ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ivor
3.500 IU antiXa/0,2 ml ενέσιμου διαλύματος σε προγεμισμένες
σύριγγες
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Bemiparin sodium: 3.500 IU (anti Factor Xa*) ανά 0,2 ml προγεμισμένη
σύριγγα (ισοδύναμη με 17.500 IU (anti Factor Xa*) ανά ml ενέσιμου
διαλύματος).
Η δραστικότητα περιγράφεται σε Διεθνείς μονάδες anti-Factor Xa
δραστικότητας (IU) με βάση το Πρώτο Διεθνές Πρότυπο Αναφοράς
Ηπαρίνης Χαμηλού Μοριακού Βάρους.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένες σύριγγες.
(Άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό, διαυγές διάλυμα, ελεύθερο ορατών
σωματιδίων).
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
4
Προφύλαξη από θρομβοεμβολική νόσο σε ασθενείς που υποβάλλονται
σε ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση.
Προφύλαξη από σχηματισμό θρόμβου στην εξωσωματική κυκλοφορία
κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Οι διάφορες ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους
δεν είναι απαραίτητα ισοδύναμες. Συνεπώς απαιτείται συμμόρφωση
με το δοσολογικό σχήμα και τον ειδικό τρόπο χρήσης για το καθένα
από αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Δοσολογία
Ενήλικες
1
Ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση με υψηλό κίνδυνο φλεβικής
θρομβοεμβολής:
Την ημέρα της χειρουργικής επέμβασης, χορηγούνται 3.500 IU anti-Xa
υποδόρια (sc), 2 ώρες πριν ή 6 ώρες μετά την εγχείρηση. Τις επόμενες
ημέρες, χορηγούνται 3.500 IU anti-Xa υποδόρια κάθε 24 ώρες.
Η προφυλακτική αγωγή πρέπει να ακολουθείται σύμφωνα με την
κρίση του ιατρού καθόλη την περίοδο του κινδύνου ή μέχρι να γίνει
περιπατητικός ο ασθενής. Κατά γενικό κανόνα, θεωρείται
απαραίτητο η προφυλακτική αγωγή να συνεχίζεται για τουλάχιστον 7
10 ημέρες μετά τη χειρουργική επέμβαση και έως ότου μειωθεί ο
κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου.
Προφύλαξη από σχηματισμό θρόμβου στην εξωσωματική κυκλοφορία
κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης:
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε επαναλαμβανόμενες συνεδρίες
αιμοκάθαρσης διάρκειας όχι μεγαλύτερης των 4 ωρών και χωρίς
κίνδυνο αιμορραγίας, η προφύλαξη από σχηματισμό θρόμβου στην
εξωσωματική κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης
επιτυγχάνεται με τη χορήγηση μιας μόνο δόσης bolus στην αρτηριακή
γραμμή κατά την έναρξη της συνεδρίας της αιμοκάθαρσης. Σε
ασθενείς με βάρος σώματος μικρότερο από 60 kg, η δόση είναι 2.500
IU, ενώ σε ασθενείς με βάρος σώματος μεγαλύτερο από 60 kg, η δόση
είναι 3.500 IU.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Ivor σε παιδιά δεν έχουν
τεκμηριωθεί λόγω έλλειψης δεδομένων.
Άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας. Σε περίπτωση νεφρικής
δυσλειτουργίας, βλέπε παραγράφους
4.2 Δοσολογία και τρόπος
χορήγησης,
νεφρική δυσλειτουργία,
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση, 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες.
Νεφρική δυσλειτουργία
(Βλέπε παραγράφους 4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
κατά τη χρήση, 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες)
Προφύλαξη από θρομβοεμβολική νόσο σε ασθενείς που υποβάλλονται
σε ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση.
Σε ήπια ή μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης 30-
80 ml/min): δεν
απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας. Ωστόσο, συνιστάται στενή
παρακολούθηση.
