ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΙΔΙΟΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ
LEDRONIN
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει το ισοδύναμο με 70 mg alendronic acid ως 91.37 mg
alendronate sodium trihydrate.
Για τα έκδοχα, βλέπε 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Το LEDRONIN
μειώνει
τον κίνδυνο των καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η συνιστώμενη δόση είναι ένα δισκίο 70 mg χορηγούμενο μια φορά την
εβδομάδα.
Για να επιτραπεί η επαρκής απορρόφηση τον alendronate:
To LEDRONIN
πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 30 λεπτά, πριν το πρώτο
γεύμα ή ρόφημα, όπως και πριν τη λήψη άλλου φαρμακευτικού σκευάσματος,
με ένα γεμάτο ποτήρι νερό βρύσης. Άλλα ποτά (συμπεριλαμβανομένου και του
μεταλλικού νερού), φαγητά και ορισμένα φαρμακευτικά σκευάσματα πιθανόν
είναι να μειώσουν την απορρόφηση του alendronate (βλέπε 4.5
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα και άλλες μορφές
αλληλεπιδράσεων).
Για να διευκολυνθεί η μετάβαση του φαρμάκου στο στομάχι ώστε να μειωθεί η
πιθανότητα τοπικού ερεθισμού όπως και ερεθισμού του οισοφάγου /
ανεπιθύμητες ενέργειες (βλέπε ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά
τη χρήση), θα πρέπει:
Το LEDRONIN
να καταπίνεται μόλις η ασθενής σηκωθεί από το κρεβάτι με
ένα γεμάτο ποτήρι νερό βρύσης (όχι λιγότερο από 200 ml ή 7 fl.οz.)
ασθενείς να μη μασούν τα δισκία και να μην τα διαλύουν μέσα στο
στόμα τους επειδή είναι δυνατόν να εμφανιστεί στοματοφαρυγγική
1
εξέλκωση.
Οι ασθενείς να μην ξαπλώνουν έως όταν πάρουν το πρώτο γεύμα της
ημέρας, το οποίο πρέπει να γίνεται 30 λεπτά τουλάχιστον μετά τη λήψη
του δισκίου.
Οι ασθενείς να μην ξαπλώνουν για 30 λεπτά τουλάχιστον μετά τη λήψη
του δισκίου.
Οι ασθενείς να μη λαμβάνουν το LEDRONIN
εάν πρόκειται να
ξαπλώσουν ή πριν σηκωθούν από το κρεβάτι
Όλοι οι ασθενείς με οστεοπόρωση, θα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρωματική
ποσότητα ασβεστίου και βιταμίνης D, εφόσον το διαιτολόγιό τους δεν είναι
επαρκές. ( βλέπε 4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις κα προφυλάξεις κατά τη χρήση)
Χρήση στους ηλικιωμένους
Σύμφωνα με κλινικές μελέτες δεν εμφανίστηκε διαφορά σχετιζόμενη με την
ηλικία στην αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του alendronate. Για αυτό το
λόγο δεν χρειάζεται αναπροσαρμογή της δοσολογίας για ηλικιωμένους
ασθενείς.
Χρήση στους Ασθενείς με Νεφρική Ανεπάρκεια
Δεν χρειάζεται αναπροσαρμογή της δοσολογίας για ασθενείς με GFR (
κάθαρση κρεατινίνης) μεγαλύτερο από 35 ml/ min. To alendronate δεν
ενδείκνυται για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια όπου το GFR είναι μικρότερο
από 35 ml/min ) εξαιτίας έλλειψης εμπειρίας.
Χρήση στα παιδιά ( κάτω των 18 ετών)
Το alendronate έχει μελετηθεί σε ένα μικρό αριθμό ασθενών με ατελή
οστεογένεση ηλικίας κάτω των 18 ετών. Τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή για
να υποστηρίξουν τη χρήση του στα παιδιά.
To alendronate 70 mg δεν έχει μελετηθεί για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης
που προκαλείται από τα γλυκοκορτικοειδή.
4.3. Aντενδείξεις
Παθολογικές καταστάσεις του οισοφάγου και άλλες καταστάσεις που
προκαλούν επιβράδυνση της κένωσης, όπως στενώσεις ή αχαλασία.
Αδυναμία της ασθενούς να παραμείνει όρθια ή να καθίσει σε όρθια
στάση για τουλάχιστον 30 λεπτά.
Υπερευαισθησία στο alendronate ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Υπασβεσταιμία
Βλέπε 4.4. ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση.
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το alendrοnate, μπορεί να προκαλέσει τοπικό ερεθισμό του βλεννογόνου του
ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος.
