Πρέπει να ζητηθεί ιατρική συμβουλή πριν από τη χρήση αυτού του
φαρμάκου στις περιπτώσεις ταυτόχρονης χρήσης άλλων
κορτικοστεροειδών προϊόντων, όπως δισκία, κρέμες, αλοιφές, φάρμακα
για το άσθμα, παρόμοια ρινικά εκνεφώματα ή σταγόνες για μάτια/μύτη.
Χρειάζεται προσοχή στους ασθενείς στους οποίους διακόπτεται η
συστηματική θεραπεία με στεροειδή και αρχίζουν θεραπεία με τις ρινικές
σταγόνες FLIXOTIDE NASULE, ιδιαίτερα αν υπάρχει υπόνοια ανεπάρκειας
της λειτουργίας των επινεφριδίων.
Έχουν αναφερθεί συστηματικές δράσεις με ρινικά κορτικοστεροειδή,
ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις που συνταγογραφούνται για παρατεταμένες
περιόδους. Οι δράσεις αυτές είναι πολύ λιγότερο πιθανό να εμφανισθούν
από ότι με τα από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή και
μπορεί να διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή καθώς και μεταξύ
διαφορετικών σκευασμάτων κορτικοστεροειδών. Πιθανές συστηματικές
δράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν σύνδρομο Cushing, χαρακτηριστικά
τύπου Cushing, καταστολή του άξονα των επινεφριδίων, επιβράδυνση της
ανάπτυξης στα παιδιά και τους εφήβους, καταρράκτη, γλαύκωμα και
σπανιότερα μία σειρά ψυχολογικών επιδράσεων ή δράσεων στη
συμπεριφορά, περιλαμβανομένης της ψυχοκινητικής
υπερδραστηριότητας, διαταραχών του ύπνου, άγχους, κατάθλιψης ή
επιθετικότητας (ιδιαίτερα στα παιδιά).
Είναι πιθανόν ότι η μακροχρόνια θεραπεία με υψηλότερες από τις
συνιστώμενες δόσεις ρινικών κορτικοστεροειδών μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα κλινικά σημαντική καταστολή των επινεφριδίων. Εάν υπάρχει
ένδειξη χρήσης κορτικοστεροειδών σε δόσεις υψηλότερες από τις
συνιστώμενες, τότε θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο επιπρόσθετης
χορήγησης συστηματικών κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια περιόδων
στρες ή προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων.
Έχει παρατηρηθεί καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά που έλαβαν
ενδορρινικά κορτικοστεροειδή.
Tα κατωτέρω αναφέρονται γενικώς για τα συστηματικώς δρώντα
κορτικοστεροειδή:
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως
προαναφέρθηκε σε καταστολή του άξονα ΥYΕ, δηλαδή σε αναστολή της
φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής
εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του χορηγούμενου
κορτικοστερινοειδούς, τη συχνότητα και τον χρόνο χορήγησής του στη
διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και την
συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η
κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα ΥΥΕ είναι
εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυκτερινές ώρες.
Σε φυσιολογικά άτομα δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα
αναστέλλει την έκκριση της φλοιεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της
υπόφυσης για 24 ώρες. Αιφνίδια ή απότομη μείωση της δόσης των
γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει “σύνδρομο αποστέρησης”
που χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή
αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες,
αρθραλγίες.
Κατά τη διάρκεια χρήσης του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία υπάρχουν
αναφορές κλινικά σημαντικών φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων σε