2
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min)
μπορεί να επηρεάσει τη φαρμακοκινητική της bemiparin. Οι γιατροί
πρέπει να αξιολογήσουν την εξατομικευμένη αιμορραγία και τους
κινδύνους θρόμβωσης αυτών των ασθενών. Σε κάποιες
περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης. Με βάση
τα περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα (βλέπε παράγραφο
5.2), μπορεί να απαιτηθεί μείωση μέχρι και 2.500 IU anti-Xa
υποδορίως μία φορά την ημέρα. Συνιστάται στενή παρακολούθηση.
Πρέπει να μετρώνται τα ανώτερα anti-Xa επίπεδα περίπου 4 ώρες
μετά τη χορήγηση της δόσης.
Διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την προσαρμογή
της δοσολογίας της bemiparin σε αυτόν τον πληθυσμό των ασθενών.
Τρόπος χορήγησης. Τεχνική της υποδόριας ένεσης:
Οι προγεμισμένες σύριγγες είναι έτοιμες για άμεση χρήση και δεν
πρέπει να αφαιρείται ο αέρας από τη σύριγγα πριν την υποδόρια
ένεση. Όταν το Ivor χορηγείται υποδόρια, η ένεση θα πρέπει να
γίνεται στον υποδόριο ιστό της προσθιοπλάγιας ή οπισθιοπλάγιας
κοιλιακής χώρας εναλλάξ, στο αριστερό και δεξιό μέρος. Η βελόνα
θα πρέπει να εισάγεται, κάθετα και όχι υπό γωνία, σε όλο της το
μήκος στο παχύ σημείο μιας δερματικής πτυχής που δημιουργείται
μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρα. Η δερματική πτυχή θα πρέπει να
διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ένεσης. Μην τρίβετε την
περιοχή της ένεσης.
Σε μερικές συσκευασίες, η προγεμισμένη σύριγγα μπορεί να
συνδέεται με σύστημα συσκευής ασφαλείας.
Για τις σύριγγες με σύστημα συσκευής ασφαλείας η βελόνα πρέπει να
κατευθύνεται μακριά από το χρήστη και οποιοδήποτε άλλον είναι
παρών. Η συσκευή ασφαλείας ενεργοποιείται πιέζοντας σταθερά στο
μοχλό εμβόλου. Η προστατευτική θήκη θα καλύψει αυτόματα τη
βελόνα και θα ακουστεί ένα κλικ που επιβεβαιώνει την ενεργοποίηση
της συσκευής.
Αμέσως, η σύριγγα πρέπει να απορριφθεί στον πλησιέστερο κάδο
απορριμμάτων (με τη βελόνα μέσα). Το καπάκι του περιέκτη πρέπει να
κλειστεί καλά και ο περιέκτης να τοποθετηθεί σε μέρος που δεν
φθάνουν τα παιδιά.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Υπερευαισθησία στην ηπαρίνη ή σε ουσίες χοίρειας προέλευσης.
3
Ιστορικό επιβεβαιωμένης ή ύποπτης θρομβοπενίας ανοσολογικώς
προκαλούμενης από ηπαρίνη (ΗΙΤ) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ενεργός αιμορραγία ή αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας λόγω
διαταραχών της πήξης.
Σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας του ήπατος ή του παγκρέατος.
Βλάβες ή χειρουργικές επεμβάσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα,
μάτια και αυτιά στους τελευταίους 2 μήνες.
Διάχυτη Ενδοαγγειακή Πήξη (ΔΕΠ) που οφείλεται σε θρομβοπενία
που προκαλείται από ηπαρίνη.
Οξεία και υποξεία βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα.
Οποιαδήποτε οργανική βλάβη με υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας (π.χ.
ενεργό πεπτικό έλκος, αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ανεύρυσμα
ή νεοπλασία του εγκεφάλου).
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Δεν πρέπει να χορηγείται ενδομυϊκά.
Λόγω του κινδύνου αιματώματος κατά τη διάρκεια χορήγησης της
bemiparin, πρέπει να αποφεύγεται η ενδομυϊκή χορήγηση άλλων
φαρμάκων.