Λόγω της πιθανότητας πρόκλησης ερεθισμού του βλεννογόνου του ανώτερου
πεπτικού συστήματος και επιδείνωσης της παρούσας νόσου θα πρέπει να
δίνεται προσοχή όταν χορηγείται το alendronate σε ασθενείς που
παρουσιάζουν ήδη ενεργά προβλήματα από το ανώτερο πεπτικό, όπως
δυσφαγία, συμπτωματικές οισοφαγικές νόσοι, γαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλίτιδα,
έλκη, ή με πρόσφατο ιστορικό (εντός του προηγούμενου έτους) μείζονος
πάθησης του γαστρεντερικού όπως το πεπτικό έλκος, ή η ενεργός
γαστρεντερική αιμορραγία , ή χειρουργική επέμβαση του ανώτερου
γαστρεντερικού τμήματος εκτός από την πυλωροπλαστική. (βλέπε 4.3
Αντενδείξεις)
Ανεπιθύμητες ενέργειες στον οισοφάγο (μερικές φορές σοβαρές που
απαιτήθηκε εισαγωγή στο νοσοκομείο, όπως οισοφαγίτιδα, οισοφαγικά έλκη
και διαβρώσεις, σπάνια ακολουθούμενες από οισοφαγική στένωση, έχουν
αναφερθεί για ασθενείς που έπαιρναν alendronate. Οι γιατροί θα πρέπει
συνεπώς να είναι ενήμεροι για οποιαδήποτε σημεία ή συμπτώματα που
υποδηλώνουν πιθανό οισοφαγικό ερεθισμό. Οι ασθενείς θα πρέπει να
ενημερώνονται να διακόπτουν το alendronate και να ζητούν ιατρική συμβουλή
αν παρουσιάσουν συμπτώματα οισοφαγικού ερεθισμού όπως, δυσφαγία,
οδυνοφαγία, οπισθοστερνικό πόνο ή εμφάνιση ή/και επιδείνωση του
αισθήματος καύσου.
Ο κίνδυνος για σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες στον οισοφάγο εμφανίζεται
αυξημένος σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν το alendronate σύμφωνα με τον
ενδεδειγμένο τρόπο και/ή συνεχίζουν να λαμβάνουν alendronate αφού έχουν
εμφανίσει συμπτώματα ενδεικτικά οισοφαγικού ερεθισμού. Για το λόγο αυτό
είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς να λαμβάνουν πλήρεις και σαφείς οδηγίες για
τον τρόπο χορήγησης του φαρμάκου (βλέπε δοσολογία και τρόπος
χορήγησης). Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ότι αν δεν ακολουθούν
αυτές τις οδηγίες μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπιθύμητων
συμβαμάτων από τον οισοφάγο.
Παρόλο που δεν παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος κατά την διάρκεια
εκτεταμένων κλινικών μελετών, μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου έγιναν
σπάνια αναφορές για γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη μερικά σοβαρά και
με επιπλοκές. Η αιτιολογική συσχέτιση δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου που σχετίζεται γενικά με την
εξαγωγή οδόντων και / ή με τοπική λοίμωξη (συμπεριλαμβανομένης της
οστεομυελίτιδας) σε ασθενείς με καρκίνο που λαμβάνουν θεραπευτικά
σχήματα που συμπεριλαμβάνουν πρωτίστως την ενδοφλέβια χορήγηση
διφωσφωνικών. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς ελάμβαναν επίσης
χημειοθεραπεία και κορτικοστεροειδή. Οστεονέκρωση της γνάθου έχει επίσης
αναφερθεί σε ασθενείς με οστεοπόρωση που λαμβάνουν από το στόμα
3
χορηγούμενα δισφωσφωνικά.
Πριν από την θεραπεία με διφωσφωνικά σε ασθενείς με συνυπάρχοντες
παράγοντες κινδύνου .χ. καρκίνο, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,
θεραπεία με κορτικοστεροειδή, μη ικανοποιητική στοματική υγιεινή), θα πρέπει
να εξετάζεται το ενδεχόμενο οδοντιατρικής εξέτασης και της κατάλληλης
προληπτικής οδοντιατρικής παρέμβασης.
Όταν αυτοί οι ασθενείς βρίσκονται σε θεραπεία, θα πρέπει να αποφεύγονται,
εάν είναι δυνατόν, εν τω βάθει οδοντιατρικές διεργασίες. Στους ασθενείς, οι
οποίοι παρουσίασαν οστεονέκρωση της γνάθου, ενώ ελάμβαναν θεραπεία με
διφωσφωνικά, η οδοντιατρική επέμβαση μπορεί να επιδεινώσει την
κατάσταση. Για τους ασθενείς, στους οποίους απαιτούνται οδοντιατρικές
διεργασίες, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, τα οποία να υποστηρίζουν εάν η
διακοπή της θεραπείας με διφωσφωνικά μειώνει τον κίνδυνο οστεονέκρωσης
της γνάθου.
