ένας σημαντικός καθοριστικός παράγοντας στην παθοφυσιολογία της
υπέρτασης. Η αγγειοτασίνη ΙΙ συνδέεται με τον ΑΤ
1
υποδοχέα που
βρίσκεται σε πολλούς ιστούς (π.χ. λείες μυϊκές ίνες των αγγείων,
επινεφρίδια, νεφροί και καρδιά) και ενεργοποιεί πολλές σημαντικές
βιολογικές δράσεις συμπεριλαμβανομένης της αγγειοσύσπασης και της
έκκρισης αλδοστερόνης. Η αγγειοτασίνη ΙΙ επίσης διεγείρει τον
πολλαπλασιασμό των λείων μυϊκών κυττάρων.
Η λοσαρτάνη αναστέλλει εκλεκτικά τον ΑΤ
1
υποδοχέα.
In vitro
αλλά και
in vivo
τόσο η λοσαρτάνη όσο και ο φαρμακολογικά ενεργός
καρβοξυλικού οξέος μεταβολίτης της Ε-3174 αναστέλλουν όλες τις
φυσιολογικές δράσεις που σχετίζονται με την αγγειοτασίνη ΙΙ,
ανεξάρτητα από την πηγή ή τον τρόπο σύνθεσής της.
Η λοσαρτάνη δεν έχει αγωνιστική επίδραση ούτε αναστέλλει άλλους
ορμονικούς υποδοχείς ή διαύλους ιόντων σημαντικούς στην
καρδιαγγειακή ρύθμιση.
Επιπλέον, η λοσαρτάνη δεν αναστέλλει τον ΜΕΑ (κινινάση ΙΙ), το
ένζυμο που διασπά τη βραδυκινίνη. Επομένως, δεν υπάρχει αύξηση των
ανεπιθύμητων ενεργειών που εμφανίζονται με την μεσολάβηση της
βραδυκινίνης.
Κατά τη διάρκεια της χορήγησης της λοσαρτάνης, η απώλεια της
αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης της αγγειοτασίνης ΙΙ στην έκκριση
ρενίνης, οδηγεί σε αυξημένη ενεργότητα της ρενίνης στο πλάσμα (PRA).
Αυξήσεις της PRA οδηγούν σε αυξήσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ στο
πλάσμα. Παρά τις αυξήσεις αυτές, η αντιϋπερτασική δραστικότητα και
καταστολή των συγκεντρώσεων της αλδοστερόνης πλάσματος
διατηρούνται, υποδεικνύοντας αποτελεσματικό αποκλεισμό των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ. Με την διακοπή της λοσαρτάνης, οι
τιμές της PRA και της αγγειοτασίνης ΙΙ επανέρχονται εντός 3 ημερών
στις αρχικές τιμές.
Τόσο η λοσαρτάνη όσο και ο βασικός της μεταβολίτης έχουν πολύ
μεγαλύτερη συγγένεια προς τον υποδοχέα ΑΤ
1
από ότι προς τον
υποδοχέα ΑΤ
2.
. Ο ενεργός μεταβολίτης είναι 10- έως 40-φορές
περισσότερο ενεργός από ό,τι η λοσαρτάνη βάσει βάρους προς βάρος.
Σε μια μελέτη ειδικά σχεδιασμένη για την εκτίμηση της συχνότητας του
βήχα σε ασθενείς που θεραπεύονται με λοσαρτάνη σε σύγκριση με τους
ασθενείς που θεραπεύονται με αναστολείς ΜΕΑ, η συχνότητα του βήχα
που αναφέρθηκε από τους ασθενείς που ελάμβαναν λοσαρτάνη ή
υδροχλωροθειαζίδη ήταν παρόμοια και σημαντικά μικρότερη από αυτή
των ασθενών που ελάμβαναν αναστολέα ΜΕΑ. Επιπλέον, σε μια
συνολική ανάλυση 16 διπλά τυφλών κλινικών μελετών σε 4131
ασθενείς, η συχνότητα των αυθόρμητων αναφορών βήχα σε ασθενείς που
θεραπεύονταν με λοσαρτάνη ήταν παρόμοια (3.1%) με αυτή των
ασθενών που έπαιρναν εικονικό φάρμακο (2.6%) ή υδροχλωροθειαζίδη
(4.1%), ενώ η συχνότητα με αναστολείς ΜΕΑ ήταν 8.8%.
Σε μη διαβητικούς υπερτασικούς ασθενείς με πρωτεϊνουρία, η χορήγηση
καλιούχου λοσαρτάνης μειώνει σημαντικά την πρωτεϊνουρία, την
κλασματική απέκκριση λευκωματίνης και IgG. Η λοσαρτάνη διατηρεί
τον ρυθμό της σπειραματικής διήθησης και μειώνει το κλάσμα διήθησης.
Γενικά η λοσαρτάνη προκαλεί μείωση του ουρικού οξέος του ορού