Η κινητική της bemiparin μπορεί να επηρεαστεί σε ασθενείς με σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30ml/min). Τακτική
παρακολούθηση συνιστάται σε αυτόν τον πληθυσμό. Πρέπει να
διενεργείται προσεκτική αξιολόγηση της εξατομικευμένης
αιμορραγίας και των κινδύνων θρόμβωσης σε αυτούς τους ασθενείς
πριν την έναρξη της θεραπείας. Σε ήπια ή μέτρια νεφρική
δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης 30-80 ml/min) δεν απαιτείται
προσαρμογή της δοσολογίας, παρόλο που απαιτείται προσοχή. (Βλέπε
παραγράφους 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης και 5.2
Φαρμακοκινητικές ιδιότητες).
Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, μη
ελεγχόμενη αρτηριακή υπέρταση, ιστορικό γαστροδωδεκαδακτυλικού
έλκους, θρομβοπενία, νεφρολιθίαση και/ή ουρηθρολιθίαση, αγγειακή
νόσο του χοριοειδούς και αμφιβληστροειδούς χιτώνα ή οποιαδήποτε
άλλη οργανική βλάβη με αυξημένο κίνδυνο αιμορραγικών επιπλοκών,
ή σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ραχιαία ή επισκληρίδιο
αναισθησία και/ή οσφυϊκή παρακέντηση.
Η bemiparin, όπως και οι άλλες ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους,
μπορεί να καταστείλει την επινεφριδική έκκριση αλδοστερόνης που
οδηγεί σε υπερκαλιαιμία, ειδικότερα σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, προϋπάρχουσα μεταβολική
4
οξέωση, αυξημένα επίπεδα καλίου στο πλάσμα ή σε ασθενείς που
λαμβάνουν καλιοπροστατευτικά φάρμακα. Ο κίνδυνος της
υπερκαλιαιμίας φαίνεται ότι αυξάνει με τη διάρκεια της θεραπείας
αλλά είναι συνήθως αναστρέψιμη (βλέπε παράγραφο 4.8). Σε
ασθενείς σε κίνδυνο πρέπει να μετρώνται οι ηλεκτρολύτες του ορού
πριν την έναρξη της θεραπείας με bemiparin και στη συνέχεια να
ελέγχονται τακτικά ιδιαίτερα σε παρατεταμένη θεραπεία πέρα των 7
ημερών.
Περιστασιακά έχει παρατηρηθεί ήπια παροδική θρομβοπενία (ΗΙΤ
τύπου Ι) κατά την έναρξη της θεραπείας με ηπαρίνη όπου ο αριθμός
των αιμοπεταλίων είναι από 100.000/mm
3
έως 150.000/mm
3
λόγω
παροδικής ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων (βλέπε παράγραφο 4.8).
Κατά γενικό κανόνα, δεν παρατηρούνται επιπλοκές, έτσι η θεραπεία
μπορεί να συνεχιστεί.
Σπάνια έχει παρατηρηθεί σοβαρή θρομβοπενία (ΗΙΤ τύπου ΙΙ) με
αριθμό αιμοπεταλίων σαφώς μικρότερο από 100.000/mm
3
προκαλούμενη από αντισώματα (βλέπε παράγραφο 4.8). Αυτή η δράση
εμφανίζεται συνήθως μεταξύ της 5ης και 21ης ημέρας μετά την
έναρξη της θεραπείας, παρόλο που σε ασθενείς με ιστορικό
θρομβοπενίας προκαλούμενης από ηπαρίνη, αυτή μπορεί να
εμφανισθεί ενωρίτερα.
Συνιστάται μέτρηση του αριθμού των αιμοπεταλίων πριν τη χορήγηση
της bemiparin, την πρώτη ημέρα της θεραπείας και στη συνέχεια
τακτικά κάθε 3 έως 4 ημέρες και στο τέλος της θεραπείας με bemiparin.
Πρακτικά, συνιστάται διακοπή της θεραπείας άμεσα και έναρξη
εναλλακτικής θεραπείας εάν παρατηρηθεί σημαντική μείωση του
αριθμού των αιμοπεταλίων (30 έως 50%) σε συνδυασμό με θετικά ή
άγνωστα αποτελέσματα της in
vitro δοκιμασίας για αντισώματα κατά
των αιμοπεταλίων παρουσία bemiparin,άλλων ηπαρινών χαμηλού
μοριακού βάρους και/ή ηπαρινών.
