ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Atacand Plus (8 + 12,5) mg δισκία
Atacand Plus (16 + 12,5)mg δισκία
Atacand Plus (32 + 12,5) mg δισκία
Atacand Plus (32 + 25) mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα δισκίο Atacand Plus (8 + 12,5) mg περιέχει 8 mg καντεσαρτάνη σιλεξετίλη και
12,5 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Έκδοχο με γνωστή δράση: Κάθε δισκίο περιέχει 77 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Ένα δισκίο Atacand Plus (16 + 12,5) mg περιέχει 16 mg καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
και 12,5 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Έκδοχο με γνωστή δράση: Κάθε δισκίο περιέχει 68 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Ένα δισκίο Atacand Plus
(32 + 12,5) mg περιέχει 32 mg καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
και 12,5 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Έκδοχο με γνωστή δράση: Κάθε δισκίο περιέχει 148,5 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Ένα δισκίο Atacand Plus (32 + 25) mg περιέχει 32 mg καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
και 25 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Έκδοχο με γνωστή δράση: Κάθε δισκίο περιέχει 136 mg λακτόζη μονοϋδρική.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Τα δισκία Atacand Plus (8 + 12,5) mg είναι λευκά, 4,5 mm × 9,5 mm οβάλ,
αμφίκυρτα με εγκοπή και στις δύο πλευρές και φέρουν στη μια πλευρά τα
στοιχεία A/CK.
Τα δισκία Atacand Plus (16 + 12,5) mg είναι χρώματος ροδακινί, 4,5 mm × 9,5 mm
οβάλ, αμφίκυρτα με εγκοπή και στις δύο πλευρές και φέρουν στη μια πλευρά τα
στοιχεία A/CS.
Τα δισκία Atacand Plus (32 + 12,5) mg είναι χρώματος κίτρινου, 6,5 mm × 11 mm
οβάλ, αμφίκυρτα και φέρουν στη μία πλευρά εγκοπή και τα στοιχεία Α/CJ και
στην άλλη πλευρά φέρουν ευαίσθητη στην πίεση χαραγή διατομής.
Τα δισκία Atacand Plus (32 + 25) mg είναι χρώματος ροζ, 6,5 mm × 11 mm οβάλ,
αμφίκυρτα και φέρουν στη μία πλευρά εγκοπή και τα στοιχεία Α/CD και στην
άλλη πλευρά φέρουν ευαίσθητη στην πίεση χαραγή διατομής.
Τα δισκία Atacand Plus (32 + 12,5) mg και Atacand Plus (32 + 25) mg μπορούν να
διαχωριστούν σε δύο ίσες δόσεις.
1
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Atacand Plus ενδείκνυται για τη:
Θεραπεία της πρωτοπαθούς υπέρτασης σε ενήλικες ασθενείς, των οποίων η
αρτηριακή πίεση δεν ρυθμίζεται βέλτιστα με μονοθεραπεία με
καντεσαρτάνη σιλεξετίλη ή υδροχλωροθειαζίδη.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία στην Υπέρταση
Η συνιστώμενη δόση Atacand Plus είναι ένα δισκίο μία φορά ημερησίως.
Συνιστάται η τιτλοποίηση της δόσης με τα επιμέρους συστατικά (καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη και υδροχλωροθειαζίδη). Εφόσον κριθεί κλινικά ενδεδειγμένο,
μπορεί να εξεταστεί η άμεση αλλαγή από τη μονοθεραπεία σε Atacand Plus.
Προτείνεται τιτλοποίηση της δόσης της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης όταν
γίνεται αλλαγή από μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη. Το Atacand Plus μπορεί
να χορηγηθεί σε ασθενείς των οποίων η αρτηριακή πίεση δεν ρυθμίζεται
βέλτιστα με καντεσαρτάνη σιλεξετίλη ή με μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη
ή με Atacand Plus σε χαμηλότερες δόσεις.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της αντιυπερτασικής δράσης επιτυγχάνεται συνήθως
μέσα σε διάστημα 4 εβδομάδων από την έναρξη της θεραπείας.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Ασθενείς με μείωση του ενδοαγγειακού όγκου
Για τους ασθενείς με κίνδυνο εμφάνισης υπότασης, όπως είναι οι ασθενείς με
πιθανή μείωση του ενδοαγγειακού όγκου, συνιστάται η τιτλοποίηση της δόσης
της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης (αρχική δόση των 4 mg καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη θα πρέπει να εξετάζεται για αυτούς τους ασθενείς).
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
30-80 ml/min/1,73 m
2
BSA), συνιστάται τιτλοποίηση της δόσης.
Το Atacand Plus αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min/1,73 m
2
BSA) (βλέπε παράγραφο 4.3).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Συνιστάται η τιτλοποίηση της δόσης της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης σε
ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία.
Το Atacand Plus αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
και/ή χολόσταση (βλέπε παράγραφο 4.3).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Atacand Plus
σε παιδιά ηλικίας κάτω
2
των 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χρήση.
Το Atacand Plus μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς τροφή.
Η βιοδιαθεσιμότητα της καντεσαρτάνης δεν επηρεάζεται από την τροφή.
Δεν υπάρχει κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ υδροχλωροθειαζίδης και
τροφής.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 ή σε δραστικά παράγωγα σουλφοναμιδών. Η
υδροχλωροθειαζίδη είναι δραστικό παράγωγο της σουλφοναμίδης.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κύησης (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.6).
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min/1,73 m
2
BSA).
Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία και/ή χολόσταση.
Ανθεκτική υποκαλιαιμία και υπερασβεστιαιμία.
Ουρική αρθρίτιδα.
Η ταυτόχρονη χρήση του Atacand Plus με προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία
(GFR < 60 ml/min/1,73 m
2
) (βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης
(ΣΡΑΑ)
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών
των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (περιλαμβανομένης της
οξείας νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RASS) μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης δεν συνιστάται (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό θα
πρέπει να λάβει χώρα μόνο κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της πίεσης
του αίματος. Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς
με διαβητική νεφροπάθεια.
Νεφρική δυσλειτουργία
Όπως και με άλλους παράγοντες που αναστέλλουν το σύστημα ρενίνης-
αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, σε ευαίσθητους ασθενείς που λαμβάνουν
θεραπεία με Atacand Plus μπορεί να αναμένονται μεταβολές στη νεφρική
λειτουργία (βλ. παράγραφο 4.3).
Μεταμόσχευση νεφρού
Υπάρχουν περιορισμένα κλινικά δεδομένα σχετικά με τη χορήγηση του Atacand
Plus σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού.
Στένωση της νεφρικής αρτηρίας
Φαρμακευτικά προϊόντα που επιδρούν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-
3
αλδοστερόνης, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ, μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα της ουρίας στο αίμα και της
κρεατινίνης στον ορό, σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής
αρτηρίας ή στένωση της νεφρικής αρτηρίας επί μονήρους νεφρού.
Μείωση του ενδοαγγειακού όγκου
Σε ασθενείς με μείωση του ενδοαγγειακού όγκου και/ή του νατρίου μπορεί να
εμφανισθεί συμπτωματική υπόταση, όπως αναφέρεται και για άλλους
παράγοντες οι οποίοι δρουν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-
αλδοστερόνης. Για το λόγο αυτό, μέχρι να αποκατασταθεί αυτή η διαταραχή δεν
συνιστάται η χορήγηση του Atacand Plus.
