AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
AZIVIRUS
Azithromycin (as dihydrate), επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, 500 mg/tab
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Azivirus.
1.1.
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Διυδρική αζιθρομυκίνη ισοδύναμη με 500mg αζιθρομυκίνης ανά δισκίο. Για τον πλήρη
κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
1.2.
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
2. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
2.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενδείκνυται για τη θεραπεία ήπιων έως μέτριας βαρύτητας λοιμώξεων του αναπνευστικού
συστήματος προκαλούμενων από ευαίσθητα στελέχη μικροοργανισμών, όπως οι:
λοιμώξεις του κατωτέρου αναπνευστικού ταν έχει απομονωθεί ή πιθανολογείται
παθογόνο, ευαίσθητο
in vitro
στην αζιθρομυκίνη): Οξείες βακτηριακές εξάρσεις χρόνιας
βρογχίτιδας οφειλόμενες σε
Haemophilus influenza
.
Moraxella catarrhalis
,
Haemophilus
parainfluenzae
ή
Streptococcus pneumoniae
. Πνευμονία από την κοινότητα που οφείλεται
σε
Chlamydophila pneumoniae
,
Haemophilus influenza
,
Haemophilus parainfluenzae
,
Moraxella catarrhalis
,
Mycoplasma pneumoniae
ή
Streptococcus pneumonia
(για την
πνευμονία βλέπε σημείωση στο τέλος της παραγράφου). Λοιμώξεις του ανωτέρου
αναπνευστικού: Οξεία βακτηριακή παραρρινικολπίτιδα που οφείλεται σε
Haemophilus
inflenzae
,
Moraxella catarrhalis
,
Streptococcus pneumonia
Φαρυγγοαμυγδαλίτιδα που
οφείλεται σε
Streptococcus pyogenes
. Ειδικά, στην στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα πρέπει
να χρησιμοποιείται ως εναλλακτική θεραπεία, σε ασθενείς στους οποίους δεν μπορεί να
χορηγηθεί η θεραπεία πρώτης εκλογής. Η πενικιλίνη είναι το σύνηθες φάρμακο εκλογής
για τη θεραπεία της φαρυγγοαμυγδαλίτιδας που οφείλεται στον Streptococcus pyogenes,
περιλαμβανομένης και της προφυλάξεως από τον ρευματικό πυρετό. Η αζιθρομυκίνη είναι
γενικά αποτελεσματική για την εκρίζωση των στρεπτόκοκκων από τον στοματοφάρυγγα,
αλλά δεν υπάρχουν επί του παρόντος δεδομένα που να κατοχυρώνουν την
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
αποτελεσματικότητα της αζιθρομυκίνης στην προφύλαξη από τον ρευματικό πυρετό.
Ενδείκνυται επίσης για τη θεραπεία λοιμώξεων του δέρματος και των μαλακών μορίων και
την οξεία μέση ωτίτιδα. Στις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες νόσους στον άνδρα και στη
γυναίκα η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του
γεννητικού συστήματος των οφειλομένων σε
Chlamydia trachomatis
. Η αζιθρομυκίνη
ενδείκνυται επίσης για τη θεραπεία του μαλακού έλκους που οφείλεται στον
Haemophilus
ducreyi
στους άνδρες. Λόγω του μικρού αριθμού γυναικών που έλαβαν μέρος στις κλινικές
μελέτες, η αποτελεσματικότητα της αζιθρομυκίνης στην θεραπεία του μαλακού έλκους
στις γυναίκες, δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς. Επίσης η αζιθρομυκίνη ενδείκνυται για τη
θεραπεία των μη επιπλεγμένων λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος που οφείλονται
σε μη πολυανθεκτικά στελέχη της
Neisseria gonorrhoeae
. Στις περιπτώσεις αυτές θα
πρέπει να αποκλεισθούν συνυπάρχουσες λοιμώξεις οφειλόμενες στο
Treponema pallidum
.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η αζιθρομυκίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με πνευμονία, οι
οποίοι κρίνονται ακατάλληλοι για εξωνοσοκομειακή θεραπεία από του στόματος εξ αιτίας
μέτριου βαθμού ή βαρείας λοίμωξης ή λόγω ύπαρξης οποιουδήποτε από τους ακόλουθους
παράγοντες κινδύνου:
ασθενείς προσβληθέντες από ενδονοσοκομειακά παθογόνα
ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη μικροβιαιμία
ασθενείς απαιτούντες εισαγωγή σε Νοσοκομείο
ηλικιωμένοι ή εξασθενημένοι ασθενείς ή
ασθενείς με συνυπάρχοντα σημαντικά προβλήματα υγείας τα οποία μπορεί να
επηρεάσουν την ικανότητα αντίδρασής τους προς τη νόσο (περιλαμβανομένων
της ανοσοκαταστολής ή της λειτουργικής ασπληνίας).
Για τη θεραπεία της πνευμονίας από τη κοινότητα χρησιμοποιούνται συνήθως συνδυασμοί
αντιβιοτικών (κυρίως β-λακτάμη με μακρολίδη). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της πνευμονίας
από την κοινότητα.
2.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η αζιθρομυκίνη πρέπει να χορηγείται μία φορά την ημέρα. Η χρονική περίοδος χορήγησης
των δόσεων αναλόγως του είδους της λοίμωξης δίνεται παρακάτω. Τα δισκία
αζιθρομυκίνης είναι δυνατόν να λαμβάνονται μαζί ή ανεξάρτητα από την τροφή. Χρήση
σε ενήλικες και εφήβους (>12 ετών): Για τη θεραπεία σεξουαλικώς μεταδιδόμενων
νόσων, προκαλούμενων από τα Chlamydia trachomatis, Haemophilus ducreyi ή ευαίσθητα
στελέχη της Neisseria gonorrhoeae, η δόση του φαρμάκου είναι 1000 mg λαμβανομένη
ως εφάπαξ δόση από το στόμα. Για όλες τις άλλες ενδείξεις η συνολική δόση είναι 1500
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
mg χορηγούμενη σε ημερήσιες δόσεις των 500 mg επί τρεις ημέρες. Σαν εναλλακτική
θεραπεία η ίδια ολική δόση του φαρμάκου μπορεί να χορηγηθεί σε διάστημα 5 ημερών:
500 mg την πρώτη ημέρα της θεραπείας και κατόπιν χορηγείται ημερήσια δόση 250 mg
από τη έως και την ημέρα. Παιδιά: Τα δισκία αζιθρομυκίνης πρέπει να χορηγούνται
μόνο σε παιδιά τα οποία ζυγίζουν περισσότερο από 45Kg. Ηλικιωμένοι ασθενείς: Δεν
απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας στους ηλικιωμένους ασθενείς για τους οποίους
απαιτείται να λάβουν θεραπεία αζιθρομυκίνης (βλ. παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές
ιδιότητες). Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια: Δεν συνιστάται προσαρμογή της
δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR 10-80 ml/min).
Πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις όταν η αζιθρομυκίνη χορηγείται σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (GFR<10 ml/min) (βλ. παραγράφους 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση και 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες).
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια: Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς
με ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Η αζιθρομυκίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή
σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις
και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
2.3. Αντενδείξεις
Η χρήση του προϊόντος αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στην αζιθρομυκίνη,
την ερυθρομυκίνη, σε οποιοδήποτε αντιβιοτικό της ομάδας των μακρολιδίων ή των
κετολιδίων, ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
(Κατάλογος εκδόχων). Η ταυτόχρονη χορήγηση μακρολιδίων με σιζαπρίδη αντενδείκνυται.
2.4. Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά την χρήση
Όπως και με την ερυθρομυκίνη και τα άλλα μακρολίδια, έχουν αναφερθεί σπανίως
σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, που συμπεριλαμβάνουν το αγγειοοίδημα και την
αναφυλαξία (σπανίως μοιραία). Μερικές από αυτές τις αντιδράσεις που προέκυψαν μετά
από χορήγηση αζιθρομυκίνης είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση υποτροπιαζόντων
συμπτώματων τα οποία απαιτούσαν μεγαλύτερη περίοδο παρακολούθησης και θεραπείας.
Επειδή το ήπαρ είναι η κύρια οδός απέκκρισης της αζιθρομυκίνης, πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική νόσο. Έχουν αναφερθεί με τη
χρήση της αζιθρομυκίνης περιστατικά κεραυνοβόλου ηπατίτιδας η οποία δυνητικά μπορεί
να οδηγήσει σε απειλητική για τη ζωή ηπατική ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.8). Σε
ασθενείς που εμφανίζουν σημεία και συμπτώματα ηπατικής δυσλειτουργίας, όπως
εξασθένιση, ίκτερο, σκουρόχρωμα ούρα, αιμορραγική διάθεση ή ηπατική εγκεφαλοπάθεια
πρέπει να γίνονται οι ανάλογες εργαστηριακές εξετάσεις ελέγχου της ηπατικής λειτουργίας.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
Σε ασθενείς που λαμβάνουν παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας (Ergot), έχει
παρουσιαστεί εργοτισμός όταν συγχορηγήθηκαν ορισμένα αντιβιοτικά της ομάδας των
μαρκολιδίων. Δεν υπάρχουν δεδομένα όσον αφορά την πιθανότητα αλληλεπίδρασης
μεταξύ των παραγώγων της ερυσιβώδους όλυρας και αζιθρομυκίνης. Εν τούτοις, λόγω της
θεωρητικής πιθανότητας εμφάνισης εργοτισμού δεν πρέπει να συγχορηγείται η
αζιθρομυκίνη με παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας. Όπως και με οποιοδήποτε άλλο
αντιβιοτικό, συνίσταται η παρακολούθηση των ασθενών για την ανάπτυξη σημείων
επιμόλυνσης από μη ευαίσθητους μικροοργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των
μυκήτων. Έχει αναφερθεί διάρροια που σχετίζεται με το παθογόνο
Clostridium difficile
(CDAD) κατά τη χρήση σχεδόν όλων των αντιμικροβιακών παραγόντων
συμπεριλαμβανομένης της αζιθρομυκίνης, η οποία ενδέχεται να ποικίλει σε βαρύτητα, από
ελαφρά διάρροια ως θανατηφόρος κολίτιτδα. Η θεραπεία με αντιμικροβιακούς παράγοντες
μεταβάλλει τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα, γεγονός που οδηγεί σε υπερανάπτυξη του
C. difficile
. Το
C. difficile
παράγει τοξίνες Α και Β που συμβάλλουν στην εμφάνιση CDAD.
Στελέχη
C. difficile
που παράγουν αυξημένη ποσότητα τοξινών αυξάνουν τη νοσηρότητα
και τη θνητότητα, καθώς αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να είναι ανθεκτικές στην
αντιμικροβιακή θεραπεία και ενδέχεται να οδηγήσουν σε κολεκτομή. Το ενδεχόμενο CDAD
πρέπει να εξετάζεται σε όλους τους ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια μετά από χρήση
αντιβιοτικών. Επίσης, χρειάζεται να ληφθεί αναλυτικό ιατρικό ιστορικό εφόσον έχει
αναφερθεί ότι η CDAD μπορεί να εμφανιστεί ως και δύο μήνες μετά τη χορήγηση
αντιμικροβιακών παραγόντων. Μετά την οριστική διάγνωση της ψευδομεμβρανώδους
κολίτιδας, πρέπει να εφαρμοστούν θεραπευτικά μέτρα. Ελαφρές περιπτώσεις
ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας συνήθως ανταποκρίνονται στη διακοπή της θεραπείας. Σε
μέτριες ή βαριές περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται η ανάγκη χορήγησης υγρών και
ηλεκτρολυτών, συμπληρωματικής χορήγησης πρωτεϊνών και θεραπείας με αντιμικροβιακά
φάρμακα, που είναι κλινικώς αποτελεσματικά στην κολίτιδα η οποία οφείλεται στο
Clostridium difficile
. Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (GRF<10ml/min), έχει
παρατηρηθεί αύξηση της συστηματικής έκθεσης στην αζιθρομυκίνη κατά 33% (βλ.
παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες). Παράταση της καρδιακής επαναπόλωσης και
του διαστήματος QT, η οποία ενέχει κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών αρρυθμιών και
torsades de pointes (κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου), έχουν παρατηρηθεί σε θεραπεάι
με άλλα μακρολίδια. Παρόμοιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να αποκλεισθεί τελείως με την
αζιθρομυκίνη σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο παρατεταμένης καρδιακής επαναπόλωσης
(βλ. παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες), επομένως απαιτείται προσοχή κατά τη
θεραπεία ασθενών:
Με συγγενή ή τεκμηριωμένη παράταση του διαστήματος QT
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
Οι οποίοι επί του παρόντος λαμβάνουν θεραπεία με άλλες δραστικές ουσίες, οι οποίες
είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT, όπως αντιαρρυθμικά Τάξης ΙΑ και ΙΙΙ,
σιζαπρίδη και τερφεναδίνη
Με ηλεκτρολυτικές διαταραχές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποκαλιαιμίας και
υπομαγνησιαιμίας
Με κλινικά σχετιζόμενη βραδυκαρδία, καρδιακή αρρυθμία ή σοβαρή καρδιακή
ανεπάρκεια
Σε ασθενείς, οι οποίοι λάμβαναν θεραπεία με αζιθρομυκίνη, έχουν αναφερθεί εξάρσεις των
συμπτωμάτων της μυασθένειας gravis και νέα εμφάνιση συνδρόμου μυασθένειας (Βλέπε
παράγραφο 2.8).
