
σε σταθεροποιημένη κατάσταση οι μέσες τιμές της C
max
και C
min
ήταν της τάξεως των 3,8μg/ml και
1,8μg/ml αντίστοιχα. Επίσης οι μέσες τιμές της AUC
0-8
της κλαριθρομυκίνης ήταν 22,9 μg Χ h/ml, του
T
max
και του χρόνου ημιζωής ήταν 2,1h και 5,3h αντίστοιχα.
Στην ίδια μελέτη όταν χορηγήθηκε Κλαριθρομυκίνη 500mg 3 φορές ημερησίως σε συνδυασμό με την
Ομεπραζόλη στη δοσολογία των 40mg εφάπαξ ημερησίως, παρατηρήθηκε αύξηση του χρόνου ημιζωής
και AUC
0-24
της Ομεπραζόλης. Στο σύνολο των εθελοντών η μέση AUC
0-24
της Ομεπραζόλης αυξήθηκε
κατά 89% και ο μέσος χρόνος ημιζωής της κατά 34% κατά τη σύγχρονη χορήγησή της με
Κλαριθρομυκίνη σε σύγκριση με την χορήγηση της Ομεπραζόλης μόνης. Κατά την χορήγησή της με την
Ομεπραζόλη και σε σταθεροποιημένη κατάσταση η C
max
, C
min
και AUC
0-8
της Κλαριθρομυκίνης
αυξήθηκαν κατά 10%, 27% και 15% αντίστοιχα σε σύγκριση με τις τιμές που επετεύχθησαν κατά την
χορήγηση Κλαριθρομυκίνης με placebo.
Σε σταθεροποιημένη κατάσταση οι συγκεντρώσεις της κλαριθρομυκίνης στην γαστρική βλέννα 6 ώρες
μετά από τη χορήγησή της ήταν κατά 25 φορές μεγαλύτερες στην ομάδα θεραπείας Κλαριθρομυκίνης –
Ομεπραζόλης σε σύγκριση με την ομάδα Κλαριθρομυκίνης μόνης. 6 ώρες μετά τη χορήγηση, οι μέσες
συγκεντρώσεις Κλαριθρομυκίνης στο γαστρικό ιστό υπήρξαν 2 φορές μεγαλύτερες κατά τη σύγχρονη
χορήγηση Κλαριθρομυκίνης και Ομεπραζόλης σε σύγκριση με τη χορήγηση Κλαριθρομυκίνης με
placebo.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια:
Οξεία, μεσοπρόθεσμη και χρόνια τοξικότητα: Έγιναν μελέτες σε ποντικούς, επίμυς, σκύλους και/ή
πιθήκους με χορήγηση κλαριθρομυκίνης από το στόμα. Η διάρκεια της χορήγησης κυμαινόταν από μία
εφάπαξ δόση μέχρι επανειλημμένες ημερήσιες χορηγήσεις επί 6 συνεχείς μήνες.
Οι μελέτες οξείας τοξικότητας σε ποντικούς και επίμυς έδειξαν μία περίπτωση θανάτου ενός επίμυος
αλλά κανένα θάνατο στα ποντίκια κατά τη χορήγηση από το στόμα 5g/kg Β.Σ.. Συνεπώς η μέση
θανατηφόρος δόση ήταν πάνω από τα 5g/kg που είναι η μέγιστη δόση που είναι δυνατόν να χορηγηθεί.
Καμία δυσμενής επίδραση δεν αποδόθηκε στην κλαριθρομυκίνη σε πιθήκους που έλαβαν 100mg/kg την
ημέρα επί 14 συνεχείς ημέρες ή 35mg/kg την ημέρα επί 1 μήνα. Επίσης δεν παρατηρήθηκαν δυσμενείς
επιδράσεις σε επίμυς που έλαβαν 75mg/kg την ημέρα επί 1 μήνα, 35mg/kg την ημέρα επί 3 μήνες ή
8mg/kg την ημέρα επί 6 μήνες.
Οι σκύλοι ήταν πιο ευαίσθητοι στην κλαριθρομυκίνη. Ανέχθηκαν 50mg/kg την ημέρα επί 14 ημέρες,
10mg/kg την ημέρα επί 1 και 3 μήνες και 4mg/kg την ημέρα επί 6 μήνες χωρίς δυσμενείς επιδράσεις.
Στις τοξικές δόσεις τα κυριότερα κλινικά σημεία που παρατηρήθηκαν στις μελέτες αυτές ήταν:
έμετοι, αδυναμία, μειωμένη κατανάλωση τροφής και αύξηση του βάρους σώματος, σιελόρροια,
αφυδάτωση και υπερκινητικότητα. Δύο από τους 10 πιθήκους που έλαβαν 400mg/kg την ημέρα
απεβίωσαν την 8
η
ημέρα της θεραπείας. Μερικοί από τους πιθήκους που επέζησαν μετά από χορήγηση
400mg/kg την ημέρα επί 28 ημέρες παρουσίασαν σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις κίτρινες
κενώσεις.
Το κύριο όργανο–στόχος στις τοξικές δόσεις σε όλα τα είδη των πειραματόζωων ήταν το ήπαρ. Η
ηπατοτοξικότης σε όλα τα είδη διαπιστώθηκε με την πρόωρη αύξηση των συγκεντρώσεων της αλκαλικής
φωσφατάσης του ορού, της αλανίνης και της ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης, της γάμμα–
γλουταμυλτρασφεράσης, και/ή της γαλακτικής δευδρογενάσης. Η διακοπή του φαρμάκου οδήγησε σε
επάνοδο προς τις φυσιολογικές τιμές αυτών των συγκεκριμένων παραμέτρων.
Άλλα όργανα που προσεβλήθησαν αλλά σπανιότερα στις διάφορες μελέτες, ήταν το στομάχι, ο θύμος και
άλλοι λεμφοειδείς ιστοί, καθώς και οι νεφροί. Επιπεφυκίτις και δακρύρροια παρατηρήθηκαν μόνο σε
σκύλους μετά από σχεδόν θεραπευτικές δόσεις. Στις μαζικές δόσεις των 400mg/kg την ημέρα, μερικοί
σκύλοι και πίθηκοι παρουσίασαν θολερότητα και/ή οίδημα του κερατοειδούς.
Γονιμότητα, αναπαραγωγή και τερατογένεση: