
Ο μηχανισμός της αντιυπερτασικής δράσης της αμλοδιπίνης οφείλεται σε άμεση επίδραση στη χάλαση
των λείων μυϊκών ινών των αγγείων. Ο ακριβής μηχανισμός δια του οποίου η αμλοδιπίνη βελτιώνει τη
στηθάγχη δεν έχει πλήρως καθοριστεί αλλά η αμλοδιπίνη μειώνει το ολικό ισχαιμικό φορτίο με τις
ακόλουθες δύο δράσεις:
1) Η αμλοδιπίνη διαστέλλει τα περιφερικά αρτηριόλια και κατά συνέπεια μειώνει τις ολικές
περιφερικές αντιστάσεις (μεταφορτίο), οι οποίες επιβαρύνουν τη λειτουργία της καρδιάς.
Αυτή η μείωση του καρδιακού έργου μειώνει την κατανάλωση ενέργειας από το μυοκάρδιο
και τις απαιτήσεις αυτού σε οξυγόνο.
2) Ο μηχανισμός δράσης της αμλοδιπίνης πιθανώς αφορά και τη διαστολή των κυρίων κλάδων
των στεφανιαίων αρτηριών και των στεφανιαίων αρτηριολίων, τόσο σε περιοχές υγιούς όσο
και σε περιοχές ισχαιμικού μυοκαρδίου. Η διαστολή αυτή αυξάνει την παροχή οξυγόνου στο
μυοκάρδιο σε ασθενείς με επεισόδια στηθάγχης Prinzmetal.
Σε ασθενείς με υπέρταση η άπαξ ημερήσια χορήγηση του φαρμάκου εξασφαλίζει κλινικά σημαντική
μείωση της αρτηριακής πίεσης, τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια θέση, καθ’ όλη την διάρκεια του 24ώρου.
Λόγω της βραδείας έναρξης της δράσης του φαρμάκου δεν παρατηρείται απότομη υπόταση επί
χορηγήσεως της αμλοδιπίνης.
Σε ασθενείς με στηθάγχη η άπαξ ημερήσια χορήγηση της αμλοδιπίνης αυξάνει τον ολικό χρόνο άσκησης,
το χρόνο μέχρι ενάρξεως της στηθάγχης και το χρόνο μέχρι την κατάσπαση του ST διαστήματος κατά
1mm, ενώ μειώνει τόσο τη συχνότητα των στηθαγχικών παροξυσμών όσο και την κατανάλωση των
δισκίων νιτρογλυκερίνης.
Χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Αιμοδυναμικές μελέτες και ελεγχόμενες κλινικές μελέτες βασισμένες σε δοκιμασίες κόπωσης σε
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας II έως IV κατά NYHA έδειξαν ότι η αμλοδιπίνη δεν
προκάλεσε κλινική επιδείνωση, όπως μετρήθηκε με την ανοχή στην άσκηση, το κλάσμα εξώθησης της
αριστεράς κοιλίας και την κλινική συμπτωματολογία.
Μια ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη (PRAISE), που σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III-IV κατά NYHA, υπό θεραπεία με διγοξίνη, διουρητικά
και αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΜΕΑ), έδειξε ότι η αμλοδιπίνη δεν
προκάλεσε αύξηση του κινδύνου θνητότητας ή συνδυασμένου κινδύνου θνητότητας και νοσηρότητας σε
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, μακροχρόνια μελέτη παρακολούθησης της αμλοδιπίνης
(PRAISE – 2) σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙΙ και IV κατά ΝΥΗΑ, χωρίς κλινικά
συμπτώματα ή αντικειμενικά ευρήματα που να υποδηλώνουν υποκείμενη ισχαιμική νόσο, οι οποίοι
ελάμβαναν σταθερές δόσεις αναστολέων ΜΕΑ, δκτυλίτιδας και διουρητικών, η αμλοδιπίνη δεν είχε
καμία επίδραση στην ολική ή την καρδιοαγγειακή θνητότητα. Στον ίδιο πληθυσμό η αμλοδιπίνη
συσχετίστηκε με αυξημένες αναφορές περιστατικών πνευμονικού οιδήματος, συγκριτικά με το εικονικό
φάρμακο, παρόλο που δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στα περιστατικά επιδείνωσης της καρδιακής
ανεπάρκειας συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (βλέπε λήμμα 5.1. “Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες”).
Μια τυχαιοποιημένη, διπλά – τυφλά μελέτη νοσηρότητας – θνητότητας, που ονομάζεται ALLHAT
(Antihypertensive and Lipid – Lowering Treatment to Prevent Heart Attack Trial), πραγματοποιήθηκε για
να συγκρίνει νεότερες φαρμακευτικές θεραπείες: 2,5–10 mg/ημέρα (ανταγωνιστής ασβεστίου) ή
λισινοπρίλη 10–40mg/ημέρα (ανταγωνιστής του ΜΕΑ) ως θεραπείες πρώτης εκλογής σε σύγκριση με
θεραπεία με το θειαζιδικό διουρητικό χλωροθαλιδόνης 12,5 – 25mg/ημέρα, σε ήπια έως μέτρια
υπέρταση.
Σύνολο 33.357 υπερτασικών ασθενών, ηλικίας 55 ετών ή άνω, τυχαιοποιήθηκαν και παρακολουθήθηκαν
για 4,9 χρόνια (μέση τιμή). Οι ασθενείς είχαν τουλάχιστον έναν επιπλέον καρδιαγγειακό παράγοντα
κινδύνου, περιλαμβανομένων των: προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο
(περισσότερο από 6 μήνες πριν από την ένταξη στην μελέτη) ή ύπαρξη αθηροσκληρωτικών
καρδιαγγειακών νόσων (σύνολο 51,5%), διαβήτης τύπου 2 (36,1%), HDL–C<35mg/dL (11,6%),
υπερτροφία αριστερής κοιλίας, διαγνωσμένης με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή υπερηχογράφημα καρδιάς
(20,9%), κάπνισμα (21,9%).
Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν θανατηφόρα καρδιαγγειακή νόσος ή μη – θανατηφόρο έμφραγμα του
μυοκαρδίου. Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στο πρωτεύον τελικό σημείο μεταξύ της θεραπείας με