ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Alprazolam/Generics 0,5 mg Δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 0,5 mg αλπραζολάμης.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις:
Κάθε δισκίο των 0,5 mg περιέχει 92,47 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Τα δισκία έχουν ρόζ χρώμα, είναι ωοειδή και φέρουν το διακριτικό «AL
με διαχωριστική γραμμή 0,5» στη μία όψη τους και «G» στην άλλη.
Η διαχωριστική γραμμή χρησιμεύει μόνο για να διευκολύνει τη θραύση
του δισκίου και την κατάποσή του και όχι για τον διαχωρισμό σε ίσες
δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Βραχυχρόνια συμπτωματική θεραπεία της Γενικευμένης Αγχώδους
Διαταραχής.
Η αλπραζολάμη ενδείκνυται μόνο στην περίπτωση που η διαταραχή είναι
σοβαρού βαθμού, καθιστά το άτομο ανίκανο, ή του προκαλεί έντονη
δυσφορία.
Όπως ισχύει με όλες τις βενζοδιαζεπίνες, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει
να γνωρίζουν πως η μακροχρόνια χρήση ενδέχεται να οδηγήσει σε
εξάρτηση των ασθενών.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες (ηλικίας άνω των 18 ετών)
Η συνήθης δόση στην περίπτωση της Γενικευμένης Αγχώδους
Διαταραχής είναι 0,25 mg έως 0,5 mg η οποία χορηγείται 3 φορές
2
ημερησίως και μπορεί να αυξηθεί (εάν είναι απαραίτητο) σε διαστήματα
3-4 ημερών έως τα 3 mg ημερησίως το ανώτατο.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Η κάθαρση του φαρμάκου είναι μειωμένη και όπως ισχύει και με άλλες
βενζοδιαζεπίνες, οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν αυξημένη ευαισθησία ως
προς το φάρμακο.
Στην περίπτωση των ηλικιωμένων ασθενών η θεραπευτική αγωγή θα
πρέπει να ξεκινά με μία χαμηλή εναρκτήρια δόση ίση με 0,25 mg
χορηγούμενη δύο έως τρεις φορές ημερησίως. Η δόση μπορεί να αυξηθεί
βαθμιαία το πολύ κατά 0,5 mg κάθε 3 ημέρες.
Για τους ηλικιωμένους ασθενείς που βρίσκονται σε καλή φυσική
κατάσταση η μέγιστη ημερήσια δόση θα πρέπει να είναι 1,5 mg.
Για τους ηλικιωμένους ασθενείς που δε βρίσκονται σε καλή φυσική
κατάσταση η μέγιστη ημερήσια δόση θα πρέπει να περιορίζεται σε 0,75
mg.
Ασθενείς με νόσο που προκαλεί εξασθένηση (ατονία) ή με μειωμένη
ηπατική και/ή νεφρική λειτουργία
Στην περίπτωση των ασθενών με νόσο που προκαλεί εξασθένηση
(ατονία) ή με μειωμένη ηπατική και/ή νεφρική λειτουργία είναι επίσης
απαραίτητο η δοσολόγηση κατά την έναρξη της θεραπείας να γίνεται με
προσοχή και συνιστάται παρόμοια χαμηλή δοσολογία το ανώτατο μέχρι
0,5 έως 1,5 mg την ημέρα ανάλογα με το βαθμό της ατονίας ή της
ανεπάρκειας.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των δισκίων αλπραζολάμης δεν
έχουν τεκμηριωθεί σε παιδιά και εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών και
συνεπώς η χρήση της αλπραζολάμης δεν συνιστάται.
Σημαντικές συστάσεις για τη δοσολογία
Η βέλτιστη δοσολογία θα πρέπει να βασίζεται στη σοβαρότητα των
συμπτωμάτων και στην ατομική ανταπόκριση στη θεραπεία. Θα πρέπει
να γίνεται χρήση της χαμηλότερης δόσης που απαιτείται για τον έλεγχο
των συμπτωμάτων. Η αύξηση της δόσης θα πρέπει να γίνεται με
προσοχή, και εφόσον απαιτείται η αύξηση της βραδινής δόσης θα πρέπει
να γίνεται πριν από την αύξηση των άλλων δόσεων.
Σε γενικές γραμμές απαιτούνται χαμηλότερες δόσεις στην περίπτωση
των ασθενών που δεν έχουν στο παρελθόν λάβει ψυχοτρόπα φάρμακα ή
στην περίπτωση των ασθενών με ιστορικό χρόνιου αλκοολισμού.
Η μείωση της θεραπευτικής αγωγής θα πρέπει να γίνεται σταδιακά,
γεγονός που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση που η
θεραπευτική αγωγή έχει παρατεταμένη χρονική διάρκεια και είναι
πιθανότερο να σημειωθούν αντιδράσεις απόσυρσης.
Η αγωγή θα πρέπει να έχει όσο δυνατόν βραχύτερη διάρκεια. Ο ασθενής
θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά και να εκτιμάται η αναγκαιότητα
3
συνέχισης της θεραπευτικής αγωγής, ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν
εμφανίζει πλέον συμπτώματα.
Γενικά η συνολική χρονική διάρκεια της αγωγής δε θα πρέπει να
υπερβαίνει τις 8-12 εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου
σταδιακής διακοπής της.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να χρειασθεί να παραταθεί η
θεραπευτική αγωγή πέραν της μέγιστης συνιστώμενης χρονικής
διάρκειας. Εάν ισχύει αυτό, δε θα πρέπει να επεκτείνεται η περίοδος της
θεραπείας χωρίς να επαναξιολογείται η κλινική κατάσταση του
ασθενούς και χωρίς να λαμβάνεται η συμβουλή ειδικού.