Αναισθησία και χειρουργικές επεμβάσεις
Σε ασθενείς που λαμβάνουν ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης
ΙΙ μπορεί να παρουσιαστεί υπόταση κατά τη διάρκεια της αναισθησίας ή της
χειρουργικής επέμβασης, εξαιτίας του αποκλεισμού του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτενσίνης. Πολύ σπάνια η υπόταση μπορεί να είναι τόσο σοβαρή που να
δικαιολογεί τη χρήση ενδοφλέβιων υγρών και/ή αγγειοσυσπαστικών ουσιών.
Ηπατική δυσλειτουργία
Οι θειαζίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με
διαταραγμένη ηπατική λειτουργία ή επιδεινούμενη ηπατική νόσο, καθώς
ελάχιστες μεταβολές των υγρών και του ισοζυγίου των ηλεκτρολυτών μπορεί
να επισπεύσουν την εμφάνιση ηπατικού κώματος. Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία
με το Atacand Plus σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.
Στένωση της αορτικής και της μιτροειδούς βαλβίδας (αποφρακτική υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια)
Όπως και με άλλα αγγειοδιασταλτικά, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε
πάσχοντες από αιμοδυναμικά σχετιζόμενη στένωση της αορτικής ή της
μιτροειδούς βαλβίδος, ή από αποφρακτική υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός
Ασθενείς με πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό γενικά δεν ανταποκρίνονται σε
αντιυπερτασικούς παράγοντες που δρουν μέσω αναστολής του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης. Για το λόγο αυτό, δεν συνιστάται η
χορήγηση του Atacand Plus σε αυτόν τον πληθυσμό.
Διαταραχή ισοζυγίου ηλεκτρολυτών
Πρέπει να πραγματοποιούνται περιοδικοί προσδιορισμοί των επιπέδων των
ηλεκτρολυτών του ορού σε κατάλληλα διαστήματα. Οι θειαζίδες,
συμπεριλαμβανόμενης της υδροχλωροθειαζίδης, μπορούν να προκαλέσουν
διαταραχή ισοζυγίου υγρών ή ηλεκτρολυτών (υπερασβεστιαιμία, υποκαλιαιμία,
υπονατριαιμία, υπομαγνησιαιμία και υποχλωραιμική αλκάλωση).
Τα θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να μειώσουν την απέκκριση του ασβεστίου
στα ούρα και μπορεί να προκαλέσουν διαλείπουσα και ελαφρά αυξημένη
συγκέντρωση ασβεστίου στον ορό. Έντονη υπερασβεστιαιμία μπορεί να
αποτελεί σημείο λανθάνοντος υπερπαραθυρεοειδισμού. Οι θειαζίδες πρέπει να
διακόπτονται πριν από τη διενέργεια δοκιμασιών για τη λειτουργία των
παραθυρεοειδών αδένων.
Η υδροχλωροθειαζίδη προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αύξηση της απέκκρισης του
καλίου στα ούρα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υποκαλιαιμία. Αυτή η δράση
της υδροχλωροθειαζίδης φαίνεται να είναι λιγότερο εμφανής όταν συνδυάζεται
με καντεσαρτάνη σιλεξετίλη. Ο κίνδυνος υποκαλιαιμίας μπορεί να αυξηθεί σε
4
ασθενείς με κίρρωση του ήπατος, σε ασθενείς υπό έντονη διούρηση, σε ασθενείς
με ανεπαρκή από του στόματος λήψη ηλεκτρολυτών και σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονα αγωγή με κορτικοστεροειδή ή φλοιοεπινεφριδιοτρόπο
ορμόνη (ACTH).
Η θεραπεία με καντεσαρτάνη σιλεξετίλη μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία,
ιδιαίτερα παρουσία καρδιακής ανεπάρκειας και/ή νεφρικής δυσλειτουργίας. Η
συγχορήγηση Atacand Plus με αναστολείς ΜΕΑ, αλισκιρένη,
καλιοπροστατευτικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα
μαγειρικού άλατος ή άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να αυξήσουν τα
επίπεδα του καλίου στον ορό (π.χ. νατριούχος ηπαρίνη, κο-τριμοξαζόλη, επίσης
γνωστή ως τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη) μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του
καλίου στον ορό. Πρέπει να πραγματοποιείται κατάλληλη παρακολούθηση του
καλίου.
Έχει αποδειχθεί ότι οι θειαζίδες αυξάνουν την απέκκριση του μαγνησίου στα
ούρα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε υπομαγνησιαιμία.
Μεταβολική και ενδοκρινολογική δράση
Η θεραπεία με θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να διαταράξει την ανοχή στη
γλυκόζη. Μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης των αντιδιαβητικών
φαρμακευτικών προϊόντων, συμπεριλαμβανόμενης της ινσουλίνης. Λανθάνων
σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια αγωγής με
θειαζίδη. Αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων έχει
συσχετιστεί με την αγωγή με θειαζιδικά διουρητικά. Στις δόσεις που
περιέχονται στο Atacand Plus έχουν παρατηρηθεί μόνο ελάχιστες επιδράσεις.
Τα θειαζιδικά διουρητικά αυξάνουν τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό και
μπορεί να επισπεύσουν την εμφάνιση ουρικής αρθρίτιδας σε ασθενείς με
προδιάθεση.
Φωτοευαισθησία
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αντιδράσεων φωτοευαισθησίας κατά τη χρήση
θειαζιδικών διουρητικών (βλέπε παράγραφο 4.8). Εάν εμφανιστεί αντίδραση
φωτοευαισθησίας, συνιστάται η διακοπή της θεραπείας. Εάν η επαναχορήγηση
της θεραπείας είναι απαραίτητη, συνιστάται η προστασία των περιοχών που
εκτίθενται στον ήλιο ή σε τεχνητή UVA ακτινοβολία.
Γενικά
Σε ασθενείς των οποίων ο αγγειακός τόνος και η νεφρική λειτουργία
εξαρτώνται κυρίως από τη λειτουργία του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-
αλδοστερόνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή
υποκείμενη νεφρική νόσο συμπεριλαμβανόμενης της στένωσης της νεφρικής
αρτηρίας), θεραπεία με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν το
σύστημα αυτό συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ, έχει συσχετισθεί με οξεία υπόταση, αζωθαιμία, ολιγουρία ή,
σπάνια, με οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Όπως και με κάθε άλλον αντιυπερτασικό
παράγοντα, υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με ισχαιμική
καρδιοπάθεια ή αθηροσκληρωτική αγγειακή εγκεφαλική νόσο μπορεί να
καταλήξει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό αλλεργίας ή βρογχικού άσθματος μπορεί να
εμφανισθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην υδροχλωροθειαζίδη, αλλά
αυτό το ενδεχόμενο είναι πιθανότερο σε ασθενείς που έχουν τέτοιο ιστορικό.
Παρόξυνση ή ενεργοποίηση του συστηματικού ερυθηματώδη λύκου έχει
αναφερθεί με τη χρήση θειαζιδικών διουρητικών.
Η αντιυπερτασική δράση του Atacand Plus μπορεί να ενισχυθεί από άλλα
αντιυπερτασικά.
5
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει λακτόζη, ως έκδοχο, και οι ασθενείς με
σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη
λακτάσης Lapp ή κακή απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν
αυτό το φάρμακο.