Όπως και με τις άλλες ηπαρίνες, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
δερματικής νέκρωσης, στις οποίες μερικές φορές προηγείται πορφύρα
ή επώδυνες ερυθηματώδεις φλύκταινες με την bemiparin (βλέπε
παράγραφο 4.8). Σε αυτήν την περίπτωση, η θεραπεία θα πρέπει να
διακοπεί αμέσως.
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε επισκληρίδιο ή ραχιαία αναισθησία
ή οσφυονωτιαία παρακέντηση, η προφυλακτική χρήση ηπαρίνης
μπορεί πολύ σπάνια να σχετισθεί με επισκληρίδια ή νωτιαία
αιματώματα, που οδηγούν σε μακροχρόνια ή μόνιμη παράλυση (βλέπε
παράγραφο 4.8). Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όταν χρησιμοποιείται
επισκληρίδιος ή ραχιαίος καθετήρας για την αναισθησία, όταν
χορηγούνται ταυτόχρονα φάρμακα τα οποία επηρεάζουν την
αιμόσταση όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ),
αναστολείς των αιμοπεταλίων ή αντιπηκτικά (βλέπε παράγραφο 4.5
),
καθώς και από τραυματική ή επαναλαμβανόμενη παρακέντηση.
5
Όταν αποφασίζεται το διάστημα ανάμεσα στην τελευταία χορήγηση
της ηπαρίνης σε προφυλακτικές δόσεις και την τοποθέτηση ή
απομάκρυνση ενός επισκληρίδιου ή ραχιαίου καθετήρα, πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και η
κατάσταση του ασθενούς. Η επόμενη δόση της bemiparin δεν θα πρέπει
να χορηγείται ενωρίτερα από τέσσερις ώρες τουλάχιστον από την
αφαίρεση του καθετήρα. Η επόμενη δόση θα πρέπει να καθυστερείται
μέχρι την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης.
Εάν ο γιατρός αποφασίσει να χορηγήσει αντιπηκτική αγωγή κατά τη
διάρκεια επισκληρίδιας ή ραχιαίας αναισθησίας, απαιτείται αυστηρή
επαγρύπνηση και συχνή παρακολούθηση για ανίχνευση τυχόν
σημείων και συμπτωμάτων νευρολογικής βλάβης, όπως οσφυαλγία,
αισθητικές και κινητικές διαταραχές (αιμωδία ή αδυναμία των κάτω
άκρων) και διαταραχές της λειτουργίας του εντέρου ή της ουροδόχου
κύστεως. Το νοσηλευτικό προσωπικό θα πρέπει να εκπαιδεύεται ώστε
να αναγνωρίζει τέτοια σημεία και συμπτώματα. Στους ασθενείς θα
πρέπει να δίδονται οδηγίες, να ενημερώνουν το νοσηλευτή ή τον
γιατρό τους αμέσως εάν εμφανίσουν κάποιο από τα παραπάνω
συμπτώματα.
Εάν υπάρχει υποψία για σημεία ή συμπτώματα επισκληρίδιων ή
νωτιαίων αιματωμάτων, χρειάζεται επείγουσα διάγνωση και
θεραπεία όπως η αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν ερευνηθεί οι αλληλεπιδράσεις της bemiparin με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα και οι πληροφορίες που δίδονται σε αυτήν
την παράγραφο προέρχονται από στοιχεία για τις άλλες ηπαρίνες
χαμηλού μοριακού βάρους.
Δεν συνιστάται ταυτόχρονη χορήγηση της bemiparin με τα ακόλουθα
φάρμακα:
Ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ και άλλα αντιπηκτικά,
ακετυλοσαλικυλικό οξύ και άλλα σαλικυλικά και ΜΣΑΦ,
τικλοπιδίνη, κλοπιδογρέλη και άλλα φάρμακα που αναστέλλουν τα
αιμοπετάλια, συστηματικά γλυκοκορτικοειδή και δεξτράνη.
Όλα αυτά τα φάρμακα ενισχύουν τη φαρμακολογική δράση της
bemiparin παρεμβαίνοντας στη δράση της στην πήξη και/ή στη
λειτουργία των αιμοπεταλίων και αυξάνουν τον κίνδυνο
αιμορραγίας.