Θα πρέπει να καθίσταται γνωστό στους ασθενείς πριν από την έναρξη
της θεραπευτικής αγωγής το γεγονός πως η θεραπεία θα έχει
περιορισμένη χρονική διάρκεια, πως η δόση ενδέχεται να μειώνεται
σταδιακά κατά την απόσυρση της θεραπείας και πως ενδέχεται να
σημειωθούν φαινόμενα αναπήδησης (βλ. παράγραφο 4.4).
Τρόπος χορήγησης
Τα δισκία αλπραζολάμης χορηγούνται από το στόμα.
4.3 Αντενδείξεις
Το Alprazolam/Generics αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή
υπερευαισθησία στο δραστικό συστατικό, στις βενζοδιαζεπίνες, ή
σε.κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Οι βενζοδιαζεπίνες αντενδείκνυνται επίσης σε ασθενείς με βαριά
μυασθένεια, σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο άπνοιας
ύπνου, σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
Οξεία δηλητηρίαση λόγω αλκοόλ ή άλλων παραγόντων με δράση επί του
κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ).
Οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ανοχή
Μετά από επαναλαμβανόμενη χρήση για λίγες εβδομάδες ενδέχεται να
σημειωθεί μερική απώλεια της αποτελεσματικότητας της υπνωτικής
δράσης των βενζοδιαζεπινών.
Εξάρτηση
Η χρήση βενζοδιαζεπινών είναι δυνατόν να δημιουργήσει σωματική και
ψυχολογική εξάρτηση απ’ αυτά τα φάρμακα. Ο κίνδυνος εξάρτησης
αυξάνει με τη δόση και τη διάρκεια της αγωγής και είναι επίσης
μεγαλύτερος σε ασθενείς με ιστορικό αλκοολισμού ή κατάχρησης
ναρκωτικών ουσιών ή με έντονες διαταραχές της προσωπικότητας .
Μπορεί να σημειωθεί εξάρτηση φαρμακευτικής ουσίας σε θεραπευτικές
δόσεις και/ή σε ασθενείς χωρίς εξατομικευμένους παράγοντες κινδύνου.
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εξάρτησης φαρμακευτικής ουσίας με τη
συνδυασμένη χρήση διαφόρων βενζοδιαζεπινών, ανεξάρτητα από την
αγχολυτική ή την υπνωτική ένδειξη. Έχουν επίσης αναφερθεί
περιστατικά κατάχρησης.
4
Όταν αναπτυχθεί σωματική εξάρτηση η απότομη διακοπή της αγωγής
συνοδεύεται από στερητικά συμπτώματα. Αυτά πιθανόν να αποτελούνται
από δυστονία, διαταραχές ύπνου, κεφαλαλγία, μυϊκό άλγος, υπερβολικό
άγχος, ένταση, ανησυχία, σύγχυση, ευερεθιστότητα. Σε βαριές
περιπτώσεις είναι δυνατόν να εμφανισθούν τα ακόλουθα συμπτώματα:
αποπραγματοποίηση, αντιληπτική ευαισθησία, αποπροσωποποίηση,
υπερακοΐα, αιμωδία και παραισθησίες των άκρων, υπερευαισθησία στο
φως, τον θόρυβο και τη σωματική επαφή, ψευδαισθήσεις ή επιληπτικές
κρίσεις, στομαχικές και μυϊκές κράμπες, έμετο, εφίδρωση, μυϊκό τρόμο
και επιληπτικές κρίσεις.
Υποτροπή άγχους
Πρόκειται για παροδικό σύνδρομο όπου τα συμπτώματα τα οποία
οδήγησαν στην αγωγή με βενζοδιαζεπίνες επανεμφανίζονται σε πιο
έντονη μορφή, που είναι δυνατόν να παρουσιασθεί κατά τη διακοπή της
αγωγής. Μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες αντιδράσεις όπως
μεταβολές διάθεσης, άγχος ή διαταραχές του ύπνου και ανησυχία.
Επειδή ο κίνδυνος των φαινομένων απόσυρσης/ φαινομένων αναπήδησης
είναι μεγαλύτερος μετά την απότομη διακοπή της αγωγής, συνιστάται η
διακοπή να γίνεται σταδιακά.
Αμνησία
Οι βενζοδιαζεπίνες μπορεί να προκαλέσουν προχωρητική αμνησία. Η
κατάσταση αυτή σημειώνεται συχνότερα μερικές ώρες μετά από τη λήψη
του προϊόντος. Για το λόγο αυτό, για να μειωθεί ο κίνδυνος, οι ασθενείς
θα πρέπει να διασφαλίζουν πως είναι σε θέση να κοιμηθούν χωρίς
διακοπή επί 7-8 ώρες.
Ψυχιατρικές και «παράδοξες» αντιδράσεις
Με τη χρήση βενζοδιαζεπινών έχει γίνει γνωστό πως σημειώνονται
αντιδράσεις όπως ανησυχία, διέγερση, ευερεθιστότητα, επιθετικότητα,
παραλήρημα, θυμός, εφιάλτες, ψευδαισθήσεις, ψυχώσεις, ανάρμοστη
συμπεριφορά και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη
συμπεριφορά. Σε περίπτωση που σημειωθούν παραπάνω αντιδράσεις, η
χρήση του φαρμάκου θα πρέπει να διακόπτεται. Οι αντιδράσεις αυτές
είναι πιθανότερο να σημειωθούν σε παιδιά και ηλικιωμένους.
Θα πρέπει να δίδεται εξαιρετική προσοχή κατά τη συνταγογράφηση των
βενζοδιαζεπινών σε ασθενείς με διαταραχές της προσωπικότητας.
