κατά NYHA, χωρίς κλινικά συμπτώματα ή αντικειμενικά ευρήματα που να
υποδηλώνουν υποκείμενη ισχαιμική νόσο, οι οποίοι ελάμβαναν σταθερές δόσεις
αναστολέων ΜΕΑ, δακτυλίτιδας και διουρητικών, η αμλοδιπίνη δεν είχε καμία
επίδραση στην ολική ή την καρδιαγγειακή θνητότητα. Στον ίδιο πληθυσμό η
αμλοδιπίνη συσχετίστηκε με αυξημένες αναφορές περιστατικών πνευμονικού
οιδήματος, συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο, παρόλο που δεν υπήρξε σημαντική
διαφορά στα περιστατικά επιδείνωσης της καρδιακής ανεπάρκειας συγκριτικά με το
εικονικό φάρμακο (βλ. λήμμα 5.1 «Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες»).
Μια τυχαιοποιημένη, διπλά- τυφλή μελέτη νοσηρότητας- θνητότητας, που
ονομάζεται ALLHAT (Antihypertensive and Lipid-Lowering Treatment to Prevent
Heart Attack Trial), πραγματοποιήθηκε για να συγκρίνει νεότερες φαρμακευτικές
θεραπείες: αμλοδιπίνη 2,5-10mg/ημέρα (ανταγωνιστής ασβεστίου) ή λισινοπρίλη 10-
40mg/ημέρα (αναστολέας του ΜΕΑ) ως θεραπείες πρώτης εκλογής σε σύγκριση με
θεραπεία με το θειαζιδικό διουρητικό χλωροθαλιδόνη 12.5-25 mg /ημέρα σε ήπια με
μέτρια υπέρταση.
Σύνολο 33357 υπερτασικών ασθενών, ηλικίας 55 ετών ή άνω, τυχαιοποιήθηκαν και
παρακολουθήθηκαν για 4,9 χρόνια (μέση τιμή). Οι ασθενείς είχαν τουλάχιστον έναν
επιπλέον καρδιαγγειακό παράγοντα κινδύνου, περιλαμβανομένων των: προηγούμενο
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο (περισσότερο από 6 μήνες πριν
από την έναρξη στην μελέτη) ή ύπαρξη άλλων αθηροσκληρωτικών καρδιαγγειακών
νόσων (σύνολο 51,5%) διαβήτης τύπου 2 (36,1%), HDL-C< 35mg/dl (11,6%),
υπερτροφία αριστερής κοιλίας, διαγνωσμένης με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή
υπερηχογράφημα καρδιάς (20,9%), κάπνισμα (21,9%).
Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν θανατηφόρα καρδιαγγειακή νόσος ή μη-
θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στο
πρωτεύον τελικό σημείο μεταξύ της θεραπείας με αμλοδιπίνη και της θεραπείας με
χλωροθαλιδόνη: RR 0,98 95% CI [0.90-1.07] p=0.65. Επιπλέον, δεν υπήρξε
σημαντική διαφορά στη θνητότητα από όλες τις αιτίες, μεταξύ της θεραπείας με
αμλοδιπίνη και της θεραπείας με χλωροθαλιδόνη: RR 0,96 95% CI [0.89-1.02]
p=0.20.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες:
Απορρόφηση
Μετά την χορήγηση θεραπευτικών δόσεων από το στόμα, η αμλοδιπίνη απορροφάται
καλώς και δημιουργούνται μέγιστες συγκεντρώσεις του φαρμάκου μεταξύ 6-12 ωρών
από της χορηγήσεώς του. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου υπολογίσθηκε
ότι κυμαίνεται μεταξύ 64 και 80%. Ο όγκος κατανομής του φαρμάκου είναι περίπου
21 l/kg. Η απορρόφηση της αμλοδιπίνης δεν επηρεάζεται από τη λήψη τροφής.
Μελέτες in vitro κατέδειξαν ότι περίπου 97,5% της κυκλοφορούσης αμλοδιπίνης
δεσμεύεται από τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Βιομεταβολισμός/ Αποβολή
Η τελική ημιπερίοδος ζωής της αποβολής από το πλάσμα είναι περίπου 35-50 ώρες
και δικαιολογεί την άπαξ ημερήσια χορήγησή του. Σταθεροποιημένη κατάσταση του
φαρμάκου στο πλάσμα επιτυγχάνεται μετά 7-8 συνεχόμενες ημέρες.
Η αμλοδιπίνη μεταβολίζεται σε μεγάλο ποσοστό στο ήπαρ, μετατρεπόμενη σε
αδρανείς μεταβολίτες και αποβάλλεται δια μέσω των ούρων σε ποσοστό 10% υπό
8