ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΊΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΎ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ
Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg Δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΉ ΣΎΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 20 mg λισινοπρίλη (ως διϋδρική) και 12,5 mg υδροχλωροθειαζίδη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΉ
Δισκία
Εμφάνιση των δισκίων:
Ροζ χρώματος, στρογγυλά δισκία με ένδειξη LHZ στη μία πλευρά και 32,5 στην άλλη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία ιδιοπαθούς υπέρτασης.
Ο σταθερός συνδυασμός των Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκίων
(λισινοπρίλη διϋδρική 20 mg και υδροχλωροθειαζίδη 12,5 mg) ενδείκνυται σε ασθενείς των οποίων η
αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς μόνο με λισινοπρίλη διϋδρική (ή μόνο με
υδροχλωροθειαζίδη)
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η επιλογή της κατάλληλης αντιυπερτασικής δοσολογίας λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης θα
εξαρτηθεί από την κλινική αξιολόγηση του ασθενή.
Τα Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία πρέπει να λαμβάνονται μια
φορά την ημέρα.
Η χορήγηση του σταθερού συνδυασμού λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης συνιστάται συνήθως
μετά από τη ρύθμιση της δόσης των επιμέρους συστατικών του.
Όταν είναι κλινικώς κατάλληλο, μπορεί να εξεταστεί η απευθείας μετάβαση από τη μονοθεραπεία στο
σταθερό συνδυασμό.
Τα δισκία των 20 mg/12,5 mg μπορούν να χορηγηθούν σε ασθενείς των οποίων η αρτηριακή πίεση
δεν ελέγχεται επαρκώς μόνο με 20 mg λισινοπρίλης.
Δεν πρέπει να υπερβαίνεται η μέγιστη ημερήσια δόση των 40 mg λισινοπρίλης/25 mg
υδροχλωροθειαζίδης.
Όπως και με άλλα φάρμακα που λαμβάνονται άπαξ ημερησίως, το Lisinopril+Hydrochlorothiazide /
Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκίο πρέπει να λαμβάνεται την ίδια περίπου ώρα κάθε ημέρα.
Διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας
Ο συνδυασμός λισινοπρίλης/υδροχλωροθειαζίδης αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή διαταραχή
της νεφρικής λειτουργίας.
1
Τα Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία μπορούν να χρησιμοποιηθούν
σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης >30 και <80 ml/min, αλλά μόνο μετά από ρύθμιση της δόσης
των επί μέρους συστατικών.
Η συνιστώμενη αρχική δόση λισινοπρίλης ως μονοθεραπεία για αυτούς τους ασθενείς είναι 5-10 mg.
Προηγούμενη θεραπεία με διουρητικά
Μετά την αρχική δόση του Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία μπορεί
να εμφανισθεί συμπτωματική υπόταση. Αυτό συμβαίνει συχνότερα σε ασθενείς που έχουν σοβαρό
έλλειμμα όγκου και/ ή άλατος ως αποτέλεσμα προηγούμενης θεραπείας με διουρητικά.
Το διουρητικό πρέπει να διακόπτεται 2 με 3 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας με
Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, η
θεραπεία πρέπει να αρχίζει μόνο με λισινοπρίλη σε δόση 2,5 mg.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5
mg δισκία στα παιδιά δεν έχει αποδειχθεί.
Υπερήλικες
Κλινικές μελέτες με τον συνδυασμό λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης δεν έδειξαν συσχέτιση της
ηλικίας με την αποτελεσματικότητα και την ανοχή στο φάρμακο (βλ. [Διαταραχή της νεφρικής
λειτουργίας]).
4.3 Αντενδείξεις
Στένωση νεφρικής αρτηρίας
Yπερευαισθησία στη λισινοπρίλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα (αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1) ή σε οποιονδήποτε άλλο αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης (ΜΕΑ)
Yπερευαισθησία στην υδροχλωροθειαζίδη ή σε άλλα σουλφοναμιδικά παράγωγα
Ιστορικό αγγειοοιδήματος σε προηγούμενη θεραπεία με αναστολέα ΜΕΑ.
Κληρονομικό ή ιδιοπαθές αγγειοοίδημα.
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/min)
Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κύησης (βλ. παράγραφο 4.4 και 4.6)
Ταυτόχρονη χορήγηση με φάρμακα που περιέχουν αλισκιρένη σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη (τύπου I ή II) ή με μέτρια έως σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (GFR
< 60 mL/min/1,73m
2
) (βλ. παράγραφο 4.5).
Aνουρία
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μεταμόσχευση νεφρού
Καθώς δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με πρόσφατη μεταμόσχευση νεφρού, δε συνιστάται η
χορήγηση.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση
H χρήση του συνδυασμού λισινοπρίλης/υδροχλωροθειαζίδης δεν ενδείκνυται σε ασθενείς που
χρειάζονται αιμοκάθαρση λόγω νεφρικής ανεπάρκειας. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ορισμένες
διαδικασίες αιμοκάθαρσης (π.χ. με μεμβράνες υψηλής διαπερατότητας AN69 και κατά τη διάρκεια
αφαίρεσης χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL) με θειϊκή δεξτράνη) και συγχρόνως λαμβάνουν
αναστολέα ΜΕΑ, έχουν αναφερθεί αναφυλακτικές αντιδράσεις.
Σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει να εξετάζεται η χρήση διαφορετικού τύπου μεμβράνης αιμοκάθαρσης
ή διαφορετικής κατηγορίας αντιϋπερτασικού φαρμάκου.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις που συνδέονται με αφαίρεση χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών
(LDL)
2
Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια
αφαίρεσης χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL) με θειική δεξτράνη εμφάνισαν απειλητικές για
τη ζωή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Αυτά τα συμπτώματα μπορούν να αποφευχθούν με την
προσωρινή διακοπή της θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ, πριν από κάθε αφαίρεση.
Απευαισθητοποίηση
Ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια θεραπείας απευαισθητοποίησης (π.χ.
δηλητήριο υμενόπτερων) παρουσίασαν εμμένουσες αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Στους ίδιους
ασθενείς, αυτές οι αντιδράσεις αποφεύχθηκαν όταν η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ διακόπηκε
προσωρινά αλλά επανεμφανίστηκαν όταν έγινε επαναπρόκληση από αμέλεια.
Φυλή
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης προκαλούν υψηλότερα ποσοστά
ανάπτυξης αγγειοοιδήματος σε μαύρους ασθενείς σε σχέση με ασθενείς που δεν ανήκουν στη φυλή
των μαύρων.
Όπως και οι άλλοι αναστολείς ΜΕΑ, η λισινοπρίλη ίσως να είναι λιγότερο αποτελεσματική στην
ελάττωση της αρτηριακής πίεσης σε μαύρους ασθενείς από ότι σε ασθενείς, που δεν ανήκουν στη
φυλή των μαύρων πιθανώς λόγω υψηλότερης επίπτωσης χαμηλών τιμών ρενίνης στους υπερτασικούς
ασθενείς της φυλής των μαύρων.
Βήχας
Έχει αναφερθεί βήχας με τη χρήση αναστολέων ΜΕΑ. Χαρακτηριστικά ο βήχας αυτός είναι μη
παραγωγικός, επίμονος και υποχωρεί μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ο βήχας που προκαλείται από
τους αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαφορική διάγνωση του βήχα.
Χειρουργική επέμβαση / αναισθησία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μείζονα χειρουργική επέμβαση ή κατά τη διάρκεια αναισθησίας με
φάρμακα που προκαλούν υπόταση, η λισινοπρίλη μπορεί να παρεμποδίσει το σχηματισμό
αγγειοτασίνης ΙΙ δευτερογενώς μετά από την αντισταθμιστική απελευθέρωση ρενίνης. Εάν
παρουσιαστεί υπόταση και θεωρηθεί ότι οφείλεται σε αυτό το μηχανισμό μπορεί να διορθωθεί με
αύξηση του όγκου των υγρών.
Διαταραχή του ισοζυγίου ηλεκτρολυτών
Όπως με κάθε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με διουρητικά, πρέπει να γίνεται περιοδικός
προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών στον ορό σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα.
Οι θειαζίδες συμπεριλαμβανομένης της υδροχλωροθειαζίδης, μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή του
ισοζυγίου υγρών ή ηλεκτρολυτών (υποκαλιαιμία, υπονατριαιμία, και υποχλωραιμική αλκάλωση). Τα
πρόδρομα συμπτώματα της διαταραχής του ισοζυγίου υγρών ή ηλεκτρολυτών είναι ξηροστομία, δίψα,
αδυναμία, λήθαργος, καταστολή, μυϊκό άλγος ή κράμπες, μυϊκή κόπωση, υπόταση, ολιγουρία,
ταχυκαρδία και γαστρεντερικές διαταραχές όπως ναυτία ή έμετος. Υπονατριαιμία από αραίωση
μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με οίδημα, σε υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος. Η έλλειψη χλωρίου
είναι γενικά ήπια και δεν χρειάζεται θεραπεία. Οι θειαζίδες έχουν δείξει ότι αυξάνουν την απέκκριση
μαγνησίου από τα ούρα, που μπορεί να οδηγήσει σε υπομαγνησιαιμία.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα και μπορεί να προκαλέσουν
διαλείπουσα και ελαφριά αύξηση του ασβεστίου του ορού. Εκσεσημασμένη υπερασβεστιαιμία μπορεί
να είναι ένδειξη λανθάνοντος υπερπαραθυρεοειδισμού. Η χορήγηση θειαζίδων θα πρέπει να
διακόπτεται πριν την διεξαγωγή εξετάσεων σχετικά με τη λειτουργία του παραθυρεοειδούς.
Υπερκαλιαιμία
Έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις του καλίου του ορού σε κάποιους ασθενείς που ελάμβαναν θεραπεία με
αναστολείς ΜΕΑ, περιλαμβανομένης της λισινοπρίλης. Στους ασθενείς με κίνδυνο ανάπτυξης
υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνονται οι ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, ή εκείνοι
που λαμβάνουν ταυτόχρονα καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα
άλατος που περιέχουν κάλιο, ή εκείνοι οι ασθενείς που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που σχετίζονται με
3
αύξηση του καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη). Εάν θεωρείται απαραίτητη η ταυτόχρονη χρήση των
προαναφερόμενων φαρμάκων, συνιστάται τακτική παρακολούθηση του καλίου του ορού (βλ.
παράγραφο 4.5).
Διαβητικοί ασθενείς
Στους διαβητικούς ασθενείς στους οποίους χορηγείται από του στόματος αντιδιαβητική θεραπεία ή
ινσουλίνη, πρέπει να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά τον πρώτο μήνα
της θεραπείας με αναστολέα ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.5).
Λίθιο
Ο συνδυασμός αναστολέων ΜΕΑ και λιθίου γενικά δε συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
Μεταβολικές και ενδοκρινικές επιδράσεις
Στους διαβητικούς ασθενείς, στους οποίους χορηγείται αντιδιαβητική θεραπεία από το στόμα ή
ινσουλίνη, πρέπει να υπάρχει εντατικός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια του
πρώτου μήνα θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ. Η θεραπεία με θειαζίδες μπορεί να μειώσει την ανοχή
στη γλυκόζη. Μπορεί να χρειαστεί αναπροσαρμογή της δοσολογίας των αντιδιαβητικών παραγόντων
συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης.
Αυξήσεις των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων μπορεί να συνδέονται με τη διουρητική
θεραπεία με θειαζίδες. H θεραπεία με θειαζίδες μπορεί να επιφέρει υπερουριχαιμία και/ή ουρική
αρθρίτιδα σε ορισμένους ασθενείς. Ωστόσο, η λισινοπρίλη μπορεί να αυξήσει το ουρικό οξύ στα ούρα
και έτσι μπορεί να μειώσει την υπερουριχαιμική δράση της υδροχλωροθειαζίδης.
Δοκιμασία αντι-ντόπινγκ
Η υδροχλωροθειαζίδη που περιέχεται σε αυτό το φάρμακο μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα στις
δοκιμασίες αντι-ντόπινγκ.
Συμπτωματική υπόταση
Συμπτωματική υπόταση μπορεί να εμφανισθεί σπάνια σε ασθενείς με μη επιπλεγμένη υπέρταση, αλλά
είναι πιθανότερο να συμβεί εάν ο ασθενής έχει μειωμένο όγκο υγρών, π.χ. μετά από προηγούμενη
θεραπεία με διουρητικά, δίαιτα με περιορισμό άλατος, αιμοκάθαρση, διάρροια ή έμετο ή με σοβαρή
υπέρταση εξαρτώμενη από τη ρενίνη (βλ. παραγράφους 4.5 και 4.8). Σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει
να γίνεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών στον ορό, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα.
Οι ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο συμπτωματικής υπότασης πρέπει να βρίσκονται κάτω από στενή
ιατρική παρακολούθηση κατά την έναρξη της θεραπείας και τη ρύθμιση της δόσης.
Iδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται όταν η θεραπεία χορηγείται σε ασθενείς με ισχαιμική
καρδιοπάθεια ή εγκεφαλική αγγειακή νόσο, επειδή μια υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης
μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Eάν εμφανισθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και, αν κριθεί αναγκαίο, να
του χορηγηθεί ενδοφλεβίως έγχυση φυσιολογικού ορού. Ένα παροδικό υποτασικό επεισόδιο δεν
αποτελεί αντένδειξη για περαιτέρω χορήγηση. Aφού αποκατασταθεί ο όγκος του αίματος και η
αρτηριακή πίεση, είναι δυνατή η επανέναρξη της θεραπείας σε μειωμένη δοσολογία ή με κατάλληλη
χορήγηση του κάθε ενός συστατικού μόνου του.
Σε μερικούς ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και φυσιολογική ή χαμηλή αρτηριακή πίεση, μπορεί να
σημειωθεί περαιτέρω μείωση της συστηματικής αρτηριακής πίεσης με τη λισινοπρίλη. Η επίδραση
αυτή είναι αναμενόμενη και συνήθως δε συνιστά αιτία για διακοπή της θεραπείας. Εάν η υπόταση
γίνει συμπτωματική, μπορεί να απαιτηθεί μείωση της δόσης ή διακοπή της αγωγής με λισινοπρίλη-
υδροχλωροθειαζίδη.
Όπως συμβαίνει και με άλλα αγγειοδιασταλτικά, απαιτείται προσοχή όταν η
λισινοπρίλη/υδροχλωροθειαζίδη χορηγείται σε ασθενείς με στένωση αορτής ή υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια.
4
Παρότι με τη χρήση θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να παρουσιασθεί υποκαλιαιμία, η ταυτόχρονη
χρήση λισινοπρίλης μπορεί να ελαττώσει την υποκαλιαιμία που προκαλείται από το διουρητικό.
Πρέπει να πραγματοποιούνται τακτικοί έλεγχοι του καλίου του ορού. Η πιθανότητα υποκαλιαιμίας
είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με κίρρωση του ήπατος, σε ασθενείς στους οποίους εμφανίζεται ταχεία
διούρηση, σε ασθενείς με ανεπαρκή λήψη ηλεκτρολυτών από του στόματος και σε ασθενείς που
λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με κορτικοστεροειδή ή ACTH (βλ. [Αλληλεπιδράσεις με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης]).
Όταν ο καιρός είναι πολύ ζεστός, μπορεί να παρουσιασθεί υπονατριαιμία σε οιδηματώδεις ασθενείς.
Η ανεπάρκεια χλωρίου είναι γενικά ήπια και δεν απαιτεί θεραπεία.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα και να προκαλέσουν μικρή
περιοδική αύξηση στα επίπεδα ασβεστίου στον ορό, ακόμη και επί απουσίας γνωστών διαταραχών
στον μεταβολισμό ασβεστίου. Η εμφάνιση υπερκαλιαιμίας μπορεί να είναι στοιχείο λανθάνοντος
υπερπαραθυρεοειδισμού. Οι θειαζίδες πρέπει να διακόπτονται πριν πραγματοποιηθούν έλεγχοι της
παραθυρεοειδικής λειτουργίας. Έχει αποδειχθεί ότι οι θειαζίδες αυξάνουν την νεφρική απέκκριση του
μαγνησίου, το οποίο μπορεί να καταλήξει σε υπομαγνησιαιμία.