Ειδικές ομάδες ασθενών
Ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια
Θα πρέπει να δίδεται προσοχή κατά τη χορήγηση σε ασθενείς με χρόνια
αναπνευστική ανεπάρκεια. Λόγω του κινδύνου αναπνευστικής
καταστολής και άπνοιας, συνιστάται να χορηγείται μικρότερη δόση.
Ασθενείς με μειωμένη ηπατική/νεφρική λειτουργία
Προσοχή συνιστάται όταν χορηγείται η αγωγή σε ασθενείς με μειωμένη
νεφρική λειτουργία ή ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Η δοσολογία
θα πρέπει να μειώνεται. Οι βενζοδιαζεπίνες δε θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με σοβαρού
βαθμού ηπατική ανεπάρκεια καθώς μπορεί να συντελέσουν στην
εμφάνιση εγκεφαλοπάθειας.
5
Ηλικιωμένοι και/ή εξασθενημένοι ασθενείς
Συνιστάται να ακολουθείται η γενική αρχή χρήσης της χαμηλότερης
αποτελεσματικής δόσης σε ηλικιωμένους και/ή εξασθενημένους ασθενείς
ώστε να αποκλείεται η εμφάνιση αταξίας ή υπερβολικής καταστολής (βλ.
παράγραφο 4.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της αλπραζολάμης δεν έχουν
τεκμηριωθεί σε παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών και συνεπώς δε
συνιστάται η χρήση της αλπραζολάμης.
Ασθενείς με ψυχώσεις
Η αλπραζολάμη δε συνιστάται ως πρωτογενής θεραπευτική αγωγή στην
περίπτωση των ψυχωσικών ασθενών.
Ασθενείς με κατάθλιψη
Σε ασθενείς που εμφανίζουν μείζονα κατάθλιψη ή άγχος το οποίο
συνδέεται με κατάθλιψη, οι βενζοδιαζεπίνες και οι παράγοντες τύπου
βενζοδιαζεπινών δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως μονοθεραπεία στη
θεραπεία της κατάθλιψης καθώς μπορεί να επάγουν ή να αυξήσουν τον
κίνδυνο αυτοκτονίας. Για το λόγο αυτό, η αλπραζολάμη θα πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή και θα πρέπει να περιορίζεται η
συνταγογραφούμενη ποσότητα σε ασθενείς με σημεία και συμπτώματα
καταθλιπτικής διαταραχής ή τάσης αυτοκτονίας. Έχουν αναφερθεί
περιπτώσεις εμφάνισης υπομανίας και μανίας σε αυτούς τους ασθενείς
όταν τους χορηγείται αγωγή με αλπραζολάμη.
Εξάρτηση από αλκοόλ/ φάρμακα
Η χρήση των βενζοδιαζεπινών θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική
προσοχή στην περίπτωση των ασθενών με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ ή
φαρμάκων (βλ. παράγραφο 4.5 και 4.7).
Καταστολή
Η αλπραζολάμη ενδέχεται να προκαλέσει καταστολή. Η δράση αυτή
ενισχύεται από το αλκοόλ (βλ. επίσης παράγραφο 4.7).
Διάρκεια θεραπείας
Η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να είναι η μικρότερη δυνατή (βλ.
παράγραφο 4.2), αλλά δε θα πρέπει να υπερβαίνει τις 8 έως 12
εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής μείωσης της δόσης. Η
θεραπεία δε θα πρέπει να επεκτείνεται πέρα από αυτές τις περιόδους
χωρίς να γίνεται επαναξιολόγηση της κατάστασης.
Μπορεί να είναι χρήσιμη η ενημέρωση του ασθενούς κατά την έναρξη της
θεραπείας σχετικά με την περιορισμένη της διάρκεια και η ακριβής
επεξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο θα μειώνεται προοδευτικά η
δοσολογία. Επιπλέον, είναι σημαντικό να γνωρίζει ο ασθενής για το
ενδεχόμενο φαινομένων αναπήδησης, το οποίο θα ελαχιστοποιήσει το
άγχος σε περίπτωση που εμφανιστούν παρόμοια συμπτώματα κατά τη
διακοπή του φαρμάκου. Υπάρχουν ενδείξεις πως, στην περίπτωση των
βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσης, μπορεί να εκδηλωθούν φαινόμενα
6
απόσυρσης εντός του δοσολογικού διαστήματος, ιδιαίτερα όταν η
δοσολογία είναι υψηλή.
Όταν χρησιμοποιούνται βενζοδιαζεπίνες μακράς δράσης, είναι
σημαντικό να ενημερώνεται ο ασθενής για την αντένδειξη μετάταξης σε
βενζοδιαζεπίνη βραχείας δράσης, επειδή μπορεί να αναπτυχθούν
συμπτώματα απόσυρσης.
Λακτόζη
Το Alprazolam/Generics περιέχει λακτόζη μονοϋδρική (βλ. παράγραφο 2).
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp-λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-
γαλακτόζης δε θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Αλκοόλ και άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ
Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν μία αθροιστική δράση όταν συγχορηγούνται με
αλκοόλ ή άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ. Δε συνιστάται η ταυτόχρονη
λήψη με αλκοόλ.
Θα πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή με φάρμακα που
καταστέλλουν την αναπνευστική λειτουργία όπως οπϊοειδή (αναλγητικά,
αντιβηχικά, θεραπεία υποκατάστασης), ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Το Alprazolam/Generics θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή όταν
συνδυάζεται με άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ. Ενδέχεται να σημειωθεί
ενίσχυση της κεντρικής καταθλιπτικής δράσης σε περίπτωση
ταυτόχρονης χρήσης με αντιψυχωσικά (νευροληπτικά),
αγχολυτικά/κατασταλτικά, κάποια αντικαταθλιπτικά, οπϊοειδή,
αντισπασμωδικά, αναισθητικά, κατασταλτικά H1-αντιισταμινικά. Η
κατασταλτική δράση ομοίως ενισχύεται από υπνωτικά, αντιεπιληπτικά,
αναισθητικά και την κλονιδίνη.