H κλινική αξιολόγηση από τον θεράποντα ιατρό, θα οδηγήσει στο θεραπευτικό
σχήμα για κάθε ασθενή‚ το οποίο βασίζεται στην εξατομικευμένη αξιολόγηση
οφέλους / κινδύνου.
Έχει αναφερθεί πόνος των οστών, των αρθρώσεων και/ή μυϊκός πόνος σε
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με διφωσφωνικά. Κατά την εμπειρία μετά
την κυκλοφορία, αυτά τα συμπτώματα ήταν σπάνια σοβαρά και/ή μη
αντιμετωπίσιμα (βλέπε 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Το χρονικό διάστημα έναρξης των συμπτωμάτων κυμαινόταν από μία ημέρα
ως μερικούς μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Οι περισσότεροι ασθενείς
είχαν ανακουφισθεί από τα συμπτώματα μετά την διακοπή της θεραπείας. Μία
υποομάδα παρουσίασε εκ νέου συμπτώματα, όταν της επαναχορηγήθηκε
θεραπεία με το ίδιο φάρμακο ή θεραπεία με άλλα διφωσφωνικά.
Στους ασθενείς θα πρέπει να τονίζεται ότι, σε περίπτωση που παραλείψουν να
λάβουν μια δόση ενός δισκίου LEDRONIN
θα πρέπει να λάβουν ένα δισκίο το
πρωί αφότου το θυμηθούν. Δεν θα πρέπει να λάβουν δύο δισκία την ιδια
ημέρα αλλά θα πρέπει να επιστρέψουν στο να πάρουν ένα δισκίο την
εβδομάδα, όπως αρχικά είχαν προγραμματίσει την ημέρα της επιλογής τους.
Το Alendronate δεν συνιστάται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια όπου η
ταχύτητα σπειραματικής διήθησης (GFR) είναι λιγότερο από 35 ml/min (βλέπε
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).
Αιτίες εμφάνισης οστεοπόρωσης εκτός της έλλειψης οιστρογόνων και της
προχωρημένης ηλικίας, πρέπει να λαμβάνονται υπ όψιν.
Η υπασβεστιαιμία θα πρέπει να θεραπευθεί πριν την έναρξη θεραπείας με
alendronate (βλέπε 4.3 Αντενδείξεις) Άλλες διαταραχές που επηρεάζουν τον
μεταβολισμό μετάλλων (όπως έλλειψη βιταμίνης D και ο
υποπαραθυρεοειδισμός), θα πρέπει επίσης να θεραπεύονται πλήρως.
Σε ασθενείς με αυτές τις διαταραχές, θα πρέπει να ελέγχεται το ασβέστιο του
ορού και τα συμπτώματα υπασβεσταιμίας κατά την διάρκεια της θεραπείας με
LEDRONIN
.
Εξαιτίας της θετικής επίδρασης του alendronate στην αύξηση του bone
mineral, μπορεί να εμφανισθούν μειώσεις ασβεστίου και φωσφόρου στον ορό.
Αυτές μπορεί να είναι μικρές και ασυμπτωματικές. Ωστόσο, υπάρχουν σπάνιες
αναφορές συμπτωματικής υπασβεσταιμίας, οι οποίες περιστασιακά μπορεί να
είναι σοβαρές και συχνά παρουσιάσθηκαν σε ασθενείς με διαταραχές που
προδιαθέτουν (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμό, έλλειψη βιταμίνης D και
δυσαπορρόφηση του ασβεστίου).
Εξασφάλιση πρόσληψης επαρκούς ποσότητας ασβεστίου και βιταμίνης D είναι
για αυτό το λόγο πολύ σημαντική, ιδιαίτερα για τους ασθενείς που λαμβάνουν
γλυκοκορτικοειδή.
