ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Olmetec Plus
®
(20 + 12,5) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Olmetec Plus
®
(20 + 25) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Olmetec Plus (20 + 12,5) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 20 mg
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και 12,5 mg υδροχλωροθειαζίδης.
Olmetec Plus (20 + 25) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 20 mg
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και 25 mg υδροχλωροθειαζίδης.
Έκδοχο(α) με γνωστή δράση
Olmetec Plus (20 + 12,5) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 110,7 mg
λακτόζης μονοϋδρικής.
Olmetec Plus (20 + 25) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 98,2 mg
λακτόζης μονοϋδρικής.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Olmetec Plus (20 + 12,5) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
χρώματος ερυθροκίτρινου, στρογγυλά, επικαλυμμένα με λεπτό
υμένιο δισκία, των 8,5 mm, με ανάγλυφα στοιχεία C22 στη μία
πλευρά.
Olmetec Plus (20 + 25) mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
χρώματος ροζ, στρογγυλά, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία,
των 8,5 mm, με ανάγλυφα στοιχεία C24 στη μία πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης.
Ο σταθερός συνδυασμός του Olmetec Plus ενδείκνυται σε ενήλικες
ασθενείς, στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς
με χορήγηση μόνο μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
1
Ενήλικες
Το Olmetec Plus δεν είναι για χρήση ως αρχική θεραπεία, αλλά σε
ασθενείς, στους οποίους η αρτηριακή πίεση δεν ελέγχεται επαρκώς
με χορήγηση μόνο 20 mg μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης. Το Olmetec
Plus χορηγείται μία φορά την ημέρα, με ή χωρίς φαγητό.
Όταν θεωρείται κλινικά απαραίτητο, μπορεί να εξετάζεται το
ενδεχόμενο άμεσης αλλαγής από τη μονοθεραπεία με 20 mg
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης στον σταθερό συνδυασμό,
λαμβάνοντας υπόψη ότι το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης είναι το μέγιστο 8 εβδομάδες μετά
από την έναρξη της θεραπείας (βλ. παράγραφο 5.1). Προτείνεται
τιτλοποίηση της δόσης των μεμονωμένων συστατικών:
20 mg μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης/12,5 mg υδροχλωροθειαζίδης
μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς, στους οποίους η αρτηριακή πίεση
δεν ελέγχεται επαρκώς μόνο από την βέλτιστη μονοθεραπεία με
20 mg μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης.
20 mg μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης/25 mg υδροχλωροθειαζίδης
μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς, στους οποίους η αρτηριακή πίεση
δεν ελέγχεται επαρκώς με 20 mg μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/12,5 mg υδροχλωροθειαζίδης.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας 65 ετών ή άνω)
Στους ηλικιωμένους προτείνεται η ίδια δοσολογία του συνδυασμού,
όπως και στους ενήλικες.
Νεφρική δυσλειτουργία
Όταν το Olmetec Plus χορηγείται σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης 30-60 mL/min),
συστήνεται περιοδική παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας
(βλ. παράγραφο 4.4). Το Olmetec Plus αντενδείκνυται σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 mL/min)
(βλ. παράγραφο 4.3).
Ηπατική δυσλειτουργία
Το Olmetec Plus θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς
με ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παραγράφους 4.4,
5.2). Σε ασθενείς με μέτρια ηπατική δυσλειτουργία συνιστάται μία
αρχική δόση των 10 mg μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης άπαξ
ημερησίως και η μέγιστη δόση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 20 mg
άπαξ ημερησίως. Συστήνεται στενή παρακολούθηση της αρτηριακής
πίεσης και της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία, που λαμβάνουν διουρητικά και/ή άλλους
αντιυπερτασικούς παράγοντες. Δεν υπάρχει εμπειρία με τη
μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία.
Το Olmetec Plus δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με
σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παραγράφους 4.3, 5.2),
χολόσταση και απόφραξη των χοληφόρων οδών (βλ. παράγραφο
4.3).
2
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Olmetec Plus σε παιδιά
και εφήβους κάτω των 18 ετών δεν έχει τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία.
Τρόπος χορήγησης
Το δισκίο θα πρέπει να καταπίνεται με επαρκή ποσότητα υγρού (π.χ.
ένα ποτήρι νερό). Το δισκίο δεν θα πρέπει να μασάται και θα πρέπει
να λαμβάνεται την ίδια ώρα κάθε ημέρα.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες, σε κάποιο από τα έκδοχα
που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 ή σε ουσίες παράγωγα
σουλφοναμίδης (καθώς η υδροχλωροθειαζίδη είναι φαρμακευτικό
προϊόν παράγωγο σουλφοναμίδης).
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 mL/min).
Ανθεκτική υποκαλιαιμία, υπερασβαιστιαιμία, υπονατριαιμία και
συμπτωματική υπερουριχαιμία.
Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, χολόσταση και αποφρακτικές
παθήσεις των χοληφόρων.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και
4.6).
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση Olmetec Plus με προϊόντα που περιέχουν
αλισκιρένη, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία (με ρυθμό σπειραματικής διήθησης (GFR) <
60 mL/min/1,73 m
2
) (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1)
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μείωση του ενδαγγειακού όγκου:
Σε ασθενείς με μειωμένο ενδαγγειακό όγκο και νάτριο, λόγω
ισχυρής διουρητικής θεραπείας, διαιτητικού περιορισμού του νατρίου,
διάρροιας ή εμέτου μπορεί να εμφανιστεί συμπτωματική υπόταση,
ιδίως μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Τέτοιες καταστάσεις θα
πρέπει να διορθωθούν πριν την χορήγηση του Olmetec Plus.
Άλλες καταστάσεις που προκαλούν διέγερση του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης:
Σε ασθενείς, στους οποίους ο αγγειακός τόνος και η νεφρική
λειτουργία εξαρτώνται κυρίως από τη λειτουργία του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης .χ. ασθενείς με σοβαρή
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή υποκείμενη νεφρική νόσο,
συμπεριλαμβανομένης της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας), η
θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν αυτό το
σύστημα έχει σχετιστεί με οξεία υπόταση, αζωθαιμία, ολιγουρία ή
σπανίως, με οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
3
Νεφραγγειακή υπέρταση:
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής
ανεπάρκειας, όταν σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της
νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση της αρτηρίας μονήρους
λειτουργούντος νεφρού, χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα τα
οποία επηρεάζουν το σύστημα ρενίνηςγγειοτασίνηςλδοστερόνης.
Νεφρική δυσλειτουργία και μεταμόσχευση νεφρού:
Το Olmetec Plus δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 mL/min)
(βλ. παράγραφο 4.3). Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε
ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση
κρεατινίνης 30 mL/min, <60 mL/min). Εντούτοις, σε αυτούς τους
ασθενείς, το Olmetec Plus θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή και
συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του καλίου του ορού, των
επιπέδων της κρεατινίνης και του ουρικού οξέος. Αζωθαιμία,
σχετιζόμενη με θειαζιδικά διουρητικά, μπορεί να συμβεί σε ασθενείς
με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Εάν διαγνωστεί προοδευτική
νεφρική δυσλειτουργία, είναι απαραίτητη η προσεκτική επανεκτίμηση
της θεραπείας, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να διακοπεί η
θεραπεία με διουρητικά. Δεν υπάρχει εμπειρία χορήγησης του Olmetec
Plus σε ασθενείς με πρόσφατη μεταμόσχευση νεφρού.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAΑS):
Έχει αποδειχθεί ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ,
αποκλειστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης
αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης, υπερκαλιαιμίας, και έκπτωσης της
νεφρικής λειτουργίας (συμπεριλαμβανομένης της οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, ο διπλός αποκλεισμός του RAAS, μέσω
της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ή αλισκιρένης δεν συνιστάται (βλέπε
παραγράφους 4.5 και 5.1).
Αν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως
απαραίτητη, αυτό θα πρέπει να γίνεται μόνο υπό την επίβλεψη
ειδικού και o ασθενής να υπόκειται σε συχνή και στενή
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και
της αρτηριακής πίεσης.
Δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με
διαβητική νεφροπάθεια αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Έως τώρα, δεν υπάρχει εμπειρία με την μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη
σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Επιπλέον, μικρές
μεταβολές του ισοζυγίου υγρών και ηλεκτρολυτών, κατά τη
διάρκεια θεραπείας με θειαζίδες, μπορεί να προκαλέσουν ηπατικό
κώμα, σε ασθενείς με επηρεασμένη ηπατική λειτουργία ή
προοδευτική ηπατική νόσο.