Εάν δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί ο συνδυασμός, θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί κάτω από προσεκτική κλινική και εργαστηριακή
παρακολούθηση.
6
Φάρμακα που αυξάνουν τη συγκέντρωση του καλίου στον ορό θα
πρέπει να λαμβάνονται ταυτόχρονα μόνο κάτω από ιδιαίτερα
προσεκτική ιατρική παρακολούθηση.
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί για τη bemiparin η πιθανότητα
αλληλεπίδρασης της ηπαρίνης με την ενδοφλέβια νιτρογλυκερίνη (με
αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας).
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Μελέτες σε ζώα δεν έδωσαν ενδείξεις τερατογένεσης από τη χρήση
της bemiparin (βλέπε παράγραφο 5.3). Για τη bemiparin, υπάρχουν
περιορισμένα κλινικά στοιχεία από τη χρήση της στην κύηση.
Ωστόσο, πρέπει να δίδεται προσοχή όταν συνταγογραφείται σε
έγκυες γυναίκες.
Δεν είναι γνωστό εάν η bemiparin διαπερνά το φραγμό του πλακούντα.
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για το εάν η bemiparin περνά στο
μητρικό γάλα. Έτσι, πρέπει να συστήνεται στις μητέρες που
θηλάζουν και πρέπει να λαμβάνουν το Ivor, να αποφεύγουν το
θηλασμό.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Το Ivor δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η πιο συχνά αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια είναι το αιμάτωμα
και/ή η εκχύμωση στη θέση της ένεσης, που συμβαίνει στο 15%
περίπου των ασθενών που λαμβάνουν Ivor.
Η οστεοπόρωση έχει συνδεθεί με μακροχρόνια θεραπεία με ηπαρίνη.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν ταξινομηθεί κατά
κατηγορία/οργανικό σύστημα και συχνότητα: πολύ συχνές (1/10),
συχνές (1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100),
σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) και μη
( μ μ μ μ μ )γνωστές δεν πορούν να εκτι ηθούν ε βάση τα διαθέσι α δεδο ένα :
Η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών (ΑΕ) που
αναφέρονται με τη bemiparin είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων
ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους και είναι η ακόλουθη:
Κατηγορία/Οργανικό Ανεπιθύμητη ενέργεια
7
σύστημα και συχνότητα
Διαταραχές του αιμοποιητικού
και του λεμφικού συστήματος:
Συχνές
Όχι συχνές
Σπάνιες
Αιμορραγικές επιπλοκές (δέρμα,
βλεννογόνοι, τραύματα,
γαστρεντερικός σωλήνας,
ουρογεννητικό σύστημα)
Ήπια και παροδική θρομβοπενία
(HIT τύπου Ι) (βλέπε παράγραφο
4.4)
Σοβαρή θρομβοπενία (τύπου ΙΙ)
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού
συστήματος:
Όχι συχνές
Σπάνιες
Δερματικές αλλεργικές
αντιδράσεις (κνίδωση, κνησμός)
Αναφυλακτικές αντιδράσεις
(ναυτία, έμετος, πυρετός,
δύσπνοια, βρογχόσπασμος,
οίδημα της γλωττίδας, υπόταση,
κνίδωση, κνησμός)
Διαταραχές του μεταβολισμού
και της θρέψης:
Μ ( μ η γνωστές δεν πορούν να
μ μ μ εκτι ηθούν ε βάση τα διαθέσι α
μ )δεδο ένα
Υπερκαλιαιμία (βλέπε παράγραφο
4.4)
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων:
Συχνές Ήπια και παροδική αύξηση των
τρανσαμινασών (ASAT, ALAT) και
των επιπέδων της γάμμα-GT
Διαταραχές του δέρματος και
του υποδόριου ιστού:
Σπάνιες Δερματική νέκρωση στη θέση της
ένεσης (βλέπε παράγραφο 4.4)
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης:
Πολύ συχνές
Σπάνιες
Εκχύμωση στη θέση της ένεσης.
Αιμάτωμα και πόνος στη θέση
της ένεσης.