Κατάγματα καταπόνησης ( επίσης γνωστά ως κατάγματα ανεπάρκειας ) του
εγγύς τμήματος της διάφυσης του μηριαίου οστού έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς που ελάμβαναν αγωγή με αλενδρονικό οξύ για μεγάλο χρονικό
διάστημα (ο χρόνος εμφάνισης του κατάγματος στην πλειοψηφία των
περιπτώσεων κυμαινόταν από 18 μήνες ως 10 χρόνια). Τα κατάγματα
εκδηλώθηκαν μετά από ελαφρό τραυματισμό ή χωρίς τραυματισμό και μερικοί
σσθενείς ένιωσαν πόνο στο μηρό, συχνά συνοδευόμενο από απεικονιστικά
ευρήματα κατάγματος καταπόνησης, εβδομάδες έως μήνες πριν
παρουσιάσουν εικόνα τυπικού κατάγματος του μηριαίου. Τα κατάγματα ήταν
συνήθως αμφοτελόπλευρα και ως εκ τούτου σε ασθενείς που λαμβάνουν
αγωγή με διφοσφωνικό και παρουσιάζουν ετερόπλευρο κάταγμα του μηριαίου
πρέπει να εξετάζεται και το άλλο μηριαίο οστό. Φτωχή πώρωση αυτών των
καταγμάτων έχει αναφερθεί. Σε ασθενείς με κάταγμα καταπόνησης, συνιστάται
διακοπή του λαμβανομένου διφοσφωνικού εν αναμονή της εκτίμησης της
κατάστασης του ασθενούς, πάντα σε συνάντηση με την εκτίμηση του λόγου
οφέλους /κινδύνου του ασθενούς.
Έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας της γαλακτόζης, ανεπάρκειας της Lapp
λακτάσης ή δυσαπορρόφησης της γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να
λάβουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπιδράσεων
Λαμβανόμενα κατά τον ίδιο χρόνο, τροφές, ροφήματα (συμπεριλαμβανομένου
του μεταλλικού νερού, συμπληρώματα ασβεστίου, αντιόξινα και άλλα από του
στόματος λαμβανόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα πιθανόν να επηρεάζουν
την απορρόφηση του alendronate Για το λόγο αυτό, μετά τη λήψη του
alendronate, οι ασθενείς θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον μισή ώρα πριν
λάβουν οποιοδήποτε άλλο φαρμακευτικό σκεύασμα από το στόμα (βλέπε 4.2
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης και 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες).
Δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα κλινικής
5
σημασίας. Ένας μικρός αριθμός γυναικών που μετείχαν σε κλινικές μελέτες,
έλαβε οιστρογόνα (ενδοκολπικά, διαδερμικά ή από του στόματος) ενώ
ελάμβαναν ταυτόχρονα alendronate . Δε διαπιστώθηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες που να αποδόθηκαν στην ταυτόχρονη χορήγηση των δύο
φαρμάκων.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης στις
κλινικές μελέτες το alendronate χορηγήθηκε σε μεγάλη κλίμακα ταυτόχρονα με
φαρμακευτικά σκευάσματα που συνταγογραφούνται συχνά χωρίς την
εμφάνιση κλινικών ανεπιθύμητων αλληλεπιδράσεων.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χορήγηση κατά την κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση του alendronate σε εγκύους
γυναίκες. Μελέτες σε ζώα δεν δείχνουν άμεσα επιζήμιες συνέπειες στην
εγκυμοσύνη, την εμβρυονική/εμβρυική ανάπτυξη ή την μετεμβρυική ανάπτυξη.
Το alendronate που χορηγήθηκε κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης σε
αρουραίους προκάλεσε δυστοκία σχετιζόμενη με την υπασβεσταιμία (βλέπε
5.3 Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια). Σύμφωνα και με την
ένδειξη, το alendronate δεν θα πρέπει να χορηγείται κατά την διάρκεια της
κύησης.
Χορήγηση κατά την γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν το alendronate εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα με το
θηλασμό. Σύμφωνα και με την ένδειξη, το alendronate δεν θα πρέπει να
χορηγείται σε θηλάζουσες γυναίκες.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν έχει παρατηρηθεί επίδραση στην ικανότητα οδήγησης ή του χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε κλινική μελέτη ενός έτους σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με
οστεοπόρωση, το συνολικό προφίλ ασφάλειας του alendronate δισκίο 70mg
(n=519) και του alendronate 10 mg/ημερησίως (n = 370) ήταν παρόμοια.