Επομένως, απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.2). Η χρήση του Olmetec Plus
σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, χολόσταση και
απόφραξη των χοληφόρων οδών αντενδείκνυται (βλ. παραγράφους
4.3, 5.2).
4
Στένωση αορτικής ή μιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική
υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια:
Όπως και με άλλα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα, απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από στένωση της αορτικής ή της
μιτροειδούς βαλβίδας ή από αποφρακτική υπετροφική
μυοκαρδιοπάθεια.
Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός:
Γενικά, ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό δεν
ανταποκρίνονται σε αντιυπερτασικά φαρμακευτικά προϊόντα που
δρουν μέσω της αναστολής του συστήματος ρενίνηςγγειοτασίνης.
Επομένως σ’ αυτούς τους ασθενείς δεν συνιστάται η χρήση του
Olmetec Plus.
Μεταβολικές και ενδοκρινικές επιδράσεις:
Η θεραπεία με θειαζίδες μπορεί να διαταράξει την ανοχή στην
γλυκόζη. Σε διαβητικούς ασθενείς μπορεί να χρειαστεί
αναπροσαρμογή της δοσολογίας της ινσουλίνης ή των από του
στόματος υπογλυκαιμικών παραγόντων (βλ. παράγραφο 4.5).
Λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να γίνει έκδηλος κατά τη
διάρκεια θεραπείας με θειαζίδες.
Αυξήσεις των επιπέδων της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων
αποτελούν ανεπιθύμητες ενέργειες που είναι γνωστές ότι σχετίζονται
με τη θεραπεία με θειαζιδικά διουρητικά.
Μπορεί να εμφανιστεί υπερουριχαιμία ή να επιταχυνθεί η εκδήλωση
ουρικής αρθρίτιδας σε ορισμένους ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία
με θειαζίδες.
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές:
Όπως και για κάθε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με διουρητικά,
περιοδική εξέταση των ηλεκτρολυτών του ορού, πρέπει να
πραγματοποιείται σε κατάλληλα διαστήματα.
Οι θειαζίδες, συμπεριλαμβανομένης της υδροχλωροθειαζίδης,
μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές υγρών ή ηλεκτρολυτών
υμπεριλαμβανομένων της υποκαλιαιμίας, της υπονατριαιμίας και
της υποχλωραιμικής αλκάλωσης). Προειδοποιητικά σημεία
διαταραχής υγρών ή ηλεκτρολυτών είναι η ξηροστομία, η δίψα, η
αδυναμία, ο λήθαργος, η υπνηλία, η ανησυχία, οι μυϊκοί πόνοι ή οι
κράμπες, η μυϊκή κόπωση, η υπόταση, η ολιγουρία, η ταχυκαρδία και
οι γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία ή έμετοςλ. παράγραφο
4.8).
Ο κίνδυνος υποκαλιαιμίας είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με κίρρωση
του ήπατος, σε ασθενείς με έντονη διούρηση, σε ασθενείς που
λαμβάνουν ανεπαρκή ποσότητα ηλεκτρολυτών από του στόματος και
σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με
κορτικοστεροειδή ή ACTH λ. παράγραφο 4.5).
Αντιθέτως, λόγω του ανταγωνισμού των υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ (AT
1
) μέσω του συστατικού μεδοξομιλική
ολμεσαρτάνη του Olmetec Plus, μπορεί να εμφανισθεί υπερκαλιαιμία,
ιδιαίτερα κατά την παρουσία νεφρικής δυσλειτουργίας και
καρδιακής ανεπάρκειας και σακχαρώδης διαβήτης. Συνιστάται
επαρκής παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου σε ασθενείς σε
κίνδυνο. Η ταυτόχρονη χορήγηση Olmetec Plus με καλιοσυντηρητικά
5
διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που
περιέχουν κάλιο και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να
αυξήσουν τα επίπεδα καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη), πρέπει να
γίνεται με προσοχή (βλ. παράγραφο 4.5).
Δεν έχει αποδειχθεί ότι η μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη θα μπορούσε
να μειώσει ή να προλάβει την προερχόμενη από διουρητικά
υπονατριαιμία. Η έλλειψη χλωρίου είναι γενικά ήπια και συνήθως
δεν απαιτεί θεραπεία.
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν την απέκκριση ασβεστίου στα
ούρα και να προκαλέσουν διαλείπουσα και ελαφρά αύξηση του
ασβεστίου στον ορό επί απουσίας γνωστής διαταραχής του
μεταβολισμού του ασβεστίου. Η υπερασβεστιαιμία μπορεί να είναι
ένδειξη λανθάνοντος υπερπαραθυρεοειδισμού. Οι θειαζίδες πρέπει να
διακόπτονται πριν τη διενέργεια ελέγχου της λειτουργίας των
παραθυρεοειδών.
Έχει δειχθεί ότι οι θειαζίδες αυξάνουν την απέκκριση του
μαγνησίου στα ούρα, που μπορεί να οδηγήσει σε υπομαγνησιαιμία.
Σε ζεστό καιρό, υπονατριαιμία εξ’ αραιώσεως μπορεί να συμβεί σε
οιδηματώδεις ασθενείς.
Λίθιο:
Όπως και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, που περιέχουν σε
συνδυασμό ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και
θειαζίδες, δεν συνιστάται η συγχορήγηση Olmetec Plus και λιθίου (βλ.
παράγραφο 4.5).
Εντεροπάθεια τύπου κοιλιοκάκης:
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, έχει αναφερθεί σοβαρή, χρόνια
διάρροια με σημαντική απώλεια βάρους σε ασθενείς που λαμβάνουν
ολμεσαρτάνη, λίγους μήνες έως χρόνια μετά την έναρξη του
φαρμάκου, που πιθανόν προκλήθηκε από μια τοπική καθυστερημένη
αντίδραση υπερευαισθησίας. Ατροφία των λαχνών έχει συχνά φανεί
σε βιοψίες εντέρου ασθενών. Εάν ένας ασθενής εμφανίσει αυτά τα
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ολμεσαρτάνη, και
απουσία άλλων εμφανών αιτιολογιών, θα πρέπει να διακοπεί η
θεραπεία με ολμεσαρτάνη αμέσως και δεν θα πρέπει να ξαναρχίσει.
Αν η διάρροια δεν βελτιωθεί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μετά τη
διακοπή, θα πρέπει να ληφθεί περαιτέρω συμβουλή από ειδικό .χ.
έναν γαστρεντερολόγο).
Οξεία Μυωπία και Δευτερογενές Γλαύκωμα Κλειστής
Γωνίας:
Η υδροχλωροθειαζίδη, ένα σουλφοναμίδιο, μπορεί να προκαλέσει
μια ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση, οδηγώντας σε οξεία παροδική
μυωπία και οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Τα συμπτώματα
περιλαμβάνουν αιφνίδια έναρξη μειωμένης οπτικής οξύτητας ή
οφθαλμικού πόνου και συνήθως συμβαίνουν εντός ωρών έως και
εβδομάδων από την έναρξη του φαρμάκου. Εάν δεν υποβληθεί σε
θεραπεία, τo οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας μπορεί να οδηγήσει σε
μόνιμη απώλεια της όρασης. Η κύρια θεραπεία είναι η διακοπή της
υδροχλωροθειαζίδης το ταχύτερο δυνατόν. Εάν η ενδοφθάλμια
πίεση παραμένει μη ελεγχόμενη, θα πρέπει να εξετάζονται άμεσες
6
ιατρικές ή χειρουργικές θεραπείες. Οι παράγοντες κινδύνου για την
ανάπτυξη οξέος γλαυκώματος κλειστής γωνίας μπορεί να
περιλαμβάνουν ιστορικό αλλεργίας σε σουλφοναμίδιο ή πενικιλίνη.
Φυλετικές διαφορές:
Όπως και με όλους τους άλλους ανταγωνιστές υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ, η αντιυπερτασική δράση της μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης είναι κάπως μικρότερη στους ασθενείς της μαύρης
φυλής από ότι στους ασθενείς που δεν ανήκουν στη μαύρη φυλή,
πιθανόν λόγω της συχνότερης παρουσίας χαμηλών επιπέδων ρενίνης
στον υπερτασικό πληθυσμό της μαύρης φυλής.