Κύηση
Δεν πρέπει να ξεκινάει θεραπεία με αναστολείς των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός κι αν η συνέχιση της
θεραπείας με αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ θεωρείται
απαραίτητη, οι ασθενείς που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη πρέπει να αλλάξουν σε
εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες οι οποίες έχουν αποδεδειγμένο
προφίλ ασφάλειας για χρήση στην εγκυμοσύνη. Όταν διαπιστωθεί η
εγκυμοσύνη, η θεραπεία με αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ
πρέπει να διακόπτεται αμέσως, και, αν απαιτείται, να ξεκινάει εναλλακτική
θεραπεία (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.6).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Στα φάρμακα που μελετήθηκαν σε κλινικές φαρμακοκινητικές μελέτες
περιλαμβάνονται η βαρφαρίνη, η διγοξίνη, τα από του στόματος χορηγούμενα
αντισυλληπτικά (π.χ. αιθινυλοιστραδιόλη/λεβονοργεστρέλη), η γλιβενκλαμίδη
και η νιφεδιπίνη. Δεν διαπιστώθηκαν φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
κλινικής σημασίας σε αυτές τις μελέτες.
Η εξάντληση των αποθεμάτων καλίου που οφείλεται στη δράση της
υδροχλωροθειαζίδης αναμένεται ότι μπορεί να ενισχυθεί από άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα που σχετίζονται με απώλεια καλίου και υποκαλιαιμία
(π.χ. άλλα καλιουρητικά διουρητικά, υπακτικά, αμφοτερικίνη, καρβενοξολόνη,
νατριούχο πενικιλλίνη G, παράγωγα σαλικυλικού οξέος, στεροειδή, ACTH).
H ταυτόχρονη χορήγηση του Atacand Plus με καλιοπροστατευτικά διουρητικά,
συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα μαγειρικού άλατος ή άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του καλίου στον
ορό (π.χ. νατριούχος ηπαρίνη, κο-τριμοξαζόλη, επίσης γνωστή ως
τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη) ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των
επιπέδων του καλίου στον ορό. Πρέπει να πραγματοποιείται κατάλληλη
παρακολούθηση του καλίου (βλέπε παράγραφο 4.4).
Τα διουρητικά που προκαλούν υποκαλιαιμία και υπομαγνησιαιμία προδιαθέτουν
σε μια ενδεχόμενη καρδιοτοξική δράση των γλυκοσιδών της δακτυλίτιδας και
των αντιαρρυθμικών. Συνιστάται περιοδικός έλεγχος του καλίου στον ορό,
όταν το Atacand Plus χορηγείται με τέτοια φαρμακευτικά προϊόντα και με τα
ακόλουθα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να επάγουν ταχυκαρδία δίκην
ριπιδίου:
Αντιαρρυθμικά τάξης Ia (π.χ. κινιδίνη, υδροκινιδίνη, δισοπυραμίδη)
Αντιαρρυθμικά τάξης ΙΙΙ (π.χ. αμιωδαρόνη, σοταλόλη, δοφετιλίδη,
ιβουτιλίδη)
Ορισμένα αντιψυχωσικά (π.χ. θειοριδαζίνη, χλωροπρομαζίνη,
λεβομεπρομαζίνη, τριφθοριοπεραζίνη, κυαμεμαζίνη, σουλπιρίδη,
σουλτοπρίδη, αμισουλπρίδη, τιαπρίδη, πιμοζίδη, αλοπεριδόλη,
δροπεριδόλη)
Άλλα (π.χ. βεπριδίλη, σισαπρίδη, διφαιμανίλη, ερυθρομυκίνη ενδοφλέβια,
αλοφαντρίνη, κετανσερίνη, μιζολαστίνη, πενταμιδίνη, σπαρφλοξασίνη,
τερφεναδίνη, βινκαμίνη ενδοφλέβια)
6
Έχει αναφερθεί αναστρέψιμη αύξηση των συγκεντρώσεων του λιθίου στον ορό
και της τοξικότητας κατά την ταυτόχρονη χορήγηση λιθίου με αναστολείς του
Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) ή υδροχλωροθειαζίδη.
Παρόμοια δράση έχει επίσης αναφερθεί με τους ανταγωνιστές των υποδοχέων
της αγγειοτενσίνης ΙΙ. Δε συνιστάται η χρήση καντεσαρτάνης και
υδροχλωροθειαζίδης με λίθιο. Εάν ο συνδυασμός αποδεικνύεται απαραίτητος,
συνιστάται προσεκτικός έλεγχος των επιπέδων του λιθίου στον ορό.
Όταν ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ χορηγούνται
ταυτόχρονα με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) (πχ: εκλεκτικοί
αναστολείς της COX-2, ακετυλοσαλικυλικό οξύ (> 3 g/ημέρα) και μη εκλεκτικά
ΜΣΑΦ), μπορεί να συμβεί εξασθένιση της αντιυπερτασικής δράσης.
Όπως και με τους αναστολείς ΜΕΑ, ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών των
υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ και ΜΣΑΦ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο
κίνδυνο επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης πιθανής
οξείας νεφρικής ανεπάρκειας καθώς και σε αύξηση του καλίου του ορού, ειδικά
σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ανεπαρκή νεφρική λειτουργία. Ο συνδυασμός
πρέπει να χορηγείται με προσοχή, ειδικά στους ηλικιωμένους. Οι ασθενείς
πρέπει να ενυδατώνονται αρκετά και να δίνεται προσοχή στην παρακολούθηση
της νεφρικής λειτουργίας κατά την έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας και
περιοδικά, στη συνέχεια.
Η διουρητική, νατριουρική και αντιυπερτασική δράση της υδροχλωροθειαζίδης
μετριάζεται από τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη.
Η απορρόφηση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνεται από την κολεστιπόλη ή τη
χολεστυραμίνη.
Η δράση των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών των σκελετικών μυών (π.χ.
τουβοκουραρίνη) μπορεί να ενισχυθεί από την υδροχλωροθειαζίδη.
Τα θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του ασβεστίου στον
ορό λόγω μείωσης της απέκκρισής του. Αν χρειάζεται να δοθούν συμπληρώματα
ασβεστίου ή βιταμίνης D, πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα του ασβεστίου στον
ορό και να προσαρμόζεται η δόση ανάλογα.
Η υπεργλυκαιμική δράση των β-αποκλειστών και της διαζοξίδης μπορεί να
ενισχυθεί από τις θειαζίδες.
Οι αντιχολινεργικοί παράγοντες (π.χ. ατροπίνη, βιπεριδένη) μπορούν να
αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα των διουρητικών τύπου θειαζίδης μειώνοντας
την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και το ρυθμό κένωσης του
στομάχου.
Οι θειαζίδες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών που
προκαλούνται από την αμανταδίνη.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν τη νεφρική απέκκριση των κυτταροτοξικών
φαρμακευτικών προϊόντων (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρεξάτη) και να
ενισχύσουν τη μυελοκατασταλτική τους δράση.
Ορθοστατική υπόταση μπορεί να επιδεινωθεί με τη ταυτόχρονη λήψη αλκοόλ,
βαρβιτουρικών ή αναισθητικών.
7
Η αγωγή με ένα θειαζιδικό διουρητικό μπορεί να διαταράξει την ανοχή στη
γλυκόζη. Μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης των αντιδιαβητικών
φαρμακευτικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης. Η
μετφορμίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή λόγω του κινδύνου
γαλακτικής οξέωσης που επάγεται από την πιθανή λειτουργική νεφρική
ανεπάρκεια η οποία συνδέεται με την υδροχλωροθειαζίδη.
Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να μειώσει την ανταπόκριση των αρτηριών στις
αγγειοσυσπαστικές αμίνες (π.χ. αδρεναλίνη) αλλά όχι αρκετά ώστε να
αποκλεισθεί ένα ενδεχόμενο αγγειοσυσπαστικό αποτέλεσμα.
Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας ιδιαίτερα με υψηλές δόσεις ιωδιούχων σκιαγραφικών μέσων.
Ταυτόχρονη χορήγηση με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
υπερουριχαιμίας και επιπλοκών τύπου ουρικής αρθρίτιδας.
Ταυτόχρονη χορήγηση με βακλοφαίνη, αμιφοστίνη, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά ή νευροληπτικά μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση της
αντιυπερτασικής δράσης και μπορεί να επάγει υπόταση.
Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα
ανεπιθυμήτων συμβάντων όπως η υπόταση, η υπερκαλιαιμία και η μειωμένη
νεφρική λειτουργία (περιλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) σε
σύγκριση με τη χρήση ενός μόνου παράγοντα που δρα στο σύστημα ρενίνης-
αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.1).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Ανταγωνιστές των Υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ:
Η χρήση ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν συνιστάται
κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλέπε παράγραφο 4.4). Η
χρήση ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ αντενδείκνυται
κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου της κύησης (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Επιδημιολογικά στοιχεία αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά την
έκθεση σε αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της
κύησης δεν οδήγησαν σε συμπεράσματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί
μία μικρή αύξηση του κινδύνου. Ενώ δεν υπάρχουν ελεγχόμενα επιδημιολογικά
δεδομένα για τον κίνδυνο με τους ανταγωνιστές των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ, ενδέχεται να υπάρχουν παρόμοιοι κίνδυνοι για αυτήν την
τάξη φαρμάκων. Ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να
αλλάξουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες για τις οποίες έχει
αποδειχθεί το προφίλ ασφάλειας για χρήση στην εγκυμοσύνη, εκτός εάν η
συνέχιση της θεραπείας με ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης
θεωρείται απαραίτητη. Εάν επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη, η θεραπεία με
ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ πρέπει να διακοπεί αμέσως
και, αν απαιτείται, να ξεκινήσει εναλλακτική θεραπεία.
8
Η έκθεση σε ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ κατά τη
διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου της κύησης είναι γνωστό ότι
προκαλεί εμβρυοτοξικότητα στους ανθρώπους (μειωμένη νεφρική λειτουργία,
ολιγοϋδράμνιο, καθυστερημένη οστεοποίηση του κρανίου) και νεογνική
τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία). (βλέπε παράγραφο
5.3).
Σε περίπτωση έκθεσης σε ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ
από το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, συνιστάται υπερηχογραφικός έλεγχος
της νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου.
Τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει ανταγωνιστές των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ πρέπει να παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Υδροχλωροθειαζίδη:
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με την υδροχλωροθειαζίδη κατά τη διάρκεια
εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα κατά το πρώτο τρίμηνο. Οι μελέτες σε ζώα είναι
ανεπαρκείς.
Η υδροχλωροθειαζίδη διαπερνά τον πλακούντα. Με βάση το φαρμακολογικό
μηχανισμό δράσης της υδροχλωροθειαζίδης, η χρήση της κατά τη διάρκεια του
δεύτερου και τρίτου τριμήνου της κύησης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την
εμβρυο-πλακουντική άρδευση και μπορεί να προκαλέσει επιδράσεις στο έμβρυο
και το νεογνό όπως ίκτερο, διαταραχές στο ισοζύγιο των ηλεκτρολυτών και
θρομβοπενία.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για οίδημα κατά την
κύηση, για υπέρταση κατά την κύηση ή προεκλαμψία, εξαιτίας του κινδύνου για
μειωμένο όγκο πλάσματος και πλακουντική υποάρδευση, χωρίς ευεργετική
επίδραση στην εξέλιξη της νόσου.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την ιδιοπαθή υπέρταση
σε έγκυες γυναίκες, με εξαίρεση σπάνιες περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί καμία άλλη θεραπεία.
Θηλασμός
Ανταγωνιστές των Υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ:
Λόγω έλλειψης διαθέσιμων στοιχείων σχετικά με τη χρήση του Atacand Plus κατά
τη διάρκεια του θηλασμού, το Atacand Plus δεν συνιστάται και προτιμώνται
εναλλακτικές θεραπείες με καλύτερα αποδεδειγμένο προφίλ ασφάλειας κατά
την διάρκεια του θηλασμού, ιδιαίτερα κατά τη γαλουχία νεογέννητου ή
πρόωρου βρέφους.
Υδροχλωροθειαζίδη:
H υδροχλωροθειαζίδη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε μικρές ποσότητες. Οι
θειαζίδες σε υψηλές δόσεις που προκαλούν έντονη διούρηση μπορεί να
αναστείλουν την παραγωγή γάλακτος. Η χρήση του Atacand Plus
αντενδείκνυται κατά την περίοδο του θηλασμού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις της καντεσαρτάνης
στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Κατά την οδήγηση
οχημάτων ή τον χειρισμό μηχανημάτων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Atacand Plus μπορεί να εμφανισθεί περιστασιακά
αίσθημα ζάλης ή κόπωσης.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
9
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες και
παροδικές. Οι περιπτώσεις διακοπής της θεραπείας εξ’ αιτίας ανεπιθύμητων
ενεργειών με την καντεσαρτάνη σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη (2,3 - 3,3%)
ήταν ανάλογες με αυτές του εικονικού φαρμάκου (2,7 – 4,3%).
Σε κλινικές μελέτες με την καντεσαρτάνη σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη οι
ανεπιθύμητες ενέργειες περιορίστηκαν σε αυτές που είχαν παλαιότερα
αναφερθεί για την καντεσαρτάνη σιλεξετίλη και/ή για την υδροχλωροθειαζίδη.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει ανεπιθύμητες ενέργειες με την καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη από κλινικές μελέτες και από εμπειρία μετά την κυκλοφορία. Σε μία
συγκεντρωτική ανάλυση δεδομένων κλινικών μελετών σε υπερτασικούς
ασθενείς, οι ανεπιθύμητες ενέργειες με καντεσαρτάνη σιλεξετίλη ορίστηκαν με
βάση μια συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων συμβάντων με καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη τουλάχιστον 1% υψηλότερη από τη συχνότητα εμφάνισης που
παρατηρήθηκε με το εικονικό φάρμακο.
Οι συχνότητες που χρησιμοποιούνται στους πίνακες σε όλη την παράγραφο 4.8
είναι: πολύ συχνές ( 1/10), συχνές ( 1/100 έως < 1/10), όχι συχνές ( 1/1.000
έως < 1/100), σπάνιες ( 1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000)
και μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία/οργανικό σύστημα Συχνότητ
α
Ανεπιθύμητη ενέργεια
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις Συχνές Λοίμωξη του αναπνευστικού
Διαταραχές του αιμοποιητικού και
του λεμφικού συστήματος
Πολύ
σπάνιες
Λευκοπενία, ουδετεροπενία
και ακοκκιοκυτταραιμία
Διαταραχές του μεταβολισμού και
της θρέψης
Πολύ
σπάνιες
Υπερκαλιαιμία,
υπονατριαιμία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Συχνές Ζάλη/ίλιγγος, κεφαλαλγία
Διαταραχές του αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Πολύ
σπάνιες
Βήχας
Διαταραχές του γαστρεντερικού Πολύ
σπάνιες
Ναυτία
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Πολύ
σπάνιες
Αυξημένα ηπατικά ένζυμα,
μη φυσιολογική ηπατική
λειτουργία ή ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Πολύ
σπάνιες
Αγγειοοίδημα, εξάνθημα,
κνίδωση, κνησμός
Διαταραχές του μυοσκελετικού
συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Πολύ
σπάνιες
Οσφυαλγία, αρθραλγία,
μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Πολύ
σπάνιες
Νεφρική δυσλειτουργία,
συμπεριλαμβανομένης της
νεφρικής ανεπάρκειας σε
επιρρεπείς ασθενείς (βλ.