Σε δυο ταυτόσημα σχεδιασμένες, διάρκειας τριών ετών μελέτες σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (alendronate 10 mg: n=196, placebo: n=397)
το συνολικό προφίλ ασφάλειας του alendronate 10mg/ημερησίως και του
placebo ήταν παρόμοια.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες. που αναφέρθηκαν από τους ερευνητές ως
ενδεχόμενες, πιθανόν ή οριστικά σχετιζόμενες με το φάρμακο,
παρουσιάζονται παρακάτω εάν αυτές εμφανίστηκαν σε ποσοστό ≥1% σε κάθε
ομάδα θεραπείας στην κλινική μελέτη ενός έτους, ή σε ποσοστό 1% των
ασθενών που ελάμβαναν alendronate 10mg/ημερησίως και σε μεγαλύτερη
συχνότητα από τους ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν placebo στις κλινικές
μελέτες των τριών ετών:
Μελέτη Ενός Έτους Μελέτη Τριών Ετών
70 mg Aledronate
10 mg/ημέρα
Aledronate
10 mg/ημέρα
Placebo
(n=519)
%
(n=370)
%
(n=196)
%
(n=397)
%
- Γαστρεντερικές
κοιλιακός πόνος
δυσπεψία
παλινδρόμηση οξέος
ναυτία
διάταση κοιλίας
δυσκοιλιότητα
διάρροια
δυσφαγία
μετεωρισμός
γαστρίτιδα
γαστρικό έλκος
οισοφαγικό έλκος
- Μυοσκελετικές
Μυοσκελετικός πόνος 2.9
3.2
4.1
2.5
(οστό, μυς ή άρθρωση)
μυϊκή σύσπαση (κράμπα)
- Νευρολογικές
κεφαλαλγία
3,7
2,7
1,9
1,9
1,0
0,8
0,6
0,4
0,4
0,2
0,0
0,0
2,9
0,2
0,4
3,0
2,2
2,4
2,4
1,4
1,6
0,5
0,5
1,6
1,1
1,1
0,0
3,2
1,1
0,3
6,6
3,6
2,0
3,6
1,0
3,1
3,1
1,0
2,6
0,5
0,0
1,5
4,1
0,0
2,6
4,8
3,5
4,3
4,0
0,8
1,8
1,8
0,0
0,5
1,3
0,0
0,0
2,5
1,0
1,5
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν επίσης αναφερθεί κατά τη
διάρκεια κλινικών μελετών και/ή μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου:
Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες (<1/10.000,
<1/1.000), Πολύ Σπάνιες (< 1/10.000 συμπεριλαμβανομένων των
μεμονωμένων περιπτώσεων)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Σπάνιες: αντιδράσεις υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένης της κνίδωσης
και του αγγειοοιδήματος
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Σπάνιες: συμπτωματική υπασβεσταιμία, συχνά σε συσχετισμό με καταστάσεις
που προδιαθέτουν (βλέπε παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Συχνές: κεφαλαλγία
7
Οφθαλμικές διαταραχές:
Σπάνιες: ραγοειδίτιδα, σκληρίτιδα, επισκληρίτιδα
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Συχνές: κοιλιακό άλγος, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα διάρροια, μετεωρισμός,
οισοφαγικό έλκος*, δυσφαγία*, κοιλιακή διάταση, παλινδρόμηση οξέος.
Όχι συχνές: ναυτία, έμετος, γαστρίτιδα, οισοφαγίτιδα*, οισοφαγικές
εξελκώσεις*, μέλαινα.
Σπάνιες: οισοφαγική στένωση *, στοματοφαρυγγική εξέλκωση*, του ανώτερου
γαστρεντερικού ΔΕΑ ( διάτρηση, έλκη, αιμορραγία) (βλέπε παράγραφο 4.4).
*Βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: εξάνθημα, κνησμός, ερύθημα.
Σπάνιες: εξάνθημα με φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες και μεμονωμένες περιπτώσεις: μεμονωμένες περιπτώσεις
σοβαρών δερματικών αντιδράσεων συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου
Steνens - Johnson και τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Συχνές: μυοσκελετικός (του οστού, του μυός ή της άρθρωσης) πόνος.
Σπάνια: Έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου που σχετίζεται με
ασθενείς που λαμβάνουν δισφωσφωνικά. Οι περισσότερες αναφορές έγιναν
από ασθενείς με καρκίνο, αλλά τέτοιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί επίσης
σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για οστεοπόρωση. Οστεονέκρωση της
γνάθου σχετίζεται γενικά με την εξαγωγή οδόντων και / ή με τοπική λοίμωξη
(συμπεριλαμβανομένης της οστεομυελίτιδας). Ως παράγοντες κινδύνου
θεωρούνται επίσης διαγνωσμένος καρκίνος, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,
κορτικοστεροειδή, και μη ικανοποιητική στοματική υγιεινή), σοβαρός
μυοσκελετικός (του οστού, του μυός ή της άρθρωσης) πόνος (βλέπε 4.4
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Σπάνιες: Μεταβατικά συμπτώματα όπως αυτά της ανταπόκρισης οξείας-
φάσης (μυαλγία, κακουχία και σπάνια πυρετός) τυπικά σε σχέση με την
έναρξη της θεραπείας.