Έλεγχος anti-doping:
Η υδροχλωροθειαζίδη, που περιέχεται σε αυτό το φαρμακευτικό
προϊόν, μπορεί να δώσει θετικό αποτέλεσμα σε έναν έλεγχο anti-
doping.
Κύηση:
Δεν θα πρέπει να ξεκινά η θεραπεία με ανταγωνιστές υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν
συνεχιζόμενη θεραπεία με ανταγωνιστές υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ θεωρείται απαραίτητη, οι ασθενείς που
προγραμματίζουν κύηση θα πρέπει να αλλάζουν σε εναλλακτικές
αντιυπερτασικές θεραπείες, οι οποίες έχουν εξακριβωμένο προφίλ
ασφαλούς χρήσης κατά τη διάρκεια της κύησης. Όταν διαγνωσθεί
κύηση, η θεραπεία με ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ
θα πρέπει να σταματήσει αμέσως και, αν είναι κατάλληλο, να
ξεκινήσει μία εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
Λοιπά:
Στην γενικευμένη αρτηριοσκλήρωση, σε ασθενείς με ισχαιμική
καρδιακή νόσο ή ισχαιμική αγγειακή εγκεφαλική νόσο, υπάρχει
πάντα ο κίνδυνος ότι η υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης
θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να
συμβούν σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό αλλεργίας ή βρογχικού
άσθματος, αλλά είναι πιθανότερες σε ασθενείς με τέτοιο ιστορικό.
Παρόξυνση ή ενεργοποίηση συστηματικού ερυθηματώδους λύκου
έχει αναφερθεί με την χρήση θειαζιδικών διουρητικών.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη
λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση της γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν
πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Πιθανές αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται με τον συνδυασμό
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και υδροχλωροθειαζίδης:
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση
7
Λίθιο:
Κατά τη συγχορήγηση λιθίου με αναστολείς του μετατρεπτικού
ενζύμου της αγγειοτασίνης και σπανίως με ανταγωνιστές
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ έχουν αναφερθεί αναστρέψιμες
αυξήσεις της συγκέντρωσης του λιθίου στον ορό, καθώς και
τοξικότητα. Επιπλέον, η νεφρική κάθαρση του λιθίου μειώνεται από
τις θειαζίδες και κατά συνέπεια ο κίνδυνος τοξικότητας του λιθίου
μπορεί να αυξηθεί. Επομένως, η χρήση του Olmetec Plus σε συνδυασμό
με το λίθιο δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4). Αν η χρήση του
συνδυασμού κρίνεται απαραίτητη, συνιστάται προσεκτική
παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό.
Συγχορήγηση που απαιτεί προσοχή
Βακλοφαίνη:
Μπορεί να ενισχυθεί το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ):
Τα ΜΣΑΦ (δηλ., ακετυλοσαλικυλικό οξύ (>3 g/ ημέρα), αναστολείς
της COX-2 και μη εκλεκτικά ΜΣΑΦ) μπορεί να μειώσουν το
αντιυπερτασικό αποτέλεσμα των θειαζιδικών διουρητικών και των
ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Σε ορισμένους ασθενείς με κατεσταλμένη νεφρική λειτουργία .
αφυδατωμένους ασθενείς ή σε ηλικιωμένους με κατεσταλμένη
νεφρική λειτουργία) η συγχορήγηση των ανταγωνιστών των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και παραγόντων που αναστέλλουν
την κυκλοοξυγενάση μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση
της νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης πιθανής οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία είναι συνήθως αναστρέψιμη.
Επομένως, ο συνδυασμός θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή,
ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι ασθενείς θα πρέπει να
ενυδατώνονται επαρκώς και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το
ενδεχόμενο παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας μετά την
έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας και, στη συνέχεια, περιοδικά.
Συγχορήγηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη
Αμιφοστίνη:
Μπορεί να ενισχυθεί το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα.
Άλλοι αντιυπερτασικοί παράγοντες:
Η αντιυπερτασική δράση του Olmetec Plus μπορεί να αυξηθεί κατά την
ταυτόχρονη χορήγηση άλλων αντιυπερτασικών φαρμακευτικών
προϊόντων.
Αλκοόλ, βαρβιτουρικά, ναρκωτικά ή αντικαταθλιπτικά:
Μπορεί να ενισχυθεί η ορθοστατική υπόταση.
Πιθανές αλληλεπιδράσεις σχετιζόμενες με την μεδοξομιλική
ολμεσαρτάνη:
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση
Αναστολείς ΜΕΑ, αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ ή
αλισκιρένη:
8
Δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός
αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(RAAS) μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ,
αποκλειστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης
σχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων
ενεργειών, όπως υπόταση, υπερκαλιαιμία και μειωμένη νεφρική
λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας)
σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνο παράγοντα επίδρασης RAAS λ.
παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.1).
Φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τα επίπεδα του καλίου:
Με βάση την εμπειρία από την χρήση άλλων φαρμακευτικών
προϊόντων, τα οποία επηρεάζουν το σύστημα ρενίνηςγγειοτασίνης,
η ταυτόχρονη χρήση καλιοσυντηρητικών διουρητικών,
συμπληρωμάτων καλίου, υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν
κάλιο ή άλλων φαρμακευτικών προϊόντων, που μπορεί να αυξήσουν
τα επίπεδα του καλίου στον ορό (π.χ. ηπαρίνη, αναστολείς ΜΕΑ)
μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του καλίου του ορού (βλ. παράγραφο
4.4). Εάν φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τα επίπεδα του
καλίου πρόκειται να συνταγογραφηθούν σε συνδυασμό με το Olmetec
Plus
,
συστήνεται η παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου στο
πλάσμα.
Ρητίνη δέσμευσης χολικών οξέων κολεσεβελάμη:
Η ταυτόχρονη χορήγηση της ρητίνης δέσμευσης χολικών οξέων
υδροχλωρικής κολεσεβελάμης και της ολμεσαρτάνης μειώνει τη
συστηματική έκθεση και τη μέγιστη συγκέντρωση της ολμεσαρτάνης
στο πλάσμα και μειώνει τον χρόνο ημίσειας ζωής της (t
1/2
). Χορήγηση
της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης τουλάχιστον 4 ώρες πριν από την
υδροχλωρική κολεσεβελάμη μείωσε το αποτέλεσμα της
φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης. Θα πρέπει να εξετάζεται η χορήγηση
της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης τουλάχιστον 4 ώρες πριν τη δόση
της υδροχλωρικής κολεσεβελάμης λ. παράγραφο 5.2).
Συμπληρωματικές πληροφορίες
Έπειτα από θεραπεία με αντιόξινα (υδροξείδιο αλουμινίου
μαγνησίου), παρατηρήθηκε μέτρια μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της
ολμεσαρτάνης.
Η μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη δεν είχε καμία σημαντική επίδραση
στη φαρμακοκινητική ή τη φαρμακοδυναμική της βαρφαρίνης ή στη
φαρμακοκινητική της διγοξίνης.
Η συγχορήγηση της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και της
πραβαστατίνης δεν είχε κλινικά σημαντικές επιδράσεις στην
φαρμακοκινητική κανενός εκ των δύο συστατικών, σε υγιή άτομα.
Η ολμεσαρτάνη δεν είχε κλινικά σημαντική ανασταλτική επίδραση
in vitro
στα ένζυμα του ανθρώπινου P450-κυτοχρώματος 1A1/2, 2A6,
2C8/9, 2C19, 2D6, 2E1 και 3Α4 και είχε ελάχιστη ή καθόλου
επαγωγική επίδραση στη δραστικότητα του κυτοχρώματος P450
των επίμυων. Δεν αναμένονται κλινικά σημαντικές
αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ολμεσαρτάνης και φαρμακευτικών
προϊόντων που μεταβολίζονται από τα ανωτέρω ένζυμα του
κυτοχρώματος P450.
9
Πιθανές αλληλεπιδράσεις σχετιζόμενες με την
υδροχλωροθειαζίδη:
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση
Φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τα επίπεδα του καλίου:
Η απώλεια του καλίου που προκαλεί η υδροχλωροθειαζίδη (βλ.
παράγραφο 4.4) μπορεί να ενισχυθεί από τη συγχορήγηση άλλων
φαρμάκων που σχετίζονται με απώλεια καλίου και υποκαλιαιμία (π.χ.