Στένωση αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας / υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Όπως και με τους άλλους αναστολείς ΜΕΑ, η λισινοπρίλη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε
ασθενείς με στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας και απόφραξη της εξώθησης της αριστερής κοιλίας
όπως αορτική στένωση ή υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Nεφρική δ υσλειτουργία
Oι θειαζίδες δεν είναι ίσως τα κατάλληλα διουρητικά για χορήγηση σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία και είναι μη αποτελεσματικές όταν οι τιμές κάθαρσης της κρεατινίνης είναι 30 ml/min
ή λιγότερο (δηλαδή μέτρια ή σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια).
Tα δισκία Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δεν πρέπει να χορηγούνται σε
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης ≤ 80 ml/min) έως ότου η τιτλοποίηση των επί
μέρους συστατικών δείξει ότι οι αναγκαίες δόσεις είναι οι ίδιες με αυτές που υπάρχουν στο δισκίο με
το συνδυασμό.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, η υπόταση έπειτα από την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς
ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο βαθμό σε περαιτέρω έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Σε αυτή
την περίπτωση, αναφέρθηκε οξεία νεφρική ανεπάρκεια, συνήθως αναστρέψιμη.
Mερικοί υπερτασικοί ασθενείς χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική νόσο, εμφάνισαν μικρή συνήθως
και παροδική αύξηση της ουρίας του αίματος και της κρεατινίνης του ορού, όταν η λισινοπρίλη
χορηγήθηκε ταυτόχρονα με ένα διουρητικό.
Αυτό είναι πιθανότερο να σημειωθεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία. Μπορεί
να χρειαστεί να γίνει μείωση της δοσολογίας και/ή διακοπή του διουρητικού και/ή της λισινοπρίλης.
Σε μερικούς ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση της
αρτηρίας μονήρους νεφρού, που έχουν λάβει αγωγή με αναστολείς ΜΕΑ, έχουν παρατηρηθεί
αυξήσεις της ουρίας αίματος και της κρεατινίνης ορού, συνήθως αναστρέψιμες με τη διακοπή της
θεραπείας. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Εάν συνυπάρχει
νεφραγγειακή υπέρταση τότε υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής
ανεπάρκειας. Η θεραπεία τέτοιων ασθενών θα πρέπει να αρχίζει υπό στενή ιατρική παρακολούθηση
σε χαμηλή δόση και με προσεκτική ρύθμιση της δόσης. Καθώς η θεραπεία με διουρητικά μπορεί να
επηρεάσει τις ανωτέρω καταστάσεις, θα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία κατά τη
διάρκεια των πρώτων εβδομάδων θεραπείας με το συνδυασμό λισινοπρίλης/υδροχλωροθειαζίδης.
Σε ασθενείς με νεφρικές παθήσεις, οι θειαζίδες μπορεί να επισπεύσουν την εμφάνιση αζωθαιμίας. Σε
ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, μπορεί να παρουσιασθούν αθροιστικές επιδράσεις του
φαρμάκου. Εάν αναπτυχθεί επιδεινούμενη νεφρική ανεπάρκεια, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση
του μη πρωτεϊνικού αζώτου, απαιτείται προσεκτική εκτίμηση της θεραπείας και πρέπει να εξεταστεί η
διακοπή της θεραπείας με διουρητικά (βλ. παράγραφο 4.4).
5
Προηγούμενη θεραπεία με διουρητικά
Η θεραπεία με διουρητικά πρέπει να σταματήσει για 2-3 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας με
λισινοπρίλη-υδροχλωροθειαζίδη. Eάν αυτό δεν είναι δυνατόν, η θεραπεία πρέπει να ξεκινήσει μόνο με
λισινοπρίλη στη δόση των 5 mg.
Ουδετεροπενία/ Ακοκκιοκυτταραιμία
Ο σταθερός συνδυασμός λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης πρέπει να διακοπεί εάν διαπιστωθεί ή
εάν υπάρχει υποψία για ουδετεροπενία (ουδετερόφιλα λιγότερα από 1000/mm
3
).
Σε ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς ΜΕΑ έχουν αναφερθεί ουδετεροπενία/ ακοκκιοκυτταραιμία,
θρομβοκυτταροπενία και αναιμία. Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία και χωρίς άλλους
παράγοντες επιπλοκών παρουσιάζεται σπάνια ουδετεροπενία.
Η ουδετεροπενία και η ακοκκιοκυτταραιμία είναι αναστρέψιμες μετά τη διακοπή του αναστολέα
ΜΕΑ. Η λισινοπρίλη πρέπει να χορηγείται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς με αγγειοπάθεια από
νόσο του κολλαγόνου, σε ασθενείς που βρίσκονται σε ανοσοκατασταλτική θεραπεία, σε θεραπεία με
αλλοπουρινόλη ή προκαϊναμίδη, ή με συνδυασμό αυτών των παραγόντων που προκαλούν επιπλοκές,
ιδιαίτερα σε περίπτωση προϋπάρχουσας διαταραχής της νεφρικής λειτουργίας. Μερικοί από αυτούς
τους ασθενείς ανέπτυξαν σοβαρές λοιμώξεις οι οποίες σε λίγες περιπτώσεις δεν αποκρίθηκαν σε
εντατική αντιβιοτική θεραπεία. Εάν χρησιμοποιείται λισινοπρίλη σε τέτοιους ασθενείς, συνιστάται
περιοδική παρακολούθηση των λευκών αιμοσφαιρίων και πρέπει να δίδονται οδηγίες στους ασθενείς
να αναφέρουν οποιοδήποτε σημείο λοίμωξης.
Υπερευαισθησία, αγγειοοίδημα
Σε ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης,
συμπεριλαμβανομένης της λισινοπρίλης, έχει σπανίως αναφερθεί αγγειοοίδημα προσώπου, άκρων,
χειλέων, γλώσσας, γλωττίδας και /ή λάρυγγα. Aυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή
της θεραπείας. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η λισινοπρίλη πρέπει να διακόπτεται αμέσως και ο ασθενής
να τίθεται υπό την κατάλληλη θεραπεία και παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η πλήρης
εξάλειψη των συμπτωμάτων πριν την απομάκρυνσή του. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου
παρουσιάζεται οίδημα μόνο στη γλώσσα, χωρίς αναπνευστική δυσχέρεια, οι ασθενείς μπορεί να
χρειάζονται παρακολούθηση μεγαλύτερης διάρκειας καθώς η θεραπεία με αντιϊσταμινικά και
κορτικοστεροειδή μπορεί να μην επαρκεί.
Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί αγγειοοίδημα το οποίο σχετίζεται με οίδημα του λάρυγγα και της
γλώσσας το οποίο μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν οίδημα της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα είναι πιθανό να
υποστούν απόφραξη των αεροφόρων οδών, ειδικά εκείνοι με ιστορικό εγχειρήσεων των αεροφόρων
οδών. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να χορηγηθεί αμέσως η κατάλληλη θεραπεία. Αυτή μπορεί
να περιλαμβάνει χορήγηση αδρεναλίνης και/ή την συντήρηση μιας ανοικτής αεροφόρου οδού.
Ο ασθενής πρέπει να τίθεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση έως ότου εξασφαλιστεί η πλήρης και
μόνιμη εξάλειψη των συμπτωμάτων.
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης προκαλούν αγγειοοίδημα σε
μεγαλύτερα ποσοστά σε μαύρους ασθενείς από ότι σε ασθενείς που δεν ανήκουν στη μαύρη φυλή.
Ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος μη συσχετιζόμενο με θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να
βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο αγγειοοιδήματος όταν λαμβάνουν έναν αναστολέα ΜΕΑ (βλ.
παράγραφο 4.3).
Η χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις ευαισθησίας σε ασθενείς με
ιστορικό ή όχι αλλεργιών ή αλλεργικού άσθματος. Έξαρση ή ενεργοποίηση του συστηματικού
ερυθηματώδους λύκου έχει αναφερθεί με χρήση θειαζίδων.
Ηπατική νόσος
Oι θειαζίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία ή
προοδευτικά επιδεινούμενη ηπατική νόσο, επειδή μικρές μεταβολές του ισοζυγίου υγρών και
ηλεκτρολυτών μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση ηπατικού κώματος (βλ. παράγραφο 4.3). Σπάνια,
οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν συσχετισθεί με ένα σύνδρομο το οποίο ξεκινά με χολοστατικό ίκτερο ή
6
ηπατίτιδα και συνεχίζει με κεραυνοβόλο νέκρωση και (μερικές φορές) θάνατο. Ο μηχανισμός αυτού
του συνδρόμου δεν έχει εξακριβωθεί. Ασθενείς που λαμβάνουν λισινοπρίλη-υδροχλωροθειαζίδη και
αναπτύσσουν ίκτερο ή σημαντικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων πρέπει να διακόπτουν το
συνδυασμό λισινοπρίλης- υδροχλωροθειαζίδης και να έχουν κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση.
Κύηση
Κατά τη διάρκεια της κύησης δε θα πρέπει να ξεκινά θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ. Αν δεν θεωρηθεί
απαραίτητη η συνεχιζόμενη θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, οι ασθενείς που προγραμματίζουν κύηση
θα πρέπει να μεταβαίνουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπευτικές αγωγές με τεκμηριωμένη
εικόνα ασφαλείας κατά την κύηση. Σε περίπτωση που διαγνωστεί κύηση, η θεραπεία με τους
αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να διακόπτεται άμεσα και εάν ενδείκνυται, θα πρέπει να ξεκινά κάποια
εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι ακόλουθες αλληλεπιδράσεις έχουν αναφερθεί για τα Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20
mg/ 12,5 mg δισκία, για άλλους αναστολείς ΜΕΑ ή για προϊόντα που περιέχουν υδροχλωροθειαζίδη.
Λισινοπρίλη
Διουρητικά
Όταν προστίθεται ένα διουρητικό στη θεραπεία ασθενή που λαμβάνει λισινοπρίλη, η αντιυπερτασική
δράση είναι συνήθως αθροιστική.
Ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται ήδη σε θεραπεία με διουρητικά και κυρίως εκείνοι στους οποίους η
έναρξη των διουρητικών είναι πρόσφατη, μπορεί να παρουσιάσουν περιστασιακά μεγάλη μείωση της
αρτηριακής πίεσης όταν προστίθεται λισινοπρίλη. Η πιθανότητα συμπτωματικής υπότασης με τη
λισινοπρίλη είναι δυνατόν να ελαχιστοποιηθεί με τη διακοπή του διουρητικού πριν την έναρξη της
θεραπείας με λισινοπρίλη (βλ. παράγραφο 4.4).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) συμπεριλαμβανομένου ακετυλοσαλικυλικού οξέος
Η χρόνια χορήγηση ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένων εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοξυγενάσης-2)
μπορεί να ελαττώσει την αντιϋπερτασική δράση ενός αναστολέα ΜΕΑ. Τα ΜΣΑΦ και οι αναστολείς
ΜΕΑ ασκούν αθροιστική επίδραση στην αύξηση του καλίου του ορού και μπορεί να οδηγήσουν σε
επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Αυτές οι επιδράσεις είναι συνήθως αναστρέψιμες. Σπάνια
μπορεί να παρουσιαστεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ειδικά σε ασθενείς με κατεσταλμένη νεφρική
λειτουργία όπως οι ηλικιωμένοι ή αφυδατωμένοι ασθενείς.
Άλλα αντιυπερτασικά
Η ταυτόχρονη χρήση αυτών των παραγόντων μπορεί να αυξήσει την υποτασική επίδραση του
συνδυασμού λισινοπρίλης-υδροχλωροθειαζίδης. Η συγχορήγηση γλυκερίνης τρινιτρικής και άλλων
νιτρωδών ή άλλων αγγειοδιασταλτικών, μπορεί να ελαττώσει περαιτέρω την αρτηριακή πίεση.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά/ αντιψυχωσικά/ αναισθητικά
Η ταυτόχρονη χρήση συγκεκριμένων αναισθητικών φαρμάκων, τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και
αντιψυχωσικών με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω ελάττωση της αρτηριακής
πίεσης (βλ. παράγραφο 4.4).
Χρυσός
Σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ έχουν αναφερθεί συχνότερα αντιδράσεις τύπου λήψης
νιτρωδών (συμπτώματα αγγειοδιαστολής συμπεριλαμβανομένων της έξαψης, ναυτίας, ζαλάδας και
υπότασης, που μπορεί να είναι πολύ σοβαρά) όταν ακολουθούνται από ενέσιμο χρυσό (για
παράδειγμα χρυσοθειομηλεϊνικό νάτριο).
Συμπαθομιμητικά
Τα συμπαθομιμητικά μπορεί να μειώσουν την αντιυπερτασική δράση των αναστολέων ΜΕΑ. Οι
ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
7
Αντιδιαβητικά
Από επιδημιολογικές μελέτες υπάρχουν ενδείξεις ότι η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και
αντιδιαβητικών φαρμάκων (ινσουλίνες, από του στόματος υπογλυκαιμικοί παράγοντες) μπορεί να
προκαλέσουν αύξηση του φαινομένου ελάττωσης της γλυκόζης αίματος με κίνδυνο υπογλυκαιμίας.
Αυτό το φαινόμενο φαίνεται να είναι πιο πιθανό να παρουσιασθεί κατά τις πρώτες εβδομάδες της
συνδυασμένης θεραπείας και σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Νιτρώδη, ακετυλοσαλικυλικό οξύ, θρομβολυτικά και/ή βήτα αποκλειστές.
Η λισινοπρίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα με ακετυλοσαλικυλικό οξύ (σε καρδιολογικές
δόσεις), θρομβολυτικά, βήτα αποκλειστές και/ ή νιτρώδη.
Αλλοπουρινόλη
Η συγχορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και αλλοπουρινόλης αυξάνει τον κίνδυνο νεφρικής βλάβης και
μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο λευκοπενίας.
Κυκλοσπορίνη
Η συγχορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και κυκλοσπορίνης αυξάνει τον κίνδυνο νεφρικής βλάβης και
υπερκαλιαιμίας.
Λοβαστατίνη
Η συγχορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και λοβαστατίνης αυξάνει τον κίνδυνο υπερκαλιαιμίας.
Αιμοκάθαρση
Ο συνδυασμός λισινοπρίλης-υδροχλωροθειαζίδης δεν ενδείκνυται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
αιμοκάθαρση καθώς έχει αναφερθεί υψηλή συχνότητα αναφυλακτοειδών αντιδράσεων σε ασθενείς
που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση με μεμβράνες υψηλής διαπερατότητας και συγχρόνως λαμβάνουν
θεραπεία με αναστολέα ΜΕΑ. Αυτός ο συνδυασμός πρέπει να αποφεύγεται.
Προκαϊναμίδη, κυτταροστατικοί ή ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες
Η συγχορήγηση με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο λευκοπενίας (βλ.
παράγραφο 4.4).
Υδροχλωροθειαζίδη
Αμφοτερικίνη Β (παρεντερικά), καρβενοξολόνη, κορτικοστεροειδή, κορτικοτροπίνη (ACTH) ή
καθαρτικά διεγείροντα την εντερική κινητικότητα
Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να εντείνει τη διαταραχή του ισοζυγίου των ηλεκτρολυτών και κυρίως
την υποκαλιαιμία.
Άλατα ασβεστίου
Μπορεί να παρουσιασθούν αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στον ορό ως αποτέλεσμα μειωμένης
απέκκρισης κατά τη συγχορήγηση με θειαζιδικά διουρητικά.
Καρδιακές γλυκοσίδες
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τοξικότητας από δακτυλίτιδα συνδεόμενος με υποκαλιαιμία που
προκαλείται από θειαζίδη.
Χολεστυραμίνη και χολεστιπόλη
Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να επιβραδύνουν ή να ελαττώσουν την απορρόφηση της
υδροχλωροθειαζίδης. Γι’ αυτό το λόγο τα σουλφοναμιδικά διουρητικά πρέπει να λαμβάνονται
τουλάχιστον μια ώρα πριν ή τέσσερις έως έξι ώρες μετά από τη λήψη αυτών των παραγόντων.
Μη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά (π.χ. tubocurarine chloride)
Η επίδραση αυτών των φαρμάκων μπορεί να ενισχυθεί από την υδροχλωροθειαζίδη.
Φάρμακα που προκαλούν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (torsades de pointes)
8
Λόγω του κινδύνου υποκαλιαιμίας, απαιτείται προσοχή εάν η υδροχλωροθειαζίδη χορηγηθεί
ταυτόχρονα με φάρμακα που προκαλούν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου, π.χ. κάποια
αντιαρρυθμικά, κάποια αντιψυχωσικά και άλλα φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν κοιλιακή
ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου.
Σοταλόλη
Η προκαλούμενη από τη θειαζίδη υποκαλιαιμία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αρρυθμιών που
προκαλούνται από τη σοταλόλη.
Λισινοπρίλη/ Υδροχλωροθειαζίδη
Συμπληρώματα καλίου, καλιοσυντηρητικά διουρητικά ή υποκατάστατα άλατος περιέχοντα κάλιο
H καλιοαπεκκριτική δράση των θειαζιδικών διουρητικών, συνήθως μειώνεται από την
καλιοσυντηρητική δράση της λισινοπρίλης. H χρήση συμπληρωμάτων καλίου, καλιοσυντηρητικών
παραγόντων ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο, ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένη
νεφρική λειτουργία ή σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του καλίου του
ορού. Eάν θεωρείται απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγηση του συνδυασμού λισινοπρίλης-
υδροχλωροθειαζίδης και κάποιου από αυτούς τους παράγοντες, οι παράγοντες αυτοί θα πρέπει να
χορηγούνται με προσοχή και με συχνή παρακολούθηση των επιπέδων καλίου στον ορό (βλ.
παράγραφο 4.4). Παρότι σε κλινικές μελέτες με αναστολείς ΜΕΑ το κάλιο του ορού παρέμενε
συνήθως εντός φυσιολογικών ορίων, σε μερικούς ασθενείς παρουσιάστηκε υπερκαλιαιμία.
Εάν η λισινοπρίλη χορηγηθεί με καλιουρητικό διουρητικό η προκαλούμενη από το διουρητικό
υποκαλιαιμία μπορεί να βελτιωθεί.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ) με αποκλειστές
των υποδοχέων αγγειοτασίνης, αναστολείς ΜΕΑ, ή άμεσους αναστολείς ρενίνης (όπως η αλισκιρένη)
συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο υπότασης, συγκοπής, υπερκαλιαιμίας και με αλλαγές στη νεφρική
λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) συγκριτικά με τη μονοθεραπεία.
Θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά η αρτηριακή πίεση, η νεφρική λειτουργία και οι ηλεκτρολύτες
σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με λισινοπρίλη και με άλλους παράγοντες που επηρεάζουν το
ΣΡΑΑ. Η αλισκιρένη δεν πρέπει να συγχορηγείται με τη λισινοπρίλη σε ασθενείς με διαβήτη. Η χρήση
αλισκιρένης με λισινοπρίλη θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (GFR <
60 ml/min/1,73m
2
) (βλ. παράγραφο 4.3).
Λίθιο
Έχουν αναφερθεί αναστρέψιμες αυξήσεις στις συγκεντρώσεις λιθίου στον ορό και τοξικότητα κατά
την συγχορήγηση λιθίου και αναστολέων ΜΕΑ. Τα διουρητικά με τους αναστολείς του ΜΕΑ
μειώνουν τη νεφρική κάθαρση του λιθίου και επιφέρουν υψηλό κίνδυνο τοξικότητας από το λίθιο. Η
ταυτόχρονη χορήγηση λιθίου και συνδυασμού λισινοπρίλης-υδροχλωροθειαζίδης συνεπώς δεν
συνιστάται, αλλά αν η συγχορήγηση αποδειχθεί απαραίτητη, τα επίπεδα του λιθίου του ορού πρέπει
να παρακολουθούνται συχνά (βλ. παράγραφο 4.4).
Τριμεθοπρίμη
Η ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και θειαζιδών με τριμεθοπρίμη αυξάνει τον κίνδυνο
υπερκαλιαιμίας.
Οινόπνευμα
Η ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών μπορεί να μειωθεί κατά την ταυτόχρονη χρήση με
οινόπνευμα.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
9
Aναστολείς ΜΕΑ:
Η χρήση αναστολέων ΜΕΑ δεν συνιστάται κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παράγραφο 4.4).
Η χρήση αναστολέων ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ.
παράγραφο 4.3 και 4.4).
Τα επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης έπειτα από έκθεση σε αναστολείς
ΜΕΑ κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης δεν οδήγησαν σε σαφή συμπεράσματα. Δεν μπορεί ωστόσο
να αποκλεισθεί μία μικρή αύξηση του κινδύνου. Αν δεν θεωρηθεί απαραίτητη η συνέχιση της
θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ, οι ασθενείς που προγραμματίζουν κύηση θα πρέπει να μεταβαίνουν
σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπευτικές αγωγές με τεκμηριωμένη εικόνα ασφαλείας χρήσης
κατά την κύηση.
Σε περίπτωση που διαγνωστεί κύηση, η θεραπεία με τους αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να διακόπτεται
άμεσα και εάν ενδείκνυται, θα πρέπει να ξεκινά κάποια εναλλακτική θεραπεία.
Είναι γνωστό ότι η έκθεση στους αναστολείς ΜΕΑ κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο προκαλεί
εμβρυϊκή τοξικότητα στον άνθρωπο (μείωση της νεφρικής λειτουργίας, ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση
οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία)
(βλ. παράγραφο 5.3).
Εάν η έκθεση σε αναστολέα ΜΕΑ σημειωθεί από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης και μετά,
συνιστάται να διενεργείται έλεγχος του εμβρύου με υπέρηχους ώστε να παρακολουθείται η νεφρική
λειτουργία και το κρανίο. Τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έλαβαν αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Υδροχλωροθειαζίδη:
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με την υδροχλωροθειαζίδη στη διάρκεια της κύησης, ιδίως στη
διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Οι μελέτες με πειραματόζωα είναι ανεπαρκείς.
Η υδροχλωροθειαζίδη διαπερνά τον πλακούντα. Βάσει του φαρμακολογικού μηχανισμού δράσης της
υδροχλωροθειαζίδης η χρήση της στη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου μπορεί να βλάψει
την εμβρυο-πλακουντική αιμάτωση και μπορεί να προκαλέσει εμβρυϊκές και νεογνικές
επιδράσεις, όπως ίκτερο, διαταραχή του ισοζυγίου ηλεκτρολυτών και θρομβοκυτταροπενία.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για οίδημα της κύησης, υπέρταση της κύησης ή
προεκλαμψία λόγω του κινδύνου μειωμένου όγκου πλάσματος και πλακουντικής υποαιμάτωσης,
χωρίς ευεργετική δράση στην πορεία της νόσου.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την ιδιοπαθή υπέρταση σε έγκυες γυναίκες,
με εξαίρεση σπάνιες καταστάσεις στις οποίες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη θεραπεία.
Η παρατεταμένη χρήση υδροχλωροθειαζίδης κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου μπορεί να
προκαλέσει εμβρυοπλακουντική ισχαιμία και κίνδυνο επιβράδυνσης της ανάπτυξης. Έπειτα από
έκθεση κοντά στον τοκετό, παρατηρήθηκαν σπάνια περιστατικά νεογνικής υπογλυκαιμίας και
θρομβοπενίας.
Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να ελαττώσει τον όγκο του πλάσματος καθώς και την ροή του αίματος
μεταξύ της μήτρας και του πλακούντα.
Γαλουχία
Aναστολείς ΜΕΑ:
Επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του Lisinopril+Hydrochlorothiazide /
Generics 20 mg/ 12,5 mg Δισκία κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, το Lisinopril+Hydrochlorothiazide /
Generics 20 mg/ 12,5 mg Δισκία δεν συνιστάται και προτιμούνται εναλλακτικές θεραπείες με
καλύτερα τεκμηριωμένα προφίλ ασφάλειας κατά τη διάρκεια του θηλασμού, ιδίως κατά το θηλασμό
νεογνού ή πρόωρου βρέφους.
Υδροχλωροθειαζίδη:
H υδροχλωροθειαζίδη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε μικρές ποσότητες. Οι θειαζίδες σε υψηλές
δόσεις που προκαλούν έντονη διούρηση μπορεί να αναστείλουν την παραγωγή γάλακτος. Η χρήση
του Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg Δισκία κατά τη διάρκεια του
10
θηλασμού δε συνιστάται. Εάν χρησιμοποιείται Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5
mg Δισκία κατά το θηλασμό, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μικρότερες δυνατές δόσεις.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Όπως και με άλλα αντιυπερτασικά, τα προϊόντα συνδυασμού λισινοπρίλης-υδροχλωροθειαζίδης
μπορεί να έχουν ήπια έως μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ειδικά κατά την έναρξη της θεραπείας ή όταν η δόση έχει τροποποιηθεί, καθώς επίσης και όταν
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το αλκοόλ, αλλά οι επιδράσεις αυτές εξαρτώνται από την
ευαισθησία του ατόμου.
Κατά την οδήγηση οχημάτων ή το χειρισμό μηχανών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι περιστασιακά
μπορεί να εμφανισθεί ζάλη ή κόπωση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί και αναφερθεί κατά τη θεραπεία με
Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία με τις ακόλουθες συχνότητες: Πολύ
συχνές (>1/10), συχνές (>1/100, < 1/10), Όχι συχνές (>1/1000, < 1/100), σπάνιες (>1/10000,
< 1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα
δεδομένα) περιλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι βήχας, ζάλη, υπόταση και κεφαλαλγία που
μπορεί να συμβούν σε 1 έως 10% των ασθενών που λαμβάνουν τη θεραπεία. Σε κλινικές μελέτες οι
ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν συνήθως ήπιες και παροδικές και στις περισσότερες περιπτώσεις δε
χρειάσθηκε διακοπή της θεραπείας.
Λισινοπρίλη
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Μείωση της αιμοσφαιρίνης, μείωση του αιματοκρίτη
Πολύ σπάνιες: Καταστολή του μυελού των οστών, αναιμία, θρομβοπενία, λευκοπενία, ουδετεροπενία,
ακοκκιοκυταραιμία (βλ. παράγραφο 4.4), αιμολυτική αναιμία, λεμφαδενοπάθεια, αυτοάνοση νόσος.
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος
Σπάνιες : Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH)
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Όχι συχνές: Ουρική αρθρίτιδα
Πολύ σπάνιες: υπογλυκαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος και ψυχιατρικές διαταραχές:
Συχνές: Ζάλη, η οποία γενικά αποκρίθηκε σε μείωση της δόσης και σπάνια χρειάστηκε διακοπή της
θεραπείας, κεφαλαλγία, κόπωση, συγκοπή.
Όχι συχνές: Παραισθησία, εξασθένηση, ίλιγγος, διαταραχές γεύσης, διαταραχές του ύπνου, μεταβολές
διάθεσης
Σπάνιες: διανοητική σύγχυση
Μη γνωστές: συμπτώματα κατάθλιψης
Καρδιακές και αγγειακές διαταραχές :
Συχνές : ορθοστατικές δράσεις ( συμπεριλαμβανομένης ορθοστατικής υπότασης )
Όχι συχνές : Έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πιθανότατα δευτερογενή
λόγω της σοβαρής υπότασης σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4 ), αίσθημα παλμών,
θωρακικό άλγος, μυικοί σπασμοί και μυική αδυναμία, ταχυκαρδία, σύνδρομο Raynaud’s
Μη γνωστές: εξάψεις
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου:
11
Συχνές: Ξηρός και επίμονος βήχας, (βλ. παράγραφο 4.4), που εξαφανίζεται μετά τη διακοπή της
θεραπείας.
Όχι συχνές: ρινίτιδα
Πολύ σπάνιες: βρογχόσπασμος, παραρρινοκολπίτιδα, αλλεργική, κυψελιδίτιδα / ηωσινοφιλική
πνευμονία
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Συχνές : διάρροια, έμετος
Όχι συχνές: ναυτία, δυσπεψία, παγκρεατίτιδα, κοιλιακό άλγος, ξηροστομία.
Πολύ σπάνιες: εντερικό αγγειοοίδημα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: αυξημένα ηπατικά ένζυμα και χολερυθρίνη
Πολύ σπάνιες: ηπατίτιδα – είτε ηπατοκυτταρική είτε χολοστατική, ίκτερος, ηπατική ανεπάρκεια (βλ.
παράγραφο 4.4)*
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: εξάνθημα, κνησμός
Σπάνιες: υπερευαισθησία/αγγειονευρωτικό οίδημα: αγγειονευρωτικό οίδημα του προσώπου, των
άκρων, των χειλέων, της γλώσσας, της γλωττίδας, και/ή του λάρυγγα (βλ. παράγραφο 4.4), κνίδωση,
αλωπεκία, ψωρίαση
Πολύ σπάνιες: διαφόρεση, πέμφιγα, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-Johnson,
πολύμορφο ερύθημα, δερματικό ψευδολέμφωμα **
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές : νεφρική δυσλειτουργία
Σπάνιες : ουραιμία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια
Πολύ σπάνιες : ολιγουρία/ ανουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Όχι συχνές: ανικανότητα
Σπάνιες: γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: εξασθένηση, κόπωση
Παρακλινικές εξετάσεις
Όχι συχνές: αυξήσεις στην ουρία αίματος, αυξήσεις στην κρεατινίνη ορού, υπερκαλιαιμία
Σπάνιες: υπονατριαιμία,
Άλλες:
Σπάνιες: Σύμπλεγμα συμπτωμάτων που αποτελείται από ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
πυρετός, αγγειίτιδα, μυαλγίες, αρθραλγίες ή αρθρίτιδα, θετικός έλεγχος ΑΝΑ, αυξημένες τιμές ΤΚΕ,
ηωσινοφιλία, λευκοκυττάρωση, εξάνθημα, φωτοευαισθησία ή άλλες δερματολογικές εκδηλώσεις.
Ευρήματα σε εργαστηριακές εξετάσεις:
Οι μεταβολές στις εργαστηριακές τιμές σπάνια ήταν κλινικής σημασίας. Περιστασιακά
παρατηρήθηκαν υπεργλυκαιμία, υπερουριχαιμία και υπερκαλιαιμία ή υποκαλιαιμία. Σε ασθενείς χωρίς
προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια παρατηρούνται συνήθως ήπιες και προσωρινές αυξήσεις της
ουρίας αίματος και της κρεατινίνης ορού. Εάν αυτές οι αυξήσεις επιμένουν, παρέρχονται γενικά όταν
διακοπεί η θεραπεία.
Έχει αναφερθεί καταστολή του μυελού των οστών, που εκδηλώνεται ως αναιμία, και/ή
θρομβοκυτταροπενία και /ή λευκοπενία. Σπανίως έχει αναφερθεί ακοκκιοκυτταραιμία, αν και δεν έχει
τεκμηριωθεί αιτιακή συσχέτιση.
12
Έχει αναφερθεί συχνά μικρή πτώση της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη σε υπερτασικούς ασθενείς
που ελάμβαναν Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία, αλλά σπάνια ήταν
κλινικής σημασίας εκτός αν υπήρχε ταυτόχρονα και άλλο αίτιο αναιμίας.
Σπάνια παρατηρείται αύξηση των ηπατικών ενζύμων και /ή της χολερυθρίνης ορού, αλλά δεν έχει
τεκμηριωθεί αιτιακή συσχέτιση με το Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg
δισκία. Σπάνια έχει αναφερθεί αιμολυτική αναιμία.
* Πολύ σπάνια έχει αναφερθεί ηπατίτιδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική ανεπάρκεια. Οι
ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν συνδυασμό λισινοπρίλης-υδροχλωροθειαζίδης και εκδηλώνουν ίκτερο
ή σημαντική αύξηση των ηπατικών ενζύμων πρέπει να διακόψουν το συνδυασμό λισινοπρίλης-
υδροχλωροθειαζίδης και να λάβουν την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση.
** Έχει αναφερθεί ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων το οποίο περιλαμβάνει ένα ή και περισσότερα από
τα ακόλουθα συμπτώματα: πυρετό, αγγειίτιδα, μυαλγία, αρθραλγία/αρθρίτιδα, θετικούς τίτλους
αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ), αυξημένη ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ),
ηωσινοφιλία και λευκοκυττάρωση, εξάνθημα, φωτοευαισθησία ή άλλες δερματολογικές εκδηλώσεις.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί για κάθε συστατικό ξεχωριστά:
Υδροχλωροθειαζίδη (συχνότητες με γνωστές):
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: Σιελαδενίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος: Λευκοπενία, ουδετεροπενία /
ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, απλαστική αναιμία, αιμολυτική αναιμία, καταστολή μυελού των
οστών.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Ανορεξία, υπεργλυκαιμία, γλυκοζουρία,
υπερουριχαιμία, διαταραχή ισοζυγίου ηλεκτρολυτών (περιλαμβανομένης υπονατριαιμίας,
υποκαλιαιμίας, υποχλωραιμικής αλκάλωσης και υπομαγνησιαιμίας), αυξήσεις της χοληστερόλης και
των τριγλυκεριδίων, ουρική αρθρίτιδα.
Ψυχιατρικές διαταραχές: Ανησυχία, κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου.
Διαταραχές νευρικού συστήματος: Απώλεια όρεξης, παραισθησία, καρηβαρία.
Οφθαλμικές διαταραχές: Ξανθοψία, παροδικό θάμβος όρασης.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου: Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές: Ορθοστατική υπόταση, καρδιακές αρρυθμίες
Αγγειακές διαταραχές: Νεκρωτική αγγειίτιδα (αγγειίτιδα, δερματική αγγειίτιδα)
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: Αναπνευστική
δυσχέρεια (περιλαμβανομένης πνευμονίτιδας, και πνευμονικού οιδήματος)
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: Ερεθισμός του στομάχου, διάρροια, δυσκοιλιότητα,
παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: Ίκτερος (ενδοηπατικός χολοστατικός ίκτερος)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, εξάνθημα,
αντιδράσεις τύπου δερματικού ερυθηματώδους λύκου, επανενεργοποίηση δερματικού ερυθηματώδους
λύκου, κνίδωση, αναφυλακτικές αντιδράσεις, τοξική επιδερμική νεκρόλυση.
13
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και των οστών: Μυϊκός σπασμός,
μυική αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: Νεφρική δυσλειτουργία, διάμεσος νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές: Πυρετός, αδυναμία
Λισινοπρίλη και άλλοι αναστολείς ΜΕΑ
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Σπάνιες: Ελάττωση αιμοσφαιρίνης, μείωση αιματοκρίτη.
Πολύ σπάνιες: Καταστολή μυελού των οστών, αναιμία, θρομβοπενία, λευκοπενία, ουδετεροπενία,
ακοκκιοκυτταραιμία (βλ. παράγραφο 4.4), αιμολυτική αναιμία, λεμφαδενοπάθεια, αυτοάνοση νόσος.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Πολύ σπάνιες: Υπογλυκαιμία.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος και ψυχιατρικές διαταραχές:
Συχνές: Ζάλη, κεφαλαλγία.
Όχι συχνές: Μεταβολές διάθεσης, παραισθησία, ίλιγγος, διαταραχές γεύσης, διαταραχές ύπνου.
Σπάνιες: Νοητική σύγχυση.
Καρδιακές και αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: Ορθοστατικές επιδράσεις (περιλαμβανομένης υπότασης)
Όχι συχνές: Έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πιθανώς μετά από βαριά
υπόταση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4), αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία,
φαινόμενο Raynaud
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου:
Συχνές: Βήχας.
Όχι συχνές: Ρινίτιδα.
Πολύ σπάνιες: Βρογχόσπασμος, παραρρινοκολπίτιδα, αλλεργική κυψελιδίτιδα/ ηωσινοφιλική
πνευμονία.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Συχνές: Διάρροια, έμετος.
Όχι συχνές: Ναυτία, κοιλιακό άλγος και δυσπεψία.
Σπάνιες: Ξηροστομία.
Πολύ σπάνιες: Παγκρεατίτιδα, εντερικό αγγειοοίδημα, ηπατίτιδα – είτε ηπατοκυτταρική ή
χολοστατική, ίκτερος και ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Όχι συχνές: Εξάνθημα, κνησμός.
Σπάνιες: Υπερευαισθησία/ αγγειοοίδημα: αγγειοοίδημα προσώπου, άκρων, χειλέων, γλώσσας,
γλωττίδας και/ή λάρυγγα (βλ. παράγραφο 4.4), κνίδωση, αλωπεκία, ψωρίαση.
Πολύ σπάνιες: Διαφόρεση, πέμφιγα, τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-Johnson,
πολύμορφο ερύθημα.
Έχει αναφερθεί ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα
από τα ακόλουθα: πυρετός, αγγειίτιδα, μυαλγίες, αρθραλγίες/ αρθρίτιδα, θετικά αντιπυρηνικά
αντισώματα (ΑΝΑ), αυξημένη ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ), ηωσινοφιλία και
λευκοκυττάρωση, εξάνθημα, φωτοευαισθησία ή άλλες δερματολογικές εκδηλώσεις μπορεί να
παρουσιασθούν.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών :
Συχνές: Νεφρική δυσλειτουργία.
14
Σπάνιες: Ουραιμία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Πολύ σπάνιες: Ολιγουρία/ ανουρία.
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού:
Όχι συχνές: Ανικανότητα.
Σπάνιες: Γυναικομαστία.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Όχι συχνές: Κόπωση, εξασθένηση.
Παρακλινικές εξετάσεις:
Όχι συχνές: Αυξήσεις της ουρίας αίματος, αυξήσεις της κρεατινίνης ορού, αυξήσεις των ηπατικών
ενζύμων, υπερκαλιαιμία.
Σπάνιες: Αυξήσεις της χολερυθρίνης ορού, υπονατριαιμία.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας
του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της
υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-
15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος:
http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν είναι διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας από
Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία. Η θεραπεία είναι συμπτωματική
και υποστηρικτική. Η θεραπεία με Lisinopril+Hydrochlorothiazide / Generics 20 mg/ 12,5 mg δισκία
θα πρέπει να διακόπτεται και ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται πολύ στενά. Τα θεραπευτικά
μέτρα εξαρτώνται από τη φύση και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα
ώστε να προληφθεί η απορρόφηση και να προαχθεί η απομάκρυνσή του. Τα συνιστώμενα μέτρα
περιλαμβάνουν πρόκληση εμέτου και /ή πλύση στομάχου εάν το φάρμακο έχει καταποθεί πρόσφατα,
ενώ η αφυδάτωση, οι διαταραχές του ισοζυγίου ηλεκτρολυτών και η υπόταση πρέπει να
αντιμετωπισθούν με τον συνήθη τρόπο.
Λισινοπρίλη: Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία υπερδοσολογίας σε ανθρώπους. Tα συμπτώματα που
συνδέονται με υπερδοσολογία με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να περιλαμβάνουν υπόταση, καταπληξία,
ηλεκτρολυτικές διαταραχές, νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμό, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμού,
βραδυκαρδία, ζάλη, άγχος και βήχα.
Η συνιστώμενη θεραπεία της υπερδοσολογίας είναι η ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος φυσιολογικού
ορού. Εάν εμφανιστεί υπόταση ο ασθενής πρέπει να τοποθετείται σε ύπτια θέση. Εάν είναι διαθέσιμα,
πρέπει να εξετασθεί η ενδοφλέβια χορήγηση αγγειοτασίνης ΙΙ και/ή κατεχολαμινών.
Εάν η λήψη είναι πρόσφατη, πρέπει να εφαρμόζονται μέτρα για την αποφυγή της απορρόφησης της
λισινοπρίλης (π.χ. έμετος, πλύση στομάχου, χορήγηση προσροφητικών ουσιών και θεϊικού νατρίου).
