δέρμα, στις περισσότερες περιπτώσεις εντός 2-3 ημερών, σπανιότερα εντός
7 ημερών, μετά τη χορήγηση του σκιαγραφικού μέσου.
Η αναφυλαξία (αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις/υπερευαισθησία) μπορεί να
εκδηλωθεί με: ήπιο, εντοπισμένο ή περισσότερο διάχυτο αγγειονευρωτικό
οίδημα, οίδημα της γλώσσας, λαρυγγόσπασμο ή οίδημα του λάρυγγα,
δυσφαγία, φαρυγγίτιδα και σφίξιμο του φάρυγγα, φαρυγγολαρυγγικό άλγος,
βήχα, επιπεφυκίτιδα, ρινίτιδα, φτάρνισμα, αίσθημα θερμότητας, αυξημένη
εφίδρωση, αδυναμία, ζάλη, ωχρότητα, δύσπνοια, συριγμό, βρογχόσπασμο και
μετρίου βαθμού υπόταση. Δερματικές αντιδράσεις μπορεί να εκδηλωθούν με
τη μορφή διαφόρων τύπων εξανθήματος, διάχυτου ερυθήματος, διάχυτων
φλυκταινών, κνίδωσης και κνησμού. Αυτές οι αντιδράσεις, οι οποίες
εκδηλώνονται ασχέτως της χορηγηθείσας δόσης και οδού χορήγησης, μπορεί
να αποτελούν τα πρώτα σημεία αρχόμενης καταπληξίας. Η χορήγηση του
σκιαγραφικού μέσου πρέπει να διακοπεί αμέσως και -εάν είναι απαραίτητο-
να ξεκινήσει ειδική θεραπεία μέσω φλεβικής πρόσβασης. Πιο σοβαρές
αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου του καρδιαγγειακού συστήματος όπως
αγγειοδιαστολή με εκσεσημασμένη υπόταση, ταχυκαρδία, δύσπνοια,
διέγερση, κυάνωση και απώλεια συνείδησης (συγκοπή) μπορεί να
απαιτήσουν επείγουσα θεραπεία. Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι
συχνότερες σε ασθενείς με αλλεργική προδιάθεση ή ασθενείς που έχουν
εκδηλώσει αντιδράσεις υπερευαισθησίας κατά τη διάρκεια προηγούμενης
εξέτασης με ιωδιούχο σκιαγραφικό μέσο.
Μπορεί να παρατηρηθεί άλγος και οίδημα στη θέση ένεσης. Σε πολύ σπάνιες
περιπτώσεις, η εξαγγείωση σκιαγραφικού μέσου οδήγησε σε φλεγμονή
(εκδηλούμενη με τοπικό ερύθημα, οίδημα και φλύκταινες), δερματική
νέκρωση και σύνδρομο διαμερίσματος.
Όπως και με άλλα ιωδιούχα σκιαγραφικά μέσα, έχουν αναφερθεί πολύ
σπάνιες περιπτώσεις βλεννογονοδερματικών συνδρόμων,
συμπεριλαμβανομένου συνδρόμου Stevens-Johnson, τοξικής επιδερμικής
νεκρόλυσης (σύνδρομο Lyell) και πολύμορφου ερυθήματος μετά τη χορήγηση
ιοπαμιδόλης.
Σε κλινικές δοκιμές, οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
είναι κεφαλαλγία (1,5 %), ναυτία (1,2 %) και αίσθημα θερμότητας (3,5%)
μετά από ενδαγγειακή χορήγηση.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν σε κλινικές δοκιμές από 2.680
ενήλικες και 35 παιδιατρικούς ασθενείς και από παρακολούθηση μετά την
κυκλοφορία στην αγορά παρουσιάζονται στους παρακάτω πίνακες σύμφωνα
με τη συχνότητά τους, ταξινομημένες ανά κατηγορία/οργανικό σύστημα
σύμφωνα με το MedDRA.
Εντός κάθε ομάδας συχνότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται
με φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Οι ενήλικες ασθενείς που
συμπεριλήφθηκαν σε κλινικές δοκιμές με ενδαγγειακή χορήγηση
ιοπαμιδόλης ήταν 2.548, εκ των οποίων 1.597 με ενδοαρτηριακή και 951 με
ενδοφλέβια χορήγηση.
Κατηγορία/οργα
νικό σύστημα
Ανεπιθύμη
τες
αντιδράσε
ις
Κλινικές
δοκιμές
Παρακολούθηση
μετά την
κυκλοφορία στην
9