άλλα καλιουρητικά διουρητικά, καθαρτικά, κορτικοστεροειδή, ACTH,
αμφοτερικίνη, καρβενοξολόνη, νατριούχο πενικιλλίνη G ή παράγωγα
του σαλικυλικού οξέος). Ως εκ τούτου, δεν συνιστάται η αυτή η
συγχορήγηση.
Συγχορήγηση που απαιτεί προσοχή
Άλατα του ασβεστίου:
Τα θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του
ασβεστίου του ορού λόγω μειωμένης απέκκρισης. Αν πρέπει να
συνταγογραφηθούν συμπληρώματα ασβεστίου, θα πρέπει να
παρακολουθούνται τα επίπεδα του ασβεστίου στον ορό και να
ρυθμίζεται ανάλογα η δόση.
Χολεστυραμίνη και ρητίνες κολεστιπόλης:
Η απορρόφηση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνεται από την
παρουσία ρητινών ανταλλαγής ανιόντων.
Γλυκοσίδες δακτυλίτιδας:
Η υποκαλιαιμία ή η υπομαγνησιαιμία που προκαλείται από τις
θειαζίδες μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση καρδιακών αρρυθμιών
που επάγονται από τη δακτυλίτιδα.
Φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζονται από τις διαταραχές του
καλίου του ορού:
Συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του καλίου του ορού και ΗΚΓ
όταν το Olmetec Plus συγχορηγείται με φάρμακα που επηρεάζονται
από τις διαταραχές του καλίου του ορού (π.χ. γλυκοσίδες της
δακτυλίτιδας και αντιαρρυθμικά) και με τα κατωτέρω
φαρμακευτικά προϊόντα που προκαλούν κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην
ριπιδίου (torsades de pointes) (συμπεριλαμβανομένων μερικών
αντιαρρυθμικών), υποκαλιαιμία ως παράγοντας που προδιαθέτει σε
κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (torsades de pointes):
- Αντιαρρυθμικά τάξης Ια (π.χ. κινιδίνη, υδροκινιδίνη,
δυσοπιραμίδη).
- Αντιαρρυθμικά τάξης ΙΙΙ (π.χ. αμιωδαρόνη, σοταλόλη,
δοφετιλίδη, ιβουτιλίδη).
- Μερικά αντιψυχωσικά (π.χ. θειοριδαζίνη, χλωροπρομαζίνη,
λεβομεπρομαζίνη, τριφθοριοπεραζίνη, κυαμεμαζίνη,
σουλπιρίδη, σουλτοπρίδη, αμισουπρίδη, τιαπρίδη, πιμοζίδη,
αλοπεριδόλη, δροπεριδόλη).
- Άλλα (π.χ. βεπριδίλη, σισαπρίδη, διφαιμανίλη, ερυθρομυκίνη
ΙV, αλοφαντρίνη, μιζολαστίνη, πενταμιδίνη, σπαρφλοξασίνη,
τερφεναδίνη, βινκαμίνη IV).
Μη-εκπολωτικά μυοχαλαρωτικά (π.χ. τουβοκουραρίνη):
10
Η δράση των μη εκπολωτικών μυοχαλαρωτικών μπορεί να ενισχυθεί
από την υδροχλωροθειαζίδη.
Αντιχολινεργικοί παράγοντες .χ. ατροπίνη, βιπεριδένη):
Αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας των διουρητικών θειαζιδικού τύπου
από τη μείωση της γαστρεντερικής κινητικότητας και του ρυθμού
στομαχικής κένωσης.
Αντιδιαβητικά φάρμακα (παράγοντες από του στόματος και
ινσουλίνη):
Η θεραπεία με θειαζίδες μπορεί να επηρεάσει την ανοχή στη
γλυκόζη. Μπορεί να χρειασθεί προσαρμογή της δοσολογίας του
αντιδιαβητικού φαρμάκου (βλ. παράγραφο 4.4).
Μετφορμίνη:
Η μετφορμίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή λόγω του
κινδύνου γαλακτικής οξέωσης που μπορεί να προκληθεί από πιθανή
νεφρική ανεπάρκεια σχετιζόμενη με την υδροχλωροθειαζίδη.
Β-αποκλειστές και διαζοξίδη:
Οι θειαζίδες μπορεί να αυξήσουν την υπεργλυκαιμική δράση των β-
αποκλειστών και της διαζοξίδης.
Συμπαθομιμητικές αμίνες (π.χ. νοραδρεναλίνη):
Η δράση των συμπαθομιμητικών αμινών μπορεί να μειωθεί.
Φαρμακευτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία
της ουρικής αρθρίτιδας (π.χ. προβενεσίδη, σουλφιπυραζόνη και
αλλοπουρινόλη):
Η προσαρμογή της δοσολογίας των ουρικοζουρικών φαρμάκων
ενδέχεται να είναι απαραίτητη, καθώς η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί
να αυξήσει τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό. Η αύξηση της
δοσολογίας της προβενεσίδης ή της σουλφιπυραζόνης μπορεί να
είναι απαραίτητη. Η συγχορήγηση μιας θειαζίδης μπορεί να αυξήσει
τη συχνότητα εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας στην
αλλοπουρινόλη.
Αμανταδίνη:
Οι θειαζίδες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων
ενεργειών που προκαλούνται από την αμανταδίνη.
Κυτοτοξικοί παράγοντες (π.χ. κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρεξάτη):
Οι θειαζίδες μπορεί να μειώσουν τη νεφρική απέκκριση των
κυτοτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων και να ενισχύσουν τις
μυελοκατασταλτικές τους δράσεις.
Σαλικυλικά:
Σε περίπτωση υψηλών δόσεων σαλικυλικών, η υδροχλωροθειαζίδη
μπορεί να αυξήσει την τοξική δράση των σαλικυλικών στο κεντρικό
νευρικό σύστημα.
Μεθυλντόπα:
Έχουν υπάρξει μεμονωμένες αναφορές αιμολυτικής αναιμίας κατά
τη συγχορήγηση υδροχλωροθειαζίδης και μεθυλντόπα.
Κυκλοσπορίνες:
11
Ταυτόχρονη θεραπεία με κυκλοσπορίνη μπορεί να αυξήσει τον
κίνδυνο υπερουριχαιμίας και των επιπλοκών τύπου ουρικής
αρθρίτιδας.
Τετρακυκλίνες:
Η ταυτόχρονη χορήγηση τετρακυκλινών και θειαζιδών αυξάνει τον
κίνδυνο αύξησης της ουρίας από τις τετρακυκλίνες. Αυτή η
αλληλεπίδραση πιθανόν δεν ισχύει για την .δοξυκυκλίνη
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση (βλ . παράγραφο 4.3)
Λόγω των δράσεων των μεμονωμένων συστατικών αυτού του
προϊόντος συνδυασμού στην κύηση, η χρήση του Olmetec Plus δεν
συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλ.
παράγραφο 4.4). Η χρήση του Olmetec Plus αντενδείκνυται κατά τη
διάρκεια του 2
ου
και του 3
ου
τριμήνου της κύησης (βλ. παραγράφους
4.3 και 4.4).
Μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη:
Η χρήση ανταγωνιστών υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ δεν
συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλ.
παράγραφο 4.4). Η χρήση των ανταγωνιστών υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του 2
ου
και 3
ου
τριμήνου της κύησης (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Επιδημιολογικά δεδομένα αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης
μετά από έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου
τριμήνου της κύησης δεν είναι συμπερασματικά, εντούτοις, μία
μικρή αύξηση του κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ενώ δεν
υπάρχουν ελεγχόμενα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τον
κίνδυνο με τους ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ,
παρόμοιοι κίνδυνοι μπορεί να υπάρχουν για αυτήν την κατηγορία
φαρμάκων. Εκτός εάν συνεχιζόμενη θεραπεία με ανταγωνιστές
υποδοχέων της αγγειοτασίνης θεωρείται απαραίτητη, οι ασθενείς
που προγραμματίζουν κύηση θα πρέπει να αλλάζουν σε
εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες, οι οποίες έχουν
εξακριβωμένο προφίλ ασφαλούς χρήσης κατά τη διάρκεια της
κύησης. Όταν διαγνωσθεί η κύηση, η θεραπεία με ανταγωνιστές
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ θα πρέπει να σταματήσει αμέσως,
και, εφόσον είναι απαραίτητο, να αρχίσει εναλλακτική θεραπεία.