Κατά τη συγχορήγηση με την κλοζαπίνη ενέχει αυξημένος κίνδυνος
αναπνευστικής και/ ή καρδιακής ανακοπής, καθώς αυξάνεται η ποσότητα
της αλπραζολάμης. Δεν είναι ωστόσο ξεκάθαρο, εάν μπορεί να
αποφευχθεί η παύση της αναπνευστικής και/ή της καρδιακής λειτουργίας
με τη ρύθμιση της δοσολογίας.
Στην περίπτωση των ναρκωτικών αναλγητικών μπορεί επίσης να
σημειωθεί ενίσχυση του αισθήματος της ευφορίας, γεγονός που μπορεί
να οδηγήσει σε αυξημένη ψυχολογική εξάρτηση.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Ενδέχεται να σημειωθούν φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις κατά τη
συγχορήγηση της αλπραζολάμης με φάρμακα που αναστέλλουν το
ηπατικό ένζυμο CYP3A4 αυξάνοντας τα επίπεδα της αλπραζολάμης στο
πλάσμα.
Η συγχορήγηση της αλπραζολάμης με ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4
όπως τα αντιμυκητιασικά της αζόλης (κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη,
ποσακοναζόλη, βορικοναζόλη), τους αναστολείς πρωτεασών, μερικές
7
μακρολίδες (ερυθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, τελιθρομυκίνη) θα πρέπει να
γίνεται με προσοχή και θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
σημαντικής μείωσης της δόσης.
Αντιεπιληπτικά
Το ποσοστό της απέκκρισης της αλπραζολάμης αυξάνεται με τη χρήση
καρβαμαζεπίνης, φενυτοϊνης, ριφαμπικίνης και άλλων ουσιών που
επάγουν το CYP3A4. Η συγχορήγηση τέτοιων ουσιών μπορεί να
ελαττώσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα της αλπραζολάμης.
Οι ουσίες εκείνες που αναστέλλουν ορισμένα ηπατικά ένζυμα (ως επί το
πλείστον το ένζυμο 3Α4 του κυτοχρώματος Ρ450) μπορεί να αυξήσουν τη
συγκέντρωση της αλπραζολάμης και να ενισχύσουν τη δράση της. Τα
δεδομένα που έχουν προκύψει από κλινικές μελέτες που
πραγματοποιήθηκαν με αλπραζολάμη, από in vitro μελέτες που
πραγματοποιήθηκαν με αλπραζολάμη και από κλινικές μελέτες που
πραγματοποιήθηκαν με φάρμακα, των οποίων ο μεταβολισμός
προσομοιάζει με εκείνων της αλπραζολάμης καταδεικνύουν ποικίλου
βαθμού αλληλεπιδράσεις και δυνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της
αλπραζολάμης και αρκετών φαρμάκων. Βάσει του βαθμού της
αλληλεπίδρασης και του είδους των διαθέσιμων δεδομένων, συστήνονται
τα παρακάτω:
Οι συγκεντρώσεις του πλάσματος της ιμιπραμίνης και της δεσιπραμίνης
σε σταθερή κατάσταση έχει αναφερθεί πως είναι αυξημένες λόγω της
ταυτόχρονης χορήγησης της αλπραζολάμης.
Κατά την ταυτόχρονη χρήση νεφαζοδόνης, φλουβοξαμίνης, σιμετιδίνης
και χυμού γκρέιπφρουτ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο
μείωσης της δόσης της αλπραζολάμης, καθώς ο χρόνος ημίσειας ζωής
της αλπραζολάμης αυξάνεται λόγω της συγχορήγησης των παραπάνω
φαρμάκων.
Η ταυτόχρονη χορήγηση της αλπραζολάμης με φλουοξετίνη,
προποξιφαίνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, σερτραλίνη,
διλτιαζέμη ή μακρολιδικά αντιβιοτικά όπως ερυθρομυκίνη και
τρολεανδομυκίνη θα πρέπει να πραγματοποιείται με προσοχή.
Αλληλεπιδράσεις που αφορούν σε αναστολείς των HIV πρωτεασών
Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αναστολέων των HIV πρωτεασών (π.χ.
ριτοναβίρη) και της αλπραζολάμης είναι πολύπλοκες και εξαρτώνται από
το χρόνο. Η χορήγηση χαμηλών δόσεων ριτοναβίρης είχε ως αποτέλεσμα
μεγάλη μείωση της κάθαρσης της αλπραζολάμης, παράταση του χρόνου
ζωής της αποβολής της και ενίσχυση των κλινικών της επιδράσεων, αν
και παρ’ όλα αυτά, κατά την εκτεταμένη έκθεση στην ριτοναβίρη, η
επαγωγή του ενζύμου CYP3A4 αντιστάθμισε αυτή την αναστολή.
Εξαιτίας της παραπάνω αλληλεπίδρασης απαιτείται να γίνει είτε
αναπροσαρμογή της δόσης είτε να διακοπεί η αλπραζολάμη.
