Αναπνευστικό
5
-Σε ασθενείς με χρόνιες αποφρακτικές πνευμονικές παθήσεις, οι β-
αδρενεργικοί ανταγωνιστές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με
προσοχή γιατί η στένωση των αεραγωγών μπορεί να επιδεινωθεί.
Άλλα
Ασθενείς με ιστορικό ψωρίασης θα πρέπει να λαμβάνουν β-
αδρενεργικούς ανταγωνιστές μόνο μετά από προσεκτική εκτίμηση.
Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές μπορεί να αυξήσουν την
ευαισθησία σε αλλεργιογόνα και την σοβαρότητα των
αναφυλακτικών αντιδράσεων.
Η έναρξη θεραπείας με νεμπιβολόλη για τη Χρόνια Καρδιακή
Ανεπάρκεια απαιτεί τακτική παρακολούθηση. Για την δοσολογία
και την μέθοδο χορήγησης παρακαλώ ανατρέξτε στην παράγραφο
4.2. Η διακοπή της θεραπείας δεν πρέπει να γίνει απότομα εκτός
εάν ενδείκνυται απόλυτα. Για περισσότερες πληροφορίες
παρακαλώ ανατρέξτε στην παράγραφο 4.2.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με
σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
έλλειψης Lapp-λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης
δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπιδράσεων
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις:
Οι ακόλουθες αλληλεπιδράσεις αφορούν γενικά τους β-
αδρενεργικούς ανταγωνιστές.
Συνδυασμοί που δεν συνιστώνται:
Αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας Ι (κινιδίνη, υδροκινιδίνη,
σιμπενζολίνη, φλεκαϊνίδη, δισοπυραμίδη, λιδοκαϊνη, μεξιλετίνη,
προπαφαινόνη):
Η δράση της στον χρόνο κολποκοιλιακής αγωγής μπορεί να
ενισχυθεί και να αυξηθεί η αρνητική ινοτρόπος δράση (βλέπε
παράγραφο 4.4.).
Ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου τύπου
βεραπαμίλης/διλτιαζέμης:
αρνητική επίδραση στη συσταλτικότητα
και την κολποκοιλιακή αγωγιμότητα. Η ενδοφλέβια χορήγηση της
βεραπαμίλης σε ασθενείς που βρίσκονται σε θεραπεία με β-
αποκλειστές μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή υπόταση και
κολποκοιλιακό αποκλεισμό (βλέπε παράγραφο 4.4.)
Κεντρικώς δρώντα αντιυπερτασικά (κλονιδίνη, γκουανφασίνη,
μονοξιδίνη, μεθυλντόπα, ριλμενιδίνη):
Η
ταυτόχρονη χορήγηση
των κεντρικώς δρώντων αντιυπερτασικών φαρμάκων μπορεί να
επιδεινώσει την καρδιακή ανεπάρκεια μειώνοντας τον τόνο του
κεντρικού συμπαθητικού (μείωση της καρδιακής συχνότητας και
6
της καρδιακής παροχής, αγγειοδιαστολή) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Αποτομή διακοπή, ιδίως αν γίνει πριν την διακοπή των β-
αποκλειστών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υποτροπής της
υπέρτασης.
Συνδυασμοί που πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή
Αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας ΙΙΙ (αμιοδαρόνη):
Η δράση
στον χρόνο κολποκοιλιακής αγωγιμότητας μπορεί να ενισχυθεί
Αναισθητικά πτητικά αλογονούχα:
Η ταυτόχρονη χορήγηση β-
αδρενεργικών ανταγωνιστών με αναισθητικά φάρμακα μπορεί να
εξασθενήσει την αντανακλαστική ταχυκαρδία και να αυξήσει τον
κίνδυνο υπότασης (βλέπε παράγραφο 4.4.). Ως γενικό\ κανόνα, η
απότομη διακοπή της θεραπείας με β-αποκλειστές θα πρέπει να
αποφεύγεται. Οι αναισθησιολόγοι θα πρέπει να ενημερώνονται
εάν οι ασθενείς λαμβάνουν το Lobivon.