Η λισινοπρίλη μπορεί να απομακρυνθεί από τη γενική κυκλοφορία με αιμοκάθαρση (βλ. παράγραφο
4.4).
Η χρήση βηματοδότη ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της βραδυκαρδίας που ανθίσταται στα
φαρμακευτικά μέσα.
Τα ζωτικά σημεία, οι ηλεκτρολύτες ορού και η συγκέντρωση της κρεατινίνης πρέπει να παρακολου-
θούνται συχνά.
15
Υδροχλωροθειαζίδη: τα πιο συχνά σημεία και συμπτώματα είναι αυτά που οφείλονται στη μείωση των
ηλεκτρολυτών (υποκαλιαιμία, υποχλωραιμία, υπονατριαιμία) και αφυδάτωση λόγω σημαντικής
διούρησης.
Πρόσθετα συμπτώματα της υπερδοσολογίας της υδροχλωροθειαζίδης είναι αύξηση της διούρησης,
καταστολή της συνείδησης (συμπεριλαμβάνεται το κώμα), σπασμοί, πάρεση, καρδιακές αρρυθμίες και
νεφρική ανεπάρκεια. Βραδυκαρδία ή άλλες αντιδράσεις από τη διέγερση του πνευμονογαστρικού
πρέπει να αντιμετωπίζονται με χορήγηση ατροπίνης. Eάν έχει επίσης χορηγηθεί δακτυλίτιδα, η
υποκαλιαιμία μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση καρδιακών αρρυθμιών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολέας ΜΕΑ (ΜΕΑ: Μετατρεπτικό Ένζυμο Αγγειοτασίνης)
και θειαζιδικό διουρητικό, κωδικός ATC: C09B A03
Μηχανισμός δράσης
Και τα δύο συστατικά, η λισινοπρίλη, αναστολέας ΜΕΑ και η υδροχλωροθειαζίδη, διουρητικό, έχουν
συμπληρωματικούς μηχανισμούς δράσης, και ασκούν αθροιστική αντιυπερτασική δράση. Το ΜΕΑ
καταλύει την μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ, η οποία έχει έντονη
αγγειοσυσταλτική δράση και διεγείρει την έκκριση αλδοστερόνης. Η αντιυπερτασική δράση της
λισινοπρίλης οφείλεται κυρίως στην καταστολή του συστήματος ρενίνης –αγγειοτασίνης
-αλδοστερόνης με ελάττωση της συγκεντρώσεως αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα (με αποτέλεσμα
μειωμένη αγγειοσυσπαστική δραστηριότητα) και της αλδοστερόνης.
Η λισινοπρίλη ασκεί αντιυπερτασική δράση ακόμη και σε ασθενείς με υπέρταση και χαμηλή ρενίνη.
Το ΜΕΑ είναι όμοιο με την κινινάση II, ένα ένζυμο που διασπά τη βραδυκινίνη. Παραμένει ασαφές
εάν τα αυξημένα επίπεδα βραδυκινίνης (ένας ισχυρός αγγειοδιασταλτικός παράγοντας) παίζουν
κάποιο ρόλο στη θεραπευτική δράση της λισινοπρίλης.
Η υδροχλωροθειαζίδη είναι θειαζιδικό διουρητικό και αντιυπερτασική ουσία η οποία αυξάνει τη
δράση της ρενίνης του πλάσματος. Η υδροχλωροθειαζίδη καταστέλλει τη νεφρική επαναρρόφηση
ηλεκτρολυτών στα νεφρικά περιφερικά σωληνάρια και αυξάνει την αποβολή νατρίου, χλωρίου,
καλίου, μαγνησίου, διττανθρακικών και ύδατος. Η αποβολή ασβεστίου μπορεί να ελαττωθεί. Η
ταυτόχρονη χορήγηση λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης προκαλεί μεγαλύτερη ελάττωση στην
πίεση του αίματος απ΄ ότι η μονοθεραπεία. Η λισινοπρίλη κανονικά περιορίζει την απώλεια καλίου
που σχετίζεται με την υδροχλωροθειαζίδη.
Η επίδραση του σταθερού συνδυασμού λισινοπρίλης και υδροχλωροθειαζίδης στην θνησιμότητα και
την καρδιαγγειακή νοσηρότητα είναι προς το παρόν άγνωστη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Το δισκίο συνδυασμού είναι βιοϊσοδύναμο με τη μονοθεραπεία με καθένα από τα δραστικά
συστατικά.
Απορρόφηση
Λισινοπρίλη: Περίπου 25% με διαφοροποίηση μεταξύ των ασθενών 6-60% σε όλες τις δόσεις που
εξετάσθηκαν (5-80 mg). Η απορρόφηση της λισινοπρίλης δεν επηρεάζεται από την τροφή. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό επιτυγχάνονται εντός 6-8 ωρών. Η επίδραση στην πίεση του
αίματος παρατηρήθηκε μετά από 1-2 ώρες. Η μέγιστη επίδραση επιτυγχάνεται μετά από 6 ώρες και
διαρκεί τουλάχιστον 24 ώρες.
Υδροχλωροθειαζίδη: Η διουρητική δράση παρατηρείται εντός 2 ωρών. Η μέγιστη δράση
επιτυγχάνεται μετά από 4 ώρες. Η κλινικώς παρατηρούμενη δράση διαρκεί 6-12 ώρες.
Κατανομή
16
Σύνδεση με πρωτεΐνες: Η λισινοπρίλη δεν συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος εκτός από το
ΜΕΑ. Ο ελαττωμένος όγκος κατανομής μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα σε γηραιότερους ασθενείς σε σχέση με νεότερους ασθενείς.
Ημιπερίοδος ζωής
Λισινοπρίλη: Μετά από πολλαπλές δόσεις, 12 ώρες. Υδροχλωροθειαζίδη: 5½ – 15 ώρες.
Μεταβολισμός/απομάκρυνση
Και τα δύο δραστικά συστατικά απομακρύνονται αναλλοίωτα από τους νεφρούς. Περίπου το 60% της
από του στόματος χορηγούμενης υδροχλωροθειαζίδης απεκκρίνεται εντός 24 ωρών.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά στοιχεία ασφαλείας με βάση τις τυπικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση, γονοτοξικότητας, δυναμικού καρκινογένεσης
και τοξικότητας συσχετιζόμενης με την αναπαραγωγή δε δείχνουν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο.
Σε μελέτες σε ζώα οι αναστολείς ΜΕΑ προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες στην εμβρυϊκή ανάπτυξη
τελικού σταδίου και προκαλούν εμβρυϊκό θάνατο και συγγενείς ανωμαλίες, που προσβάλλουν
ιδιαίτερα το κρανίο. Έχουν επίσης αναφερθεί εμβρυοτοξικότητα, καθυστέρηση της ενδομήτριας
ανάπτυξης και παραμονή ανοικτού αρτηριακού πόρου. Αυτές οι ανωμαλίες στην ανάπτυξη πιστεύεται
ότι οφείλονται εν μέρει σε άμεση δράση των αναστολέων ΜΕΑ στο εμβρυϊκό σύστημα ρενίνης-
αγγειοτασίνης και εν μέρει στην ισχαιμία που προκαλείται από την υπόταση της μητέρας και την
ελάττωση στην ροή αίματος στον πλακούντα του εμβρύου και την παροχή οξυγόνου/ θρεπτικών
ουσιών στο έμβρυο.
(βλ. παράγραφο 4.6)
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Φωσφορικό ασβέστιο όξινο διϋδρικό
Μαννιτόλη
Άμυλο αραβοσίτου
Άμυλο προζελατινοποιημένο
Μαγνήσιο στεατικό
Σιδήρου οξείδιο ερυθρό (Ε172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (Blister) από PVC/αλουμίνιο: 10, 14, 28, 30, 50, 56, και 100 δισκία.
17
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος:
Generics (UK) Ltd. Trading as Mylan
Station Close, Potters Bar
Hertfordshire EN6 1TL
Hνωμένο Βασίλειο
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ
Λεωφόρος Βουλιαγμένης 577
Α
164-51 Αργυρούπολη
τηλ: 210-9936410
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
26905/12-04-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
17-12-2004/12-04-2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18