Η έκθεση στη θεραπεία με ανταγωνιστές υποδοχέων της
αγγειοτασίνης ΙΙ κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου
της κύησης είναι γνωστό ότι προκαλεί ανθρώπινη εμβρυοτοξικότητα
(μειωμένη νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο, καθυστέρηση
κρανιακής οστεοποίησης και νεογνική τοξικότητα (νεφρική
ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία) (βλ. επίσης παράγραφο 5.3
«Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια»).
Σε περίπτωση που έχει προκύψει έκθεση σε ανταγωνιστές
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ από το 2
ο
τρίμηνο της κύησης και
μετά, συνιστάται να ελεγχθεί υπερηχογραφικά η νεφρική λειτουργία
και το κρανίο.
12
Τα βρέφη, των οποίων οι μητέρες είχαν λάβει ανταγωνιστές
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, θα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά για υπόταση (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Υδροχλωροθειαζίδη:
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με την υδροχλωροθειαζίδη κατά τη
διάρκεια της κύησης, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου
τριμήνου. Οι μελέτες σε ζώα είναι ανεπαρκείς.
Η υδροχλωροθειαζίδη διαπερνά τον πλακούντα. Βάσει του
φαρμακολογικού μηχανισμού δράσης της υδροχλωροθειαζίδης, η
χρήση της κατά τη διάρκεια του 2
ου
και του 3
ου
τριμήνου μπορεί να
επηρεάσει την αιμάτωση στον εμβρυϊκό πλακούντα και μπορεί να
προκαλέσει εμβρυϊκές και νεογνικές επιδράσεις, όπως ίκτερο,
διαταραχή της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών και θρομβοπενία.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για οίδημα
κύησης, υπέρταση κύησης ή προεκλαμψία, λόγω του κινδύνου της
μείωσης του όγκου του πλάσματος και της αιματικής ροής στον
πλακούντα, χωρίς ευεργετική επίδραση στην πορεία της νόσου.
Η υδροχλωροθειαζίδη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για
ιδιοπαθή υπέρταση σε έγκυες γυναίκες, εκτός από σπάνιες
περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη θεραπεία.
Θηλασμός
Μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη:
Επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση
του Olmetec Plus κατά τη διάρκεια του θηλασμού, το Olmetec Plus δεν
συνιστάται και είναι προτιμότερες εναλλακτικές θεραπείες με
εξακριβωμένο προφίλ ασφάλειας, κατά τη διάρκεια του θηλασμού,
ιδιαίτερα κατά το θηλασμό ενός νεογέννητου ή πρόωρου βρέφους.
Y
δροχλωροθειαζίδη:
Η υδροχλωροθειαζίδη απεκκρίνεται σε μικρές ποσότητες στο
ανθρώπινο γάλα. Οι θειαζίδες σε υψηλές δόσεις προκαλούν έντονη
διούρηση, η οποία μπορεί να εμποδίσει την παραγωγή γάλακτος. Η
χρήση του Olmetec Plus κατά τη διάρκεια του θηλασμού δεν
συνιστάται. Εάν το Olmetec Plus χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια
του θηλασμού, οι δόσεις θα πρέπει να διατηρούνται όσο το δυνατόν
χαμηλότερες.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το Olmetec Plus έχει μικρή ή μέτρια επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Ζάλη ή κόπωση ενδέχεται να
παρατηρηθούν περιστασιακά σε ασθενείς που λαμβάνουν
αντιυπερτασική θεραπεία, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν την
ικανότητα αντίδρασης.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
13
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Olmetec Plus είναι κεφαλαλγία (2,9%),
ζάλη (1,9%) και κόπωση (1,0%).
Η υδροχλωροθειαζίδη μπορεί να προκαλέσει ή να επιτείνει την
μείωση του όγκου που μπορεί να οδηγήσει σε ηλεκτρολυτικές
διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.4)
Σε κλινικές μελέτες που συμμετείχαν 1.155 ασθενείς που έλαβαν
θεραπεία με τον συνδυασμό μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης σε δοσολογίες 20/12,5 mg ή
20/25 mg και 466 ασθενείς που πήραν εικονικό φάρμακο για
χρονικές περιόδους έως 21 μήνες, η συνολική συχνότητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών της θεραπείας συνδυασμού μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης ήταν παρόμοια με αυτή του
εικονικού φαρμάκου.
Το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών
ήταν επίσης παρόμοιο για την μεδοξομιλική
ολμεσαρτάνη/υδροχλωροθειαζίδη 20/12,5 mg 20/25 mg (2%) και
το εικονικό φάρμακο (3%). Η συνολική συχνότητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών της μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης συγκριτικά με αυτή του
εικονικού φαρμάκου φάνηκε ότι δεν σχετίζεται με την ηλικία (<65
ετών έναντι ≥65 ετών), το φύλο ή τη φυλή αν και η συχνότητα
ιλίγγων ήταν κάπως αυξημένη σε ασθενείς ηλικίας ≥ 75 ετών.
Επιπλέον, η ασφάλεια του Olmetec Plus ως συνδυασμός υψηλών
δόσεων ερευνήθηκε σε κλινικές δοκιμές σε 3.709 ασθενείς που
έλαβαν μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη σε συνδυασμό με
υδροχλωροθειαζίδη σε περιεκτικότητες των 40 mg/12,5 mg και
40 mg/25 mg.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες με το Olmetec Plus στις κλινικές
δοκιμές, μελέτες ασφάλειας μετά την έγκριση του φαρμάκου και
αυθόρμητες αναφορές, συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα, καθώς
και ανεπιθύμητες ενέργειες από τα μεμονωμένα συστατικά,
μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη και υδροχλωροθειαζίδη, με βάση το
γνωστό προφίλ ασφάλειας αυτών των ουσιών.
Οι ακόλουθες ορολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί προκειμένου να
κατηγοριοποιηθεί η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών: πολύ
συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000
έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες
(<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος MedDRA
Ανεπιθύμητες
ενέργειες
Συχνότητα
Olmetec Plus
Ολμεσαρτάνη Υδροχλωροθειαζίδη
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Σιελαδενίτιδα Σπάνιες
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Απλαστική αναιμία Σπάνιες
Καταστολή του μυελού
των οστών
Σπάνιες
Αιμολυτική αναιμία Σπάνιες
Λευκοπενία Σπάνιες
14
Ουδετεροπενία /
ακοκκιοκυτταραιμία
Σπάνιες
Θρομβοπενία Όχι συχνές Σπάνιες
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλακτικές
αντιδράσεις
Όχι συχνές Όχι συχνές
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Ανορεξία Όχι συχνές
Γλυκοζουρία Συχνές
Υπερασβεστιαιμία Συχνές
Υπερχοληστερολαιμία Όχι συχνές Πολύ συχνές
Υπεργλυκαιμία Συχνές
Υπερκαλιαιμία Σπάνιες
Υπερτριγλυκεριδαιμία Όχι συχνές Συχνές Πολύ συχνές
Υπερουριχαιμία Όχι συχνές Συχνές Πολύ συχνές
Υποχλωραιμία Συχνές
Υποχλωραιμική
αλκάλωση
Πολύ σπάνιες
Υποκαλιαιμία Συχνές
Υπομαγνησιαιμία Συχνές
Υπονατριαιμία Συχνές
Υπεραμυλασαιμία Συχνές
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Απάθεια Σπάνιες
Κατάθλιψη Σπάνιες
Ανησυχία Σπάνιες
Διαταραχές ύπνου Σπάνιες
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Συγχυτική κατάσταση Συχνές
Σπασμοί Σπάνιες
Διαταραχές της
συνείδησης (όπως
απώλεια της
συνείδησης)
Σπάνιες
Ζάλη/λιποθυμική τάση Συχνές Συχνές Συχνές
Κεφαλαλγία Συχνές Συχνές Σπάνιες
Απώλεια όρεξης Όχι συχνές
Παραισθησία Σπάνιες
Ζάλη θέσης Όχι συχνές
Υπνηλία Όχι συχνές
Συγκοπή Όχι συχνές
Οφθαλμικές
διαταραχές
Δακρύρροια μειωμένη Σπάνιες
Παροδικά θαμπή
όραση
Σπάνιες
Επιδείνωση
προϋπάρχουσας
μυωπίας
Όχι συχνές
Οξεία μυωπία, οξύ
γλαύκωμα κλειστής
γωνίας
Μη γνωστές
Ξανθοψία Σπάνιες
15
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Ίλιγγος Όχι συχνές Όχι συχνές Σπάνιες
Καρδιακές
διαταραχές
Στηθάγχη Όχι συχνές
Καρδιακές αρρυθμίες Σπάνιες
Αίσθημα παλμών Όχι συχνές
Αγγειακές
διαταραχές
Εμβολή Σπάνιες
Υπόταση Όχι συχνές Σπάνιες
Νεκρωτική αγγειίτιδα
(αγγειίτιδα, δερματική
αγγειίτιδα)
Σπάνιες
Ορθοστατική υπόταση Όχι συχνές Όχι συχνές
Θρόμβωση Σπάνιες
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Βρογχίτιδα Συχνές
Βήχας Όχι συχνές Συχνές
Δύσπνοια Σπάνιες
Διάμεση πνευμονία Σπάνιες
Φαρυγγίτιδα Συχνές
Πνευμονικό οίδημα Σπάνιες
Αναπνευστική
δυσχέρεια
Όχι συχνές
Ρινίτιδα Συχνές
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Κοιλιακό άλγος Όχι συχνές Συχνές Συχνές
Δυσκοιλιότητα Συχνές
Διάρροια Όχι συχνές Συχνές Συχνές
Δυσπεψία Όχι συχνές Συχνές
Ερεθισμός του
στομάχου
Συχνές
Γαστρεντερίτιδα Συχνές
Μετεωρισμός Συχνές
Ναυτία Όχι συχνές Συχνές Συχνές
Παγκρεατίτιδα Σπάνιες
Παραλυτικός ειλεός Πολύ σπάνιες
Έμετος Όχι συχνές Όχι συχνές Συχνές
Εντεροπάθεια τύπου
κοιλιοκάκης (βλ.