Επισκληρίδιο και νωτιαίο
αιμάτωμα μετά από επισκληρίδιο
ή ραχιαία αναισθησία και
οσφυϊκή παρακέντηση. Τα
αιματώματα αυτά προκαλούν
8
νευρολογικές βλάβες ποικίλου
βαθμού, όπως μακροχρόνια ή
μόνιμη παράλυση (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό
Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα,
Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9. Υπερδοσολογία
Η αιμορραγία είναι το κύριο σύμπτωμα της υπερδοσολογίας. Εάν
εμφανιστεί αιμορραγία η bemiparin πρέπει να διακοπεί ανάλογα με τη
σοβαρότητα της αιμορραγίας και τον κίνδυνο θρόμβωσης.
Οι ελάσσονες αιμορραγίες σπάνια απαιτούν ειδική θεραπεία. Στην
περίπτωση μειζόνων αιμορραγιών, μπορεί να απαιτείται χορήγηση
θειϊκής πρωταμίνης.
Η εξουδετέρωση της bemiparin με θειϊκή πρωταμίνη έχει μελετηθεί σε in
vitro και in
vivo
συστήματα, με στόχο την παρακολούθηση της μείωσης
της anti-Xa δραστικότητας και τη δράση στο Μερικό Χρόνο
Θρομβοπλαστίνης, Eνεργοποιημένο (APTT). Η θειϊκή πρωταμίνη
εξουδετερώνει μερικώς την anti-Xa δραστικότητα για 2 ώρες μετά την
ενδοφλέβια χορήγηση της σε δόση 1,4 mg θειϊκής πρωταμίνης για
κάθε 100 IU anti-Xa που χορηγούνται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιθρομβωτικός παράγοντας,
ομάδα ηπαρίνης, κωδικός ATC: B01AΒ12.
H bemiparin sodium είναι μία ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους που
λαμβάνεται με αποπολυμερισμό της νατριούχου ηπαρίνης από χοίρειο
εντερικό βλεννογόνο. Το μέσο μοριακό της βάρος (ΜΒ) είναι περίπου
3.600 daltons. Το ποσοστό των αλυσίδων με μοριακό βάρος μικρότερο
των 2.000 daltons είναι λιγότερο από 35%. Το ποσοστό των αλυσίδων
με μοριακό βάρος από 2.000 έως 6.000 daltons κυμαίνεται μεταξύ 50-
75%. Το ποσοστό των αλυσίδων με μοριακό βάρος μεγαλύτερο των
6.000 daltons είναι λιγότερο από 15%.
9
Η anti-Xa δραστικότητα κυμαίνεται από 80 έως 120 anti-Xa IU ανά mg
και η anti-IIa δραστικότητα κυμαίνεται από 5 έως 20 anti-IIa IU ανά mg,
υπολογιζόμενη σε ξηρή ουσία. Το πηλίκον anti-Xa/anti-IIa είναι περίπου
8.
Σε μοντέλα πειραματόζωων, βρέθηκε ότι η bemiparin ασκεί
αντιθρομβωτική δράση και μέτρια αιμορραγική δράση.
Στον άνθρωπο, έχει επιβεβαιωθεί ότι η bemiparin είναι δραστική ως
αντιθρομβωτικό και, στις συνιστώμενες δόσεις, δεν παρατείνει
σημαντικά τις συνολικές δοκιμασίες πήξης.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της bemiparin καθορίσθηκαν με μέτρηση
της anti-Xa δραστικότητας στο πλάσμα χρησιμοποιώντας την
αμιδολυτική μέθοδο, που βασίζεται στο Πρώτο Διεθνές Πρότυπο
Αναφοράς Ηπαρίνης Χαμηλού Μοριακού Βάρους της Π.Ο.Υ. (National
Institute for Biological Standards and Control (NIBSC)).
Η απορρόφηση και απέκκριση ακολουθούν γραμμική κινητική 1ης
τάξεως.