Διγοξίνη
Έχουν αναφερθεί αυξήσεις των συγκεντρώσεων διγοξίνης στο πλάσμα,
με τη συγχορήγηση 1mg αλπραζολάμης την ημέρα, ιδιαίτερα στους
ηλικιωμένους (>65 έτων). Επομένως, οι ασθενείς που λαμβάνουν
θεραπεία αλπραζολάμης με ταυτόχρονη χορήγηση διγοξίνης, θα πρέπει
8
να υποβάλλονται σε προσεκτική παρακολούθηση για πιθανή ανάπτυξη
συμπτωμάτων τοξικότητας από τη διγοξίνη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη:
Ένας μεγάλος όγκος δεδομένων από μελέτες κοόρτης υποδηλώνει πως η
έκθεση σε βενζοδιαζεπίνη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης δε
συνδέεται με αύξηση του κινδύνου μείζονος δυσπλασίας. Εντούτοις,
μερικές αρχικές επιδημιολογικές μελέτες ασθενών-μαρτύρων έχουν
δείξει αυξημένο κίνδυνο στοματικών σχιστιών. Τα δεδομένα
υποδηλώνουν πως ο κίνδυνος απόκτησης βρέφους με σχιστία στόματος
έπειτα από έκθεση της μητέρας σε βενζοδιαζεπίνη είναι κάτω από 2/1000
σε σύγκριση με την αναμενόμενη συχνότητα που είναι περίπου 1/1000
για βλάβες αυτού του είδους στο γενικό πληθυσμό.
Η θεραπεία με βενζοδιαζεπίνη σε υψηλή δόση, κατά τη διάρκεια του
δευτέρου και/ή του τρίτου τριμήνου της κύησης, κατέδειξε μία μείωση
των εμβρυικών σκιρτημάτων και ποικιλομορφία του εμβρυικού
καρδιακού ρυθμού.
Όταν πρέπει να χορηγηθεί η θεραπεία για ιατρικούς λόγους κατά τη
διάρκεια του τελικού σταδίου της κύησης, ακόμη και σε χαμηλές δόσεις,
ενδέχεται να σημειωθεί σύνδρομο υποτονικού βρέφους όπως αξονική
υποτονία, προβλήματα θηλασμού με αποτέλεσμα μειωμένη αύξηση
βάρους. Τα σημεία αυτά είναι αναστρέψιμα αλλά μπορεί να διαρκέσουν
από 1 έως 3 εβδομάδες, ανάλογα με το χρόνο ημίσειας ζωής του
προϊόντος. Σε υψηλές δόσεις, μπορεί να εμφανιστούν αναπνευστική
καταστολή ή άπνοια και υποθερμία στο νεογνό. Επιπλέον, λίγες μέρες
μετά τον τοκετό, μπορεί να παρατηρηθούν νεογνικά συμπτώματα
απόσυρσης με υπερευερεθιστότητα, διέγερση και τρόμο, ακόμη και όταν
δεν παρατηρείται σύνδρομο υποτονικού βρέφους. Η εμφάνιση
συμπτωμάτων απόσυρσης μετά τον τοκετό εξαρτάται από το χρόνο
ημίσειας ζωής της ουσίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί να εξεταστεί το
ενδεχόμενο χρήσης της αλπραζολάμης κατά τη διάρκεια της κύησης, εάν
λαμβάνονται αυστηρά υπόψη οι θεραπευτικές ενδείξεις και η δοσολογία.
Εάν είναι απαραίτητη η θεραπεία με αλπραζολάμη κατά το τελευταίο
στάδιο της κύησης, θα πρέπει να αποφεύγονται οι υψηλές δόσεις και τα
νεογνά θα πρέπει να παρακολουθούνται για συμπτώματα απόσυρσης
και/ή σύνδρομο υποτονικού βρέφους.
Θηλασμός:
Η αλπραζολάμη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε χαμηλά επίπεδα.
Ωστόσο, η αλπραζολάμη δε συνιστάται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η αλπραζολάμη ενδέχεται να προκαλέσει καταστολή, αμνησία, μειωμένη
συγκέντρωση και μειωμένη λειτουργία των μυών τα οποία ενδέχεται να
επιδράσουν αρνητικά στην ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών. Οι
9
ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον παραπάνω κίνδυνο και
να τους συστήνεται να μην οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα κατά
τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής. Οι παραπάνω επιδράσεις
εντείνονται από το αλκοόλ. Εάν η χρονική διάρκεια του ύπνου δεν είναι
επαρκής, το ενδεχόμενο μειωμένης εγρήγορσης μπορεί να αυξηθεί (βλ.
παράγραφο 4.5).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί και αναφερθεί
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αλπραζολάμη με τις ακόλουθες
συχνότητες: Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι
συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ
σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία/
οργανικό σύστημα
σύμφωνα με τη
βάση δεδομένων
MedDRA
Συχνότητα Ανεπιθύμητες
ενέργειες
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Σπάνιες Δυσκρασίες αίματος
συμπεριλαμβανομένων
ακοκκιοκυτταραιμίας,
αναιμίας,
θρομβοκυτοπενίας,
λευκοπενίας,
ουδετεροπενίας
Δ ιαταραχές του
ενδοκρινικού
μσυστή ατος
Όχι συχνές Υπερπρολακτιναιμία
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Πολύ συχνές Μειωμένη όρεξη,
αυξημένη όρεξη
Όχι συχνές Απώλεια όρεξης
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Πολύ συχνές Σύγχυση, κατάθλιψη
2
,
αυπνία, άγχος,
μειωμένη γενετήσια
ορμή
Συχνές Αυξημένη γενετήσια
ορμή, διέγερση,
παρορμητικότητα,
ομιλητικότητα,
αποπραγματοποίηση,
διαταραγμένα όνειρα,
φόβος, νευρικότητα.
Όχι συχνές Υπομανία, μανία (βλ
παράγραφο 4.4),
αυξημένη ευαισθησία
στην αφή και στην ουδό
10
του πόνου,
ψευδαισθήσεις, οργή,
επιθετική συμπεριφορά,
εχθρική συμπεριφορά,
μη φυσιολογικές
σκέψεις, εγρήγορση
Σπάνιες , Αποπροσωποποίηση
παράδοξες αντιδράσεις
3
Δ ιαταραχές του
μνευρικού συστή ατος
Πολύ συχνές Καταστολή, υπνηλία,
αταξία, ζάλη,
κεφαλαλγία, γνωστικές
διαταραχές, δυσαρθρία,
μη φυσιολογικές
ακούσιες κινήσεις,
παραισθησία,
διαταραχή λόγου,
διαταραχή μνήμης
Συχνές Συγκοπή, ακαθισία,
μυϊκός τρόμος,
αγγειοκινητικές
διαταραχές, διαταραχές
συντονισμού, δυσκολία
συγκέντρωσης,
διανοητική σύγχυση,
αίσθημα ελαφράς
κεφαλής, διαταραχές
ισορροπίας, υπερυπνία
Όχι συχνές Αμνησία
1
, δυστονία,
ψυχοκινητική
επιβράδυνση
Σπάνιες Επιληπτικές κρίσεις
Μη γνωστές Σπασμοί από το
αυτόνομο νευρικό
σύστημα, επίπεδο
συναίσθημα, μειωμένη
εγρήγορση
μ Οφθαλ ικές
διαταραχές
Συχνές Όραση θαμπή
Όχι συχνές Διπλωπία
Διαταραχές του ωτός
και του λαβυρίνθου
Συχνές Εμβοές
Καρδιακές διαταραχές Πολύ συχνές Ταχυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές Συχνές Υπόταση
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Πολύ συχνές Ρινική συμφόρηση
Συχνές Υπεραερισμός,
λοιμώξεις του
ανώτερου
αναπνευστικού
συστήματος
11
Σπάνιες Αναπνευστική
καταστολή, Αυξημένες
βρογχικές εκκρίσεις
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Πολύ συχνές Μειωμένη έκκριση
σιέλου, Δυσκοιλιότητα,
ναυτία,
έμετος, διάρροια,
στομαχική δυσφορία
Συχνές Αυξημένη σιελόρροια,
ξηροστομία
Όχι συχνές
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Όχι συχνές Μη φυσιολογική
ηπατική λειτουργία,
ίκτερος, ηπατίτιδα
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Πολύ συχνές Εφίδρωση, εξάνθημα
Συχνές Δερματικές αλλεργικές
αντιδράσεις
Όχι συχνές Δερματίτιδα
Μη γνωστές Αγγειοοίδημα,
φωτοευαισθησία
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Συχνές Μυϊκές δεσμιδώσεις, μη
φυσιολογικός μυϊκός
τόνος, μυϊκές κράμπες,
μυϊκή δυσκαμψία
Όχι συχνές Μυοσκελετική
αδυναμία,
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Πολύ συχνές Δυσκολία ούρησης
Συχνές Ακράτεια
Όχι συχνές Κατακράτηση ούρων
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και του
μαστού
Πολύ συχνές Διαταραχές εμμήνου
ρύσεως
Συχνές Σεξουαλική
δυσλειτουργία,
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Πολύ συχνές Κόπωση,
ευερεθιστότητα,
αδυναμία, πόνους στο
στήθος
Συχνές Εξασθένηση, αίσθηση
θερμότητας, οίδημα
Μη γνωστές Περιφερικό οίδημα,
Παρακλινικές
εξετάσεις
Πολύ συχνές Αύξηση σωματικού
βάρους, απώλεια
σωματικού βάρους
Όχι συχνές Αυξημένη ενδοφθάλμια
πίεση
Η χρήση (ακόμα και στις θεραπευτικές δόσεις) μπορεί να οδηγήσει σε
ανάπτυξη σωματικής εξάρτησης: η διακοπή της θεραπείας μπορεί να έχει
ως αποτέλεσμα φαινόμενα απόσυρσης ή αναπήδησης. Μπορεί να
σημειωθεί ψυχική εξάρτηση. Έχει αναφερθεί κατάχρηση βενζοδιαζεπινών
(βλ. παράγραφο 4.4).
12
Σε περίπτωση που η θεραπεία διακοπεί απότομα, μπορεί να προκληθεί
ήπια δυσφορία, διαταραχές ύπνου και επιληπτικές κρίσεις.
1
Αμνησία: κατά τη χρήση των θεραπευτικών δόσεων ενδέχεται να
σημειωθεί προχωρητική αμνησία με τον κίνδυνο να αυξάνεται στις
υψηλότερες δοσολογίες. Τα φαινόμενα της αμνησίας μπορεί να
συσχετίζονται με ανάρμοστη συμπεριφορά (βλ. επίσης παράγραφο 4.4
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
2
Κατάθλιψη: μπορεί να εκδηλωθεί προϋπάρχουσα λανθάνουσα κατάθλιψη
κατά τη διάρκεια της χρήσης των βενζοδιαζεπινών.
3
Ψυχιατρικές και «παράδοξες» αντιδράσεις: με τη χρήση
βενζοδιαζεπινών ή παραγόντων που προσομοιάζουν στις βενζοδιαζεπίνες
έχει γίνει γνωστό πως σημειώνονται αντιδράσεις όπως ανησυχία,
διέγερση, ευερεθιστότητα, επιθετικότητα, παραλήρημα, θυμός, εφιάλτες,
ψευδαισθήσεις, ψυχώσεις, ανάρμοστη συμπεριφορά και άλλες
ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά. Αυτές στο
συγκεκριμένο προϊόν μπορεί να έχουν σημαντική βαρύτητα. Είναι
πιθανότερο να σημειωθούν στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά: σε πολλές
από τις αυθόρμητες αναφορές που σχετίζονται με τη συμπεριφορά, οι
ασθενείς λάμβαναν συγχρόνως και άλλα φάρμακα με δράση επί του
κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) και/ή σύμφωνα με τις περιγραφές
έπασχαν από υποκείμενες ψυχιατρικές καταστάσεις. Οι ασθενείς που
πάσχουν από μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας, έχουν
προηγούμενο ιστορικό βίαιης ή επιθετικής συμπεριφοράς, ή κατάχρησης
αλκοόλ ή ουσιών μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης τέτοιου
είδους ενεργειών. Έχουν αναφερθεί περιστατικά ευερεθιστότητας,
εχθρότητας και παρεισφρητικών σκέψεων κατά τη διάρκεια της διακοπής
της θεραπευτικής αγωγής της αλπραζολάμης σε ασθενείς με
μετατραυματικό stress.
Συμπτώματα απόσυρσης: έχουν σημειωθεί συμπτώματα απόσυρσης μετά
από ταχεία μείωση ή απότομη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής των
βενζοδιαζεπινών συμπεριλαμβανομένης της αλπραζολάμης. Αυτά μπορεί
να κυμαίνονται από ήπια δυσφορία και αϋπνία έως ένα μείζων σύνδρομο,
το οποίο ενδέχεται να περιλαμβάνει στομαχικές και μυϊκές κράμπες,
έμετο, εφίδρωση, τρόμο, και σπασμούς. Επιπρόσθετα, έχουν σημειωθεί
επιληπτικοί σπασμοί λόγω απόσυρσης κατά την ταχεία μείωση ή την
απότομη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής της αλπραζολάμης.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων,
Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
13
4.9 Υπερδοσολογία
Όπως ισχύει και με τις άλλες βενζοδιαζεπίνες, η υπερδοσολογία δεν
αποτελεί κίνδυνο για τη ζωή εκτός και αν το φάρμακο συνδυαστεί με
άλλα κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ)
(συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ).
Κατά την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με κάποιο φαρμακευτικό
προϊόν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο να έχουν ληφθεί
πολλαπλοί φαρμακευτικοί παράγοντες.
Σε κάθε περίπτωση φαρμακευτικής υπερδοσολογίας, θα πρέπει να
παρακολουθούνται η αναπνοή, ο σφυγμός και η αρτηριακή πίεση και
εφόσον απαιτείται να λαμβάνονται γενικά υποστηρικτικά μέτρα.
Μπορούν να χορηγηθούν ενδοφλεβίως υγρά και θα πρέπει να
διατηρούνται ανοιχτοί οι αεραγωγοί.
Έπειτα από υπερδοσολογία με από του στόματος βενζοδιαζεπίνες, θα
πρέπει να προκαλείται έμετος (εντός μίας ώρας) εφόσον ο ασθενής έχει
τις αισθήσεις του ή να γίνεται πλύση στομάχου αφού έχουν
προστατευτεί οι αεραγωγοί, εάν ο ασθενής δεν έχει τις αισθήσεις του.
Εάν δεν αναμένεται ωφέλεια από την κένωση του στομάχου, θα πρέπει
να χορηγείται ενεργός άνθρακας προκειμένου να ελαττωθεί η
απορρόφηση και εφόσον κρίνεται απαραίτητο, θα πρέπει να παραμένει
στο στομάχι, να μην προκαλείται έμετος και να χορηγείται υπακτικό.
Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή για τις αναπνευστικές και τις
καρδιαγγειακές λειτουργίες εντός μονάδας εντατικής θεραπείας.
Τα πειράματα που έχουν πραγματοποιηθεί στα ζώα υποδεικνύουν πως η
προκλητή διούρηση ή η αιμοκάθαρση πιθανότατα έχουν μικρή μόνο
συμβολή στην αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας και επομένως δεν θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Η υπερδοσολογία με βενζοδιαζεπίνες συνήθως εκδηλώνεται με ποικίλου
βαθμού καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος που κυμαίνεται
από υπνηλία μέχρι κώμα. Σε ήπιες καταστάσεις, τα συμπτώματα
περιλαμβάνουν υπνηλία, πνευματική σύγχυση και λήθαργο. Σε πιο
σοβαρές καταστάσεις τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αταξία, υποτονία,
υπόταση, αναπνευστική καταστολή, σπάνια κώμα και πολύ σπάνια,
θάνατο.
Η φλουμαζενίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίδοτο. Η φλουμαζενίλη
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επικουρική αγωγή για τη θεραπεία των
αναπνευστικών και καρδιακών επιδράσεων λόγω της υπερδοσολογίας,
όμως επειδή ανταγωνίζεται τη δράση των βενζοδιαζεπινών μπορεί να
επιφέρει νευρολογικές διαταραχές (σπασμούς).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
14
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αγχολυτικά – παράγωγα
βενζοδιαζεπίνης
Κωδικός ATC: Ν05ΒΑ12
Η αλπραζολάμη είναι μία τριαζολοβενζοδιαζεπίνη.
Οι βενζοδιαζεπίνες ενισχύουν τη δράση των GABA υποδοχέων
οδηγώντας έτσι στην αναστολή της λειτουργίας των νεύρων.
Η αλπραζολάμη παρουσιάζει κατασταλτικές, υπνωτικές και αγχολυτικές
ιδιότητες. Επιπρόσθετα εμφανίζει αντισπασμωδική και κεντρική
μυοχαλαρωτική δράση.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η αλπραζολάμη απορροφάται
εύκολα από το γαστρεντερικό σύστημα. Η μέγιστη συγκέντρωση στο
πλάσμα επιτυγχάνεται μετά από 1-2 ώρες.
Κατανομή
Η αλπραζολάμη συνδέεται σε ποσοστό 70 έως 80% με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ προς α-υδροξυαλπραζολάμη
και προς ένα παράγωγο της βενζοφαινόνης.