Εργαστηριακά ευρήματα
Σε κλινικές μελέτες, ασυμπτωματική, ήπια και παροδική μείωση των
επιπέδων ασβεστίου στον ορό αίματος αναφέρθηκε σε περίπου 18 και 10%,
αντίστοιχα, των ασθενών που ελάμβαναν alendronate 10 mg/ημερησίως σε
αντίθεση περίπου σε 12 και 3% αυτών που ελάμβαναν placebo. Παρόλ’ αυτά,
οι συχνότητες μείωσης των επιπέδων του ασβεστίου στον ορό αίματος σε
<8.0 mg/dl (2.0 mmol/l) και του φωσφόρoυ σε ≤2.0 mg/dl (0.65 mmol/l) στον
ορό αίματος ήταν παρόμοιες και στις δύο ομάδες θεραπείες.
Κατάγματα καταπόνησης του εγγύς τμήματος της διάφυσης του μηριαίου ( βλ.
παράγραφο 4.4.).
4.9 Υπερδοσολογία
Υπασβεσταιμία, υποφωσφαταιμία και ανεπιθύμητες ενέργειες από το
ανώτερο πεπτικό όπως γαστρική δυσφορία, οπισθοστερνικός καύσος,
οισοφαγίτιδα, γαστρίτιδα, ή έλκος μπορεί να προκληθούν από υπερβολική
από του στόματος λήψη. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες συγκεκριμένες
πληροφορίες σχετικά με την θεραπεία της υπερδοσολογίας με alendronate.
Θα πρέπει να χορηγείται γάλα ή αντιόξινα ώστε να δεσμευθεί το alendronate.
Λόγω του κινδύνου οισοφαγικού ερεθισμού, θα πρέπει να αποφεύγεται
πρόκληση εμετού και η ασθενής θα πρέπει να παραμένει σε όρθια στάση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Διφωσφονικά, για τη θεραπεία των
παθήσεων των οστών
Κωδικός ATC : M05B A04
Η δραστική ουσία του LEDRONIN
, το alendronate sodium trihydrate είναι
ένας διφωσφονίτης, ο οποίος εμποδίζει την οστική απορρόφηση στους
οστεοκλάστες χωρίς να έχει άμεση επίδραση στο σχηματισμό του οστού.
Προκλινικές μελέτες έχουν δείξει επιλεκτική εντόπιση του alendronate στις
θέσεις ενεργούς απορρόφησης. Η δράση των οστεοκλαστών εμποδίζεται,
όμως η προσέλκυση ή προσκόλληση των οστεοκλαστών δεν επηρεάζεται.
Δεν έχει επηρεαστεί η ποιότητα του οστού που σχηματίστηκε κατά την
θεραπεία με το alendronate.
Θεραπεία της μετεμμηνοπανσιακής οστεοπόρωσης
Η οστεοπόρωση προσδιορίζεται ως οστική πυκνότητα (BMD) της
σπονδυλικής στήλης ή του ισχίου κατά 2.5 μονάδες SD κάτω από το
μέσο όρο φυσιολογικών νέων ατόμων ή ως ένα προηγούμενο κάταγμα
ευπάθειας, ανεξάρτητα από την οστική πυκνότητα.
H θεραπευτική αντιστοιχία του alendronate 70mg (n=519) και του alendronate
10mg ημερησίως (n=370) αξιολογήθηκε σε μια ετήσια πολυκεντρική μελέτη σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση. Οι μέσες αυξήσεις από το
αρχικό επίπεδο (baseline) της ΟΠ της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής
στήλης ήταν 5.1% (95% CI: 4.8, 5.4%) στην ομάδα του εβδομαδιαίου δισκίου
70mg και 5.4% (95% CI: 5.0, 5.8%) στην ομάδα του ημερήσιου 10mg.Οι
μέσες αυξήσεις της ΟΠ ήταν 2.3% και 2.9% στον αυχένα του μηριαίου και
2.9% και 3.1% στο ολικό ισχίο για τις ομάδες των 70 mg εβδομαδιαίως και
9
των 10mg ημερησίως, αντίστοιχα. Οι δυο θεραπευτικές ομάδες εμφανίστηκαν
επίσης παρόμοιες όσον αφορά τις αυξήσεις της ΟΠ σε άλλα σκελετικά
τμήματα.
Η δράση του alendronate στην οστική πυκνότητα και στην συχνότητα
εμφάνισης των καταγμάτων, αξιολογήθηκε σε δυο ταυτόσημου σχεδιασμού
αρχικές μελέτες αποτελεσματικότητας (n=994) καθώς και στην μελέτη
Fracture Intervention Trial (FIT: n=6,459).