Απορρόφηση
Η bemiparin sodium απορροφάται γρήγορα μετά από υποδόρια χορήγηση
και η βιοδιαθεσιμότητα της υπολογίζεται στο 96%. Η μέγιστη anti-Xa
δράση στο πλάσμα εμφανίζεται 2 έως 3 ώρες μετά την υποδόρια
χορήγηση προφυλακτικών δόσεων 2.500 και 3.500 IU bemiparin,
επιτυγχάνοντας μέγιστη δραστικότητα της τάξεως του 0,34 ± (0,08)
και 0,45 ± (0,07) IU anti-Xa/ml, αντίστοιχα. Δεν ανιχνεύθηκε anti-IΙa
δραστικότητα σε αυτές τις δόσεις. H μέγιστη anti-Xa δράση στο
πλάσμα εμφανίζεται 3 έως 4 ώρες μετά την υποδόρια χορήγηση
θεραπευτικών δόσεων 5.000 IU, 7.500 IU, 10.000 IU και 12.500 IU
bemiparin, επιτυγχάνοντας μέγιστη δραστικότητα της τάξεως του 0,54
± (0,06), 1,22 ± (0,27), 1,42 ± (0,19) και 2,03 ± (0,25) IU anti-Xa/ml,
αντίστοιχα. Anti-IIa δραστικότητα 0,01 IU/ml ανιχνεύθηκε σε δόσεις
7.500 IU, 10.000 IU και 12.500 IU.
Αποβολή
Η bemiparin χορηγούμενη σε δόσεις από 2.500 IU έως 12.500 IU έχει
χρόνο ημιζωής από 5 έως 6 ώρες περίπου, έτσι πρέπει να χορηγείται
μία φορά την ημέρα.
Δεν υπάρχουν προς το παρόν στοιχεία διαθέσιμα σχετικά με τη
σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, το βιομετασχηματισμό και
την απέκκριση της bemiparin στον άνθρωπο.
Ηλικιωμένοι: Τα αποτελέσματα από μια φαρμακοκινητική ανάλυση
της κλινικής δοκιμής που διεξήχθη σε υγιείς νεαρούς εθελοντές και
ηλικιωμένους (> 65 ετών) δείχνουν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές
10
διαφορές στο προφίλ κινητικής της bemiparin μεταξύ των νέων και
των ηλικιωμένων, όταν η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική.
Νεφρική δυσλειτουργία: (βλέπε παραγράφους: 4.2 Δοσολογία και
τρόπος χορήγησης και 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
κατά τη χρήση) τα αποτελέσματα από μια φαρμακοκινητική ανάλυση
της κλινικής δοκιμής που διεξήχθη σε νέους, ηλικιωμένους και άτομα
με διάφορους βαθμούς νεφρικής δυσλειτουργίας (κάθαρση
κρεατινίνης <80 ml/min) στους οποίους χορηγήθηκε bemiparin σε
πολλαπλές προφυλακτικές δόσεις (3.500 IU/24 h) και μία εφάπαξ
θεραπευτική δόση (115 IU/kg), έδειξαν μια συσχέτιση ανάμεσα στην
κάθαρση κρεατινίνης και τις περισσότερες φαρμακοκινητικές
παραμέτρους της anti-Χα δραστικότητας. Επιπλέον, δείχθηκε ότι η
έκθεση στην bemiparin (με βάση την AUC της anti-Χα δραστικότητας)
ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα των εθελοντών με σοβαρή
νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min) σε
σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες εθελοντών.
Από την άλλη πλευρά, φαρμακοκινητικές προσομοιώσεις διεξήχθησαν
για να αξιολογηθεί το προφίλ της bemiparin μετά από χορήγηση δέκα
διαδοχικών ημερήσιων δόσεων. Η μέση μέγιστη anti-Χα δραστικότητα
(Amax) προσομοιούμενη μετά από 10 προφυλακτικές δόσεις (3.500
IU/24 h) ήταν σε όλες τις ομάδες μεταξύ 0,35 και 0,60 IU anti-Xa/ml.
