περίπου 3 ωρών και η 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 24 ωρών.
Σταθερά επίπεδα της 9-υδροξυ-ρισπεριδόνης επιτυγχάνονται μετά από χορήγηση επί 4-5
ημέρες. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι ανάλογες με τη δόση εντός του πεδίου τιμών
θεραπευτικών δοσολογιών. Η ρισπεριδόνη κατανέμεται γρήγορα στο σώμα. Ο όγκος
κατανομής είναι 1-2 l/kg. Στο πλάσμα, η ρισπεριδόνη δεσμεύεται γρήγορα από τη
λευκωματίνη και από το α-1-γλυκοπρωτεϊνικό οξύ. Η πρωτεϊνική δέσμευση στο πλάσμα της
ρισπεριδόνης είναι 88% και της 9-υδροξυ-ρισπεριδόνης είναι 77%. Μία εβδομάδα μετά τη
χορήγηση, το 70% της δόσης εκκρίνεται με τα ούρα και το 14% με τα κόπρανα. Στα ούρα, το
35-45% της χορηγηθείσας δόσης αποτελείται από ρισπεριδόνη και από 9-υδροξυ-
ρισπεριδόνη – το υπόλοιπο είναι ανενεργοί μεταβολίτες.
Σύμφωνα με μια μελέτη εφάπαξ χορήγησης, μετρήθηκαν υψηλότερες ενεργές συγκεντρώσεις
στο πλάσμα και βραδύτερη αποβολή της ρισπεριδόνης σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια. Οι συγκεντρώσεις ρισπεριδόνης στο πλάσμα ήταν φυσιολογικές σε
ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ρισπεριδόνης, της 9-υδροξυ-ρισπεριδόνης και του
ενεργού αντιψυχωδικού κλάσματος σε παιδιά είναι συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες
φαρμακοκινητικές ιδιότητες σε ενηλίκους, σύμφωνα με μια μελέτη με έξι αυτιστικά παιδιά
(ηλικίας 3-7 ετών). Η μέση τελική ημίσεια ζωή, ωστόσο, τόσο της ρισπεριδόνης όσο και της
9-υδροξυ-ρισπεριδόνης, ήταν κατά 30-35% μικρότερη από ότι σε ενηλίκους.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε δοκιμές (υπο)χρόνιας τοξικότητας, στις οποίες έγινε χορήγηση σε σεξουαλικά ανώριμους
αρουραίους και σκύλους, υπήρχε εξαρτώμενη από τη δόση επίδραση στα γεννητικά όργανα
και στους μαστικούς αδένες και στα δύο φύλα. Αυτές οι επιδράσεις συσχετίστηκαν με τα
αυξημένα επίπεδα προλακτίνης ορού, σαν αποτέλεσμα της ανασταλτικής δράσης της
ρισπεριδόνης στους ντοπαμινεργικούς D2 υποδοχείς.
Καρκινογένεση: Διεξήχθησαν μελέτες σε ποντίκια Albino και σε αρουραίους Wistar. Οι
δόσεις που χορηγήθηκαν ήταν, σε mg/kg, 2,4, 9,4 και 37,5 φορές μεγαλύτερες από τη μέγιστη
συνιστώμενη δόση για ανθρώπους. Προέκυψαν στατιστικά σημαντικά αυξημένα συμβάντα
αδενωμάτων υπόφυσης και ενδοκρινών αδενωμάτων του παγκρέατος, καθώς και
αδενοκαρκινωμάτων του μαστικού αδένα.
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα αυξάνουν εν γένει τις συγκεντρώσεις προλακτίνης στα τρωκτικά.
Οι αυξημένες τιμές παραμένουν σε περιπτώσεις χρόνιας χορήγησης. Τα επίπεδα προλακτίνης
ορού δεν μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια των μελετών καρκινογένεσης με ρισπεριδόνη.
Ωστόσο, σε μελέτες υποχρόνιας τοξικότητας, η ρισπεριδόνη αύξησε τα επίπεδα προλακτίνης
ορού κατά 5 έως 6 φορές σε ποντίκια και αρουραίους, όταν χορηγήθηκε η ίδια δόση όπως
στις μελέτες καρκινογένεσης. Μια αύξηση στις νεοπλασίες του μαστικού αδένα, του αδένα
υπόφυσης και της ενδοκρινούς μοίρας του παγκρέατος διαπιστώθηκε στα τρωκτικά, μετά από
χρόνια χορήγηση άλλων αντιψυχωσικών φαρμάκων, στα οποία η προλακτίνη εθεωρείτο
διαμεσολαβητικός παράγοντας. Ωστόσο, ο συσχετισμός μεταξύ αυτών των ευρημάτων στα
τρωκτικά και του πιθανού κινδύνου για τους ανθρώπους είναι προς το παρόν άγνωστος.
Μεταλλαξογόνος δράση: Δοκιμές in vitro και in vivo δεν αποκάλυψαν κανένα δεδομένο που
να μαρτυρά πιθανή μεταλλαξογόνο δράση της ρισπεριδόνης.
Γονιμότητα: Σε τρεις μελέτες της αναπαραγωγικής ικανότητας, δεν αποδείχθηκε ότι η
ρισπεριδόνη είχε αρνητικές επιπτώσεις στη γονιμότητα αρουραίων Wistar, οι οποίοι έλαβαν
0,1 έως 3 φορές τη μέγιστη συνιστώμενη ανθρώπινη δόση σε βάση mg/m
2
. Σε μια μελέτη
υποχρόνιας τοξικότητας σε σκύλους Beagle, η κινητικότητα και η συγκέντρωση του
σπέρματος μειώθηκαν με δόσεις ρισπεριδόνης 0,6 έως 10 φορές της μέγιστης συνιστώμενης
ανθρώπινης δόσης σε βάση mg/m
2
. Παρατηρήθηκαν επίσης μειώσεις στην τεστοστερόνη
ορού, σχετικές με τη δοσολογία. Οι παράμετροι σπέρματος και η τεστοστερόνη ορού
επανήλθαν εν μέρει, αλλά παρέμειναν μειωμένες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Δεν είναι
γνωστές δοσολογίες που δεν προκάλεσαν καμία επίπτωση σε αρουραίους και σκύλους.