Βιομετασχηματισμός
Οι υδρόξυ- μεταβολίτες έχουν κάποια φαρμακολογική δράση, με την α-
υδροξυαλπραζολάμη να έχει αναφερθεί πως διαθέτει τουλάχιστον τη
μισή δραστικότητα της αλπραζολάμης. Εντούτοις τα επίπεδα στο
πλάσμα είναι χαμηλά.
Αποβολή
Η αλπραζολάμη εκκρίνεται ως επί το πλείστον στα ούρα ως αμετάβλητο
φάρμακο και ως μεταβολίτες.
Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής στο πλάσμα είναι 10 έως 12 ώρες, η
αποβολή είναι βραδύτερη στους ηλικιωμένους ασθενείς και έχει
αναφερθεί ένα εύρος μεταξύ 6,3 και 26,9 ωρών.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η αλπραζολάμη αποδείχτηκε μη μεταλαξιογόνος κατά την δοκιμασία
Ames invitro
.
Η αλπραζολάμη δεν προκάλεσε καμία χρωμοσωμική
ανωμαλία σε επίμυες κατά την invivo δοκιμασία μικροπυρήνων, με τη
χρήση της μέγιστης δοκιμασμένης δόσης των 100 mg/kg, η οποία
αντιστοιχεί με 500 φορές τη μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση για
τους ανθρώπους των 10 mg/day.
Σε μία μελέτη καρκινογένεσης 2 ετών με αλπραζολάμη, δεν καταδείχθηκε
δυναμικό καρκινογένεσης σε επίμυες, στους οποίους χορηγήθηκαν δόσεις
έως και 30 mg/kg/ημέρα (150 φορές τη μέγιστη ημερήσια δόση για τους
ανθρώπους των 10 mg/ημέρα) ούτε σε μύες στους οποίους χορηγήθηκαν
δόσεις έως και 10 mg/kg/ημέρα (50 φορές τη μέγιστη ημερήσια δόση για
τους ανθρώπους των 10 mg/ημέρα).
15
Η αλπραζολάμη δεν έχει καμία ανεπιθύμητη ενέργεια στη γονιμότητα
των αρσενικών ή θηλυκών αρουραίων, στις μέγιστες δοκιμασμένες
δόσεις των 5 mg/kg/ημέρα, η οποία ισούται με 25 φορές τη μέγιστη
συνιστώμενη ημερήσια δόση για τον άνθρωπο των 10 mg/day, αλλά, όταν
χορηγείται σε κυοφορούντα ζώα σε σχετικά υψηλές δόσεις, μπορεί να
προκαλέσει κάποια επιβράδυνση στην ανάπτυξη του εμβρύου.
Σε επίμυες που έλαβαν θεραπεία από το στόμα με αλπραζολάμη 3, 10, και
30 mg/kg/ημέρα (15 έως 150 φορές τη μέγιστη συνιστώμενη δόση για τους
ανθρώπους των 10 mg/ημέρα) για περίοδο πάνω από 2 χρόνια, έδειξαν
τάση προς μια δοσοεξαρτώμενη αύξηση στην εμφάνιση καταρράκτη
(στους θηλυκούς επίμυες) και νεοαγγείωση του κερατοειδούς (στους
αρσενικούς επίμυες). Αυτές οι αλλοιώσεις εμφανίστηκαν αρχικά μετά
από 11 μήνες θεραπείας.
Επιληπτικές κρίσεις παρατηρήθηκαν σε σκύλους, σε μια μελέτη
τοξικότητας με επαναλαμβανόμενες από του στόματος δόσεις (για 12
μήνες) και σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχθηκαν θανατηφόρες. Η
αντιστοιχία αυτών για τους ανθρώπους δεν έχει αποσαφηνιστεί.
Η προγεννητική έκθεση των ποντικών και των αρουραίων στις
βενζοδιαζεπίνες, συμπεριλαμβανομένης και της αλπραζολάμης, έχει
συσχετιστεί με μεταβολές της συμπεριφοράς στη μετέπειτα ζωή τους. Η
πιθανή σημασία των μεταβολών αυτών για τον άνθρωπο δεν είναι
σαφής.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Λακτόζη μονοϋδρική
Κυτταρίνη, μικροκρυσταλλική
Άμυλο αραβοσίτου
Νάτριο βενζοϊκό
Νάτριο δοκουσικό
Πολυβιδόνη
Πυριτίου οξείδιο κολλοειδές άνυδρο
Άμυλο καρβοξυμεθυλιωμένο νατριούχο
Μαγνήσιο στεατικό
Ινδικοκαρμίνιο
(E132)
Ερυθροσίνη
(E127) (μόνο τα δισκία των 0,5 mg)
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25C.
16
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Περιέκτες δισκίων από πολυπροπυλένιο με πώματα ασφαλείας από
πολυαιθυλένιο:
Μεγέθη συσκευασίας: 20, 28, 30, 50, 56, 60, 84 και 100
Κυψέλες (blisters) φύλλου πολυβινυλοχλωριδίου (PVC)/ αλουμινίου:
Μεγέθη συσκευασίας: 20, 28, 30, 40, 50, 56, 60, 84 και 100
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε φαρμακευτικό προϊόν που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή υπόλειμμα
πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος:
Generics [UK] Limited
Station Close
Potters Bar
Hertfordshire
EN6 1TL
United Kingdom
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ
Λεωφόρος Βουλιαγμένης 577Α
164-51 Αργυρούπολη
Τηλ. 210 9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(OI) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
0,5mg: 78445/03-12-2008
1mg: 78446/03-12-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
(Ν): 17-04-2006 / (Α): 03-12-2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
17