Ωστόσο, στην ομάδα με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης <30 ml/min) ένα άτομο εμφάνισε τιμή Amax = 0,81 IU
anti-Xa/ml μετά τη δέκατη δόση. Προσομοιώνοντας μια μείωση της
δόσης έως 2.500 IU/24 h, το μοντέλο προέβλεψε τιμές Amax
χαμηλότερες από 0,60 IU anti-Xa/ml (μέση τιμή Amax = 0,42 IU anti-
Xa/ml) για όλους τους εθελοντές της ομάδας με σοβαρή νεφρική
δυσλειτουργία. Επιπλέον, η προβλεπόμενη μέση Amax μετά από 10
θεραπευτικές δόσεις (115 IU/kg/24 h) ήταν μεταξύ 0,89 και 1,22 IU
anti-Xa/ml σε όλες τις ομάδες. Επίσης, ένας εθελοντής από την ομάδα
με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία εμφάνισε τιμή Amax = 2,09 IU anti-
Xa/ml μετά την τελευταία χορήγηση. Όταν προσομοιώθηκε μία
προσαρμογή της δόσης έως το 75% της θεραπευτικής δόσης (86,25
IU/kg/24 h) προβλέφθηκε Amax ίση με 1,60 IU anti-Xa/ml για τον
εθελοντή που προαναφέρθηκε και την ίδια στιγμή η μέση Amax (0,91
IU anti-Xa/ml) στην ομάδα με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία
παρέμεινε εντός του εύρους που παρατηρήθηκε για τις υπόλοιπες
ομάδες χωρίς προσαρμογή της δόσης.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής
ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων,
γονοτοξικότητας και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Οι μελέτες τοξικότητας μετά από εφάπαξ και επαναλαμβανόμενη
χορήγηση με υποδόρια χορήγηση bemiparin αποκάλυψαν
διαφοροποιήσεις που ήταν κυρίως αναστρέψιμες, δοσοεξαρτώμενες
11
αιμορραγικές βλάβες στη θέση της ένεσης. Αυτές θεωρείται ότι ήταν
αποτέλεσμα υπερβολικής φαρμακολογικής δράσης.
Στις μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή που διενεργήθηκαν
με bemiparin σε έγκυες αρουραίους και κουνέλια, μεταξύ της 6
ης
και
18
ης
ημέρας της εγκυμοσύνης, δεν αναφέρθηκαν θάνατοι στα θήλεα
άτομα στα οποία χορηγήθηκε bemiparin. Tα κύρια κλινικά σημεία που
καταγράφηκαν ήταν υποδόρια αιματώματα που αποδόθηκαν σε
φαρμακολογική δράση του υπό εξέταση προϊόντος. Κατά την εξέταση
των εμβρύων δεν καταγράφηκε εμβρυοτοξική δράση ούτε εξωτερικές,
σκελετικές και/ή σπλαχνικές αλλοιώσεις που να σχετίζονται με τη
θεραπεία.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Ύδωρ για ενέσιμα.
6.2. Ασυμβατότητες
Ελλείψει μελετών σχετικά με τη συμβατότητα, το παρόν
φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα.
6.3. Διάρκεια ζωής
2 χρόνια.
Το Ivor πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά το πρώτο άνοιγμα.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 30
ο
C. Να μην
καταψύχεται.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
0,2 ml διαλύματος σε προγεμισμένη σύριγγα (από γυαλί Τύπου Ι) με
μοχλό εμβόλου από ελαστικό (πολυπροπυλένιο), πώμα εμβόλου από
ελαστικό (βουτυλοχλωρίδιο) και βελόνα (από ανοξείδωτο χάλυβα).
Συσκευασίες των 2, 10, 30 και 100 συρίγγων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Περιέκτης μιας δόσης. Απορρίψτε κάθε αχρησιμοποίητη ποσότητα.
Μην το χρησιμοποιείτε στην περίπτωση που η προστατευτική
12
συσκευασία έχει ανοιχθεί ή καταστραφεί. Πρέπει να
χρησιμοποιούνται μόνο τα διαυγή άχρωμα ή ελαφρώς κιτρινωπά
διαλύματα, ελεύθερα ορατών σωματιδίων.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
7. ΚΆΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΆΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
Προϊόν της LABORATORIOS FARMACEUTICOS ROVI S.A., ΙΣΠΑΝΙΑ
Κάτοχος αδείας κυκλοφορίας: ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. Οδός Τατοΐου, 146
71 Νέα Ερυθραία, Τηλ. 210 8009111
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
64146/19-9-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
1-10-2002 / 19-9-2012
10.ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13