Επαγόμενη από την ηπαρίνη θρομβοπενία
Η θρομβοπενία είναι γνωστή επιπλοκή της αγωγής με ηπαρίνη και
μπορεί να εμφανισθεί 4 έως 10 (ακόμη και 21) ημέρες μετά την
έναρξη της θεραπείας αλλά και νωρίτερα σε περίπτωση ιστορικού
επαγόμενης από την ηπαρίνη θρομβοπενίας. Στο 10% έως 20%
των ασθενών, μπορεί να παρατηρηθεί ήπια θρομβοπενία πρώιμου
σταδίου (με επίπεδο αιμοπεταλίων άνω των 100.000/mm
3
), και
μπορεί να παραμείνει σταθερή ή να υποχωρήσει ακόμη και με τη
συνέχιση της αγωγής με ηπαρίνη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να παρατηρηθεί σοβαρότερη
μορφή μεσολαβούμενης από το ανοσοποιητικό σύστημα
θρομβοπενίας (θρομβοπενία τύπου ΙΙ λόγω της ηπαρίνης), που
χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό αντισωμάτων έναντι του
συμπλέγματος της ηπαρίνης με τον παράγοντα 4 των
αιμοπεταλίων. Στους ασθενείς αυτούς μπορεί να αναπτυχθούν
νέοι θρόμβοι, που συσχετίζονται με θρομβοπενία. Οι θρόμβοι
αυτοί οφείλονται στην μη αναστρέψιμη συνάθροιση αιμοπεταλίων,
που επάγεται από την ηπαρίνη, το επονομαζόμενο "σύνδρομο του
λευκού θρόμβου". Η διεργασία αυτή μπορεί να προκαλέσει
σοβαρές θρομβοεμβολικές επιπλοκές, όπως δερματική νέκρωση,
αρτηριακή εμβολή στα άκρα, έμφραγμα του μυοκαρδίου,
πνευμονική εμβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο ή, ενίοτε, θάνατο.
Επομένως, η χορήγηση της ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους
πρέπει να διακοπεί όταν παρατηρείται έλλειψη αιμοπεταλίων
καθώς και όταν οι ασθενείς παρουσιάσουν συμπτώματα νέας
θρόμβωσης ή επιδείνωση θρόμβωσης.
Για την αντιμετώπιση θρόμβωσης, οφειλόμενης σε συνεχόμενη
θεραπεία ή για νέα θρόμβωση ή για την επιδείνωση προϋπάρχουσας
θρόμβωσης πρέπει να ξεκινήσει αντιπηκτική αγωγή με άλλους
αντιπηκτικούς παράγοντες αφού, προηγουμένως, διακοπεί η χορήγηση
της ηπαρίνης. Στην περίπτωση αυτή, η άμεση έναρξη της χορήγησης
της αγωγής με αντιπηκτικούς παράγοντες από το στόμα ενέχει
κινδύνους (έχουν αναφερθεί περιστατικά επιδείνωσης της
θρόμβωσης).
Εργαστηριακή παρακολούθηση:
Διενεργείται μέτρηση του αριθμού των αιμοπεταλίων πριν τη
θεραπεία και ακολούθως, 2 φορές την εβδομάδα. Εάν προβλέπεται
μακρόχρονη θεραπευτική αγωγή, η συχνότητα ελέγχου παραμένει ίδια
για τον πρώτο μήνα τουλάχιστον, ενώ αργότερα η εργαστηριακή
παρακολούθηση μπορεί να γίνεται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα.
Εάν έχει εμφανισθεί θρομβοπενία στο παρελθόν ως επακόλουθο
θεραπείας με κάποια άλλη ηπαρίνη, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή
κατά την εκτίμηση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς, ενώ
πρέπει να γίνεται καταμέτρηση του αριθμού των αιμοπεταλίων σε
καθημερινή βάση.
4