Όσον αφορά τη θεραπεία της πνευμονίας, η αζιθρομυκίνη έχει αποδειχθεί ότι είναι
ασφαλής και αποτελεσματική μόνο για τη θεραπεία της πνευμονίας από την κοινότητα
ελαφράς βαρύτητας που οφείλεται στον Streptococcus pneumoniae ή στον Haemophilus
influenzae, σε ασθενείς που κρίνονται κατάλληλοι για εξωνοσοκομειακή θεραπεία από τους
στόματος. Η αζιθρομυκίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με πνευμονία, οι
οποίοι κρίνονται ακατάλληλοι για εξωνοσοκομειακή θεραπεία από του στόματος εξαιτίας
μετρίου βαθμού ή βαρείας λοίμωξης ή λόγω ύπαρξης οποιουδήποτε από τους ακόλουθους
παράγοντες κινδύνου:
ασθενείς προσβληθέντες από ενδονοσοκομειακά παθογόνα
ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη μικροβιαιμία
ασθενείς απαιτούντες εισαγωγή σε νοσοκομείο
ηλικιωμένοι ή εξασθενημένοι ασθενείς ή
ασθενείς με συνυπάρχοντα σημαντικά προβλήματα υγείας τα οποία μπορεί να
επηρεάσουν την ικανότητα αντίδρασής τους προς τη νόσο (περιλαμβανομένων της
ανοσοκαταστολής ή της λειτουργικής ασπληνίας). Για τη θεραπεία της πνευμονίας από
τη κοινότητα χρησιμοποιούνται συνήθως συνδυασμοί αντιβιοτικών (κυρίως β-λακτάμη
με μακρολίδη). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές
κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της πνευμονίας από τη κοινότητα).
2.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Antacids/Αντιόξινα: Σε φαρμακοκινητική μελέτη στην οποία εξετάσθηκε η επίδραση της
ταυτόχρονης χορήγησης αντιόξινων και αζιθρομυκίνης, δεν παρατηρήθηκε επίδραση στην
ολική βιοδιαθεσιμότητα του αντιβιοτικού παρότι οι μέγιστες συγκεντρώσεις του στον ορό
του αίματος μειώθηκαν κατά προσέγγιση 25%. Σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα
αζιθρομυκίνη και αντιόξινα, τα φάρμακα δεν πρέπει να λαμβάνονται ταυτόχρονα.
Cetirizine/Σετιριζίνη: Σε υγιείς εθελοντές η συγχορήγηση πενθήμερου θεραπευτικού
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
σχήματος που περιελάμβανε αζιθρομυκίνη και σετιριζίνη 20mg στη σταθεροποιημένη
κατάσταση δεν είχε ως αποτέλεσμα κάποια φαρμακευτική αλληλεπίδραση ή σημαντική
αλλαγή στο διάστημα QT. Didanosine (Dideoxyinosine)/Διδανοσίνη: Η
συγχορήγηση 1200mg αζιθρομυκίνης ημερησίως με 400mg διδανοσίνης ημερησίως σε 6
ασθενείς θετικούς στο HIV δεν φάνηκε να επηρεάζει τη φαρμακοκινητική της διδανοσίνης
στη σταθεροποιημένη κατάσταση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
Digoxin/Διγοξίνη: Μερικά αντιβιοτικά της ομάδας των μακρολιδίων έχει αναφερθεί ότι
επηρεάζουν, σε ορισμένους ασθενείς, το μικροβιακό μεταβολισμό της διγοξίνης στο
έντερο. Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα αξιθρομυκίνη και διγοξίνη, η δυνατότητα
αύξησης των συγκεντρώσεων της διγοξίνης πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη.
Zidovudine/Ζιδοβουδίνη: Εφάπαξ δόσεις 1000mg και πολλαπλές δόσεις 1200mg ή
600mg αζιθρομυκίνης είχαν μικρή επίδραση στη φαρμακοκινητική της ζιδοβουδίνης στο
πλάσμα ή στην αποβολή αυτής ή του γλυκουρονικού μεταβολίτη της από τα ούρα.
Ωστόσο, η χορήγηση αζιθρομυκίνης αύξησε τις συγκεντρώσεις της φωσφορυλιωμένης
ζιδοβουδίνης, του κλινικά δραστικού μεταβολίτη της, στα περιφερικά μονοπύρηνα. Η
κλινική σημασία του ευρήματος αυτού δεν είναι σαφής, μπορεί όμως να αποδειχτεί
ωφέλιμη για τους ασθενείς. Η αζιθρομυκίνη δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με το σύστημα
του ηπατικού κυτοχρώματος P450. Πιστεύεται ότι η αζιθρομυκίνη δεν υφίσταται
φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις αντίστοιχες με εκείνες της ερυθρομυκίνης ή άλλων
μακρολιδίων. Η επαγωγή ή η αδρανοποίηση του ηπατικού κυτοχρώματος P450 μέσω του
συμπλέγματος κυτοχρώματος μεταβολίτη δεν συμβάνει με την αζιθρομυκίνη.
Ergot/Αλκαλοειδή ερυσιβώδους όλυρας: Λόγω της θεωρητικής πιθανότητας
εμφάνισης εργοτισμού δεν συνίσταται η ταυτόχρονη χρήση αζιθρομυκίνης με παράγωγα
ερυσιβώδους όλυρας (βλ. παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά
τη χρήση). Φαρμακοκινητικές μελέτες έχουν διεξαχθεί ανάμεσα στην αζιθρομυκίνη και τα
ακόλουθα φάρμακα τα οποία είναι γνωστό ότι υφίστανται σημαντικό μεταβολισμό μέσω
του κυτοχρώματος Ρ450. Atorvastatin/Ατορβαστατίνη: Η συγχορήγηση 10mg
ατορβαστατίνης ημερησίως και 500mg αζιθρομυκίνης ημερησίως δεν τροποποίησε τις
συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης στο πλάσμα (με βάση μέθοδο προσδιορισμού
αναστολής της HMG CoA-αναγωγάσης). Carbamazepine/Καρβαμαζεπίνη: Σε μία
μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης σε υγιείς εθελοντές δεν παρατηρήθηκε καμία
σημαντική επίδραση στα επίπεδα της καρβαμαζεπίνης ή του δραστικού μεταβολίτη της
στο πλάσμα σε ασθενείς που ελάμβαναν ταυτόχρονα αζιθρομυκίνη.
Cimetidine/Σιμετιδίνη: Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη στην οποία εξετάσθηκε η
επίδραση της φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης μιας εφάπαξ δόσης σιμετιδίνης, που
χορηγήθηκε 2 ώρες πριν από την αζιθρομυκίνη, δεν παρατηρήθηκε μεταβοή της
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης. Coumarine-Type Oral Anticoagulants/Από του
στόματος Κουμαρινικά Αντιπηκτικά: Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη
αλληλεπρίδρασης, η αζιθρομυκίνη δεν μετέβαλλε το αντιπηκτικό αποτέλεσμα μιας εφάπαξ
δόσης 15mg βαρφαρίνης (warfarin), η οποία χορηγήθηκε σε υγιείς εθελοντές. Μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά υπήρξαν αναφορές ενίσχυσης του αντιπηκτικού
αποτελέσματος μετά από συγχορήγηση αζιθρομυκίνης με από του στόματος κουμαρινικά
αντιπηκτικά. Παρόλο που δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση με την αζιθρομυκίνη,
πρέπει να δίνεται προσοχή στη συχνότητα παρακολούθησης που χρόνου προθρομβίνης
όταν η αζιθρομυκίνη χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος
κουμαρινικά αντιπηκτικά. Cyclosporin/Κυκλοσπρορίνη: Σε μία φαρμακοκινητική
μελέτη σε υγιείς εθελοντές στους οποίους χορηγήθηκε ημερήσια από τους στόματος δόση
αζιθρομυκίνης 500mg για 3 ημέρες και ακολούθως εφάπαξ δόση κυκλοσπορίνης 10mg/kg
οι απορρέουσες Cmax και AUCO-5 της κυκλοσπορίνης βρέθηκαν να είναι σημαντικά
αυξημένες. Συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται με προσοχή η ταυτόχρονη χορήγηση των
φαρμάκων αυτών. Εάν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγησή τους, πρέπει να
παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και να προσαρμόζεται ανάλογα η
δοσολογία. Efavirenz/Εφαβιρένζη: Συγχορήγηση εφάπαξ ημερήσιας δόσης 600mg
αζιθρομυκίνης και 400mg εφαβιρένζης για 7 ημέρες δεν έδειξε καμία κλινικώς σημαντική
αλληλεπίδραση. Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δόσης της αζιθρομυκίνης όταν
συγχορηγείται με εφαβιρένζη. Fluconazole/Φλουκοναζόλη: Η συγχορήγηση μίας
εφάπαξ δόσης αζιθρομυκίνης 1200mg δεν μετέβαλε την φαρμακοκινητική μίας έφαπαξ
δόσης φλουκοναζόλης 800mg. Η συνολική ποσότητα του φαρμάκου που φθάνει στην
κυκλοφορία και ο χρόνος ημιζωής της αζιθρομυκίνης δεν μεταβλήθηκαν από τη
συγχορήγηση φλουκοναζόλης, ωστόσο παρατηρήθηκε μία μείωση στη μέγιστη
συγκέντρωση της αζιθρομυκίνης στο πλάσμα, Cmax (18%) η οποία δεν ήταν κλινικά
σημαντική. Indinavir/Ινδιναβίρη: Συγχορήγηση μίας εφάπαξ δόσης 1200mg
αζιθρομυκίνης δεν είχε στατιστικά σημαντική επίδραση στην φαρμακοκινητική 800mg
ινδιναβίρης, χορηγούμενης τρεις φορές την ημέρα για 5 ημέρες. Δεν είναι απαραίτητη η
προσαρμογή της δόσης της αζιθρομυκίνης όταν συγχορηγείται με ινδιναβίρη.
Methylprednisolone/Μεθυλπρεδνιζολόνη: Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής
αλληλεπίδρασης σε υγιείς εθελοντές, η αζιθρομυκίνη δεν προκάλεσε κάποια σημαντική
μεταβολή στην φαρμακοκινητική της μεθυλπρεδνιζολόνης. Midazolam/Μιδαζολάμη: Η
συγχορήγηση 500mg αζιθρομυκίνης ημερησίως για 3 ημέρες σε υγιείς εθελοντές δεν είχε
ως αποτέλεσμα κάποια κλινικά σημαντική αλλαγή στη φαρμακοκινητική και τη
φαρμακοδυναμική μιας εφάπαξ δόσης 15mg μιδαζολάμης. Nelfinavir/Νελφιναβίρη:
Συγχορήγηση 1200mg αζιθρομυκίνης και νελφιναβίρης σε σταθεροποιημένη κατάσταση
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
(750mg τρεις φορές την ημέρα) είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων της
αζιθρομυκίνης. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες και η
προσαρμογή της δόσης δεν είναι απαραίτητη. Rifabutin/Ριφαμπουτίνη: Η
συγχορήγηση αζιθρομυκίνης με ριφαμπουτίνη δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις των εν
λόγω φαρμάκων στον ορό του αίματος. Έχει παρατηρηθεί ουδετεροπενία σε ασθενείς υπό
συγχορηγούμενη θεραπεία αζιθρομυκίνης και ριφαμπουτίνης. Αν και η ουδετεροπενία έχει
συσχετιστεί με τη χρήση της ριφαμπουτίνης, δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση
για τον συνδυασμό της με την αζιθρομυκίνη (βλ. παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Sildenafil/Σιλντεναφίνη: Σε υγιείς άρρενες εθελοντές δεν υπήρχαν ενδείξεις επίδρασης
της αζιθρομυκίνης (500mg ημερησίως για 3 ημέρες) στην AUC και τη Cmax της
σιλντεναφίλης ή του κύριου μεταβολίτη της. Terfenadine/Τερφεναδίνη:
Φαρμακοκινητικές μελέτες δεν έδειξαν στοιχεία κάποιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην
αζιθρομυκίνη και την τερφεναδίνη. Έχουν αναφερθεί σπάνια περιστατικά όπου η
πιθανότητα αντίστοιχης αλληλεπίδρασης δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί εντελώς.
Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε συγκεκριμένη ένδειξη ότι συνέβη τέτοια αλληλεπίδραση.
Theophylline/Θεοφυλλίνη: Δεν υπάρχουν ενδείξεις κλινικά σημαντικής
φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης όταν η αζιθρομυκίνη και η θεοφυλλίνη χορηγούνται
ταυτόχρονα σε υγιείς εθελοντές. Εν τούτοις η συγχορήγηση θεοφυλλίνης και μακρολιδίων
έχει συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα θεοφυλλίνης στον ορό. Ως εκ τούτου, συνίσταται η
μέτρηση των επιπέδων θεοφυλλίνης επί συγχορήγησης αζιθρομυκίνης.
Ttriazolam/Τριαζολάμη: Σε 14 υγιείς εθελοντές, η συγχορήγηση 500mg αζιθρομυκίνης
την 1η ημέρα και 250mg τη 2η ημέρα με 0,125mg τριαζολάμης τη δεύτερη ημέρα δεν είχε
σημαντική επίδραση σε κάποια φαρμακοκινητική μεταβλητή της τριαζολάμης σε σύγκριση
με το εικονικό φάρμακο. Trimethoprim-Sulfamethoxazole/Τριμεθοπρίμη-
Σουλφαμεθοξάλη: Συγχορήγηση του σταθερού συνδυασμού
τριμεθοπρίμης/σουλφαμεθοξαζόλης (160mg/800mg) επί 7 ημέρες, μαζί με 1200mg
αζιθρομυκίνης την 7η ημέρα, δεν είχε σημαντικές επιδράσεις στις μέγιστες συγκεντρώσεις,
στη συνολική ποσότητα του φαρμάκου που φθάνει στη κυκλοφορία ή στην απέκκριση
από τα ούρα είτε της τριμεθοπρίμης είτε της σουλφαμεθοξαζόλης. Οι συγκεντρώσεις της
αζιθρομυκίνης στον ορό ήταν παρόμοιες με αυτές που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες
μελέτες. Cisapride/Σιζαπρίδη: Η σιζαπρίδη μεταβολίζεται στο ήπαρ από το ένζυμο CYP
3A4. Επειδή τα μακρολίδια αναστέλλουν το ένζυμο αυτό, η σύγχρονη χορήγηση της
σιζαπρίδης με τις ουσίες αυτές μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών του
καρδιακού ρυθμού (παράταση του διαστήματος QT, κοιλιακές αρρυθμίες, TORSADE DE
POINTES). Διά τούτο να μη συγχορηγείται η σιζαπρίδη με τα φάρμακα αυτά.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
2.6. Κύηση και γαλουχία
Μελέτες αναπαραγωγής σε πειραματόζωα έχουν διεξαχθεί σε δόσεις που πλησιάζουν την
μέτρια τοξική δόση αναπαραγωγής για τη μητέρα. Σε αυτές τις μελέτες δεν υπήρξαν
ενδείξεις βλαπτικής επίδρασης της αζιθρομυκίνης επί του εμβρύου. Δεν υπάρχουν,
ωστόσο, επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε έγκυες γυναίκες. Επειδή οι μελέτες
αναπαραγωγής σε πειραματόζωα δε δίνουν πάντα τη δυνατότητα πρόβλεψης της
ανταπόκρισης στον άνθρωπο, η αζιθρομυκίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη
διάρκεια της κύησης μόνο εάν είναι σαφώς απαραίτητη. Δεν υπάρχουν δεδομένα όσον
αφορά την απέκκριση του φαρμάκου στο μητρικό γάλα. Όπως πολλά φάρμακα, τα οποία
απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα, η αζιθρομυκίνη δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη
θεραπεία γυναικών που θηλάζουν εκτός και εάν ο ιατρός πιστεύει ότι τα δυνητικά οφέλη
δικαιολογούν τους δυνητικούς κινδύνους για το βρέφος.
2.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και στον χειρισμό μηχανών
Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποδεικνύουν ότι η αζιθρομυκίνη μπορεί να έχει επίδραση
στην ικανότητα του ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό μηχανών.
2.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ο παρακάτω πίνακας περιέχει τις ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν μέσω της
εμπειρίας από κλινικές μελέτες και της παρακολούθησης του φαρμάκου μετά την
κυκλοφορία του στην αγορά, κατά κατηγορία οργανικού συστήματος και συχνότητα. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην
αγορά αποδίδονται με πλάγια γράμματα. Η κατηγορία συχνότητας εμφάνισης ορίζεται
σύμφωνα με την παρακάτω συνθήκη: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι
συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000, <1/1.000), Πολύ σπάνιες (<1/10.000),
και Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Εντός
κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Ανεπιθύμητες ενέργειες ενδεχομένως ή πιθανώς
σχετιζόμενες με την αζιθρομυκίνη με βάση την εμπειρία από κλινικές μελέτες και την
παρακολούθηση του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά:
Κατηγορία Οργανικού
Συστήματος
Ανεπιθύμητη ενέργεια Συχνότητα
Λοιμώξεις
και παρασιτώσεις
Καντιντίαση, καντιντίαση
του στόματος, λοίμωξη του
κόλπου
Όχι συχνές
Ψευδομεμβρώδης κολίτιδα Μη γνωστές
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές
του αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Λευκοπενία, ουδετεροπενία Όχι συχνές
Θρομβοπενία, αιμολυτική
αναιμία
Μη γνωστές
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αγγειοοίδημα,
υπερευαισθησία
Όχι συχνές
Αναφυλακτική αντίδραση
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Ανορεξία Συχνές
Ψυχιατρικές διαταραχές Νευρικότητα Όχι συχνές
Διέγερση Σπάνιες
Επιθετικότητα, άγχος Μη γνωστές
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Ζάλη, κεφαλαλγία,
παραισθησία, δυσγευσία
Συχνές
Υπαισθησία, υπνηλία,
αϋπνία
Όχι συχνές
Λιποθυμικό επεισόδιο,
σπασμοί, ψυχοκινητική
υπερδραστηριότητα,
ανοσμία, παροσμία
Μυασθένεια gravis (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές
Οφθαλμικές διαταραχές Οπτική διαταραχή Συχνές
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Κώφωση Συχνές
Έκπτωση της ακουστικής
οξύτητας, εμβοές
Όχι συχνές
Ίλιγγος Σπάνιες
Καρδιακές διαταραχές Αίσθημα παλμών Όχι συχνές
Torsades de pointes
(Κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην
ριπιδίου) (βλέπε παράγραφο
4.4), αρρυθμία (βλέπε
παράγραφο 4.4)
περιλαμβανομένης της
Μη γνωστές
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
κοιλιακής ταχυκαρδίας
Αγγειακές διαταραχές Υπόταση Μη γνωστές
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Διάρροια, κοιλιακό άλγος,
ναυτία, μετεωρισμός
Πολύ συχνές
Έμετος, δυσπεψία Συχνές
Γαστρίτιδα, δυσκοιλιότητα Όχι συχνές
Παγκρεατίτιδα,
δυσχρωματισμός της
γλώσσας
Μη γνωστές
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
Ηπατίτιδα Όχι συχνές
Ηπατική λειτουργία μη
φυσιολογική
Σπάνιες
Ηπατική ανεπάρκεια (βλέπε
παράγραφο 4.4)*, ηπατίτιδα
κεραυνοβόλος, ηπατική
νέκρωση, ίκτερος
χολοστατικός
Μη γνωστές
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Εξάνθημα, κνησμός Συχνές
Σύνδρομο Stevens-Johnson,
αντίδραση από
φωτοευαισθησία, κνίδωση
Όχι συχνές
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση, πολύμορφο
ερύθημα
Μη γνωστές
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Αρθραλγία Συχνές
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων
οδών
Νεφρική ανεπάρκεια οξεία,
νεφρίτιδα διάμεση
Μη γνωστές
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Κόπωση Συχνές
Θωρακικό άλγος, οίδημα,
αίσθημα κακουχίας,
εξασθένιση
Όχι συχνές
Έρευνες Αριθμός λεμφοκυττάρων Συχνές
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
μειωμένος, αριθμός
ηωσινοφίλων αυξημένος,
διττανθρακικά αίματος
μειωμένα
Ασπαρτική
αμινοτρανσφεράση
αυξημένη,
αμινοτρανσφεραση της
αλανίνης αυξημένη,
χολερυθρίνη αίματος
αυξημένη, ουρία αίματος
αυξημένη, κρεατινίνη
αίματος αυξημένη, κάλιο
αίματος μη φυσιολογικό
Όχι συχνές
Ηλεκτροκαρδιογράφημα,
διάστημα QT παρατεταμένο
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές
* η οποία σπανίως κατέληξε σε θάνατο
2.9. Υπερδοσολογία
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν μετά τη λήψη δόσεων του φαρμάκου
μεγαλύτερων των συνιστώμενων, ήταν παρόμοιες με αυτές που παρατηρήθηκαν μετά τη
λήψη των συνήθων δόσεων. Σε περίπτωση υπερδοσοσλογίας απαιτείται η εφαρμογή
γενικών συμπτωματικών και υποστηρικτικών μέτρων θεραπείας, ανάλογα με την
περίπτωση. Τηλ. Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθηνών: 210 77 93 777.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιμικροβιακά, Μακρολίδια, Κωδικός ATC: J01FA10.
3.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Μηχανισμός δράσης: Η αζιθρομυκίνη είναι το πρώτο αντιβιοτικό μίας υποομάδας των
μακρολιδίων, γνωστής ως αζαλίδες, και η οποία είναι χημικά διαφορετική από την
ερυθρομυκίνη. Χημικώς λαμβάνεται από την προσθήκη ενός ατόμου αζώτου στο
λακτονικό δακτύλιο της erythromycin A. Η χημική ονομασία της αζιθρομυκίνης είναι 9-
deoxy-9a-aza—9a-methyl-9a-homoerythromycin A. Το μοριακό της βάρος είναι 749,0. Ο
μηχανισμός δράσης της αζιθρομυκίνης συνίσταται στην αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης
των βακτηρίων μέσω σύνδεσής της με τη ριβοσωμιακή υπομονάδα 50s και παρεμπόδισης
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
της μετατόπισης των πεπτιδίων χωρίς να επηρεάζει τη σύνθεση των πολυνουκλεοτιδίων. Η
αζιθρομυκίνη παρουσιάζει δραστικότητα in vitro εναντίον μεγάλης ποικιλίας
μικροοργανισμών περιλαμβανομένων και των ακολούθων: Θετικά κατά Gram αερόβια
βακτήρια:
Staphylococcus aureus
,
Streptococcus pyogenes
, (ομάδα Α των β-αιμολυτικών
στρεπτοκόκκων),
Streptococcus pneumonia
, α-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι (ομάδα
πρασινιζόντων στρεπτοκόκκων) και άλλα είδη στρεπτοκόκκων, καθώς και το
Corynebacterium diphteriae
. Η αζιθρομυκίνη παρουσιάζει διασταυρούμενη αντοχή σε
ανθεκτικά στην ερυθρομυκίνη θετικά κατά Gram στελέχη, περιλαμβανομένων του
Streptococcus faecalis
(εντερόκοκκος) και των περισσοτέρων στελεχών των ανθεκτικών
στη μεθικιλλίνη σταφυλοκόκκων. Αρνητικά κατά Gram αερόβια βακτήρια:
Haemophilus influenza
,
Haemophilus parainfluenzae
,
Moraxella catarrhalis,
είδη
Acinetobacter
, είδη
Yersinia
,
Legionella pneumophila
,
Bordetella pertussis
,
Bordetella
parapertussis
, είδη
Shigella
, είδη
Pasteurella
,
Vibrio cholerae
και
parahaemolyticus
,
Plesiomonas shigelloides
. Η δραστικότητα έναντι των
Escherichia coli
,
Salmonella
enteritidis
,
Salmonella typhi
, ειδών
Enterobacter
,
Aeromonas hydrophila
και ειδών
klebsiella
ποικίλει και γι’ αυτό πρέπει να γίνονται δοκιμασίες ευαισθησίας. Είδη
Proteus
,
είδη
Serratia
, είδη
Morganella
και η
Pseudomonas aeruginosa
, είναι συνήθως ανθεκτικά
στο αντιβιοτικό. Αναερόβια βακτήρια:
Bacteroides fragilis
και είδη βακτηριδοειδών,
Clostridium perfringens
, είδη
Peptococcus
και είδη
Peptostreptococcus
,
Fusobacterium
necrophorum
και
Propionibacterium acnes
. Μικροοργανισμοί υπεύθυνοι για τα
σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα: Η αζιθρομυκίνη είναι δραστική εναντίον της
Chlamydia trachomatis
και εμφανίζει επίσης καλή δραστικότητα εναντίον των
μικροοργανισμών
Treponema pallidum
,
Neisseria gonorrhoeae
και
Haemophilus ducreyi
.
Άλλοι μικροοργανισμοί:
Borrelia burgdorferi
(παράγων της νόσου του Lyme),
Chlamydophilapneumoniae
,
Mycoplasma pneumoniae
,
Mycoplasma hominis
,
Ureaplasma
urealiticum
, είδη
Campylobacter
και
Listeria monocytogenes
.
Μηχανισμός ανάπτυξης αντοχής: Υπάρχουν δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν
την αντοχή του
Streptococcus pneumoniae
και
Streptococcus pyogenes
που έχουν
απομονωθεί από κλινικά δείγματα: τα γονίδια mef και erm. Το γονίδιο mef κωδικοποιεί μία
αντλία ροής, η οποία μεσολαβεί στο μηχανισμό ανάπτυξης αντοχής μόνο στα μακρολίδια
με 14-μελή λακτονικό δακτύλιο. Το γονίδιο mef έχει περιγραφεί σε ποικιλία άλλων ειδών.
Το γονίδιο erm κωδικοποιεί μία 23S-rRNA μεθυλτρανσφεράση, η οποία προσθέτει
μεθυλικές ομάδες στην αδενίνη 2058 του 23S-rRNA (σύστημα αρίθμησης: με βάση το
rRNA της
E.coli
). Το μεθυλιωμένο νουκλεοτίδιο βρίσκεται στην περιοχή V και έχει βρεθεί
να αλληλεπιδρά εκτός από τα μακρολίδια και με τις λινκοζαμίδες και τη Streptogramin B,
έχοντας ως αποτέλεσμα ένα φαινότυπο γνωστό ως αντοχή MLSΒ. Τα γονίδια erm(B) και
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
erm(A) έχουν απομονωθεί από κλινικά δείγματα του Streptococcus pneumoniae και του
Streptococcus pyogenes. Η αντλία AcrAB-TolC στον
Haemophilus influenza
είναι υπεύθυνη
για τις εγγενείς υψηλότερες τιμές ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC) στα
μακρολίδια. Σε κλινικά στελέχη, μεταλλάξεις στο 23S-rRNA, ειδικά στα νουκλεοτίδια 2057-
2059 ή 2611, στην περιοχή V ή μεταλλάξεις σε ριβοσωμικές πρωτεΐνες L4 ή L22, είναι
σπάνιες.
Όρια MIC: Τα συνιστώμενα όρια ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης MIC (μg/ml) για
την αζιθρομυκίνη είναι:
Haemophilus spp
: Ευαίσθητα (S)≤4 χωρίς σύσταση για όρια
ανθεκτικότητας*. Στρεπτόκοκκοι συμπεριλαμβανομένων των
Streprococcus pneumonia
e
και
Streptococcus pyogenes
: S≤0,5, Ανθεκτικά (R)≥2.
* Επί του παρόντος, η απουσία δεδομένων για ανθεκτικά στελέχη αποκλείει τον
καθορισμό οποιαδήποτε κατηγορίας άλλης από αυτής των ευαίσθητων στελεχών. Εάν
στελέχη δίνουν αποτελέσματα MIC διαφορετικά από αυτά των ευαίσθητων στελεχών, τότε
αυτά πρέπει να αποσταλούν σε ένα εργαστήριο αναφοράς για περαιτέρω δοκιμασίες.
Δεδομένα μικροβιολογικής ευαισθησίας: Ο επιπολασμός της επίκτητης αντοχής
ενδέχεται να ποικίλει γεωγραφικά ή χρονικά για επιλεγμένα είδη και είναι επιθυμητή η
παροχή πληροφοριών σχετικά με την αντοχή τοπικά, ειδικά κατά τη θεραπεία σοβαρών
λοιμώξεων. Όταν η επικράτηση της ανθεκτικότητας σε τοπικό επίπεδο είναι τέτοια, ώστε η
χρησιμότητα του φαρμάκου να τίθεται υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον για ορισμένους
τύπους λοιμώξεων, είναι αναγκαίο να ζητηθεί η συμβουλή εμπειρογνωμόνων. Τα δεδομένα
in vitro
ευαισθησίας δεν σχετίζονται πάντα με την κλινική αποτελεσματικότητα.
Συνήθη ευαίσθητα στελέχη: Αερόβια Gram-θετικά βακτήρια:
Staphylococcus
aureus
,
Streptococcus agalactiae
, στρεπτόκοκκοι (ομάδες C, F, G) και πρασινίζοντες
στρεπτόκοκκοι (
Viridans group Streptococci
). Αερόβια Gram-αρνητικά βακτήρια:
Bordetella pertussis
,
Haemophilus ducreyi
,
Haemophilus influenzae
*$,
Haemophilus
parainfluenzae
*,
Legionella pneumophila
,
Moraxella catarrhalis
,
Neisseria gonorrhoeae
.
Άλλα:
Chlamyophila pneumoniae
*,
Chlamydia trachomatis
,
Mycoplasma pneumonia
* και
Ureaplasma urealyticum
.
Είδη για τα οποία η επίκτητη αντοχή ενδέχεται να αποτελεί πρόβλημα: Αερόβια
Gram-θετικά βακτήρια:
Streptococcus pneumoniae
*,
Streptococcus pyogenes
*.
Σημείωση: η αζιθρομυκίνη παρουσιάζει διασταυρούμενη αντοχή με Gram-θετικά στελέχη
ανθεκτικά στην ερυθρομυκίνη. Κληρονομικά ανθεκτικοί μικροοργανισμοί:
Enterobacteriaceae
,
Pseudomonas
.
* Είδη των οποίων η ευαισθησία έχει αποδειχθεί με κλινικές δοκιμές.