Στις αρχικές μελέτες αποτελεσματικότητας, oι αυξήσεις της μέσης οστικής
πυκνότητας (BMD) με το alendronate 10mg ημερησίως σχετικά με το placebo
στα τρία χρόνια ήταν 8.8%, 5.9% και 7.8% στην σπονδυλική στήλη, στον
αυχένα του μηριαίου και στον τροχαντήρα. Η ολική ΟΠ σώματος επίσης
αυξήθηκε σημαντικά. Υπήρξε 48% μείωση (aΙendrοnate.3.2% έναντι placebo
6.2%)στην αναλογία των ασθενών που ελάμβαναν alendrοnate και εμφάνισαν
σπονδυλικά κατάγματα σε σχέση με αυτούς που ελάμβαναν placebo. Κατά τη
διετή χρονικά επέκταση αυτών των μελετών η ΟΠ στην σπονδυλική στήλη και
τον τροχαντήρα συνέχισε να αυξάνει και την ΟΠ στον αυχένα του μηριαίου και
στο συνολικό σώμα διατηρήθηκε.
Η μελέτη FIT αποτελούνταν από δυο μελέτες ελεγχόμενες με placebo όταν
χορηγούνταν alendronate ( 5mg ημερησίως για 2 έτη και 10 mg ημερησίως
είτε για ένα είτε για δύο επιπλέον έτη) ημερησίως:
FIT 1: Σε μία τριετή μελέτη με 2.027 ασθενείς οι οποίοι είχαν
τουλάχιστον ένα αρχικό οσφυϊκό (συμπιεστικό) κάταγμα. Σ΄
αυτή τη μελέτη το alendronate ημερησίως μείωσε την
συχνότητα εμφάνισης του >= 1 νέου σπονδυλικού κατάγματος
κατά 47% (alendronate 7.9% έναντι του placebo 15.0%).
Επιπρόσθετα, μια στατιστικά σημαντική μείωση εμφανίσθηκε
στην συχνότητα εμφάνισης των καταγμάτων ισχίου (1.1%
έναντι 2.2%, μείωση κατά 51%).
FIT 2: Μία τετραετής μελέτη με 4.432 ασθενείς με χαμηλή
οστική μάζα‚αλλά χωρίς ένα αρχικό σπονδυλικό κάταγμα..
Σ’αυτή τη μελέτη παρατηρήθηκε μία σημαντική διαφορά στην
ανάλυση της υποομάδας των οστεοπορωτικών γυναικών (37%
του γενικού πληθυσμού‚ που αντιστοιχεί στον παραπάνω
αναφερθέντα προσδιορισμό της οστεοπόρωσης στην
συχνότητα των καταγμάτων ισχίου (alendronate 1.0% έναντι
placebo 2.2%, μείωση κατά 56%) και στην συχνότητα του > =1
σπονδυλικού κατάγματος (2.9% έναντι 5.8%, μείωση κατά
50%)
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Σε σύγκριση με μια ενδοφλέβια δόση αναφοράς ή από του στόματος
βιοδιαθεσιμότητα του alendronate σε γυναίκες ήταν 0.64% για δόσεις
κυμαινόμενες από 5 έως 70mg όταν χορηγήθηκαν σε νηστικά από το
προηγούμενο βράδυ άτομα και δυο ώρες πριν το τυποποιημένο πρωινό
γεύμα τους. Η βιοδιαθεσιμότητα μειώθηκε εξίσου κατά περίπου 0,46% και
0.39%, όταν το alendronate χορηγήθηκε μια ή μισή ώρα πριν το πρωινό. Στις
μελέτες οστεοπόρωσης, το alendronate ήταν αποτελεσματικό, όταν
χορηγούνταν τουλάχιστον 30 λεπτά πριν το πρώτο φαγητό ή ρόφημα της
ημέρας.
H βιοδιαθεσιμότητα ήταν ασήμαντη όταν το alendronate χορηγήθηκε
ταυτόχρονα ή πριν περάσουν δυο ώρες μετά το πρωινό γεύμα. Ταυτόχρονη
χορήγηση του alendronate με καφέ ή χυμό πορτοκάλι μείωσε τη
βιοδιαθεσιμότητα κατά περίπου 60%.