παράγραφο 4.4)
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Οξεία χολοκυστίτιδα Σπάνιες
Ίκτερος (ενδοηπατικός
χολοστατικός ίκτερος)
Σπάνιες
Διαταραχές
δέρματος και
υποδόριου ιστού
Αλλεργική δερματίτιδα Όχι συχνές
Αναφυλακτικές
αντιδράσεις του
δέρματος
Σπάνιες
Αγγειονευρωτικό
οίδημα
Σπάνιες Σπάνιες
Δερματικές
αντιδράσεις
ομοιάζουσες με
ερυθηματώδη λύκο
Σπάνιες
Έκζεμα Όχι συχνές
16
Ερύθημα Όχι συχνές
Εξάνθημα Όχι συχνές
Αντιδράσεις
φωτοευαισθησίας
Όχι συχνές
Κνησμός Όχι συχνές Όχι συχνές
Πορφύρα Όχι συχνές
Εξάνθημα Όχι συχνές Όχι συχνές Όχι συχνές
Επανενεργοποίηση του
δερματικού
ερυθηματώδους λύκου
Σπάνιες
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση
Σπάνιες
Κνίδωση Σπάνιες Όχι συχνές Όχι συχνές
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Αρθραλγία Όχι συχνές
Αρθρίτιδα Συχνές
Οσφυαλγία Όχι συχνές Συχνές
Μυϊκός σπασμός Όχι συχνές Σπάνιες
Μυϊκή αδυναμία Σπάνιες
Μυαλγία Όχι συχνές Όχι συχνές
Πόνος στα άκρα Όχι συχνές
Πάρεση Σπάνιες
Σκελετικός πόνος Συχνές
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Οξεία νεφρική
ανεπάρκεια
Σπάνιες Σπάνιες
Αιματουρία Όχι συχνές Συχνές
Διάμεση νεφρίτιδα Σπάνιες
Νεφρική ανεπάρκεια Σπάνιες
Νεφρική
δυσλειτουργία
Σπάνιες
Ουρολοίμωξη Συχνές
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και του
μαστού
Στυτική δυσλειτουργία Όχι συχνές Όχι συχνές
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις
της οδού χορήγησης
Εξασθένιση Συχνές Όχι συχνές
Θωρακικό άλγος Συχνές Συχνές
Οίδημα προσώπου Όχι συχνές
Κόπωση Συχνές Συχνές
Πυρετός Σπάνιες
Γριπώδη συμπτώματα Συχνές
Λήθαργος Σπάνιες
Αίσθημα κακουχίας Σπάνιες Όχι συχνές
Πόνος Συχνές
Περιφερικό οίδημα Συχνές Συχνές
Αδυναμία Όχι συχνές
Παρακλινικές
εξετάσεις
Αμινοτρανσφεράση της
αλανίνης αυξημένη
Όχι συχνές
Ασπαρτική
αμινοτρανσφεράση
αυξημένη
Όχι συχνές
17
Ασβέστιο αίματος
αυξημένο
Όχι συχνές
Κρεατινίνη αίματος
αυξημένη
Όχι συχνές Σπάνιες Συχνές
Κρεατινοφωσφοκινάση
αίματος αυξημένη
Συχνές
Γλυκόζη αίματος
αυξημένη
Όχι συχνές
Αιματοκρίτης
μειωμένος
Σπάνιες
Αιμοσφαιρίνη αίματος
μειωμένη
Σπάνιες
Λιπίδια αίματος
αυξημένα
Όχι συχνές
Κάλιο αίματος
μειωμένο
Όχι συχνές
Κάλιο αίματος
αυξημένο
Όχι συχνές
Ουρία αίματος
αυξημένη
Όχι συχνές Συχνές Συχνές
Άζωτο ουρίας αίματος
αυξημένο
Σπάνιες
Ουρικό οξύ αίματος
αυξημένο
Σπάνιες
γ- μ γλουτα υλ
τρανσφεράση
αυξημένη
Όχι συχνές
Ηπατικά ένζυμα
αυξημένα
Συχνές
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένα περιστατικά ραβδομυόλυσης σε
χρονική συσχέτιση με την πρόσληψη αποκλειστών των υποδοχέων
της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για τις επιδράσεις της
υπερδοσολογίας ή την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με Olmetec
Plus
.
Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά και η
αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι συμπτωματική και υποστηρικτική.
Η διαχείριση εξαρτάται από το χρονικό διάστημα από την κατάποση
και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Στα προτεινόμενα μέτρα
18
περιλαμβάνονται η πρόκληση εμέτου και/ή η πλύση στομάχου. Ο
ενεργός άνθρακας ενδέχεται να είναι ωφέλιμος στη θεραπεία της
υπερδοσολογίας. Πρέπει να παρακολουθούνται συχνά οι
ηλεκτρολύτες του ορού και η κρεατινίνη του ορού. Εάν εμφανισθεί
υπόταση, ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση και να
του αναπληρωθούν γρήγορα οι ηλεκτρολύτες και ο ενδοαγγειακός
όγκος.
Οι πιθανότερες εκδηλώσεις υπερδοσολογίας της μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης αναμένονται να είναι η υπόταση και η ταχυκαρδία.
Μπορεί επίσης να εμφανισθεί βραδυκαρδία. Η υπερδοσολογία με
υδροχλωροθειαζίδη συνδέεται επίσης με μείωση των ηλεκτρολυτών
(υποκαλιαιμία, υποχλωραιμία) και αφυδάτωση, προερχόμενη από
υπερβολική διούρηση. Τα πιο κοινά σημεία και συμπτώματα
υπερδοσολογίας είναι ναυτία και υπνηλία. Η υποκαλιαιμία μπορεί
να οδηγήσει σε μυϊκούς σπασμούς και/ή να ενισχύσει τις καρδιακές
αρρυθμίες που σχετίζονται με τη συγχορήγηση γλυκοσιδών της
δακτυλίτιδας ή ορισμένων αντιαρρυθμικών φαρμακευτικών
προϊόντων.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για την απομάκρυνση της
ολμεσαρτάνης ή της υδροχλωροθειαζίδης με αιμοδιύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστές αγγειοτασίνης ΙΙ
και διουρητικά.
Κωδικός ATC: C09D A 08.
Μηχανισμός δράσης/Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Το Olmetec Plus είναι συνδυασμός ενός ανταγωνιστή των υποδοχέων
της αγγειοτασίνης ΙΙ, της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης, και ενός
θειαζιδικού διουρητικού, της υδροχλωροθειαζίδης. Ο συνδυασμός
αυτών των συστατικών έχει αθροιστική αντιυπερτασική δράση,
ελαττώνοντας την αρτηριακή πίεση σε μεγαλύτερο βαθμό
συγκριτικά με κάθε ένα συστατικό ξεχωριστά.
Άπαξ ημερήσια δόση Olmetec Plus παρέχει αποτελεσματική και ομαλή
μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια του 24ώρου που
μεσολαβεί μέχρι την λήψη της επόμενης δόσης.
