
Η κύηση αποτελεί απόλυτη αντένδειξη για τη θεραπεία με ισοτρετινοΐνη (βλέπε παράγραφο
4.3 «Αντενδείξεις»). Αν παρόλες αυτές τις προφυλάξεις σημειωθεί κύηση κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με ισοτρετινοΐνη ή στον μήνα που ακολουθεί, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος πολύ
βαριάς και σοβαρής δυσπλασίας του εμβρύου.
Οι εμβρυϊκές δυσπλασίες που σχετίζονται με την έκθεση στην ισοτρετινοΐνη περιλαμβάνουν
ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος (υδροκέφαλος, δυσπλασία/ανωμαλίες της
παρεγκεφαλίδας, μικροκεφαλία), δυσπλασία του προσώπου, λυκόστομα, διαμαρτίες του έξω ωτός
(απουσία έξω ωτός, μικροί ή απόντες εξωτερικοί ακουστικοί πόροι), ανωμαλίες οφθαλμών
(μικροφθαλμία), καρδιαγγειακές ανωμαλίες (δυσμορφίες του κώνου και του στελέχους της
πνευμονικής αρτηρίας όπως τετραλογία Fallot, μετάθεση των μεγάλων αγγείων, ελλείματα
μεσοκαρδιακού διαφράγματος), ανωμαλία του θύμου αδένα και ανωμαλίες παραθυρεοειδών
αδένων. Υπάρχει επίσης αυξημένος κίνδυνος αυτόματης αποβολής.
Εάν παρατηρηθεί κύηση σε γυναίκα υπό ισοτρετινοΐνη, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί και η
ασθενής θα πρέπει να παραπέμπεται σε ιατρό ειδικευμένο ή έμπειρο στην τερατολογία, για
αξιολόγηση και συμβουλές.
Γαλουχία:
Η ισοτρετινοΐνη είναι σε μεγάλο βαθμό λιπόφιλη, ως εκ τούτου η διέλευση της ισοτρετινοΐνης στο
μητρικό γάλα είναι πολύ πιθανή. Λόγω της δυνατότητας ανεπιθύμητων ενεργειών στη μητέρα και
το εκτεθειμένο παιδί, η χρήση ισοτρετινοΐνης αντενδείκνυται σε θηλάζουσες μητέρες.
Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ισοτρετινοΐνη, έχουν παρατηρηθεί κάποιες περιπτώσεις
περιορισμένης νυκτερινής όρασης και σε σπάνιες περιπτώσεις εμμένουσες μετά τη θεραπεία (βλέπε
παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση» και
παράγραφο 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Δεδομένου ότι η έναρξη ήταν σε ορισμένους ασθενείς
αιφνίδια, θα πρέπει να ενημερώνονται οι ασθενείς για το πιθανό αυτό πρόβλημα και να
προειδοποιούνται ώστε να προσέχουν κατά την οδήγηση ή τον χειρισμό μηχανημάτων.
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί υπνηλία, ζάλη και οπτικές διαταραχές. Οι ασθενείς πρέπει να
προειδοποιούνται ότι, εάν εκδηλώσουν αυτές τις δράσεις, δεν πρέπει να οδηγούν, να χειρίζονται
μηχανήματα ή να συμμετέχουν σε τυχόν άλλες δραστηριότητες όπου τα συμπτώματα θα
μπορούσαν να θέσουν τον εαυτό τους ή άλλους σε κίνδυνο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Τα ακόλουθα συμπτώματα είναι οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες με την
ισοτρετινοΐνη: ξηρότητα βλεννογόνων π.χ. των χειλέων, χειλίτιδα, του ρινικού βλεννογόνου,
επίσταξη, και των οφθαλμών/επιπεφυκίτιδα, ξηροδερμία. Ορισμένες από τις ανεπιθύμητες
ενέργειες που σχετίζονται με τη χρήση ισοτρετινοΐνης είναι δοσοεξαρτώμενες. Οι ανεπιθύμητες
ενέργειες είναι γενικώς αναστρέψιμες μετά τη μεταβολή της δόσης ή τη διακοπή της θεραπείας,
ωστόσο κάποιες μπορεί να επιμείνουν μετά το τέλος της θεραπείας.
Λοιμώξεις:
Πολύ σπάνιες (≤1/10.000) Gram θετική (βλεννογονοδερματική) βακτηριακή λοίμωξη
Διαταραχές του αίματος και του
λεμφικού συστήματος:
Πολύ συχνές (≥1/10) Αναιμία, Ταχύτητα καθίζησης ερυθροκυττάρων αυξημένη,
Θρομβοπενία, Θρομβοκυττάρωση
Curacne SPC.rtf 8