Σε υγιείς ασθενείς, η χορήγηση πρεδνιζολόνης από το στόμα (20mg τρεις
φορές ημερησίως για 5 ημέρες) δεν οδήγησε σε κάποια κλινικά σημαντική
αλλαγή στην από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα του alendronate (εύρος
μέσης αύξησης από 20% έως 44%)
Κατανομή
Προκλινικές μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι το alendronate παροδικά
κατανέμεται στους μαλακούς ιστούς μετά από τη χορήγηση 1mg/kg
ενδοφλέβια, αλλά ταχύτατα κατόπιν, ανακατανέμεται στα οστά ή απεκκρίνεται
από τα ούρα. Ο μέσος σταθερός όγκος κατανομής, εκτός των οστών είναι
τουλάχιστον 281 στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι συγκεντρώσεις του φαρμάκου
στο πλάσμα που ακολουθούν από του στόματος θεραπευτικές δόσεις είναι
πολύ χαμηλές για αναλυτική ανίχνευση (<5 ng 1ml). Η δέσμευση με τις
πρωτεΐνες στο ανθρώπινο πλάσμα είναι περίπου 78%.
Μεταβολισμός
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι το alendronate μεταβολίζεται στα ζώα ή στον
άνθρωπο.
Απέκκριση
Μετά από μία ενδοφλέβια δόση [
14
C] alendronate, περίπου το 50% του
ραδιοσεσημασμένου alendronate απεκκρίθηκε από τα ούρα μέσα σε 72 ώρες
ενώ ελάχιστο έως καθόλου ανιχνεύθηκε στα κόπρανα. Μετά από μία
ενδοφλέβια δόση 10mg, η νεφρική κάθαρση του alendronate ήταν 71ml/min
και η συστηματική κάθαρση δεν ξεπέρασε τα 200ml/min.
Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα, μειώθηκαν περισσότερο από 95% μέσα στις 6
ώρες που ακολούθησαν από την ενδοφλέβια χορήγηση. Η τελική μέση ημίσεια
ζωή στον άνθρωπο υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 10 χρόνια, αντανακλώντας
την απελευθέρωση του alendronate από το σκελετό. Το alendronate δεν
απεκκρίνεται μέσω των όξινων ή βασικών συστημάτων μεταφοράς των
νεφρών των αρουραίων και για το λόγο αυτό, δεν αναμένεται να επηρεάζει την
απέκκριση άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων από τα συστήματα αυτά στον
άνθρωπο.
Χαρακτηριστικά στους ασθενείς
11
Προκλινικές μελέτες έδειξαν ότι το φάρμακο το οποίο δεν αποθηκεύεται στα
οστά, αποβάλλεται γρήγορα από τα σύρα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις κορεσμού
της πρόσληψης από τα οστά μετά χρόνια έκθεση σε IV δόσεις alendronate έως
και 35mg/kg σε ζώα. Παρά το ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες από την κλινική
πράξη, εκτιμάται ότι όπως και στα ζώα η απέκκριση του alendronate μέσω των
νεφρών θα μειώνεται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Για το λόγο αυτό
κάποια μεγαλύτερη συσσώρευση alendronate στα οστά, θα μπορούσε να
συμβεί σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε Δοσολογία και τρόπος
χορήγησης).
5.3 Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος για
τον άνθρωπο, σύμφωνα με conventional μελέτες φαρμακολογίας, ασφάλειας,
τοξικότητας, επαναλαμβανόμενης δόσης, γενοτοξικότητας και ενδεχόμενης
καρκινογένεσης. Μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι η θεραπεία με
alendronate κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφάνισε δυστοκία στις
μητέρες των ζώων κατά τη διάρκεια του τοκετού , η οποία σχετιζόταν με την
υπασβεστιαιμία.
Σε μελέτες σε αρουραίους που έλαβαν μεγάλες δόσεις εδείχθη αυξημένη
επίπτωση ατελούς εμβρυϊκής οστεοποίησης. H σημασία για τον άνθρωπο είναι
άγνωστη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Lactose monohydrate, Cellulose microcrystalline, Croscarmellose sodium,
Magnesium stearate, Silica colloidal anhydrous.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Χρόνος ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Χάρτινο κουτί που περιέχει 2,4,8,12 ή 40 δισκία σε blister Al/PVC και ένα φύλλο
οδηγιών για το χρήστη.
Μπορεί να μην κυκλοφορήσουν όλες οι συσκευασίες.
6.6. Οδηγίες για τη χρήση και τον χειρισμό
Χωρίς ειδικές απαιτήσεις.
7. Επωνυμία και διεύθυνση του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας
IASIS PHARMA
Λεωφ. Φυλής 137
134 51 Καματερό Αττικής, Ελλάδα.
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
77723/10/10-3-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ / ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ
21-1-2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24-7-2009
13