$ Είδη με φυσική ενδιάμεση ευαισθησία.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
3.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση: Μετά τη χορήγηση από το στόμα στον άνθρωπο, η αζιθρομυκίνη
κατανέμεται ευρέως στο σώμα και η βιοδιαθεσιμότητά της είναι περίπου 37%. Ο
απαιτούμενος χρόνος για την επίτευξη μέγιστων συγκεντρώσεων στο πλάσμα είναι 2-3
ώρες. Κατανομή: Μελέτες σε πειραματόζωα απέδειξαν την ύπαρξη υψηλών
συγκεντρώσεων αζιθρομυκίνης στα φαγοκύτταρα. Σε πειραματικά μοντέλα, υψηλότερες
συγκεντρώσεις αζιθρομυκίνης ελευθερώνονται κατά τη διάρκεια ενεργού φαγοκύτωσης σε
σχέση με μη διεγερθέντα φαγοκύτταρα. Στα μοντέλα πειραματοζώων αυτό έχει ως
αποτέλεσμα να προκύπτουν υψηλές συγκεντρώσεις αζιθρομυκίνης στο σημείο της
λοίμωξης. Φαρμακοκινητικές μελέτες στον άνθρωπο απέδειξαν την ύπαρξη σημαντικά
υψηλότερων συγκεντρώσεων της αζιθρομυκίνης στους ιστούς σε σχέση με το πλάσμα
(μέχρι 50 φορές μεγαλύτερες της μέγιστης συγκέντρωσης του φαρμάκου που
παρατηρήθηκε στο πλάσμα), γεγονός που υποδεικνύει ότι το φάρμακο δεσμεύεται σε
μεγάλο ποσοστό από τους ιστούς. Οι συγκεντρώσεις του φαρμάκου στους ιστούς όπως
είναι οι πνεύμονες, οι αμυγδαλές και ο προστάτης υπερβαίνουν τις MIC90 για τα πιθανά
παθογόνα μετά τη χορήγηση μίας απλής δόσης του φαρμάκου 500mg. Υψηλές
συγκεντρώσεις αζιθρομυκίνης βρέθηκαν σε ιστούς του γεννητικού συστήματος της
γυναίκας («γυναικολογικό ιστό») 96 ώρες μετά από εφάπαξ από του στόματος δόση
500mg αζιθρομυκίνης. Αππέκριση: Ο τελικός χρόνος ημιζωής της αποβολής του
φαρμάκου από το πλάσμα εκφράζει με ακρίβεια τον χρόνο ημιζωής της αποβολής του από
τους ιστούς, που είναι 2-4 ημέρες. Περίπου 12% της δόσης που χορηγείται ενδοφλεβίως
απεκκρίνεται στα ούρα σαν αμετάβλητο φάρμακο σε διάστημα 3 ημερών, το δε
μεγαλύτερο ποσοστό αυτού απεκκρίνεται τις πρώτες 24 ώρες. Η απέκκριση της
αζιθρομυκίνης από τη χολή αποτελεί την κύρια οδό απομάκρυνσης για το αμετάβλητο
φάρμακο μετά την από του στόματος χορήγηση. Πολύ υψηλές συγκεντρώσεις του
αμετάβλητου φαρμάκου ανευρίσκονται στη χολή, μαζί με 10 μεταβολίτες που
σχηματίζονται με Ν- και Ο-απομεθυλίωση, με υδροξυλίωση του δακτυλίου της
δεσοζαμίνης και των αγλυκονικών δακτυλίων και με διάσπαση του συμπλόκου της
κλαδινόζης. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της υγρής χρωματογραφίας υψηλής
απόδοσης (HPLC) και του μικροβιολογικού προσδιορισμού στους ιστούς, υποδεικνύει ότι οι
μεταβολίτες δεν παίζουν κανένα ρόλο στην αντιμικροβιακή δραστηριότητα της
αζιθρομυκίνης.
Φαρμακοκινητική σε ειδικές ομάδες ασθενών. Ηλικιωμένοι: Σε ηλικιωμένους
εθελοντές (ηλικίας >65 ετών) παρατηρήθηκε ελαφρά αύξηση των τιμών AUC μετά
θεραπεία 5 ημερών σε σχέση με νέους εθελοντές (ηλικίας <40 ετών), αλλά η αύξηση αυτή
δεν θεωρείται κλινικά σημαντική και ως εκ τούτου δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
του φαρμάκου. Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια: Η φαρμακοκινητική της
αζιθρομυκίνης σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR 10-80 ml/min),
δεν επηρεάστηκε μετά από εφάπαξ δόση 1,0g αζιθρομυκίνης άμεσης αποδέσμευσης
συγκριτικά με ασθενείς που έχουν φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Στατιστικά σημαντικές
διαφορές παρατηρήθηκαν στην AUC0-120 (8,8 mg x hr/ml έναντι 11,7 mg x hr/ml), Cmax
(1,0 mg/ml έναντι 1,6 mg/ml) και CLr (2,3 ml/min/Kg έναντι 0,2 ml/min/Kg) μεταξύ της
ομάδας ατόμων με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (GFR<10 ml/min) και της ομάδας ατόμων
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια: Σε ασθενείς με
ήπια (κατηγορία Α) έως μέτρια (κατηγορία Β) ηπατική βλάβη, δεν υπάρχουν ενδείξεις
σημαντικής μεταβολής της φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης στον ορό σε σχέση με
εκείνους που παρουσιάζουν φυσιολογική ηπατική λειτουργία. Στους ασθενείς αυτούς η
νεφρική κάθαρση της αζιθρομυκίνης εμφανίζεται αυξημένη, πιθανώς για να εξισορροπήσει
τη μειωμένη ηπατική κάθαρση.
3.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Έχει παρατηρηθεί φωσφολιπίδωση (ενδοκυτταρική συσσώρευση φωσφολιπιδίων) σε
αρκετούς ιστούς (π.χ. οφθαλμός, νωτιαία γάγγλια, ήπαρ, χοληδόχος κύστη, νεφρός,
σπλήνας και/ή πάγκρεας) ποντικών, αρουραίων και σκύλων που έλαβαν πολλαπλές δόσεις
αζιθρομυκίνης. Η φωσφολιπίδωση έχει παρατηρηθεί σε όμοιο βαθμό και σε νεογέννητους
αρουραίους και σκύλους. Η φωσφολιπίδωση φαίνεται να είναι αναστρέψιμη μετά τη
διακοπή της θεραπείας με αζιθρομυκίνη. Η σπουδαιότητα των ευρημάτων αυτών για τα
πειραματόζωα και τον άνθρωπο δεν είναι γνωστή.
4. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Κατάλογος των εκδόχων
Caclium hydrogen phosphate anhydrous, Starch pregelatinized, Crospovidone, Sodium
lauryl sulfate, Magnesium stearate, Hypromellose, Titanium dioxide E171 CI 77891,
Lactose monohydrate, Glycerol triacetate.
4.2. Ασυμβατότητες
Ουδεμία γνωστή.
4.3. Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
AZIVIRUS f.c. tabs 500 mg/tab
4.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία έως 25° C.
4.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί που περιέχει 3 δισκία σε συσκευασία blister και ένα φύλλο οδηγιών για τον ασθενή.
5. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Verisfield (UK) Ltd, 41 Chalton Street, London, NW1 1JD, UK
6. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
7157/1-2-2007.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος