5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες μελετήθηκαν σε ποντίκια και σκύλους, χρησιμοποιώντας σταθερά
επισημασμένη
14
C Glucosamine sulphate.
Mετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η Glucosamine εξαφανίζεται γρήγορα από την κυκλοφορία και
διαχέεται στους ιστούς. Μερικά όργανα και ιστοί την κατακρατούν, όπως το ήπαρ, τα νεφρά και ο
αρθρικός χόνδρος. Στο τελευταίο η ραδιενέργεια από την επισημασμένη Glucosamine παραμένει για
παρατεταμένο χρονικό διάστημα με βιολογικό χρόνο ημιζωής περίπου 70 ώρες. Το 50% περίπου της
χορηγηθείσας ραδιενέργειας ανευρίσκεται σαν εκπνεόμενο CO
2
, κατά τη διάρκεια των ακολούθων
6 ημερών μετά τη χορήγηση, περίπου ένα ποσοστό 30%-40% ανευρίσκεται στα ούρα, ενώ η
απέκκριση δια των κοπράνων είναι πολύ χαμηλή, περίπου 2%.
Μετά την από του στόματος χορήγηση της Glucosamine sulphate, αυτή απορροφάται ταχέως και
σχεδόν πλήρως.
Οι φαρμακοκινητικές κα μεταβολικές φάσεις που ακολουθούν, είναι αντίστοιχες με εκείνες που
παρατηρούνται μετά από την ενδοφλέβια χορήγηση.
Μια φαρμακοκινητική μελέτη στον άνθρωπο με εφ’ άπαξ δόσεις επισημασμένης Glucosamine από
την ενδοφλέβια, ενδομυϊκή ή από του στόματος οδό χορήγησης, επιβεβαίωσε την αναλογία του
φαρμακοκινητικού σχήματος της Glucosamine με αυτό που βρέθηκε σε ζώα.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα στον άνθρωπο μετά από εφ’ άπαξ χορήγηση από το στόμα
επισημασμένης Glucosamine ήταν 25% λόγω του μεταβολισμού κατά την πρώτη ηπατική δίοδο
όπου και μεταβολίζεται περισσότερο από το 70% της Glucosamine.
Η απορρόφηση από το γαστρεντερικό είναι περίπου 90% δεδομένου ότι μόνο το 11% της
χορηγούμενης ραδιενέργειας απεκκρίνεται δια των κοπράνων.
Επίσης διενεργήθηκαν μελέτες στον άνθρωπο έπειτα από ενδοφλέβια ή από του στόματος χορήγηση
μη επισημασμένης Glucosamine και προσδιορίστηκε η Glucosamine με ιονταλλακτική
χρωματογραφία στο αίμα και στα ούρα. Αυτή η μέθοδος προσδιορισμού έχει ένα ποσοτικό όριο το
οποίο δεν κρίνεται σαν επαρκές για σωστές φαρμακοκινητικές μελέτες. Παρόλα αυτά τα
αποτελέσματα ήταν αντίστοιχα με εκείνα που ελήφθησαν με την επισημασμένη Glucosamine.
5.3 Προκλινικά στοιχεία
Οι τοξικολογικές μελέτες που διενεργήθηκαν με την Glucosamine sulphate αποδεικνύουν το μεγάλο
εύρος ασφάλειας του φαρμάκου. Αυτές περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μελέτες με τις μέγιστες δόσεις
που αναφέρονται ακολούθως και δείχνουν καθόλου ή πολύ μικρές τοξικές επιδράσεις :
- μελέτες οξείας τοξικότητας σε ποντικούς και αρουραίους με ενδοφλέβια, ενδομυϊκή και από του
στόματος χορήγηση έως και 5000mg/kg χορηγούμενα από το στόμα.
- μελέτες υποξείας τοξικότητας για διάστημα 4 εβδομάδων σε κουνέλια από την ενδοφλέβια οδό
χορήγησης έως και 80mg/kg, σε αρουραίους με την από του στόματος χορήγηση έως και 240mg/kg
και σε σκύλους από την ενδοφλέβια οδό χορήγησης για διάστημα 13 εβδομάδων έως και 300mg/kg.
- μελέτες χρόνιας τοξικότητας διάρκειας 52 εβδομάδων σε αρουραίους με από του στόματος
χορήγηση έως και 2700mg/kg και διάρκειας 26 εβδομάδων σε σκύλους με από του στόματος
χορήγηση έως και 2149mg/kg.
-μελέτες εμβρυοτοξικότητας σε αρουραίους και σε κουνέλια με από του στόματος χορήγηση έως και
2500mg/kg και μελέτες γονιμότητος σε αρουραίους με από του στόματος χορήγηση έως και
2149mg/kg.
-μελέτες μεταλλαξιογόνου δυναμικού in vitro με μέγιστη συγκέντρωση μέχρι 5000 mg/ml και in vivo
με από του στόματος χορήγηση έως και 1592 mg/kg σε αρουραίους και 7160 mg/kg σε ποντίκια.
Οι χρησιμοποιούμενες δόσεις αντιπροσωπεύουν πολλαπλάσια της ημερήσιας δόσης που εν γένει
χρησιμοποιείται σε ανθρώπους, η οποία ανέρχεται σε 20-25 mg/kg περίπου. Οι μελέτες αυτές
αποδεικνύουν εμφανώς ότι η Glucosamine sulphate είναι ένα προϊόν το οποίο σχεδόν στερείται
τοξικότητας σε κλινικό, βιολογικό ή ανατομικοπαθολογικό επίπεδο. Σε ότι αφορά τις ελάχιστες
ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες παρατηρούνται μετά από χορήγηση υψηλών δόσεων, είναι ελαφρύ
ή μέτριου χαρακτήρα, είναι απόλυτα αναστρέψιμες και δεν υπάρχει εμφανές όργανο στόχος.
Επιπροσθέτως δεν έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες στο διάστημα που ακολουθεί μετά το
τέλος της θεραπείας. Οι αναπαραγωγικές λειτουργίες δεν επηρεάζονται καθόλου ή σχεδόν καθόλου
και τέλος η ουσία δεν είναι μεταλλαξιογόνος.