καρδιαγγειακή θνητότητα (11 ασθενείς (0,5%) έναντι 12 ασθενών
(0,5%)). Η συνολική θνητότητα με ολμεσαρτάνη ήταν αριθμητικά
αυξημένη (26 ασθενείς (1,2%) έναντι 15 ασθενών (0,7%)), η οποία
οφειλόταν κυρίως σε ένα υψηλότερο αριθμό θανατηφόρων
καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Η μελέτη
«Olmesartan Reducing Incidence of End-stage Renal
Disease in Diabetic Nephropathy Trial»
(ORIENT) ερεύνησε τις
επιδράσεις της ολμεσαρτάνης σε νεφρικά και καρδιαγγειακά
συμβάματα σε 577 τυχαιοποιημένους Ιάπωνες και Κινέζους
ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με έκδηλη νεφροπάθεια. Κατά την
περίοδο παρακολούθησης, μέσης διάρκειας 3,1 ετών, οι ασθενείς
έλαβαν είτε ολμεσαρτάνη ή εικονικό φάρμακο επιπρόσθετα των
άλλων αντιυπερτασικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των
αναστολέων ΜΕΑ.
Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο (χρόνος μέχρι την πρώτη
εμφάνιση διπλασιασμού της κρεατινίνης ορού, νεφρικής νόσου
τελικού σταδίου, θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας) εμφανίστηκε
σε 116 ασθενείς στην ομάδα της ολμεσαρτάνης (41,1%) και σε 129
ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (45,4%) (HR 0,97
(95% CI 0,75 έως 1,24), p = 0,791). Το δευτερεύον σύνθετο
καρδιαγγειακό τελικό σημείο εμφανίστηκε σε 40 ασθενείς υπό
αγωγή με ολμεσαρτάνη (14,2%) και σε 53 ασθενείς υπό αγωγή με
εικονικό φάρμακο (18,7%). Αυτό το σύνθετο καρδιαγγειακό τελικό
σημείο περιελάμβανε καρδιαγγειακό θάνατο σε 10 ασθενείς (3,5%)
που λάμβαναν ολμεσαρτάνη έναντι 3 (1,1%) που λάμβαναν εικονικό
φάρμακο, με συνολική θνητότητα 19 (6,7%) έναντι 20 (7,0%), μη
θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο 8 (2,8%) έναντι 11
(3,9%) και μη-θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 (1,1%)
έναντι 7 (2,5%), αντίστοιχα.
Η υδροχλωροθειαζίδη είναι ένα θειαζιδικό διουρητικό. Ο
μηχανισμός αντιυπερτασικής δράσης των θειαζιδικών διουρητικών
δεν είναι πλήρως γνωστός. Τα θειαζίδια επηρεάζουν τους
μηχανισμούς επαναπορρόφησης των ηλεκτρολυτών των νεφρικών
σωληναρίων, αυξάνοντας άμεσα την απέκκριση νατρίου και
χλωρίου σε κατά προσέγγιση ισοδύναμες ποσότητες. Η διουρητική
δράση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνει τον όγκο του πλάσματος,
αυξάνει τη δράση της ρενίνης του πλάσματος και αυξάνει την
έκκριση της αλδοστερόνης, με επακόλουθες αυξήσεις στην απώλεια
καλίου και διττανθρακικών από τα ούρα και τη μείωση του καλίου
του ορού. Η αγγειοτασίνη ΙΙ μεσολαβεί στη σύνδεση ρενίνης-
αλδοστερόνης και έτσι η συγχορήγηση ενός ανταγωνιστή των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ τείνει να αντιστρέψει την απώλεια
του καλίου, η οποία συσχετίζεται με θειαζιδικά διουρητικά. Με
υδροχλωροθειαζίδη, η πρώτη διούρηση εμφανίζεται σε περίπου 2
ώρες και φθάνει στο μέγιστο αποτέλεσμα σε περίπου 4 ώρες, μετά
τη χορήγηση της δόσης, ενώ η δράση της διαρκεί για περίπου 6 - 12
ώρες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι μακράς διάρκειας
μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον κίνδυνο
καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
21