χρόνο άσκησης, το χρόνο μέχρι ενάρξεως της στηθάγχης και το χρόνο μέχρι την
κατάσπαση του ST διαστήματος κατά 1 mm, ενώ μειώνει τόσο τη συχνότητα των
στηθαγχικών παροξυσμών, όσο και την κατανάλωση των δισκίων νιτρογλυκερίνης.
Χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Αιμοδυναμικές μελέτες και ελεγχόμενες κλινικές μελέτες βασισμένες σε δοκιμασίες
κόπωσης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙ έως IV κατά ΝΥΗΑ έδειξαν
ότι η αμλοδιπίνη δεν προκάλεσε κλινική επιδείνωση, όπως μετρήθηκε με την ανοχή στην
άσκηση, το κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας και την κλινική συμπτωματολογία.
Μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη (PRAISE), που σχεδιάστηκε για να
αξιολογήσει ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III-IV κατά ΝΥΗΑ, υπό
θεραπεία με διγοξίνη, διουρητικό και αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ) έδειξε ότι η αμλοδιπίνη δεν προκάλεσε αύξηση του κινδύνου
θνητότητας ή συνδυασμένου κινδύνου θνητότητας και νοσηρότητας σε ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, μακροχρόνια μελέτη παρακολούθησης της
αμλοδιπίνης (PRAISE 2) σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙΙ και IV κατά
ΝΥΗΑ, χωρίς κλινικά συμπτώματα ή αντικειμενικά ευρήματα που να υποδηλώνουν
υποκείμενη ισχαιμική νόσο, οι οποίοι ελάμβαναν σταθερές δόσεις αναστολέων ΜΕΑ,
δακτυλίτιδας και διουρητικών, η αμλοδιπίνη δεν είχε καμία επίδραση στην ολική ή την
καρδιοαγγειακή θνητότητα. Στον ίδιο πληθυσμό η αμλοδιπίνη συσχετίστηκε με αυξημένες
αναφορές περιστατικών πνευμονικού οιδήματος, συγκριτικό με το εικονικό φάρμακο,
παρόλο που δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στα περιστατικά επιδείνωσης της καρδιακής
ανεπάρκειας συγκριτικά με το εικονικό φάρμακα (βλ. λήμμα 5.1 “Φαρμακοδυναμικές
Ιδιότητες”)
Μια τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή μελέτη νοσηρότητας-θνητότητας, που ονομάζεται
ALLHAT (Antihypertensive and Lipid-Lowering Treatment to Prevent Heart Attack Trial),
πραγματοποιήθηκε για να συγκρίνει νεότερες φαρμακευτικές θεραπείες αμλοδιπίνη 2,5-
10 mg/ημέρα (ανταγωνιστής ασβεστίου) ή λισινοπρίλη 10-40 mg/ημέρα (αναστολέας του
ΜΕΑ) ως θεραπείες πρώτης εκλογής σε σύγκριση με θεραπεία με το θειαζιδικό
διουρητικό χλωροθαλιδόνη 12,5-25 mg/ημέρα, σε ήπια έως μέτρια υπέρταση.
Σύνολο 33357 υπερτασικών ασθενών, ηλικίας 55 ετών ή άνω, τυχαιοποιήθηκαν και
παρακολουθήθηκαν για 4,9 χρόνια (μέση τιμή). Οι ασθενείς είχαν τουλάχιστον έναν
επιπλέον καρδιαγγειακό παράγοντα κινδύνου περιλαμβανομένων των: προηγούμενο
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο (περισσότερο από 6 μήνες πριν από
την ένταξη στην μελέτη) ή ύπαρξη άλλων αθηροσκληρωτικών καρδιαγγειακών νόσων
(σύνολο 51,5%), διαβήτης τύπου 2 (36,1%), HDL-C < 35 mg/dL (11,6%), υπερτροφία
αριστερής κοιλίας, διαγνωσμένης με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή υπερηχογράφημα καρδιάς
(20,9%), κάπνισμα (21,9%).
Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν θανατηφόρα καρδιαγγειακή νόσος ή μη-θανατηφόρο
έμφραγμα του μυοκαρδίου. Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στο πρωτεύον τελικό σημείο
μεταξύ της θεραπείας με αμλοδιπίνη και της θεραπείας με χλωροθαλιδόνη: RR 0,98 95%
CI (0,90-1,07] p=0,65. Επιπλέον, δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στη θνητότητα από όλες
τις αιτίες, μεταξύ της θεραπείας με αμλοδιπίνη και της θεραπείας με χλωροθαλιδόνη: RR
0,96 95% Cl [0,89-1.02] p=0,20.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
8