
A υτοκτονία / αυτοκτονικές σκέψεις ή κλινική επιδείνωση :
Η πιθανότητα απόπειρας αυτοκτονίας ενυπάρχει σε σημαντικό βαθμό σε σοβαρές
μορφές κατάθλιψης και ενδέχεται να υλοποιηθεί από τον ασθενή στο αρχικό στάδιο της
θεραπείας όταν ως συνέπεια της τελευταίας βελτιώνεται η υποβουλησία του ασθενούς.
Συνεπώς η χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει να συνδυάζεται με την τακτική
παρακολούθηση των ασθενών κατά την αρχική φάση της θεραπείας.
Παράλληλα, το φάρμακο θα πρέπει να συνταγογραφείται σε ποσότητες τέτοιες που να
καλύπτουν τις ανάγκες του ασθενούς μεταξύ δύο διαφορετικών παρακολουθήσεων από
τον ιατρό. Με τον τρόπο αυτό ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος σκόπιμης υπέρβασης των
θεραπευτικών δόσεων.
Η κατάθλιψη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικών σκέψεων, αυτοτραυματισμός
και αυτοκτονίας (επεισόδια σχετιζόμενα με αυτοκτονία). Ο κίνδυνος αυτός παραμένει
έως ότου επιτευχθεί σημαντική ύφεση. Καθώς μπορεί να μη σημειωθεί βελτίωση κατά
τη διάρκεια των πρώτων λίγων εβδομάδων θεραπείας ή περισσότερων, οι ασθενείς θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά έως ότου επιτευχθεί τέτοια βελτίωση.
Κατά τη γενική κλινική εμπειρία, ο κίνδυνος αυτοκτονίας μπορεί να αυξηθεί κατά τα
πρώιμα στάδια της ανάρρωσης.
Άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις για τις οποίες το ROPRAMIN
συνταγογραφείται μπορεί
επίσης να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο επεισοδίων σχετιζόμενων με αυτοκτονία.
Επιπρόσθετα, αυτές οι καταστάσεις μπορεί να συνυπάρχουν με μείζονα καταθλιπτική
διαταραχή. Για το λόγο αυτό, οι ίδιες προφυλάξεις που παίρνονται για τη θεραπεία των
ασθενών με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή , θα πρέπει να παίρνονται και κατά τη
θεραπεία των ασθενών με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.
Ασθενείς με ιστορικό επεισοδίων σχετιζόμενων με αυτοκτονία, ή εκείνοι που
παρουσιάζουν σημαντικού βαθμού αυτοκτονικό ιδεασμό πριν από την έναρξη της
θεραπείας είναι γνωστό ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοκτονικών σκέψεων ή
αποπειρών αυτοκτονίας, και γι’ αυτό θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά κατά
τη διάρκεια της θεραπείας. Μια μετά-ανάλυση ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο
κλινικών δοκιμών με αντικαταθλιπτικά φάρμακα σε ενήλικες ασθενείς με ψυχιατρικές
διαταραχές έδειξε αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικής συμπεριφοράς με αντικαταθλιπτικά
σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 25 ετών. Στενή
παρακολούθηση των ασθενών, και ιδιαίτερα αυτών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, θα
πρέπει να συνδυάζεται με τη φαρμακευτική αγωγή, ιδιαίτερα από την αρχή της
θεραπείας και μετά από αλλαγές στη δοσολογία. Οι ασθενείς (και αυτοί που φροντίζουν
τους ασθενείς) θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση σχετικά με την ανάγκη
παρακολούθησης για οποιαδήποτε κλινική επιδείνωση, αυτοκτονική συμπεριφορά ή
σκέψεις και οποιεσδήποτε ασυνήθιστες αλλαγές στη συμπεριφορά και να αναζητήσουν
ιατρική συμβουλή άμεσα εάν εμφανιστούν αυτά τα συμπτώματα.
Εξάρτηση - Απόσυρση :
Δεν υπάρχουν έως σήμερα προκλινικές και κλινικές ενδείξεις ότι οι ειδικοί αναστολείς
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης προκαλούν εξάρτηση. Ωστόσο, όσον αφορά την
απόσυρση, η απότομη διακοπή της χορήγησης των φαρμάκων αυτών μπορεί να
προκαλέσει ορισμένα συμπτώματα (ζάλη, παραισθησίες, κεφαλαλγία, ναυτία, άγχος)
που όμως είναι ήπια και παροδικά.
Γι’ αυτό το λόγο συνιστάται η διακοπή της φαρμακευτικής ουσίας να γίνεται προοδευτικά
και πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.
Σε γενικές όμως γραμμές επειδή είναι δύσκολο να προβλεφθεί ακριβώς από
πειραματικά δεδομένα η εξατομικευμένη αντίδραση του ασθενούς σε φάρμακα που
δρούν στο ΚΝΣ, θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να χρησιμοποιούνται τα φάρμακα
αυτά σε άτομα με ιστορικό κατάχρησης ψυχοφαρμάκων.
3