δόσεων και της συχνότητας εμφάνισης των ανεπιθυμήτων ενεργειών που αναφέρθηκαν.
Σε ασθενείς με υπέρταση, η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης δεν προκάλεσε μεταβολή
της καρδιακής συχνότητας.
Στην μελέτη MOSES (morbidity and mortality after stroke, eprosartan compared with
nitrendipine for secondary prevention – νοσηρότητα και θνητότητα μετά από
εγγεφαλικό επεισόδιο, σύγκριση επροσαρτάνης και νιτρενδιπίνης στη δευτερογενή
πρόληψη) σε 1405 υπερτασικούς ασθενείς με ιστορικό αγγειακών εγκεφαλικών
επεισοδίων δόθηκε αγωγή είτε επροσαρτάνης είτε νιτρενδιπίνης. Στην ομάδα της
επροσαρτάνης, το 78% των ασθενών έλαβε 600 mg εφ’απάξ ημερησίως και το 12%
μέχρι και 800 mg ημερησίως, όταν στην ομάδα της νιτρενδιπίνης το 47% έλαβε 10 mg
και το 42% 20 mg ημερησίως (το 11% μέχρι και 40 mg) με ανοικτό τυφλής αξιολόγησης
τυχαιοποιημένο προοπτικό σχεδιασμό. Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο
συμπεριελάμβανε ολική θνησιμότητα, αγγειοεγκεφαλικά συμβάματα (ΤΙΑ – παροδικό
ισχαιμικό επισόδειο, PRIND – παρατεταμένη νευτολογική διαταραχή, αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο) και καρδιαγγειακά συμβάματα (ασταθή στηθάγχη, έμφραγμα του
μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, πνευμονική εμβολή, θανατηφόρο καρδιακή
αρρυθμία) συμπεριλαμβανομένων και υποτροπιαζόντων συμβαμάτων. Οι στόχοι για την
αρτηριακή πίεση επληρώθηκαν καλώς και στα δύο σκέλη της αγωγής και διατηρήθηκαν
καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης. Για το πρωτεύον καταληκτικό σημείο επιδείχθηκαν
σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα για την ομάδα της επροσαρτάνης (μείωση του
κινδύνου κατά 21%). Η ανάλυση του πρώτου συμβάματος έδωσε μείωση κατά 25% των
αγγειοεγκεφαλικών και 30% για το πρώτο καρδιαγγειακό καταληκτικό σημείο. Αυτά τα
αποτελέσματα προέκυψαν κυρίως από μείωση της συχνότητας εμφάνισης των ΤΙΑ/
PRIND, ασταθούς στηθάγχης και καρδιακής ανεπάρκειας. Η ολική θνησιμότητα ήταν
αριθμητικά ευνοϊκότερη για την νιτρενδιπίνη: Στην ομάδα της επροσαρτάνης απεβίωσαν
57 από τους 681 ασθενείς έναντι 52 από 671 ασθενείς της ομάδας της νιτρενδιπίνης
(λόγος κινδύνου 1,07 και 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0,73-1,56 με p=0,725).
Θανατηφόρα και μη θανατηφόρα εμφράγματα του μυοκαρδίου σημειώθηκαν σε 18
έναντι 20 ασθενών και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια σε 36 έναντι 42 ασθενείς, δηλ.
αριθμητικά ευνοήθηκε η επροσαρτάνη. Για το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, η
επίδραση της επροσαρτάνης φαίνεται να είναι πιο σαφής σε ασθενείς που δεν ελάμβαναν
βήτα-αποκλειστές.
Η επροσαρτάνη δεν θίγει τους αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς του νεφρού. Σε
φυσιολογικούς άρρενες ενήλικες η επροσαρτάνη αποδείχτηκε ότι αυξάνει τη μέση
αποτελεσματική ροή του πλάσματος στο νεφρό. Η επροσαρτάνη δεν επιβαρύνει την
νεφρική λειτουργία σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση και σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια. Η επροσαρτάνη δεν ελαττώνει την ταχύτητα της σπειραματικής διήθησης
σε φυσιολογικούς άρρενες, σε ασθενείς με υπέρταση ή σε ασθενείς με διαφόρου βαθμού
νεφρική ανεπάρκεια. Η επροσαρτάνη έχει νατριοδιουρητικό αποτέλεσμα σε φυσιολογικά
άτομα που έχουν τεθεί σε άναλο δίαιτα. Η επροσαρτάνη μπορεί να χορηγηθεί με
ασφάλεια σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση και σε ασθενείς με διαφόρου βαθμού
νεφρική ανεπάρκεια χωρίς να προκαλεί κατακράτηση νατρίου ή επιδείνωση της
νεφρικής λειτουργίας.
Η επροσαρτάνη δεν επηρεάζει σημαντικά την απέκκριση του ουρικού οξέος στα ούρα.
Η επροσαρτάνη δεν ενισχύει μηχανισμούς που σχετίζονται με τη βραδυκινίνη (μέσω της
δράσης του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης - ΜΕΑ), π.χ. το βήχα. Σε μία
μελέτη που σχεδιάστηκε ειδικά για να συγκρίνει τη συχνότητα του βήχα σε ασθενείς που
υποβάλλονταν σε θεραπεία με την επροσαρτάνη σε σύγκριση με εκείνους που
ελάμβαναν έναν αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, η συχνότητα
του ξηρού, επίμονου βήχα σε ασθενείς που ελάμβαναν την επροσαρτάνη (1,5%) ήταν
σημαντικά χαμηλότερη (p<0,05) από εκείνη που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που