Η μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη είναι ένας από του στόματος ενεργός,
εκλεκτικός ανταγωνιστής των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ
(τύπου ΑΤ
1
). Η αγγειοτασίνη ΙΙ είναι η κύρια αγγειοδραστική ορμόνη
του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης και παίζει
σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της υπέρτασης. Στις
επιδράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ περιλαμβάνονται η αγγειοσύσπαση,
η διέγερση της σύνθεσης και της απελευθέρωσης της αλδοστερόνης,
η διέγερση του μυοκαρδίου και η νεφρική επαναπορρόφηση του
νατρίου. Η ολμεσαρτάνη αποκλείει την αγγειοσυσπαστική δράση
και τη δράση από την έκκριση αλδοστερόνης, που προάγει η
αγγειοτασίνη ΙΙ, μέσω αποκλεισμού της σύνδεσης της τελευταίας
στον υποδοχέα ΑΤ
1
σε ιστούς, περιλαμβανομένων των λείων μυϊκών
19
ινών και των επινεφριδίων. Η δράση της ολμεσαρτάνης είναι
ανεξάρτητη από την προέλευση και την οδό σύνθεσης της
αγγειοτασίνης ΙΙ. Ο εκλεκτικός ανταγωνισμός των υποδοχέων (AT
1
)
της αγγειοτασίνης ΙΙ από την ολμεσαρτάνη οδηγεί σε αύξηση των
επιπέδων της ρενίνης του πλάσματος καθώς και των
συγκεντρώσεων της αγγειοτασίνης Ι και ΙΙ και σε κάποια ελάττωση
της συγκέντρωσης της αλδοστερόνης του πλάσματος.
Στην υπέρταση, η μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη προκαλεί
δοσοεξαρτώμενη, μεγάλης διάρκειας, ελάττωση της αρτηριακής
πίεσης. Δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις υπότασης πρώτης δόσης,
ταχυφυλαξίας μετά από μακρόχρονη θεραπεία ή απότομης
αντανακλαστικής αύξησης της αρτηριακής πίεσης μετά από
απότομη διακοπή της θεραπείας.
Η χορήγηση μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης μία φορά την ημέρα
παρέχει μια αποτελεσματική και ομαλή ελάττωση της αρτηριακής
πίεσης, κατά τη διάρκεια του 24ώρου που μεσολαβεί μέχρι τη λήψη
της επόμενης δόσης. Η ημερήσια άπαξ δοσολογία οδήγησε σε
παρόμοια ελάττωση της αρτηριακής πίεσης με τη χορήγηση δύο
φορές ημερησίως της ίδιας συνολικά ημερήσιας δόσης.
Με τη συνεχόμενη θεραπεία, η μέγιστη ελάττωση της αρτηριακής
πίεσης επιτυγχάνεται κατά την εβδομάδα 8 μετά από την έναρξη της
θεραπείας, παρόλο που ένα σημαντικό ποσοστό της
αντιυπερτασικής δράσης παρατηρείται ήδη μετά από 2 εβδομάδες
θεραπείας.
Η επίδραση της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης στη θνησιμότητα και
τη νοσηρότητα δεν είναι ακόμη γνωστή.
Η μελέτη
«Randomised Olmesartan and Diabetes Microalbuminuria
Prevention»
(ROADMAP) σε 4.447 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2, με νορμολευκωματινουρία και τουλάχιστον έναν επιπλέον
παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, διερεύνησε κατά πόσο η
θεραπεία με ολμεσαρτάνη θα μπορούσε να καθυστερήσει την έναρξη
της μικρολευκωματινουρίας. Κατά την περίοδο παρακολούθησης,
μέσης διάρκειας 3,2 ετών, οι ασθενείς έλαβαν είτε ολμεσαρτάνη ή
εικονικό φάρμακο επιπρόσθετα των άλλων αντιυπερτασικών
παραγόντων, εκτός από αναστολείς ΜΕΑ ή ΑΥΑ.
Για το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, η μελέτη έδειξε σημαντική
μείωση του κινδύνου στο χρόνο έναρξης μικρολευκωματινουρίας,
υπέρ της ολμεσαρτάνης. Μετά από προσαρμογή για τις διαφορές
στην αρτηριακή πίεση, η μείωση του κινδύνου δεν ήταν πλέον
στατιστικά σημαντική. 8,2% (178 από 2.160) των ασθενών στην
ομάδα της ολμεσαρτάνης και 9,8% (210 από 2.139) στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου ανέπτυξαν μικρολευκωματινουρία.
Για τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία, εμφανίστηκαν
καρδιαγγειακά συμβάματα σε 96 ασθενείς (4,3%) με ολμεσαρτάνη
και σε 94 ασθενείς (4,2%) με εικονικό φάρμακο. Η επίπτωση της
καρδιαγγειακής θνητότητας ήταν υψηλότερη με ολμεσαρτάνη,
συγκριτικά με την θεραπεία με εικονικό φάρμακο (15 ασθενείς
(0,7%) έναντι 3 ασθενών (0,1%)), παρά τα παρόμοια ποσοστά για μη
θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (14 ασθενείς (0,6%)
έναντι 8 ασθενών (0,4%)), μη θανατηφόρο έμφραγμα του
μυοκαρδίου (17 ασθενείς (0,8%) έναντι 26 ασθενών (1,2%)) και μη
20
καρδιαγγειακή θνητότητα (11 ασθενείς (0,5%) έναντι 12 ασθενών
(0,5%)). Η συνολική θνητότητα με ολμεσαρτάνη ήταν αριθμητικά
αυξημένη (26 ασθενείς (1,2%) έναντι 15 ασθενών (0,7%)), η οποία
οφειλόταν κυρίως σε ένα υψηλότερο αριθμό θανατηφόρων
καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Η μελέτη
«Olmesartan Reducing Incidence of End-stage Renal
Disease in Diabetic Nephropathy Trial»
(ORIENT) ερεύνησε τις
επιδράσεις της ολμεσαρτάνης σε νεφρικά και καρδιαγγειακά
συμβάματα σε 577 τυχαιοποιημένους Ιάπωνες και Κινέζους
ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με έκδηλη νεφροπάθεια. Κατά την
περίοδο παρακολούθησης, μέσης διάρκειας 3,1 ετών, οι ασθενείς
έλαβαν είτε ολμεσαρτάνη ή εικονικό φάρμακο επιπρόσθετα των
άλλων αντιυπερτασικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των
αναστολέων ΜΕΑ.
Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο (χρόνος μέχρι την πρώτη
εμφάνιση διπλασιασμού της κρεατινίνης ορού, νεφρικής νόσου
τελικού σταδίου, θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας) εμφανίστηκε
σε 116 ασθενείς στην ομάδα της ολμεσαρτάνης (41,1%) και σε 129
ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (45,4%) (HR 0,97
(95% CI 0,75 έως 1,24), p = 0,791). Το δευτερεύον σύνθετο
καρδιαγγειακό τελικό σημείο εμφανίστηκε σε 40 ασθενείς υπό
αγωγή με ολμεσαρτάνη (14,2%) και σε 53 ασθενείς υπό αγωγή με
εικονικό φάρμακο (18,7%). Αυτό το σύνθετο καρδιαγγειακό τελικό
σημείο περιελάμβανε καρδιαγγειακό θάνατο σε 10 ασθενείς (3,5%)
που λάμβαναν ολμεσαρτάνη έναντι 3 (1,1%) που λάμβαναν εικονικό
φάρμακο, με συνολική θνητότητα 19 (6,7%) έναντι 20 (7,0%), μη
θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο 8 (2,8%) έναντι 11
(3,9%) και μη-θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 (1,1%)
έναντι 7 (2,5%), αντίστοιχα.
Η υδροχλωροθειαζίδη είναι ένα θειαζιδικό διουρητικό. Ο
μηχανισμός αντιυπερτασικής δράσης των θειαζιδικών διουρητικών
δεν είναι πλήρως γνωστός. Τα θειαζίδια επηρεάζουν τους
μηχανισμούς επαναπορρόφησης των ηλεκτρολυτών των νεφρικών
σωληναρίων, αυξάνοντας άμεσα την απέκκριση νατρίου και
χλωρίου σε κατά προσέγγιση ισοδύναμες ποσότητες. Η διουρητική
δράση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνει τον όγκο του πλάσματος,
αυξάνει τη δράση της ρενίνης του πλάσματος και αυξάνει την
έκκριση της αλδοστερόνης, με επακόλουθες αυξήσεις στην απώλεια
καλίου και διττανθρακικών από τα ούρα και τη μείωση του καλίου
του ορού. Η αγγειοτασίνη ΙΙ μεσολαβεί στη σύνδεση ρενίνης-
αλδοστερόνης και έτσι η συγχορήγηση ενός ανταγωνιστή των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ τείνει να αντιστρέψει την απώλεια
του καλίου, η οποία συσχετίζεται με θειαζιδικά διουρητικά. Με
υδροχλωροθειαζίδη, η πρώτη διούρηση εμφανίζεται σε περίπου 2
ώρες και φθάνει στο μέγιστο αποτέλεσμα σε περίπου 4 ώρες, μετά
τη χορήγηση της δόσης, ενώ η δράση της διαρκεί για περίπου 6 - 12
ώρες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι μακράς διάρκειας
μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον κίνδυνο
καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
21
Ο συνδυασμός μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και
υδροχλωροθειαζίδης προκαλεί πρόσθετες μειώσεις της αρτηριακής
πίεσης, οι οποίες γενικά αυξάνονται με τη δόση κάθε συστατικού.
Σε σύνολο μελετών ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο, η χορήγηση
του συνδυασμού μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης
σε δόσεις 20 mg/12,5 mg και 20 mg/25 mg οδήγησε σε μέση μείωση
της συστολικής/διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε σχέση με το
εικονικό φάρμακο κατά 12/7 mmHg και 16/9 mmHg, αντίστοιχα, σε
μετρήσεις που έγιναν στη φάση της χαμηλότερης δράσης. Η ηλικία
και το φύλο δεν είχαν κλινικά σημαντική επίδραση στην
ανταπόκριση στη θεραπεία με τον συνδυασμό μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης.
Η χορήγηση 12,5 mg και 25 mg υδροχλωροθειαζίδης σε ασθενείς που
δεν ρυθμίστηκαν επαρκώς με 20 mg ολμεσαρτάνης μεδοξομιλικής,
ως μονοθεραπεία, έδωσε πρόσθετες μειώσεις της 24ωρης
συστολικής/διαστολικής αρτηριακής πίεσης που μετρήθηκε με
συσκευή περιπατητικής καταγραφής της αρτηριακής πίεσης κατά
7/5 mmHg και 12/7 mmHg, αντίστοιχα, συγκριτικά με την
μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη, ως μονοθεραπεία. Οι επιπρόσθετες
μέσες μειώσεις της συστολικής/διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε
σχέση με τις αρχικές τιμές και στη φάση της χαμηλότερης δράσης
κατά την μέτρηση με τη συμβατική μέθοδο, ήταν 11/10 mmHg και
16/11 mmHg, αντίστοιχα.
Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας από τον συνδυασμό
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης διατηρήθηκε
κατά τη μακρόχρονη θεραπεία (ένα έτος). Διακοπή της θεραπείας με
μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη, με ή χωρίς συγχορήγηση με
υδροχλωροθειαζίδη, δεν προκάλεσε απότομη αντανακλαστική
αύξηση της αρτηριακής πίεσης μετά τη διακοπή της λήψης. Οι
επιδράσεις του σταθερού συνδυασμού μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης στη θνησιμότητα και στη
καρδιαγγειακή νοσηρότητα δεν είναι ακόμη γνωστές.
Άλλες πληροφορίες:
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές μελέτες
(ONTARGET (
«
ONgoing
Telmisartan
Alone
and
in
combination
with
Ramipril
Global
Endpoint
Trial
»
) και VA NEPHRON-D (
«
The
Veterans
Affairs
Nephropathy
in
Diabetes
»
)) εξέτασαν τη χρήση του συνδυασμού ενός
αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτασίνης II.
Η ONTARGET ήταν μια μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με
ιστορικό καρδιαγγειακής ή αγγειακής εγκεφαλικής νόσου ή
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που συνοδευόταν από διαγνωσμένη
βλάβη τελικών οργάνων. Η VA NEPHRON-D ήταν μια μελέτη σε
ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική
νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντική ευεργετική επίδραση
στη νεφρική και/ή καρδιαγγειακή έκβαση και θνητότητα, ενώ
παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής
βλάβης και/ή υπότασης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Δεδομένων
των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων τους, αυτά τα
αποτελέσματα είναι σχετικά και για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και
αποκλειστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
22
Ως εκ τούτου, οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται
ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (
«
Aliskiren
Trial
in
Type
2
Diabetes
Using
Cardiovascular
and
Renal
Disease
Endpoints
»
) ήταν μια μελέτη, η οποία σχεδιάστηκε για να
εξετάσει το όφελος προσθήκης αλισκιρένης σε μια καθιερωμένη
θεραπεία ενός αναστολέα ΜΕΑ ή αποκλειστή υποδοχέων
αγγειοτασίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και
χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο ή και τα δύο. Η μελέτη
τερματίστηκε πρώιμα, λόγω του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων
ενεργειών. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το αγγειακό εγκεφαλικό
επεισόδιο ήταν και τα δύο αριθμητικά πιο συχνά στην ομάδα της
αλισκιρένης σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου και
ανεπιθύμητες ενέργειες και σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες
ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και νεφρική
δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν πιο συχνά στην ομάδα της
αλισκιρένης σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανομή
Μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη:
H μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη είναι προφάρμακο. Μετατρέπεται
ταχέως στον φαρμακολογικά ενεργό μεταβολίτη, ολμεσαρτάνη, από
εστεράσες του βλεννογόνου του εντέρου και του αίματος της
πυλαίας κατά την απορρόφησή της από το γαστρεντερικό σωλήνα.
Καμία ποσότητα αυτούσιας μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης ή ανέπαφης
πλευρικής άλυσου μεδοξομίλης δεν έχει ανιχνευθεί στο πλάσμα ή στα
απεκκρίματα. Η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της ολμεσαρτάνης
χορηγούμενης στη φαρμακοτεχνική μορφή του δισκίου ήταν 25,6%.
Η μέση μέγιστη συγκέντρωση (C
max
) της ολμεσαρτάνης στο πλάσμα
επιτυγχάνεται περίπου μέσα σε 2 ώρες μετά την από του στόματος
λήψη της μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και η συγκέντρωση της
ολμεσαρτάνης στο πλάσμα αυξάνει σχεδόν γραμμικά σε σχέση με
άπαξ από του στόματος αυξανόμενες δόσεις μέχρι περίπου 80 mg.
Η λήψη τροφής είχε ελάχιστη επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα της
ολμεσαρτάνης και ως εκ τούτου η μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη μπορεί
να χορηγείται με ή χωρίς τροφή.
Δεν έχουν παρατηρηθεί κλινικά σημαντικές διαφορές στην
φαρμακοκινητική της ολμεσαρτάνης που να σχετίζονται με το φύλο.
Η ολμεσαρτάνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτεΐνες του
πλάσματος (99,7%), αλλά η δυνατότητα για κλινικά σημαντικές
αλληλεπιδράσεις εκτόπισης της δέσμευσης πρωτεϊνών, μεταξύ της
ολμεσαρτάνης και άλλων, με έντονο βαθμό δέσμευσης,
συγχορηγούμενων φαρμάκων είναι χαμηλή (όπως επιβεβαιώνεται από
την έλλειψη κλινικά σημαντικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της
μεδοξομιλικής ολμεσαρτάνης και της βαρφαρίνης). Η δέσμευση της
ολμεσαρτάνης με τα αιμοσφαίρια είναι ασήμαντη. Ο μέσος όγκος
κατανομής έπειτα από ενδοφλέβια χορήγηση είναι χαμηλός (16 29
L).
23
Υδροχλωροθειαζίδη:
Έπειτα από τη χορήγηση από του στόματος μεδοξομιλικής
ολμεσαρτάνης και υδροχλωροθειαζίδης σε συνδυασμό, ο μέσος
χρόνος μέγιστης συγκέντρωσης της υδροχλωροθειαζίδης ήταν 1,5
έως 2 ώρες μετά τη λήψη της δόσης. Το 68% της
υδροχλωροθειαζίδης συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και
ο φαινομενικός όγκος κατανομής είναι 0,83-1,14 L/kg.
Βιομετασχηματισμός και απέκκριση
Μεδοξομιλική ολμεσαρτάνη:
Η ολική κάθαρση της ολμεσαρτάνης του πλάσματος ήταν τυπικά