Ινσουλίνη και αντιδιαβητικά φάρμακα από του στόματος :
Αν και η
νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει τα επίπεδα γλυκόζης, η ταυτόχρονη
χορήγηση μπορεί να καλύψει ορισμένα συμπτώματα της
υπογλυκαιμίας (αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία).
Βακλοφαίνη (αντισπασμωδικός παράγοντας), αμιφοστίνη
(αντινεοπλασματικό συμπλήρωμα):
Η
ταυτόχρονη χρήση με
αντιυπερτασικά είναι πιθανόν να αυξήσει την πτώση της
αρτηριακής πίεσης, συνεπώς η δοσολογία του αντιυπερτασικού
φαρμάκου πρέπει να προσαρμοσθεί ανάλογα
Συνδυασμοί που πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά
Γλυκοσίδες δακτυλίτιδας:
Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να
αυξήσει τον χρόνο κολποκοιλιακής αγωγιμότητας. Οι κλινικές
μελέτες με τη νεμπιβολόλη δεν έχουν δείξει καμία κλινική
απόδειξη αλληλεπίδρασης. Η νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει την
κινητική της διγοξίνης.
Ανταγωνιστές του ασβεστίου τύπου διυδροπυριδίνης (αμλοδιπίνη,
φελοδιπίνη, λασιδιπίνη, νιφεδιπίνη, νικαρδιπίνη, νιμοδιπίνη,
νιτρενδιπίνη):
Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να αυξήσει τον
κίνδυνο υπότασης, και το ενδεχόμενο περαιτέρω επιδείνωσης της
κοιλιακής συσταλτικής λειτουργίας σε ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Αντιψυχωτικά, αντικαταθλιπτικά (τρικυκλικά, βαρβιτουρικά και
φαινοθειαζίνες):
Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να ενισχύσει την
υποτασική δράση των β-αποκλειστών (αθροιστική δράση).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (
NSAID
):
δεν επηρεάζουν
την αντιυπερτασική δράση της νεμπιβολόλης.
7
Συμπαθομιμητικοί παράγοντες:
Η ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί να
αντισταθμίσει τη δράση των β-αδρενεργικών ανταγωνιστών. Οι β-
αδρενεργικοί παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε μη
αντιρροπούμενη α-αδρενεργική δραστηριότητα των
συμπαθομιμητικών παραγόντων με ταυτόχρονη α- και β-
αδρενεργική δράση (κίνδυνος υπέρτασης, σοβαρής βραδυκαρδίας
και καρδιακού αποκλεισμού).
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις:
Δεδομένου ότι το ισοένζυμο CYP2D6 συμμετέχει στον μεταβολισμό
της νεμπιβολόλης, η συγχορήγηση με ουσίες που αναστέλλουν αυτό
το ένζυμο, ιδίως παροξετίνη, τη φλουοξετίνη, τη θειοριδαζίνη και
την κινιδίνη μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων της
νεμπιβολόλης στο πλάσμα που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο
εξεσημασμένης βραδυκαρδίας και ανεπιθύμητων ενεργειών.
- Η συγχορήγηση της σιμετιδίνης αύξησε τα επίπεδα της
νεμπιβολόλης στο πλάσμα, χωρίς να αλλάξει την κλινική δράση.
Η συγχορήγηση με ρανιτιδίνη δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική
της νεμπιβολόλης. Δεδομένου ότι το Lobivon λαμβάνεται με το
γεύμα, ενώ τα αντιόξινα μεταξύ των γευμάτων, οι δύο θεραπείες
μπορούν να συνταγογραφηθούν μαζί.
- Όταν συνδυάζεται η νεμπιβολόλη με τη νικαρδιπίνη
εμφανίζεται ελαφριά αύξηση των επιπέδων των δύο φαρμάκων
στο πλάσμα, χωρίς να αλλάζει η κλινική τους δράση. Η
συγχορήγηση με αλκοόλ, φουροσεμίδη ή υδροχλωροθειαζίδη δεν
επηρεάζει την φαρμακοκινητική της νεμπιβολόλης.