παράγραφο 4.4)
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη
μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη, συνήθως σε δόσεις 25 mg ή μεγαλύτερες.
Κατηγορία/οργανικό Συχνότητα Ανεπιθύμητη ενέργεια
10
σύστημα
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Σπάνιες Λευκοπενία, ουδετεροπενία/
ακοκκιοκυτταραιμία,
θρομβοπενία, απλαστική
αναιμία, καταστολή του
μυελού των οστών,
αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες Αναφυλακτικές αντιδράσεις
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Συχνές Yπεργλυκαιμία,
υπερουριχαιμία, διαταραχή
στο ισοζύγιο των
ηλεκτρολυτών
(συμπεριλαμβανόμενης της
υπονατριαιμίας και της
υποκαλιαιμίας)
Ψυχιατρικές διαταραχές Σπάνιες Διαταραχές ύπνου,
κατάθλιψη, ανησυχία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Συχνές Ελαφρά ζάλη, ίλιγγος
Σπάνιες Παραισθησία
Οφθαλμικές διαταραχές Σπάνιες Παροδικό θάμβος όρασης
Μη γνωστές Οξεία μυωπία, οξύ γλαύκωμα
κλειστής γωνίας
Καρδιακές διαταραχές Σπάνιες Καρδιακές αρρυθμίες
Αγγειακές διαταραχές Όχι συχνές Ορθοστατική υπόταση
Σπάνιες Νεκρωτική αγγειίτιδα
(αγγειίτιδα, δερματική
αγγειίτιδα)
Διαταραχές του
αναπνευστικού συστήματος,
του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Σπάνιες Σύνδρομο αναπνευστικής
δυσχέρειας
(συμπεριλαμβανόμενης της
πνευμονίτιδας και του
πνευμονικού οιδήματος)
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Όχι συχνές Ανορεξία, απώλεια όρεξης,
γαστρικός ερεθισμός,
διάρροια, δυσκοιλιότητα
Σπάνιες Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και
των χοληφόρων
Σπάνιες Ίκτερος (ενδοηπατικός
χολοστατικός ίκτερος)
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές Εξάνθημα, κνίδωση,
αντιδράσεις φωτοευαισθησίας
Σπάνιες Τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Μη γνωστές Συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος, δερματικός
ερυθηματώδης λύκος
Διαταραχές του
μυοσκελετικού συστήματος
και του συνδετικού ιστού
Σπάνιες Μυϊκός σπασμός
Διαταραχές των νεφρών και
των ουροφόρων οδών
Συχνές Γλυκοζουρία
Σπάνιες Νεφρική δυσλειτουργία,
διάμεση νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές και Συχνές Αδυναμία
11
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Σπάνιες Πυρετός
Παρακλινικές εξετάσεις Συχνές Αύξηση της χοληστερόλης και
των τριγλυκεριδίων
Σπάνιες Αύξηση του αζώτου της
ουρίας αίματος (BUN) και της
κρεατινίνης ορού
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος:
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Με βάση τα φαρμακολογικά δεδομένα η κύρια εκδήλωση υπερδοσολογίας με
καντεσαρτάνη σιλεξετίλη πιθανόν να είναι συμπτωματική υπόταση και ζάλη.
Σε μεμονωμένα περιστατικά υπερδοσολογίας (με δόση καντεσαρτάνης
σιλεξετίλης έως 672 mg) η ανάνηψη του ασθενή επιτεύχθηκε χωρίς επιπλοκές.
Η κύρια εκδήλωση υπερδοσολογίας με υδροχλωροθειαζίδη είναι απότομη
απώλεια των υγρών και των ηλεκτρολυτών. Μπορεί επίσης να παρατηρηθούν
συμπτώματα όπως ζάλη, υπόταση, δίψα, ταχυκαρδία, κοιλιακές αρρυθμίες,
καταστολή/διαταραχή της συνείδησης και μυϊκές κράμπες.
Αντιμετώπιση
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες συγκεκριμένες πληροφορίες για τη θεραπευτική
αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με το Atacand Plus. Ωστόσο, συνιστάται η
λήψη των κάτωθι μέτρων σε περίπτωση υπερδοσολογίας.
Πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο, πρόκλησης εμέτου/πλύσης στομάχου,
όπου ενδείκνυται. Αν εμφανιστούν συμπτώματα υπότασης, πρέπει να
εφαρμοστεί συμπτωματική αντιμετώπιση και παρακολούθηση των ζωτικών
σημείων. Ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετείται σε ύπτια θέση με τα πόδια σε
υψηλότερο επίπεδο. Επί ανεπαρκούς αποτελέσματος, πρέπει να αυξηθεί ο
όγκος του πλάσματος, με την έγχυση ισότονου διαλύματος χλωριούχου
νατρίου. Πρέπει να ελέγχεται και να διορθώνεται, αν απαιτείται, η ισορροπία
των ηλεκτρολυτών και των οξέων στον ορό. Αν τα προαναφερόμενα μέτρα δεν
είναι επαρκή, μπορεί να δοθούν συμπαθητικομιμητικά φάρμακα.
12
Η καντεσαρτάνη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοδιύλιση. Δεν είναι γνωστό
σε πιο βαθμό απομακρύνεται η υδροχλωροθειαζίδη με αιμοδιύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ανταγωνιστής της Αγγειοτενσίνης ΙΙ +
διουρητικό, κωδικός ΑΤC: C09DA06
Μηχανισμός δράσης
Η αγγειοτασίνη ΙΙ είναι η κύρια αγγειοδραστική ορμόνη του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης και παίζει ρόλο στην παθοφυσιολογία
της υπέρτασης και άλλων καρδιαγγειακών διαταραχών. Παίζει επίσης ρόλο
στην παθογένεση της υπερτροφίας και βλάβης των τελικών οργάνων στόχων
της υπέρτασης. Οι κύριες φυσιολογικές δράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ, όπως
αγγειοσύσπαση, διέγερση παραγωγής αλδοστερόνης, ρύθμιση της
ομοιοστασίας άλατος και ύδατος και διέγερση της αύξησης των κυττάρων,
πραγματοποιούνται μέσω των υποδοχέων τύπου 1 (ΑΤ
1
).
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Η καντεσαρτάνη σιλεξετίλη είναι ένα προφάρμακο που μετατρέπεται ταχέως
στη δραστική ουσία, καντεσαρτάνη, με υδρόλυση του εστέρα κατά τη διάρκεια
της απορρόφησης από τον γαστρεντερικό σωλήνα. Η καντεσαρτάνη είναι ένας
εκλεκτικός ανταγωνιστής των υποδοχέων ΑΤ1 της αγγειοτενσίνης ΙΙ, με ισχυρή
σύνδεση και βραδεία αποδέσμευση από τον υποδοχέα. Δεν έχει δράση
αγωνιστή.
