ιστοκαταστρεπτικών ουσιών διότι η glucosamine sulphate αναστέλλει επίσης την παραγωγή
των ελευθέρων ριζών οξυγόνου και τη δράση των λυσσοσωμικών ενζύμων. Τέτοιες
δραστηριότητες μπορεί να ευθύνονται για τη δυνατότητα αντίπραξης in vivo διαδικασιών
αντίδρασης, όπως το οίδημα, το οποίο προκαλείται στο πέλμα του ποδιού αρουραίου από την
καραγενίνη ή τους κόκκους σφαιριδίων βαμβακιού ή μερικούς τύπους πειραματικής αρθρίτιδας.
Από την άλλη πλευρά η glucosamine sulphate διαφοροποιούμενη από τα NSAIDs δεν
αναστέλλει την σύνθεση των προσταγλανδινών και αυτό δικαιολογεί το καλύτερο προφίλ
ασφάλειάς της.
Το φαρμακολογικό της προφίλ, υποστηρίζει την αποτελεσματικότητά της στα συμπτώματα της
οστεοαρθρίτιδας με ένα μηχανισμό και σχήμα διαφορετικό από εκείνο των φαρμάκων για
συμπτωματική αγωγή (π.χ NSAIDs) και με ένα καλύτερο προφίλ ασφαλείας. Όσον αφορά στη
φαρμακολογική ασφάλεια η glucosamine sulphate δεν επέδρασε στο καρδιαγγειακό και
αναπνευστικό σύστημα, στο ΚΝΣ ή στο αυτόνομο νευρικό σύστημα.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες:
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες μελετήθηκαν σε ποντίκια και σκύλους, χρησιμοποιώντας
σταθερά επισημασμένη με
14
C glucosamine sulpphate.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η glucosamine εξαφανίζεται γρήγορα από την κυκλοφορία
και διαχέεται στους ιστούς. Μερικά όργανα και ιστοί την κατακρατούν, όπως το ήπαρ, τα νεφρά
και ο αρθρικός χόνδρος. Στον τελευταίο, η ραδιενέργεια από την επισημασμένη glucosamine
παραμένει για παρατεταμένο χρονικό διάστημα με βιολογικό χρόνο ημιζωής περίπου 70 ώρες.
Το 50% περίπου χορηγηθείσας ραδιενέργειας ανευρίσκεται σαν εκπνεόμενο CO
2
, κατά τη
διάρκεια των ακολούθων 6 ημερών μετά τη χορήγηση, περίπου ένα ποσοστό 30% - 40%
ανευρίσκεται στα ούρα, ενώ η απέκκριση δια των κοπράνων είναι πολύ χαμηλή, περίπου 2%.
Μετά την από του στόματος χορήγηση της glucosamine sulphate, αυτή απορροφάται ταχέως
και σχεδόν πλήρως.
Οι φαρμακοκινητικές και μεταβολικές φάσεις που ακολουθούν, είναι αντίστοιχες με εκείνες
που παρατηρούνται μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση.
Μια φαρμακοκινητική μελέτη στον άνθρωπο με εφ’ άπαξ δόσεις επισημασμένης glucosamine
από την ενδοφλέβια, ενδομυϊκή ή από του στόματος οδό χορήγησης, επιβεβαίωσε την αναλογία
του φαρμακοκινητικού σχήματος της glucosamine με αυτό που βρέθηκε σε ζώα.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα στον άνθρωπο μετά από εφ’ άπαξ χορήγηση από το στόμα
επισημασμένης glucosamine ήταν 25% λόγω του μεταβολισμού κατά την πρώτη ηπατική δίοδο
όπου και μεταβολίζεται περισσότερο από το 70% της glucosamine.
Η απορρόφηση από το γαστρεντερικό είναι περίπου 90% δεδομένου ότι μόνο το 11% της
χορηγούμενης ραδιενέργειας απεκκρίνεται δια των κοπράνων.
Επίσης διενεργήθηκαν μελέτες στον άνθρωπο έπειτα από ενδοφλέβια ή από του στόματος
χορήγηση μη επισημασμένης glucosamine και προσδιορίστηκε η glucosamine με ιονταλλακτική
χρωματογραφία στο αίμα και ούρα. Αυτή η μέθοδος προσδιορισμού έχει ένα ποσοτικό όριο το
οποίο δεν κρίνεται σαν επαρκές για σωστές φαρμακοκινητικές μελέτες. Παρόλα αυτά τα
αποτελέσματα ήταν αντίστοιχα με εκείνα που ελήφθησαν με την επισημασμένη glucosamine.
5.3 Προκλινικά στοιχεία ασφάλειας (τοξικολογικές ιδιότητες)
Οι τοξικολογικές μελέτες που διενεργήθηκαν με την glucosamine sulphate αποδεικνύουν το
μεγάλο εύρος ασφαλείας του φαρμάκου.
Αυτές περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μελέτες με τις μέγιστες δόσεις που αναφέρονται
ακολούθως και δείχνουν καθόλου ή πολύ μικρές τοξικές επιδράσεις:
- μελέτες οξείας τοξικότητας σε ποντικούς και αρουραίους με ενδοφλέβια, ενδομυϊκή και
από του στόματος χορήγηση έως και 5000mg/kg χορηγούμενα από το στόμα.
- μελέτες υποξείας τοξικότητας για διάστημα 4 εβδομάδων σε κουνέλια από την
ενδοφλέβια οδό χορήγησης έως και 80mg/kg, σε αρουραίους με την από του στόματος
χορήγηση έως και 240 mg/kg και σε σκύλους από την ενδοφλέβια οδό χορήγησης για
διάστημα 13 εβδομάδων έως και 300 mg/kg