Η νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει την φαρμακοκινητική και την
φαρμακοδυναμική της βαρφαρίνης.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η νεμπιβολόλη έχει φαρμακολογικές επιδράσεις οι οποίες μπορεί
να
είναι επιβλαβείς κατά την διάρκεια της κύησης και/ή στο
έμβρυο/νεογνό. Γενικά, οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές μειώνουν
την αιμάτωση του πλακούντα, η οποία έχει συσχετισθεί με
επιβράδυνση της ανάπτυξης, ενδομήτριο εμβρυϊκό θάνατο, αποβολή
ή πρώϊμο τοκετό. Ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. υπογλυκαιμία, και
βραδυκαρδία) μπορεί να συμβούν στο έμβρυο και στο νεογνό. Εάν
η θεραπεία με β-αδρενεργικούς αποκλειστές είναι απαραίτητη, θα
προτιμηθούν οι β1-εκλεκτικοί αδρενεργικοί αποκλειστές.
Η νεμπιβολόλη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της
κύησης εκτός εάν είναι απολύτως απαραίτητο. Εάν η θεραπεία με
τη νεμπιβολόλη θεωρείται απαραίτητη, η μητρο-πλακουντιακή
αιματική ροή και η ανάπτυξη του εμβρύου πρέπει να
παρακολουθούνται. Εναλλακτική θεραπεία θα πρέπει να
χορηγηθεί σε περιπτώσεις επιβλαβών επιδράσεων κατά την
εγκυμοσύνη ή στο έμβρυο. Το νεογνό θα πρέπει να βρίσκεται υπό
στενή προσοχή. Γενικά, συμπτώματα υπογλυκαιμίας και
βραδυκαρδίας πρέπει να αναμένονται μέσα στις 3 πρώτες ημέρες.
8
Θηλασμός
Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι η νεμπιβολόλη απεκκρίνεται στο
μητρικό γάλα. Δεν είναι γνωστό αν το φάρμακο απεκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα. Οι περισσότεροι β-αποκλειστές , ιδίως οι
λιποφιλικές ενώσεις, όπως η νεμπιβολόλη και οι δραστικοί
μεταβολίτες της, περνούν στο μητρικό γάλα αλλά με διαφορετικό
ποσοστό διείσδυσης. Έτσι, ο θηλασμός δεν συνιστάται κατά τη
διάρκεια χορήγησης της νεμπιβολόλης.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών Δεν υπάρχουν μελέτες που να δείχνουν την
επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Φαρμακοδυναμικές μελέτες έδειξαν ότι το Lobivon 5mg δεν
επηρεάζει την ψυχοκινητική λειτουργία. Κατά την διάρκεια
οδήγησης και χειρισμού μηχανών, θα πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη ότι περιστασιακά μπορεί να εμφανιστούν ζάλη και κόπωση.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται ξεχωριστά για την
υπέρταση και ξεχωριστά για τη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια λόγω
των διαφορών στο υπόβαθρο των ασθενειών.
Υπέρταση
Οι αναφερθείσες ανεπιθύμητες αντιδράσεις, οι οποίες στις
περισσότερες περιπτώσεις ήταν ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας,
αναγράφονται στον παρακάτω πίνακα, και είναι ταξινομημένες
ανά οργανικό σύστημα και συχνότητα
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Συχνές
(
≥1/100
έως <1/10
)
Σπάνιες
(
≥1/1000 έως
≤1/100)
Πολύ Σπάνιες
(≤1/10.000)
Μη γνωστές
Διαταραχές
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αγγειονευρωτ
ικό οίδημα,
υπερευαισθησ
ία
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Εφιάλτες,
κατάθλιψη
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία,
ζάλη,
Παραισθησί
α
συγκοπή
Οφθαλμικές
διαταραχές
Διαταραχή
όρασης
Καρδιακές
διαταραχές
Βραδυκαρδία,
καρδιακή
ανεπάρκεια,
μειωμένη
κολποκοιλιακή
αγωγή /
κολποκοιλιακός
αποκλεισμός
9
Αγγειακές
διαταραχές
Υπόταση(ενίσχυ
ση)
διαλείπουσας
χωλότητας
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακος και του
μεσοθωρακίου
Δύσπνοια Βρογχόσπασμος
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Δυσκοιλιότη
τα, ναυτία,
διάρροια
Δυσπεψία,
μετεωρισμός,
έμετος
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κνησμός,
ερυθηματώδες
εξάνθημα
επιδείνωση
ψωρίασης
κνίδωση
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και
των μαστών
Ανικανότητα
Γενικές
διαταραχές και
παθήσεις της
οδού χορήγηση
Κόπωση,
οίδημα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες αντιδράσεις έχουν επίσης αναφερθεί
με μερικούς β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές: παραισθήσεις,
ψύχωση, σύγχυση, ψυχρά / κυανωτικά άκρα, φαινόμενο Raynaud,
ξηροφθαλμία και οφθαλμο –βλεννοδερματική τοξικότητα του τύπου
της πρακτολόλης.
Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια
Τα διαθέσιμα δεδομένα για τις ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς
με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια έχουν ληφθεί από μία ελεγχόμενη
με εικονικό φάρμακο, κλινική μελέτη όπου έλαβαν μέρος 1067
ασθενείς που έλαβαν νεμπιβολόλη και 1061 ασθενείς που έλαβαν
εικονικό φάρμακο. Σε αυτή τη μελέτη, συνολικά 449 ασθενείς που
έλαβαν νεμπιβολόλη (42,1%) και 334 ασθενείς που έλαβαν
εικονικό φάρμακο (31,5%) ανέφεραν τουλάχιστον μία πιθανώς
σχετιζόμενη με το φάρμακο ανεπιθύμητη ενέργεια. Οι πιο συχνές
αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που λάμβαναν
νεμπιβολόλη ήταν η βραδυκαρδία και η ζάλη, εμφανιζόμενες και οι
δύο στο 11% περίπου των ασθενών. Η αντίστοιχη συχνότητα
ανάμεσα στους ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο ήταν
περίπου 2% και 7%.
Τα ακόλουθα επεισόδια αναφέρθηκαν ως ανεπιθύμητες ενέργειες
(ως τουλάχιστον πιθανώς σχετιζόμενες με το φάρμακο) και
θεωρήθηκαν ως ειδικά συσχετιζόμενες με την θεραπεία της
χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας:
- Επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας σε ποσοστό 5.8% των
ασθενών που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 5.2% των ασθενών
που λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
10
- Ορθοστατική υπόταση αναφέρθηκε στο 2.1% των ασθενών που
λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 1.0% των ασθενών που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
- Δυσανεξία στο φάρμακο αναφέρθηκε στο 1.6% των ασθενών
που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0.8% των ασθενών που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
- Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 1
ου
βαθμού αναφέρθηκε στο 1.4%
των ασθενών που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0.9% των
ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
- Οίδημα των κάτω άκρων αναφέρθηκε στο 1.0% των ασθενών
που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0.2% των ασθενών που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που
αναγράφεται στο μ VΠαράρτη α *.
4.9. Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα υπερδοσολογίας με το Lobivon.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας των β-αποκλειστών είναι:
βραδυκαρδία, υπόταση, βρογχόσπασμος και οξεία καρδιακή
ανεπάρκεια.
Θεραπεία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή υπερευαισθησίας, ο ασθενής θα
πρέπει να τοποθετείται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση και να
αντιμετωπίζεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος.
Η απορρόφηση τυχόν υπολειμμάτων του φαρμάκου που ακόμη
βρίσκονται στο γαστρεντερικό σύστημα μπορεί να προληφθεί με
πλύση του στομάχου, με χορήγηση ενεργού άνθρακα και ενός
υπακτικού.
Τεχνητή αναπνοή μπορεί να χρειασθεί. Βραδυκαρδία ή
εξεσημασμένες βαγοτονικές αντιδράσεις θα πρέπει να
αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση ατροπίνης ή μεθυλατροπίνης.
Η υπόταση και η καταπληξία πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη
χορήγηση πλάσματος ή υποκαταστάτων πλάσματος και εάν είναι
απαραίτητο με κατεχολαμίνες. Η επίδραση των β-αποκλειστών
μπορεί να αντισταθμιστεί με την αργή ενδοφλέβια χορήγηση
υδροχλωρικής ισοπρεναλίνης, σε μία αρχική δόση των g/λεπτό
περίπου, ή με δοβουταμίνη, σε μία αρχική δόση των 2,5μg/λεπτό,
μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε ανθεκτικές
11
περιπτώσεις η ισοπρεναλίνη μπορεί να συνδυαστεί με ντοπαμίνη.
Εάν και αυτό δεν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, μπορεί να
εξεταστεί η ενδοφλέβια χορήγηση γλυκαγόνης 50-100μg/kg.
Εάν είναι απαραίτητο, η ένεση μπορεί να επαναληφθεί μέσα σε μία
ώρα, ακολουθούμενη - αν είναι απαραίτητο - από ενδοφλέβια.
έγχυση γλυκαγόνης 70μg/kg/ώρα. Σε ακραίες περιπτώσεις
ανθεκτικής στη θεραπεία βραδυκαρδίας, μπορεί να τοποθετηθεί
βηματοδότης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακολογικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : εκλεκτικός, β-αποκλειστής
ATC: C07AB12
Η νεμπιβολόλη είναι ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών, της
SRRR-νεμπιβολόλης d-νεμπιβολόλης) και της RSSS-
νεμπιβολόλης l-νεμπιβολόλης). Συνδυάζει δύο φαρμακολογικές
δράσεις :
Είναι συναγωνιστικός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των
βήτα υποδοχέων. Η δράση αυτή αποδίδεται στο
εναντιομερές-SRRRd-εναντιομερές).
'Εχει ήπιες αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες, που
οφείλονται στην αλληλεπίδραση με την οδό της L-
αργινίνης/μονοξειδίου του αζώτου.
Εφάπαξ και επαναλαμβανόμενες δόσεις της νεμπιβολόλης
μειώνουν τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση στην
ηρεμία και κατά την άσκηση, σε άτομα με φυσιολογική πίεση και
σε υπερτασικούς ασθενείς. Η αντιυπερτασική δράση διατηρείται
κατά τη διάρκεια χρόνιας θεραπείας.
Σε θεραπευτικές δόσεις η νεμπιβολόλη στερείται α-αδρενεργικού
ανταγωνισμού.
Κατά τη διάρκεια οξείας και χρόνιας θεραπείας με τη νεμπιβολόλη
σε υπερτασικούς ασθενείς, οι συστηματικές αγγειακές αντιστάσεις
μειώνονται. Παρά τη μείωση της καρδιακής συχνότητας, η
μείωση του κλάσματος εξώθησης τόσο στην ηρεμία όσο και κατά
την άσκηση μπορεί να είναι περιορισμένη λόγω της αύξησης του
όγκου παλμού.
Η κλινική σημασία αυτών των αιμοδυναμικών διαφορών
συγκρινόμενη με άλλους ανταγωνιστές των β
1
-υποδοχέων δεν έχει
πλήρως καθοριστεί.
Σε υπερτασικούς ασθενείς η νεμπιβολόλη αυξάνει την αγγειακή
αντίδραση στην ακετυλοχολίνη που προκαλείται από το μονοξείδιο
του αζώτου, η οποία είναι μειωμένη σε ασθενείς με ενδοθηλιακή
δυσλειτουργία.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη θνησιμότητας-
νοσηρότητας, στην οποία έλαβαν μέρος 2128 ασθενείς 70
ηλικίας (μέσης ηλικίας 75,2 ετών) με σταθεροποιημένη χρόνια
12
καρδιακή ανεπάρκεια με ή χωρίς διαταραχή του κλάσματος
εξώθησης της αριστερής κοιλίας, (μέσος όρος LVEF: 36 ± 12.3% με
την ακόλουθη κατανομή: LVEF λιγότερο από 35% στο 56% των
ασθενών, LVEF μεταξύ 35% και 45% στο 25% των ασθενών και
LVEF μεγαλύτερο από 45% στο 19% των ασθενών) και οι οποίοι
παρακολουθήθηκαν για ένα διάστημα κατά μέσο όρο 20 μηνών, η
νεμπιβολόλη, χορηγούμενη επιπρόσθετα στην συνήθη αγωγή,
οδήγησε σε σημαντική παράταση του χρόνου μέχρι την επέλευση
του θανάτου ή της νοσηλείας λόγω καρδιοαγγειακών αιτιών
(πρωτεύον τελικό σημείο της αποτελεσματικότητας), με σχετική
μείωση του κινδύνου κατά 14% (απόλυτη μείωση : 4.2%). Η
μείωση του κινδύνου παρατηρήθηκε μετά από 6 μήνες θεραπείας
και διατηρήθηκε καθ’όλη την διάρκεια της θεραπείας (μέση
διάρκεια: 18 μήνες). Η δράση της νεμπιβολόλης ήταν ανεξάρτητη
από την ηλικία, το φύλο, ή το κλάσμα εξωθήσεως της αριστεράς
κοιλίας του πληθυσμού που έλαβε μέρος στην μελέτη.
Η μείωση της θνησιμότητας από όλες τις αιτίες σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο δεν ήταν στατιστικά σημαντική (απόλυτη
μείωση: 2.3%)
Στους ασθενείς που λάμβαναν νεμπιβολόλη παρατηρήθηκε μείωση
των αιφνίδιων θανάτων (4.1% έναντι 6.6%, σχετική μείωση 38%).
In vitro και in vivo πειράματα σε ζώα έδειξαν ότι η νεμπιβολόλη δεν
έχει ενδογενή συμπαθομιμητική δράση.
In vitro και in vivo πειράματα σε ζώα έδειξαν ότι η νεμπιβολόλη σε
φαρμακολογικές δόσεις, δεν έχει σταθεροποιητική δράση στις
μεμβράνες.
Σε υγιείς εθελοντές, η νεμπιβολόλη δεν έχει σημαντική επίδραση
στην μέγιστη ικανότητα άσκησης ή αντοχής.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Και τα δύο εναντιομερή της νεμπιβολόλης απορροφούνται ταχέως
μετά από την από του στόματος χορήγηση. Η απορρόφηση της
νεμπιβολόλης δεν επηρεάζεται από την τροφή και η νεμπιβολόλη
μπορεί να χορηγηθεί με ή χωρίς γεύματα.
Η νεμπιβολόλη μεταβολίζεται εκτεταμένα, εν μέρει σε δραστικούς
υδροξυ-μεταβολίτες. Η νεμπιβολόλη μεταβολίζεται διαμέσου
αλικυκλικής και αρωματικής υδροξυλίωσης, Ν-απαλκυλίωσης και
γλυκουρονιδίωσης, επιπλέον σχηματίζονται γλυκουρονίδια των
υδροξυ-μεταβολιτών. Ο μεταβολισμός της νεμπιβολόλης μέσω
αρωματικής υδροξυλίωσης υπόκειται στον εξαρτώμενο από το
CYP2D6, γενετικό οξειδωτικό πολυμορφισμό.
Η βιοδιαθεσιμότητα της χορηγούμενης από του στόματος
νεμπιβολόλης είναι περίπου 12% σε άτομα με ταχύ μεταβολισμό
και είναι ουσιαστικά πλήρης στα άτομα με αργό μεταβολισμό.
Σε συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης και στα ίδια επίπεδα
δόσης, η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα της αμετάβλητης
νεμπιβολόλης είναι περίπου 23 φορές μεγαλύτερη σε άτομα με
φτωχό μεταβολισμό απ'ότι σε άτομα με εκτεταμένο μεταβολισμό.
13
Όταν συνυπολογιστεί το αμετάβλητο φάρμακο και οι δραστικοί
μεταβολίτες, η διαφορά στις μέγιστες συγκεντρώσεις του
πλάσματος είναι 1,3 έως 1,4 φορές.
Εξ'αιτίας των διαφορών στον ρυθμό του μεταβολισμού η δόση του
Lobivon πρέπει πάντοτε να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες
απαιτήσεις του κάθε ασθενή. Έτσι ασθενείς με αργό μεταβολισμό
απαιτούν μικρότερες δόσεις.
Σε άτομα με ταχύ μεταβολισμό, ο χρόνος ημιζωής των
εναντιομερών της νεμπιβολόλης είναι περίπου 10 ώρες. Σε άτομα
με αργό μεταβολισμό, είναι 3 - 5 φορές μεγαλύτερος. Σε άτομα με
ταχύ μεταβολισμό, τα επίπεδα στο πλάσμα του εναντιομερούς RSSS
είναι ελαφρώς υψηλότερα από αυτά του εναντιομερούς SRRR. Σε
άτομα με αργό
μεταβολισμό, αυτή η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Σε άτομα με
ταχύ μεταβολισμό, ο χρόνος ημιζωής των υδροξυ-μεταβολίτων και
των δύο εναντιομερών κυμαίνεται στις 24 ώρες, και είναι περίπου
διπλάσιος από αυτόν σε άτομα με αργό μεταβολισμό.
Τα επίπεδα στο πλάσμα σε συνθήκες σταθεροποιημένης
κατάστασης, στα περισσότερα άτομα (ταχέως μεταβολίζοντες)
επιτυγχάνονται μέσα σε 24 ώρες για τη νεμπιβολόλη και εντός
λίγων ημερών για τους υδροξυ-μεταβολίτες.
Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι ανάλογες της δόσης μεταξύ 1
και 30mg. Η φαρμακοκινητική της νεμπιβολόλης δεν επηρεάζεται
από την ηλικία.
Στο πλάσμα, και τα δύο εναντιομερή της νεμπιβολόλης
δεσμεύονται κυρίως με αλβουμίνη.
Η SRRR-νεμπιβολόλη δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος
σε ποσοστό 98,1% και η RSSS-νεμπιβολόλη σε ποσοστό 97,9%.
Μία εβδομάδα μετά την χορήγηση, το 38% της δόσης απεκκρίνεται
από τα ούρα και το 48% από τα κόπρανα. Η απέκκριση από τα
ούρα της αμετάβλητης νεμπιβολόλης είναι μικρότερη από το 0,5%
της δόσης.
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα, τα οποία βασίζονται σε συμβατικές
μελέτες γονοτοξικότητας και καρκινογένεσης, δηλώνουν ότι δεν
υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος για τους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Πολυσορβικό 80
Υπρομελλόζη
Λακτόζη μονοϋδρική
Άμυλο αραβοσίτου
Καρμελλόζη νατριούχος διασταρούμενη
Κυτταρίνη μικροκρυσταλική
Κολλοειδές άνυδρο πυρίτιο
Μαγνήσιο στεατικό
14
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν έχουν αναφερθεί
6.3. Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες
φύλαξης.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Τα δισκία είναι συσκευασμένα σε κυψέλες (blister) (από
PVC/Αλουμίνιο)
Συσκευασίες με 7, 14, 28, 30, 50, 56, 90, 100, 500 δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση
7. Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας:
RINI International Operations Luxembourg S.A. ΜΕΝΑ
1, Αvenue de la Gare,
L-1611 Λουξεμβούργο
Τοπικός αντιπρόσωπος για την Ελλάδα και την Κύπρο::
MENARINI HELLAS AE
Αν. Δαμβέργη 7,
104 45 Αθήνα, Ελλάδα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ελλάδα: 45138/95
Κύπρος
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:
18/07/1996
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης:
04/04/2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
01/2015
15