Η καντεσαρτάνη δεν επηρεάζει το ΜΕΑ ή άλλο ενζυμικό σύστημα που συνήθως
σχετίζεται με τη χρήση των αναστολέων του ΜΕΑ. Επειδή δεν έχουν καμιά
επίδραση στη διάσπαση των κινινών ή στον μεταβολισμό άλλων ουσιών, όπως
η ουσία Ρ, οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ είναι
απίθανο να συσχετισθούν με βήχα. Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες που
συγκρίθηκε η καντεσαρτάνη σιλεξετίλη με αναστολείς του ΜΕΑ, η συχνότητα
εμφάνισης βήχα ήταν μικρότερη στους ασθενείς που έπαιρναν καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη. Η καντεσαρτάνη δε συνδέεται, ούτε αποκλείει άλλους ορμονικούς
υποδοχείς ή διαύλους ιόντων, που είναι γνωστό ότι παίζουν σημαντικό ρόλο
στη ρύθμιση του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο ανταγωνισμός των υποδοχέων
ΑΤ
1
έχει σαν αποτέλεσμα δοσοεξαρτώμενη αύξηση των επιπέδων της ρενίνης,
της αγγειοτενσίνης Ι και αγγειοτενσίνης ΙΙ και μείωση της συγκέντρωσης
αλδοστερόνης στο πλάσμα.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Η επίδραση της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης σε δόσεις 8-16 mg (μέση δόση
12 mg) εφάπαξ ημερησίως στη νοσηρότητα και θνησιμότητα από
καρδιαγγειακά συμβάματα αξιολογήθηκε σε μια τυχαιοποιημένη κλινική
μελέτη σε 4.937 ηλικιωμένους ασθενείς (ηλικίας 70-89 ετών, 21% ηλικίας 80
ετών ή και μεγαλύτερης) με ήπια έως μέτρια υπέρταση, οι οποίοι
παρακολουθήθηκαν για μέσο διάστημα 3,7 έτη (Study on CΟgnition and
Prognosis in the Elderly). Οι ασθενείς έλαβαν καντεσαρτάνη ή εικονικό
φάρμακο μαζί με άλλη αντιυπερτασική θεραπεία, που προστέθηκε όταν ήταν
αναγκαίο. Η αρτηριακή πίεση μειώθηκε από 166/90 σε 145/80 mmHg στην
ομάδα της καντεσαρτάνης και από 167/90 σε 149/82 mmHg στην ομάδα
ελέγχου. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στα κύρια καταληκτικά
13
σημεία, μείζονα καρδιαγγειακά συμβάματα (θνησιμότητα από καρδιαγγειακά
συμβάματα, μη-θανατηφόρο εγκεφαλικό επεισόδιο, μη-θανατηφόρο έμφραγμα
του μυοκαρδίου). Υπήρξαν 26,7 περιστατικά ανά 1.000 ασθενείς-έτη (patient-
years) στην ομάδα της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης σε σύγκριση με 30,0
περιστατικά ανά 1.000 ασθενείς-έτη (patient-years) στην ομάδα ελέγχου
(σχετικός κίνδυνος 0,89, 95% CI 0,75 έως 1,06, p=0,19).
Η υδροχλωροθειαζίδη εμποδίζει τη δραστική επαναπορρόφηση του νατρίου,
κυρίως στα άπω νεφρικά σωληνάρια και προάγει την απέκκριση νατρίου,
χλωρίου και ύδατος. Η νεφρική απέκκριση του νατρίου και του μαγνησίου
αυξάνει κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο, ενώ το ασβέστιο επαναπορροφάται σε
μεγαλύτερο βαθμό. Η υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον όγκο του πλάσματος και
το εξωκυττάριο υγρό και μειώνει την καρδιακή παροχή και την αρτηριακή
πίεση. Κατά τη διάρκεια μακρόχρονης θεραπείας, η μειωμένη περιφερική
αντίσταση συνεισφέρει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Μεγάλες κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η μακρόχρονη αγωγή με
υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον κίνδυνο της καρδιοαγγειακής νοσηρότητος και
θνησιμότητος.
Η καντεσαρτάνη και η υδροχλωροθειαζίδη έχουν αθροιστική αντιυπερτασική
δράση.
Σε υπερτασικούς ασθενείς, το Atacand Plus προκαλεί δοσο-εξαρτώμενη και
μακράς διάρκειας μείωση της αρτηριακής πίεσης του αίματος, χωρίς
αντανακλαστική αύξηση της καρδιακής συχνότητας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις
για σοβαρή ή υπερβολικού βαθμού υπόταση “πρώτης δόσης” ή φαινόμενο
rebound μετά τη διακοπή της θεραπείας. Μετά από χορήγηση μιας εφάπαξ
δόσης Atacand Plus, η έναρξη της αντιυπερτασικής δράσης παρατηρείται ως
επί το πλείστον εντός 2 ωρών. Με την συνεχιζόμενη θεραπεία, η μεγαλύτερη
μείωση της αρτηριακής πίεσης, επιτυγχάνεται εντός 4 εβδομάδων και
διατηρείται σ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης χορήγησης. Το Atacand Plus
χορηγούμενο μια φορά ημερησίως εξασφαλίζει αποτελεσματική και ομαλή
μείωση της αρτηριακής πίεσης για διάστημα 24 ωρών, με μικρή διαφορά
ελάχιστου και μέγιστου αποτελέσματος μεταξύ των δόσεων. Σε μία διπλά-
τυφλή τυχαιοποιημένη μελέτη, το Atacand Plus (16 + 12,5)mg χορηγούμενο μία
φορά ημερησίως μείωσε την αρτηριακή πίεση σημαντικά περισσότερο και
ρύθμισε σημαντικά περισσότερους ασθενείς, απ’ ό,τι ο συνδυασμός
λοσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης 50 mg/12,5 mg άπαξ ημερησίως.
Σε διπλά-τυφλές, τυχαιοποιημένες μελέτες, η συχνότητα των ανεπιθύμητων
ενεργειών, ιδιαίτερα ο βήχας, ήταν μικρότερη κατά τη διάρκεια αγωγής με
Atacand Plus από ό,τι κατά τη διάρκεια αγωγής με συνδυασμούς αναστολέων
του ΜΕΑ και υδροχλωροθειαζίδη.
Σε δύο κλινικές μελέτες (τυχαιοποιημένες, διπλά-τυφλές, ελεγχόμενες με
εικονικό φάρμακο, παράλληλων ομάδων) που περιελάμβαναν 275 και 1.524
τυχαιοποιημένους ασθενείς αντίστοιχα, οι συνδυασμοί καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη των (32 + 12,5) mg και (32 + 25) mg είχαν σαν
αποτέλεσμα μειώσεις στην αρτηριακή πίεση κατά 22/15 mmHg και 21/14 mmHg,
αντίστοιχα, και ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματικοί από τις αντίστοιχες
μονοθεραπείες.
Σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, κλινική μελέτη παράλληλων ομάδων που
περιελάμβανε 1.975 τυχαιοποιημένους ασθενείς που δεν ρυθμίζονταν βέλτιστα
με 32 mg καντεσαρτάνη σιλεξετίλη εφάπαξ ημερησίως, η προσθήκη 12,5 mg ή
14
25 mg υδροχλωροθειαζίδης είχε σαν αποτέλεσμα επιπλέον μειώσεις στην
αρτηριακή πίεση. Ο συνδυασμός (32 + 25) mg καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη ήταν σημαντικά περισσότερο αποτελεσματικός
από ότι ο συνδυασμός (32 + 12,5) mg καντεσαρτάνη
σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη και οι συνολικές μέσες μειώσεις της
αρτηριακής πίεσης ήταν 16/10 mmHg και 13/9 mmHg, αντίστοιχα.
Η καντεσαρτάνη σιλεξετίλη/υδροχλωροθειαζίδη έχει παρόμοια
αποτελεσματικότητα σ’ όλους τους ασθενείς, ανεξάρτητα από την ηλικία και
το φύλο.
Επί του παρόντος δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση της καντεσαρτάνης
σιλεξετίλης /υδροχλωροθειαζίδης σε ασθενείς με νεφρική νόσο/νεφροπάθεια,
μειωμένη λειτουργία της αριστεράς κοιλίας /συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
και σε ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες (η ONTARGET (ONgoing
Telmisartan Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η VA
NEPHRON-D (The Veterans Affairs Nephropathy in Diabetes)) έχουν εξετάσει τη χρήση
του συνδυασμού ενός αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης II.
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
συνοδευόμενο από ένδειξη βλάβης τελικού οργάνου.Η VA NEPHRON-D ήταν μία
μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντική ωφέλιμη επίδραση στις νεφρικές
και/ή στις καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ παρατηρήθηκε
ένας αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής βλάβης και/ή
υπότασης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Δεδομένων των παρόμοιων
φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, αυτά τα αποτελέσματα είναι επίσης σχετικά για
άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχεών
αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς
με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal Disease
Endpoints) ήταν μία μελέτη σχεδιασμένη να ελέγξει το όφελος της προσθήκης
αλισκιρένης σε μία πρότυπη θεραπεία με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή έναν
αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο ή και τα δύο. Η μελέτη
διεκόπη πρόωρα λόγω ενός αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων εκβάσεων. Ο
καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν και τα δύο
αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα συμβάντα και τα σοβαρά ανεπιθύμητα
συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και νεφρική δυσλειτουργία)
αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η ταυτόχρονη χορήγηση της καντεσαρτάνης σιλεξετίλης και της
υδροχλωροθειαζίδης δεν έχει κλινικά σημαντική επίδραση στη
φαρμακοκινητική του κάθε φαρμακευτικού προϊόντος.
Απορρόφηση και κατανομή
15
Καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
Μετά την από του στόματος χορήγηση η καντεσαρτάνη σιλεξετίλη μετατρέπεται
στην δραστική ουσία καντεσαρτάνη. Μετά από τη λήψη πόσιμου διαλύματος
καντεσαρτάνης σιλεξετίλης η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της καντεσαρτάνης
είναι περίπου 40%. Η σχετική βιοδιαθεσιμότητα της καντεσαρτάνης
σιλεξετίλης υπό μορφή δισκίων συγκριτικά με το πόσιμο διάλυμα είναι περίπου
34% με πολύ μικρή μεταβλητότητα. Η μέση μέγιστη συγκέντρωση (C
max
) στον
ορό επιτυγχάνεται 3-4 ώρες μετά τη λήψη του δισκίου. Οι συγκεντρώσεις της
καντεσαρτάνης στον ορό αυξάνουν γραμμικά με την αύξηση των δόσεων εντός
του θεραπευτικού εύρους. Δεν έχουν παρατηρηθεί διαφορές στη
φαρμακοκινητική της καντεσαρτάνης που να σχετίζονται με το φύλο. Το
εμβαδόν κάτω από την καμπύλη των συγκεντρώσεων της καντεσαρτάνης στο
πλάσμα σε σχέση με τον χρόνο (AUC) δεν επηρεάζεται σημαντικά από την
τροφή.
Η καντεσαρτάνη συνδέεται σε υψηλό ποσοστό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος
(περισσότερο από 99%). Ο φαινόμενος όγκος κατανομής της καντεσαρτάνης
είναι 0,1 l/kg.
Υδροχλωροθειαζίδη
Η υδροχλωροθειαζίδη απορροφάται γρήγορα από τον γαστρεντερικό σωλήνα με
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα περίπου 70%. Ταυτόχρονη λήψη τροφής αυξάνει την
απορρόφηση περίπου κατά 15%. Η βιοδιαθεσιμότητα μπορεί να μειωθεί σε
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και έκδηλο οίδημα.
H σύνδεση της υδροχλωροθειαζίδης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι
περίπου 60%. Ο φαινόμενος όγκος κατανομής είναι περίπου 0,8 l/kg.
Βιομετασχηματισμός και αποβολή
Καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
Η καντεσαρτάνη αποβάλλεται αμετάβλητη κυρίως με τα ούρα και τη χολή και
σε μικρό μόνο ποσοστό αποβάλλεται μέσω ηπατικού μεταβολισμού (CYP2C9).
Οι διαθέσιμες μελέτες αλληλεπίδρασης δεν έδειξαν επίδραση στο CYP2C9 και
στο CYP3A4. Σύμφωνα με τα
in vitro
δεδομένα, δεν αναμένεται να εμφανισθεί in
vivo
αλληλεπίδραση με φαρμακευτικά προϊόντα των οποίων ο μεταβολισμός
βασίζεται στα ισοένζυμα CYP1A2, CYP2A6, CYP2C9, CYP2C19, CYP2D6,
CYP2Ε1 ή CYP3A4 του κυτοχρώματος Ρ450. Ο τελικός χρόνος ημιζωής (t
1/2
) της
καντεσαρτάνης είναι περίπου 9 ώρες. Δεν παρατηρείται συσσώρευση του
φαρμάκου μετά από επανειλημμένη χορήγηση. Ο χρόνος ημιζωής της
καντεσαρτάνης παραμένει αμετάβλητος (περίπου 9 ώρες) κατά τη χορήγησή της
σε συνδυασμό με υδροχλωροθειαζίδη. Δεν εμφανίζεται επιπρόσθετη
συσσώρευση της καντεσαρτάνης μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις του
συνδυασμού συγκριτικά με τη μονοθεραπεία.
Η συνολική κάθαρση της καντεσαρτάνης από το πλάσμα είναι περίπου
0,37 ml/min/kg, με τιμή νεφρικής κάθαρσης περίπου 0,19 ml/min/kg. H νεφρική
απομάκρυνση της καντεσαρτάνης πραγματοποιείται τόσο με σπειραματική
διήθηση, όσο και με ενεργητική σωληναριακή απέκκριση. Μετά την από του
στόματος χορήγηση μίας δόσης καντεσαρτάνης σιλεξετίλης ραδιοσημασμένης
με
14
C, περίπου 26% της δόσης αποβάλλεται στα ούρα ως καντεσαρτάνη και 7%
υπό τη μορφή ανενεργού μεταβολίτη, ενώ περίπου 56% της δόσης ανιχνεύεται
στα κόπρανα ως καντεσαρτάνη και 10% υπό τη μορφή ανενεργού μεταβολίτη.
Υδροχλωροθειαζίδη
16
Η υδροχλωροθειαζίδη δε μεταβολίζεται και αποβάλλεται σχεδόν πλήρως ως
αμετάβλητο φάρμακο μέσω της σπειραματικής διήθησης και της ενεργητικής
σωληναριακής απέκκρισης. Ο τελικός χρόνος ημιζωής (t
1/2
) της
υδροχλωροθειαζίδης είναι περίπου 8 ώρες. Περίπου το 70% της από του
στόματος χορηγούμενης δόσης αποβάλλεται στα ούρα μέσα σε 48 ώρες. Ο
χρόνος ημιζωής της υδροχλωροθειαζίδης παραμένει αμετάβλητος (περίπου 8
ώρες) κατά τη χορήγησή της σε συνδυασμό με καντεσαρτάνη σιλεξετίλη. Δεν
εμφανίζεται επιπρόσθετη συσσώρευση της υδροχλωροθειαζίδης μετά από
επαναλαμβανόμενες δόσεις του συνδυασμού συγκριτικά με τη μονοθεραπεία.
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ειδικές ομάδες πληθυσμού
Καντεσαρτάνη σιλεξετίλη
Στους ηλικιωμένους (άνω των 65 ετών) τόσο η C
max
όσο και η AUC της
καντεσαρτάνης είναι αυξημένες περίπου κατά 50% και 80% αντίστοιχα,
συγκριτικά με άτομα νεαρής ηλικίας. Ωστόσο, η ανταπόκριση της αρτηριακής
πίεσης και η συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών, για μία δεδομένη
δόση Atacand Plus, είναι παρόμοιες σε νέους και ηλικιωμένους ασθενείς (βλέπε
παράγραφο 4.2).
Σε ασθενείς με ήπια έως μέτριου βαθμού νεφρική δυσλειτουργία, η C
max
και η
AUC της καντεσαρτάνης αυξήθηκαν κατά τη χορήγηση επαναλαμβανόμενων
δόσεων περίπου κατά 50% και 70%, αντίστοιχα, αλλά ο τελικός χρόνος
ημιζωής (t
1/2
) παρέμεινε αμετάβλητος, σε σύγκριση με ασθενείς με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία. Οι ανάλογες αλλαγές σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία ήταν περίπου 50% και 110%, αντίστοιχα. Ο τελικός χρόνος
ημιζωής (t
1/2
) της καντεσαρτάνης ήταν σχεδόν διπλάσιος σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Η φαρμακοκινητική σε ασθενείς που
υπόκεινται σε αιμοδιύλιση ήταν παρόμοια με των ασθενών με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια.
Σε δύο μελέτες που περιλάμβαναν ασθενείς με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία, υπήρξε αύξηση περίπου κατά 20% της μέσης AUC της
καντεσαρτάνης στη μία μελέτη και 80% στην άλλη μελέτη (βλέπε παράγραφο
4.2). Δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία.
Υδροχλωροθειαζίδη
Ο τελικός χρόνος ημιζωής (t
1/2
) της υδροχλωροθειαζίδης είναι παρατεταμένος
σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν υπάρχουν ποιοτικά νέα τοξικά ευρήματα με τον συνδυασμό, συγκριτικά με
αυτά που παρατηρήθηκαν για κάθε ένα συστατικό. Σε προκλινικές μελέτες για
την ασφάλεια της καντεσαρτάνης αυτή καθαυτή επιδρά στους νεφρούς και στις
παραμέτρους των ερυθροκυττάρων σε υψηλές δόσεις στα ποντίκια, στους
αρουραίους, στους σκύλους και στους πιθήκους. Η καντεσαρτάνη προκάλεσε
μείωση των παραμέτρων των ερυθροκυττάρων του αίματος (ερυθροκύτταρα,
αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτη). Οι επιδράσεις στους νεφρούς (όπως αναγέννηση,
διάταση και βασεοφιλία στα ουροφόρα σωληνάρια, αυξημένες συγκεντρώσεις
της ουρίας και της κρεατινίνης στο πλάσμα), που προκλήθηκαν με την
καντεσαρτάνη μπορεί να είναι επακόλουθο της υποτασικής δράσης που οδηγεί
σε μεταβολές της νεφρικής αιμάτωσης. Η προσθήκη της υδροχλωροθειαζίδης
ενισχύει την νεφροτοξικότητα της καντεσαρτάνης. Επιπλέον, η καντεσαρτάνη
προκαλεί υπερπλασία/υπερτροφία των παρασπειραματικών κυττάρων. Αυτές οι
αλλαγές θεωρείται ότι προκλήθηκαν από τη φαρμακολογική δράση της
17
καντεσαρτάνης και είναι μικρής κλινικής σημασίας.
Εμβρυοτοξικότητα παρατηρήθηκε σε προχωρημένη εγκυμοσύνη με την
καντεσαρτάνη. Η προσθήκη υδροχλωροθειαζίδης δεν επηρεάζει σημαντικά το
αποτέλεσμα σε μελέτες εμβρυϊκής ανάπτυξης σε αρουραίους, ποντικούς ή
κουνέλια (βλέπε παράγραφο 4.6).
Η καντεσαρτάνη και η υδροχλωροθειαζίδη εμφανίζουν γενοτοξική δράση σε
πολύ υψηλές συγκεντρώσεις/δόσεις. Στοιχεία από
in vitro
και
in vivo
πειράματα
γενοτοξικότητας έδειξαν ότι η καντεσαρτάνη και η υδροχλωροθειαζίδη είναι
απίθανο να ασκούν κάποια μεταλλαξιογόνο δράση ή να επιδρούν στη μιτωτική
διεργασία στις συνθήκες της κλινικής χρήσης.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι κάποιο από τα συστατικά είναι καρκινογόνο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Καρμελλόζη ασβεστιούχος
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό, (E172) (μόνο τα 16mg/12,5mg και 32mg/25mg)
Σιδήρου οξείδιο κίτρινο, (E172) (μόνο τα 16mg/12,5mg, 32mg/12,5mg και
32mg/25mg)
Λακτόζη μονοϋδρική
Μαγνήσιο στεατικό
Άμυλο αραβοσίτου
Πολυαιθυλενογλυκόλη
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες θερμοκρασίας
για τη φύλαξή του.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Δισκίο (8 + 12,5) mg: Συσκευασία κυψέλης από PVC/PVDC/Al των 7, 14, 15,
15x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 28, 30, 30x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 50, 56, 90,
98, 98x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 100 και 300 δισκίων.
Δισκίο (16 + 12,5)mg: Συσκευασία κυψέλης από PVC/PVDC/Al των 7, 14, 15,
15x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 28, 28x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 30, 30x1
(μονάδα εφάπαξ δόσης), 50, 50x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 56, 56x1 (μονάδα
εφάπαξ δόσης), 90, 98, 98x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 100 και 300 δισκίων.
Δισκίο (32 + 12,5) mg: Συσκευασία κυψέλη από PVC/PVDC/Al των 7, 14, 15,
15x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 28, 28x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 30, 30x1
18
(μονάδα εφάπαξ δόσης), 50, 50x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 56, 56x1 (μονάδα
εφάπαξ δόσης), 98, 98x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 100 και 300 δισκίων.
Δισκίο (32 + 25) mg: Συσκευασία κυψέλη από PVC/PVDC/Al των 7, 14, 15, 15x1
(μονάδα εφάπαξ δόσης), 28, 28x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 30, 30x1 (μονάδα
εφάπαξ δόσης), 50, 50x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 56, 56x1 (μονάδα εφάπαξ
δόσης), 98, 98x1 (μονάδα εφάπαξ δόσης), 100 και 300 δισκίων.
Δισκίο (8 + 12,5) mg: Φιάλες HDPE των 100 δισκίων.
Δισκίο (16 + 12,5)mg: Φιάλες HDPE των 100 δισκίων.
Δισκίο (32 + 12,5) mg: Φιάλες HDPE των 100 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Για την Ελλάδα:
AstraZeneca A.Ε.,
Θεοτοκοπούλου 4 & Αστροναυτών,
151 25 Μαρούσι
Για την Κύπρο:
AstraZeneca AB,
Gärtunavägen,
SE-151 85 Södertälje,
Σουηδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Atacand Plus (8 + 12,5) mg δισκία: 44500/15-7-2008
Atacand Plus (16 + 12,5)mg : δισκία 44501/15-7-2008
Atacand Plus (32 + 12,5) mg : δισκία 70102/7-10-2009
Atacand Plus (32 + 25) mg : δισκία 70103/7-10-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Λεπτομερείς πληροφορίες για το παρόν φαρμακευτικό προϊόν είναι διαθέσιμες
στον δικτυακό τόπο του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων/Ελλάδα και των
Φαρμακευτικών Υπηρεσιών/Κύπρος.
19